Η ιστορία ενός από τους πιο επιτυχημένους Ελληνες επιχειρηματίες και της γνωστής παρουσιάστριας ειδήσεων
Θα μπορούσε δικαιωματικά να διεκδικήσει τον τίτλο του πιο δεινού dealer, καθώς η μέχρι τώρα πορεία του είναι στρωμένη με μεγάλες συμφωνίες, τέτοιες που συνήθως χαρακτηρίζονται ως «συμφωνίες της χρονιάς». Και αυτές, από την ώρα που απογειώθηκε επιχειρηματικά, ήταν πολλές. Chipita, Vivartia, Νίκας, ΙΟΝ και τόσες άλλες. Ο λόγος για τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, ο οποίος πριν από λίγες ημέρες, σε ένα διαφορετικό «deal», μακριά από αριθμούς αυτή τη φορά, έκανε το μεγάλο βήμα και συνέδεσε την προσωπική του ζωή με τη δημοσιογράφο Λίνα Δρούγκα.
Ο «Mr Chipita», όπως ακόμη αποκαλείται, είναι ο άνθρωπος που έχει σφραγίσει με την παρουσία και τη δράση του τον ευρύτερο χώρο των τροφίμων περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλον. Είναι επίσης εκείνος που κυριολεκτικά έμαθε τον πλανήτη να τρώει ελληνικό κρουασάν.
Πιστός στην άποψή του ότι η αγορά των τροφίμων στην Ελλάδα χρειάζεται consolidation, δηλαδή συγκέντρωση και συγχωνεύσεις σε μεγαλύτερα σχήματα, κινήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση και εκμεταλλευόμενος τις ευκαιρίες έχτισε και συνεχίζει να χτίζει το δικό του πολυεπίπεδο οικοδόμημα.
Για να φτάσει μέχρι το «δαφνοστεφανωμένο» από τις διαδοχικές επιτυχίες παρόν, προηγήθηκε μια πολύχρονη και εξαιρετικά απαιτητική προσπάθεια. Και τούτο γιατί ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος δεν παρέλαβε κάποιο... δαχτυλίδι διαδοχής σε έναν ισχυρό οικογενειακό όμιλο, ούτε ανδρώθηκε στο προστατευμένο περιβάλλον που εξασφαλίζει η μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Αντίθετα, γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στην αγορά, έζησε την αγωνία και τον αγώνα της επιβίωσης, απέκτησε σφαιρική και ρεαλιστική εικόνα για τους κανόνες του παιχνιδιού και όταν σιγά-σιγά ανέβηκε τα σκαλοπάτια, έγινε ένας από αυτούς που με την επιδραστικότητά τους μπορούν να τους επανακαθορίζουν. Με άλλα λόγια, δεν ήρθε ξαφνικά και από το πουθενά, αλλά ξεκίνησε ανάμεσα στους πολλούς και πορεύτηκε με σπάνιο αισθητήριο και ισχυρή βούληση για να φτάσει να κατατάσσεται στους πολύ λίγους που δημιούργησαν με τα χέρια τους ένα τόσο διακριτό success story.
Το εργοστάσιο της Chipita στο Μοσχάτο απ’ όπου το περίφημο κρουασάν ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο
Η αφετηρία
Ηταν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 όταν αντίκρισε για πρώτη φορά το φως του κόσμου. Παιδί μεσοαστικής οικογένειας, μεγάλωσε στο «τρίγωνο» Εξάρχεια - Λυκαβηττός - λεωφόρος Αλεξάνδρας, επί της οποίας ο πατέρας του, Γιάννης, διατηρούσε την οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων Recor A.E.
Η περιστροφή της ζωής του γύρω από τη Λεωφόρο ίσως ευθύνεται και για τα παναθηναϊκά του αισθήματα, καθότι φανατικός οπαδός του ΠΑΟ και μια εποχή με ρόλο στα διοικητικά πράγματα της πράσινης ΠΑΕ.
Το 1973, έφηβος ακόμη, θα αναγκαστεί, μετά τον πρόωρο χαμό του πατέρα του, να γίνει ο άντρας της οικογένειας και να βγει στον αγώνα για τη βιοπάλη. Κάνει τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα στη Recor, ενώ ταυτόχρονα ψάχνει τον δρόμο του σε διάφορες άλλες δουλειές. Μια αφετηρία υπαγορευμένη από τις σκληρές συγκυρίες και την ανάγκη επιβίωσης. Οπως έχει εξομολογηθεί, «δεν νομίζω ότι στο ξεκίνημα είχα κάποιο όραμα. Βασικός στόχος μου ήταν να βγάλουμε μεροκάματο, να βγάλουμε τον μήνα, να πληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας».
Το 1975 εισέρχεται στην ΑΣΟΕΕ και ολοκληρώνει τις σπουδές του το 1979. Πολύ σύντομα, το 1981, θα προσληφθεί στην ιταλική εισαγωγική εταιρεία ζαχαρωδών προϊόντων και παγωτών Aligel, αναλαμβάνοντας γενικός διευθυντής. Μια πενταετία αργότερα, το 1986, χρονιά-σταθμός στην πορεία του, οι Ιταλοί θα του εμπιστευτούν τον ρόλο του διευθύνοντος συμβούλου στην Interia, εταιρεία παραγωγής και εμπορίας πραλίνας φουντουκιού, με σοβαρή εξαγωγική δραστηριότητα.
Το... αγοράκι με τα σπίρτα
Εκείνη περίπου την περίοδο καταργήθηκε το κρατικό μονοπώλιο στα σπίρτα και ο Θεοδωρόπουλος διέβλεψε μια σημαντική επιχειρηματική ευκαιρία. Χρησιμοποιώντας τις προσβάσεις του στην Ιταλία, εισάγει σε μεγάλες ποσότητες εκείνα τα σπίρτα που άναβαν με την απλή τριβή τους σε όλες τις επιφάνειες. Οι πωλήσεις ήταν τρελές και μέχρι να έρθει η απαγόρευση από το κράτος, με φωτογραφική διάταξη, για λόγους ασφαλείας, είχε καταφέρει να συγκεντρώσει ένα αρκετά αξιοσέβαστο κεφάλαιο.
Ανήσυχο πνεύμα, όπως ήταν πάντα, έψαξε επίμονα το επόμενο βήμα που θα τον έκανε από στέλεχος επιχειρηματία. Το βρήκε το 1986 σε μια μικρή βιοτεχνία στο Μοσχάτο που έφτιαχνε γαριδάκια και ονομαζόταν Chipita. Η εταιρεία, την οποία είχαν ιδρύσει το 1973 οι Φώντας, Απόστολος και Ιωάννης Γαβαλάκης, στεγαζόταν στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας, είχε 45 εργαζομένους και έκανε τζίρο -με τα σημερινά δεδομένα- περίπου 400.000 ευρώ. Ο Θεοδωρόπουλος, με το κεφάλαιο που είχε μαζέψει και με ένα δάνειο από την τότε Τράπεζα Εργασίας, εξαγοράζει το 50%, ενώ μια τριετία μετά, το 1989, και το υπόλοιπο 50%, αποκτώντας τον αποκλειστικό έλεγχο.
Η ιδέα του κρουασάν
Βέβαια, η Chipita δεν θα είχε εξελιχθεί στον πολυεθνικό κολοσσό που όλοι γνωρίζουμε αν είχε μείνει στα γαριδάκια. Η μετάβαση από το Μοσχάτο στα ράφια όλου του κόσμου είχε ως κινητήριο δύναμη τη μαγική ιδέα του συσκευασμένου κρουασάν. Πώς προέκυψε αυτή; Οπως έχει δηλώσει ο ίδιος, η αρχική ιδέα ήταν δική του και προήλθε μέσα από την αναζήτηση ενός νέου προϊόντος που θα έκανε τη διαφορά.
Αφορμή ήταν ότι τα γαριδάκια δεν διέθεταν και μεγάλη υπόληψη, ενώ κάθε τόσο έβγαιναν αποφάσεις απαγόρευσης της πώλησής τους μέσα και κοντά στα σχολεία, καθότι θεωρούνταν ανθυγιεινά για τα παιδιά.
«Σκέφτηκα κάποια στιγμή ότι έπρεπε να κάνω κάτι σοβαρότερο για να μας πάρουν κι εμάς λιγάκι στα σοβαρά. Είχα μια μικρή βιοτεχνία που έβγαζα πραλίνα φουντουκιού και υπήρχε μια κρουασαντερί στην Πατησίων, δίπλα στην Ανωτάτη Εμπορική, όπου ήμουν φοιτητής. Πήγα μια μέρα να δω τι κάνει αυτός που αγοράζει τόση πραλίνα. Αυτός λοιπόν έπαιρνε κρουασάν, έβαζε μέσα την πραλίνα, και τα πούλαγε. Πήρα ένα, το έφαγα, μου άρεσε, και λέω: “Αυτό αν μπορέσουμε κάποια στιγμή να το βιομηχανοποιήσουμε, μπορεί να μας δουν και σε κάτι διαφορετικό από τα γαριδάκια και να μας πάρουν λιγάκι πιο σοβαρά”».
Ετσι ξεκίνησε η ιδέα του κρουασάν όπως την έχει περιγράψει ο ίδιος. Εκτός από την ιδέα όμως χρειάζονταν και κεφάλαια για να την υλοποιήσει, που δεν τα είχε. Στρώνεται στη δουλειά και αφού καταρτίζει, με όσες γνώσεις είχε, ένα στοιχειώδες business plan, αρχίζει να χτυπά πόρτες κάνοντας παρουσιάσεις σε υποψήφιους επενδυτές. Και ήταν πολλές και «επώνυμες», 21 τον αριθμό.
Παρότι επιστράτευσε όλα τα επιχειρήματα που είχε στο μυαλό του, εισέπραξε αρνητικές έως και απαξιωτικές απαντήσεις του τύπου «τι είναι αυτό το πράγμα, μακράς διάρκειας κρουασάν; Πού σου ήρθε αυτή η βλακεία;»…
Πολύ σύντομα όμως, το 1990, βρέθηκαν κάποιοι πιο ανοιχτόμυαλοι και διορατικοί επιχειρηματίες που δέχθηκαν να αναλάβουν το ρίσκο της επένδυσης στην καινοτόμο ιδέα της παραγωγής τυποποιημένου κρουασάν, για πρώτη φορά παγκοσμίως.
Αυτό το σχήμα ήταν το Eurohellenic fund, με τη συμμετοχή της οικογένειας Ολαγιάν, της ιταλικής De Benedetti, της Alpha Finance και της ΤΙΤΑΝ, που εξαγόρασε το 50% της εταιρείας μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, δίνοντας στον Θεοδωρόπουλο τα «φτερά» για να κατακτήσει τον κόσμο.
Εκτοτε θεμελιώθηκε η συμπόρευσή του με την πανίσχυρη οικονομικά σαουδαραβική οικογένεια Oλαγιάν, που μέσω της διαρκούς ψήφου εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του ήταν το κλειδί και για τις επόμενες επιχειρηματικές του κινήσεις σχετικά με την Chipita.
Από το Μοσχάτο στη διεθνή σκακιέρα
Μετά την είσοδο των φρέσκων κεφαλαίων ο Θεοδωρόπουλος δεν έχασε ούτε στιγμή, εξελίσσοντας σταδιακά την Chipita από μια μικρή βιοτεχνία σε υπολογίσιμο παίκτη της αγοράς. Η πορεία, φυσικά, είχε διάφορους σταθμούς.
Το 1994 ήταν η εισαγωγή στο Χρηματιστήριο που την ακολούθησε μια εκρηκτική ανάπτυξη εντός και κυρίως εκτός συνόρων, με τα ατομικά κρουασάν, τα bake rolls και τα άλλα σνακ να ξεκλειδώνουν και να κατακτούν ολοένα και περισσότερες ξένες αγορές. Παράλληλα, εκείνος, κρατώντας αριστοτεχνικά τα ηνία, αφενός διεύρυνε την προϊοντική γκάμα, αφετέρου έχτιζε συμμαχίες με ισχυρούς τοπικούς παίκτες δρομολογώντας νέες μεγάλες επενδύσεις σε παραγωγικές μονάδες και διασφαλίζοντας την περαιτέρω διείσδυση των προϊόντων του ομίλου.
Ετσι, σε σύντομο χρονικό διάστημα η Chipita εξελίχθηκε σε ελληνική πολυεθνική με ηγετικό μερίδιο στις εξαγωγές και ακριβοθώρητες συνεργασίες, όπως με την Pepsico, που άνοιξε τον δρόμο για περισσότερες από 25 χώρες.
Στα 16 χρόνια που μεσολάβησαν από το ρίσκο του 1990, η εταιρεία απέκτησε διεθνές εκτόπισμα, με εργοστάσια, εκτός από την Ελλάδα, σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Ρωσία, Σλοβακία και με στρατηγικές συνεργασίες σε Σαουδική Αραβία, Τουρκία, Μεξικό, Μαλαισία και Ινδία.
Το 2006 ήταν ένας ακόμη σταθμός, καθώς ο Θεοδωρόπουλος αποφάσισε να συνασπιστεί με τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, παιδικό του φίλο από τα χρόνια που οι πατεράδες τους είχαν τις γειτονικές γαλακτοκομικές επιχειρήσεις της ΔΕΛΤΑ και της Recor. Η Chipita, λοιπόν, συγχωνεύεται με τη ΔΕΛΤΑ, την Goody’s και την Μπάρμπα Στάθης, συγκροτώντας τον όμιλο της Vivartia. Το τιμόνι του οποίου αναλαμβάνει ο ίδιος από τον Σεπτέμβριο του 2006 έως τον Απρίλιο του 2010.
«Διαζύγια» και «φλερτ»
Στο μεταξύ, όμως, το 2007, ο Δασκαλόπουλος πουλάει τον όμιλό του στη MIG του Ανδρέα Βγενόπουλου χωρίς καν να έχει ενημερώσει πριν, όπως έλεγαν οι πληροφορίες της εποχής, τον παλιό του φίλο και πλέον σύμμαχο.
Το γεγονός αυτό σημάδεψε εκείνη την περίοδο τη σχέση τους, αλλά και την πορεία της Chipita, δεδομένου ότι η συμβίωση εντός της MIG μόνο ανέφελη δεν ήταν. Ολοι όσοι γνωρίζουν τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο λένε ότι σε εκείνη τη φάση ένιωθε εγκλωβισμένος σε ένα κοστούμι που είχαν φτιάξει άλλοι γι’ αυτόν στα… δικά τους μέτρα.
Αποφασισμένος να δώσει τέλος σε αυτή την κατάσταση, προετοίμασε το έδαφος και το καλοκαίρι του 2010 μαζί με τον όμιλο Olayan, αλλά και με τους επιχειρηματίες-σταθερούς συνοδοιπόρους και φίλους του Αχιλλέα Φώλια (συνιδρυτή της Goody’s), Σταύρο Νένδο (της εταιρείας προϊόντων αρτοποιίας Select), Μιχάλη Αραμπατζή (ιδρυτή της εταιρείας Ελληνική Ζύμη), Λορέντζο Φρέρη (της αλυσίδας Everest), Μαίρη Χατζάκου (ΜΕΒΓΑΛ) κ.ά., εξαγοράζει εκ νέου την Chipita σε μια συμφωνία ύψους άνω των 730 εκατ. ευρώ, καταβάλλοντας 400 εκατ. ως άμεσο τίμημα και αναλαμβάνοντας χρέη 327 εκατ. ευρώ.
Τα επόμενα χρόνια η Chipita συνέχισε την ανοδική της πορεία κατακτώντας νέες αγορές, αυξάνοντας τα οικονομικά της μεγέθη με τζίρους της τάξης των 580 εκατ. ευρώ, αλλά και τη δυναμική της σε διεθνές επίπεδο. Αρκεί να αναφερθεί ότι 2 δισεκατομμύρια καταναλωτές σε 56 χώρες απολάμβαναν τα συσκευασμένα κρουασάν που ξεκίνησαν από μια πολυκατοικία στο Μοσχάτο, κάτι που ασφαλώς δεν ξέφυγε από τα ραντάρ του ανταγωνισμού, με τον τιμονιέρη της να γίνεται αποδέκτης πολλών προτάσεων εξαγοράς.
Το «χρυσό» deal
Η πιο σοβαρή από αυτές ήταν του πολυεθνικού κολοσσού των τροφίμων Mondelez, που την έθεσε στο στόχαστρο χτυπώντας με επιμονή την… πόρτα. Στην πρώτη κρούση η προσφορά έφτανε τα 1,5 δισ. ευρώ, αλλά παρά το δέλεαρ η απάντηση του Θεοδωρόπουλου και των Ολαγιάν ήταν αρνητική. Οι επαφές συνεχίστηκαν και πέρυσι τον Μάιο η Mondelez ξαναχτύπησε προσφέροντας το αστρονομικό ποσό των 2 δισ. δολαρίων. Αυτή τη φορά η πρόταση έγινε δεκτή, σηματοδοτώντας ένα από τα μεγαλύτερα deals στα ελληνικά επιχειρηματικά χρονικά.
Στις 3 Ιανουαρίου 2022, η Mondelez International ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της εξαγοράς της Chipita Global Α.Ε., «της ταχύτερα αναπτυσσόμενης και ηγέτιδας εταιρείας στην κατηγορία των ψημένων σνακ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η κολοσσιαία αυτή συμφωνία έκανε πλουσιότερη την οικογένεια Ολαγιάν κατά 1,12 δισ. ευρώ, τον Θεοδωρόπουλο κατά 182 εκατ. ευρώ και τους συνεταίρους του κατά 98 εκατ. ευρώ. Μετά το deal όλη η δραστηριότητα της Chipita πέρασε στη Mondelez, με εξαίρεση την Ινδία όπου διαθέτει ήδη θυγατρική και τη Νίκας. Αυτές παρέμειναν στην Chipita Foods, που ελέγχεται από την κυπριακή Cryred Investments (συμφερόντων Θεοδωρόπουλου).
Επιχειρηματικά αεικίνητος
«Η ζωή είναι σαν να κάνεις ποδήλατο. Για να κρατήσεις την ισορροπία σου πρέπει να κινείσαι συνεχώς» σύμφωνα με τον ορισμό του Αϊνστάιν, κι έτσι ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος από τότε που άρχισε να παίρνει τη ζωή στα χέρια του τον επιβεβαιώνει με εμφατικό τρόπο.
Ενώ πολλοί θα νόμιζαν ότι με τα τόσα λεφτά από το χρυσό deal της Chipita θα μπορούσε απλά να αποσυρθεί, εκείνος τρέχει ακόμη περισσότερο. Κάτι που για όσους τον γνωρίζουν δεν αποτελεί έκπληξη. Αλλωστε, όπως έχει παραδεχτεί, «το να είσαι επιχειρηματίας δεν είναι δουλειά, είναι τρόπος ζωής. Δεν πρέπει να σταματάς ποτέ». Ο στόχος, όμως, δεν είναι απλά να αυγατίσει τα κεφάλαια, αλλά κάτι πολύ ανώτερο, να δώσει το δικό του στίγμα στην εγχώρια αγορά τροφίμων και να συνεχίσει να λειτουργεί, ως επικεφαλής και άλλων εξωστρεφών εταιρειών, σαν πρεσβευτής της ελληνικής επιχειρηματικότητας μέσα από διαφορετικά μετερίζια του, που δεν είναι και λίγα. Με τη δράση του έχει δείξει ότι το επιχειρείν είναι «ομαδικό άθλημα», γι’ αυτό πάντα χρησιμοποιεί το «εμείς» αντί του πολύ συνηθισμένου «εγώ». Αυτό το «εμείς» αποτυπώνει και τη φιλοσοφία του για τη δυνατότητα επιβίωσης και ισχυροποίησης των εγχώριων εταιρειών στο σημερινό ανταγωνιστικό περιβάλλον, μέσω της συγκέντρωσης δυνάμεων.
Αυτό δείχνει και το δύσκολο στοίχημα που ανέλαβε για την «ανάσταση» της Νίκας, της ιστορικής αλλαντοβιομηχανίας που είχε τεθεί στο περιθώριο των εξελίξεων μέχρι την εξαγορά της από τον Θεοδωρόπουλο.
Είχε δηλώσει τις προθέσεις του από το 2014, αλλά πέρασε στα χέρια του το 2017. Εκτοτε έγινε μια απαιτητική προσπάθεια με σκοπό την οικονομική εξυγίανση, τη συνολική επανατοποθέτηση του brand στην αγορά και την ανάκτηση του χαμένου εδάφους που περιλάμβανε νέα πολιτική μάρκετινγκ, με δυναμική αντεπίθεση στο ράφι και σε διαφημιστικό επίπεδο, διεύρυνση της προϊοντικής γκάμας και ξεκλείδωμα νέων αγορών. Παράλληλα, έκανε κρούσεις εξαγοράς σε άλλες εταιρείες του κλάδου, όπως τη ΒΙ.ΚΗ., έστω και αν δεν ευοδώθηκαν. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει, με τη Νίκας να γνωρίζει πλέον μια δεύτερη ζωή.
Παράλληλα, ξεδιπλώνοντας την επενδυτική του βεντάλια, πόνταρε και στον κλάδο των γαλακτοκομικών. Ετσι, από το καλοκαίρι του 2021 απέκτησε το 21,5% στη ΜΕΒΓΑΛ, της παλαιάς φίλης και συνεταίρου του Μαίρης Χατζάκου, που σημειωτέον, κατά το παρελθόν είχε εξαγοράσει τη «γενέθλια κοιτίδα» της επιχειρηματικής του πορείας, την οικογενειακή εταιρεία Recor. Επιβεβαιώνοντας ότι η ζωή κάποιες φορές πράγματι κάνει κύκλους…
Η Wonderplant και οι ντομάτες
Τα επενδυτικά πλάνα του, χρόνια τώρα, δεν σταμάτησαν στα κρουασάν και τα σνακ, καθώς πολύ έγκαιρα ο δαιμόνιος businessman είδε μία ακόμη μεγάλη ευκαιρία στην πρωτογενή παραγωγή. Ετσι, με συνοδοιπόρους δοκιμασμένους στην πορεία, όπως ο Θέμης Μακρής, και η ομάδα των Νένδου, Φώλια και Αραμπατζή, σύστησαν ήδη από το 2008 την Wonderplant, με στόχο ακριβώς να επενδύσουν με σύγχρονες μεθόδους στην πρωτογενή αγροτική παραγωγή. Το 2011 λειτούργησε στην Πετρούσα Δράμας η πρότυπη υδροπονική μονάδα καλλιέργειας ντομάτας με υαλόφρακτα θερμοκήπια. Με συνεχείς σημαντικές επενδύσεις, που ξεπερνούν συνολικά τα 90 εκατ. ευρώ, η εταιρεία διαθέτει πλέον 220 στρέμματα με γυάλινα θερμοκήπια και 15.000 τ.μ. βοηθητικούς χώρους και συσκευαστήρια, καθώς και σταθμό ΣΗΘΥΑ (Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού-Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης), είναι σταθερά κερδοφόρα (ο τζίρος της αυξήθηκε το 2021 στα 23 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη στα 4,56 εκατ.), ενώ παράγει ετησίως 15.000 τόνους ντομάτας τριών τύπων (cherry, μεσόκαρπη τσαμπί τύπου cluster, καθώς και ντομάτα beef). Παράλληλα έχει στα σκαριά επενδυτικό σχέδιο άνω των 200 εκατ. ευρώ για την ανάπτυξη έξυπνης μονάδας υδροπονίας 300 στρεμμάτων στη Δυτική Μακεδονία, στο πλαίσιο του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης για τις περιοχές που θα πληγούν από την απολιγνιτοποίηση.
Η Bespoke και το «κάστρο» της ΙΟΝ
Λίγο πριν αρχίσουν οι συζητήσεις για την πώληση της Chipita στη Mondelez συγκροτούσε ήδη το επόμενο στρατηγείο του. Στις 16 Μαρτίου 2022 συστάθηκε η Bespoke SGA Holdings με μετοχικό κεφάλαιο 140 εκατ. ευρώ το οποίο προβλέπεται ότι θα καταβληθεί σε 4 δόσεις (ήδη τον περασμένο Ιούνιο είχε πιστοποιηθεί η καταβολή 105 εκατ. ευρώ). Στη διοίκησή της, εκτός από τον ίδιο ως επικεφαλής, πλαισιώνεται από στενούς συνεργάτες του, όπως η Μαρία Γεώργαλου, η Ιλεάνα Αντύπα και η Αγγελική Οικονόμου, αλλά και από δύο εκπροσώπους της νεότερης γενιάς, τον γιο του Αντώνη και τον γιο του Αχιλλέα Φώλια, Σωτήρη.
Στα τελευταία επιτεύγματά του περιλαμβάνεται βέβαια η εξαγορά του 45% της ιστορικής «εθνικής» σοκολατοβιομηχανίας ΙΟΝ, η οποία μετά από πολιορκία μηνών ολοκληρώθηκε τον περασμένο Ιούλιο, επιβεβαιώνοντας έτσι τον χαρακτηρισμό του ως «μέγα dealer», δεδομένης της ανυποχώρητης άρνησης της οικογένειας Κωτσιοπούλου να πουλήσει ακόμη και όταν δεχόταν εξαιρετικά δελεαστικές προτάσεις από ξένα funds. Το «ναι» στον Θεοδωρόπουλο βασίστηκε αφενός στο ότι η εταιρεία παραμένει σε ελληνικά χέρια, αφετέρου στο πειστικό σχέδιο περαιτέρω ανάπτυξης και διεθνούς επέκτασης που παρουσίασε.
Πέραν της Νίκας, της Wonderplant και της Chipita Foods (με τη δραστηριότητα της Chipita στην τεράστια αγορά της Ινδίας σε κοινοπραξία με την Britannia Industries), στο χαρτοφυλάκιό του περιλαμβάνονται ακόμη η εταιρεία αλλαντικών Εδεσμα, η εταιρεία έτοιμων φαγητών και σαλατών Αμβροσία, η Ελληνικοί Χυμοί (από κοινού με την EOS Capital του Απόστολου Ταμβακάκη), παράλληλα με μικρότερες συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις. Με το ενδιαφέρον για νέες εξαγορές, όπως της Eurocatering (με τις έτοιμες σαλάτες Φρεσκούλης), απόλυτα ενεργό, όλα δείχνουν προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός νέου και πανίσχυρου ομίλου τροφίμων, με τζίρο της τάξης των 400 εκατ. ευρώ, για αρχή, και με ανοιχτή τη μακροπρόθεσμη προοπτική εισαγωγής του στο Χρηματιστήριο. Συνομιλητές του υποστηρίζουν μάλιστα ότι το αμέσως επόμενο διάστημα θα υπάρξουν ανακοινώσεις για τα νέα αποκτήματά του.
Η αφετηρία
Ηταν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 όταν αντίκρισε για πρώτη φορά το φως του κόσμου. Παιδί μεσοαστικής οικογένειας, μεγάλωσε στο «τρίγωνο» Εξάρχεια - Λυκαβηττός - λεωφόρος Αλεξάνδρας, επί της οποίας ο πατέρας του, Γιάννης, διατηρούσε την οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων Recor A.E.
Η περιστροφή της ζωής του γύρω από τη Λεωφόρο ίσως ευθύνεται και για τα παναθηναϊκά του αισθήματα, καθότι φανατικός οπαδός του ΠΑΟ και μια εποχή με ρόλο στα διοικητικά πράγματα της πράσινης ΠΑΕ.
Το 1973, έφηβος ακόμη, θα αναγκαστεί, μετά τον πρόωρο χαμό του πατέρα του, να γίνει ο άντρας της οικογένειας και να βγει στον αγώνα για τη βιοπάλη. Κάνει τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα στη Recor, ενώ ταυτόχρονα ψάχνει τον δρόμο του σε διάφορες άλλες δουλειές. Μια αφετηρία υπαγορευμένη από τις σκληρές συγκυρίες και την ανάγκη επιβίωσης. Οπως έχει εξομολογηθεί, «δεν νομίζω ότι στο ξεκίνημα είχα κάποιο όραμα. Βασικός στόχος μου ήταν να βγάλουμε μεροκάματο, να βγάλουμε τον μήνα, να πληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας».
Το 1975 εισέρχεται στην ΑΣΟΕΕ και ολοκληρώνει τις σπουδές του το 1979. Πολύ σύντομα, το 1981, θα προσληφθεί στην ιταλική εισαγωγική εταιρεία ζαχαρωδών προϊόντων και παγωτών Aligel, αναλαμβάνοντας γενικός διευθυντής. Μια πενταετία αργότερα, το 1986, χρονιά-σταθμός στην πορεία του, οι Ιταλοί θα του εμπιστευτούν τον ρόλο του διευθύνοντος συμβούλου στην Interia, εταιρεία παραγωγής και εμπορίας πραλίνας φουντουκιού, με σοβαρή εξαγωγική δραστηριότητα.
Το... αγοράκι με τα σπίρτα
Εκείνη περίπου την περίοδο καταργήθηκε το κρατικό μονοπώλιο στα σπίρτα και ο Θεοδωρόπουλος διέβλεψε μια σημαντική επιχειρηματική ευκαιρία. Χρησιμοποιώντας τις προσβάσεις του στην Ιταλία, εισάγει σε μεγάλες ποσότητες εκείνα τα σπίρτα που άναβαν με την απλή τριβή τους σε όλες τις επιφάνειες. Οι πωλήσεις ήταν τρελές και μέχρι να έρθει η απαγόρευση από το κράτος, με φωτογραφική διάταξη, για λόγους ασφαλείας, είχε καταφέρει να συγκεντρώσει ένα αρκετά αξιοσέβαστο κεφάλαιο.
Ανήσυχο πνεύμα, όπως ήταν πάντα, έψαξε επίμονα το επόμενο βήμα που θα τον έκανε από στέλεχος επιχειρηματία. Το βρήκε το 1986 σε μια μικρή βιοτεχνία στο Μοσχάτο που έφτιαχνε γαριδάκια και ονομαζόταν Chipita. Η εταιρεία, την οποία είχαν ιδρύσει το 1973 οι Φώντας, Απόστολος και Ιωάννης Γαβαλάκης, στεγαζόταν στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας, είχε 45 εργαζομένους και έκανε τζίρο -με τα σημερινά δεδομένα- περίπου 400.000 ευρώ. Ο Θεοδωρόπουλος, με το κεφάλαιο που είχε μαζέψει και με ένα δάνειο από την τότε Τράπεζα Εργασίας, εξαγοράζει το 50%, ενώ μια τριετία μετά, το 1989, και το υπόλοιπο 50%, αποκτώντας τον αποκλειστικό έλεγχο.
Η ιδέα του κρουασάν
Βέβαια, η Chipita δεν θα είχε εξελιχθεί στον πολυεθνικό κολοσσό που όλοι γνωρίζουμε αν είχε μείνει στα γαριδάκια. Η μετάβαση από το Μοσχάτο στα ράφια όλου του κόσμου είχε ως κινητήριο δύναμη τη μαγική ιδέα του συσκευασμένου κρουασάν. Πώς προέκυψε αυτή; Οπως έχει δηλώσει ο ίδιος, η αρχική ιδέα ήταν δική του και προήλθε μέσα από την αναζήτηση ενός νέου προϊόντος που θα έκανε τη διαφορά.
Αφορμή ήταν ότι τα γαριδάκια δεν διέθεταν και μεγάλη υπόληψη, ενώ κάθε τόσο έβγαιναν αποφάσεις απαγόρευσης της πώλησής τους μέσα και κοντά στα σχολεία, καθότι θεωρούνταν ανθυγιεινά για τα παιδιά.
«Σκέφτηκα κάποια στιγμή ότι έπρεπε να κάνω κάτι σοβαρότερο για να μας πάρουν κι εμάς λιγάκι στα σοβαρά. Είχα μια μικρή βιοτεχνία που έβγαζα πραλίνα φουντουκιού και υπήρχε μια κρουασαντερί στην Πατησίων, δίπλα στην Ανωτάτη Εμπορική, όπου ήμουν φοιτητής. Πήγα μια μέρα να δω τι κάνει αυτός που αγοράζει τόση πραλίνα. Αυτός λοιπόν έπαιρνε κρουασάν, έβαζε μέσα την πραλίνα, και τα πούλαγε. Πήρα ένα, το έφαγα, μου άρεσε, και λέω: “Αυτό αν μπορέσουμε κάποια στιγμή να το βιομηχανοποιήσουμε, μπορεί να μας δουν και σε κάτι διαφορετικό από τα γαριδάκια και να μας πάρουν λιγάκι πιο σοβαρά”».
Ετσι ξεκίνησε η ιδέα του κρουασάν όπως την έχει περιγράψει ο ίδιος. Εκτός από την ιδέα όμως χρειάζονταν και κεφάλαια για να την υλοποιήσει, που δεν τα είχε. Στρώνεται στη δουλειά και αφού καταρτίζει, με όσες γνώσεις είχε, ένα στοιχειώδες business plan, αρχίζει να χτυπά πόρτες κάνοντας παρουσιάσεις σε υποψήφιους επενδυτές. Και ήταν πολλές και «επώνυμες», 21 τον αριθμό.
Παρότι επιστράτευσε όλα τα επιχειρήματα που είχε στο μυαλό του, εισέπραξε αρνητικές έως και απαξιωτικές απαντήσεις του τύπου «τι είναι αυτό το πράγμα, μακράς διάρκειας κρουασάν; Πού σου ήρθε αυτή η βλακεία;»…
Πολύ σύντομα όμως, το 1990, βρέθηκαν κάποιοι πιο ανοιχτόμυαλοι και διορατικοί επιχειρηματίες που δέχθηκαν να αναλάβουν το ρίσκο της επένδυσης στην καινοτόμο ιδέα της παραγωγής τυποποιημένου κρουασάν, για πρώτη φορά παγκοσμίως.
Αυτό το σχήμα ήταν το Eurohellenic fund, με τη συμμετοχή της οικογένειας Ολαγιάν, της ιταλικής De Benedetti, της Alpha Finance και της ΤΙΤΑΝ, που εξαγόρασε το 50% της εταιρείας μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, δίνοντας στον Θεοδωρόπουλο τα «φτερά» για να κατακτήσει τον κόσμο.
Εκτοτε θεμελιώθηκε η συμπόρευσή του με την πανίσχυρη οικονομικά σαουδαραβική οικογένεια Oλαγιάν, που μέσω της διαρκούς ψήφου εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του ήταν το κλειδί και για τις επόμενες επιχειρηματικές του κινήσεις σχετικά με την Chipita.
Από το Μοσχάτο στη διεθνή σκακιέρα
Μετά την είσοδο των φρέσκων κεφαλαίων ο Θεοδωρόπουλος δεν έχασε ούτε στιγμή, εξελίσσοντας σταδιακά την Chipita από μια μικρή βιοτεχνία σε υπολογίσιμο παίκτη της αγοράς. Η πορεία, φυσικά, είχε διάφορους σταθμούς.
Το 1994 ήταν η εισαγωγή στο Χρηματιστήριο που την ακολούθησε μια εκρηκτική ανάπτυξη εντός και κυρίως εκτός συνόρων, με τα ατομικά κρουασάν, τα bake rolls και τα άλλα σνακ να ξεκλειδώνουν και να κατακτούν ολοένα και περισσότερες ξένες αγορές. Παράλληλα, εκείνος, κρατώντας αριστοτεχνικά τα ηνία, αφενός διεύρυνε την προϊοντική γκάμα, αφετέρου έχτιζε συμμαχίες με ισχυρούς τοπικούς παίκτες δρομολογώντας νέες μεγάλες επενδύσεις σε παραγωγικές μονάδες και διασφαλίζοντας την περαιτέρω διείσδυση των προϊόντων του ομίλου.
Ετσι, σε σύντομο χρονικό διάστημα η Chipita εξελίχθηκε σε ελληνική πολυεθνική με ηγετικό μερίδιο στις εξαγωγές και ακριβοθώρητες συνεργασίες, όπως με την Pepsico, που άνοιξε τον δρόμο για περισσότερες από 25 χώρες.
Στα 16 χρόνια που μεσολάβησαν από το ρίσκο του 1990, η εταιρεία απέκτησε διεθνές εκτόπισμα, με εργοστάσια, εκτός από την Ελλάδα, σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Ρωσία, Σλοβακία και με στρατηγικές συνεργασίες σε Σαουδική Αραβία, Τουρκία, Μεξικό, Μαλαισία και Ινδία.
Το 2006 ήταν ένας ακόμη σταθμός, καθώς ο Θεοδωρόπουλος αποφάσισε να συνασπιστεί με τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, παιδικό του φίλο από τα χρόνια που οι πατεράδες τους είχαν τις γειτονικές γαλακτοκομικές επιχειρήσεις της ΔΕΛΤΑ και της Recor. Η Chipita, λοιπόν, συγχωνεύεται με τη ΔΕΛΤΑ, την Goody’s και την Μπάρμπα Στάθης, συγκροτώντας τον όμιλο της Vivartia. Το τιμόνι του οποίου αναλαμβάνει ο ίδιος από τον Σεπτέμβριο του 2006 έως τον Απρίλιο του 2010.
«Διαζύγια» και «φλερτ»
Στο μεταξύ, όμως, το 2007, ο Δασκαλόπουλος πουλάει τον όμιλό του στη MIG του Ανδρέα Βγενόπουλου χωρίς καν να έχει ενημερώσει πριν, όπως έλεγαν οι πληροφορίες της εποχής, τον παλιό του φίλο και πλέον σύμμαχο.
Το γεγονός αυτό σημάδεψε εκείνη την περίοδο τη σχέση τους, αλλά και την πορεία της Chipita, δεδομένου ότι η συμβίωση εντός της MIG μόνο ανέφελη δεν ήταν. Ολοι όσοι γνωρίζουν τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο λένε ότι σε εκείνη τη φάση ένιωθε εγκλωβισμένος σε ένα κοστούμι που είχαν φτιάξει άλλοι γι’ αυτόν στα… δικά τους μέτρα.
Αποφασισμένος να δώσει τέλος σε αυτή την κατάσταση, προετοίμασε το έδαφος και το καλοκαίρι του 2010 μαζί με τον όμιλο Olayan, αλλά και με τους επιχειρηματίες-σταθερούς συνοδοιπόρους και φίλους του Αχιλλέα Φώλια (συνιδρυτή της Goody’s), Σταύρο Νένδο (της εταιρείας προϊόντων αρτοποιίας Select), Μιχάλη Αραμπατζή (ιδρυτή της εταιρείας Ελληνική Ζύμη), Λορέντζο Φρέρη (της αλυσίδας Everest), Μαίρη Χατζάκου (ΜΕΒΓΑΛ) κ.ά., εξαγοράζει εκ νέου την Chipita σε μια συμφωνία ύψους άνω των 730 εκατ. ευρώ, καταβάλλοντας 400 εκατ. ως άμεσο τίμημα και αναλαμβάνοντας χρέη 327 εκατ. ευρώ.
Τα επόμενα χρόνια η Chipita συνέχισε την ανοδική της πορεία κατακτώντας νέες αγορές, αυξάνοντας τα οικονομικά της μεγέθη με τζίρους της τάξης των 580 εκατ. ευρώ, αλλά και τη δυναμική της σε διεθνές επίπεδο. Αρκεί να αναφερθεί ότι 2 δισεκατομμύρια καταναλωτές σε 56 χώρες απολάμβαναν τα συσκευασμένα κρουασάν που ξεκίνησαν από μια πολυκατοικία στο Μοσχάτο, κάτι που ασφαλώς δεν ξέφυγε από τα ραντάρ του ανταγωνισμού, με τον τιμονιέρη της να γίνεται αποδέκτης πολλών προτάσεων εξαγοράς.
Το «χρυσό» deal
Η πιο σοβαρή από αυτές ήταν του πολυεθνικού κολοσσού των τροφίμων Mondelez, που την έθεσε στο στόχαστρο χτυπώντας με επιμονή την… πόρτα. Στην πρώτη κρούση η προσφορά έφτανε τα 1,5 δισ. ευρώ, αλλά παρά το δέλεαρ η απάντηση του Θεοδωρόπουλου και των Ολαγιάν ήταν αρνητική. Οι επαφές συνεχίστηκαν και πέρυσι τον Μάιο η Mondelez ξαναχτύπησε προσφέροντας το αστρονομικό ποσό των 2 δισ. δολαρίων. Αυτή τη φορά η πρόταση έγινε δεκτή, σηματοδοτώντας ένα από τα μεγαλύτερα deals στα ελληνικά επιχειρηματικά χρονικά.
Στις 3 Ιανουαρίου 2022, η Mondelez International ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της εξαγοράς της Chipita Global Α.Ε., «της ταχύτερα αναπτυσσόμενης και ηγέτιδας εταιρείας στην κατηγορία των ψημένων σνακ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η κολοσσιαία αυτή συμφωνία έκανε πλουσιότερη την οικογένεια Ολαγιάν κατά 1,12 δισ. ευρώ, τον Θεοδωρόπουλο κατά 182 εκατ. ευρώ και τους συνεταίρους του κατά 98 εκατ. ευρώ. Μετά το deal όλη η δραστηριότητα της Chipita πέρασε στη Mondelez, με εξαίρεση την Ινδία όπου διαθέτει ήδη θυγατρική και τη Νίκας. Αυτές παρέμειναν στην Chipita Foods, που ελέγχεται από την κυπριακή Cryred Investments (συμφερόντων Θεοδωρόπουλου).
Επιχειρηματικά αεικίνητος
«Η ζωή είναι σαν να κάνεις ποδήλατο. Για να κρατήσεις την ισορροπία σου πρέπει να κινείσαι συνεχώς» σύμφωνα με τον ορισμό του Αϊνστάιν, κι έτσι ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος από τότε που άρχισε να παίρνει τη ζωή στα χέρια του τον επιβεβαιώνει με εμφατικό τρόπο.
Ενώ πολλοί θα νόμιζαν ότι με τα τόσα λεφτά από το χρυσό deal της Chipita θα μπορούσε απλά να αποσυρθεί, εκείνος τρέχει ακόμη περισσότερο. Κάτι που για όσους τον γνωρίζουν δεν αποτελεί έκπληξη. Αλλωστε, όπως έχει παραδεχτεί, «το να είσαι επιχειρηματίας δεν είναι δουλειά, είναι τρόπος ζωής. Δεν πρέπει να σταματάς ποτέ». Ο στόχος, όμως, δεν είναι απλά να αυγατίσει τα κεφάλαια, αλλά κάτι πολύ ανώτερο, να δώσει το δικό του στίγμα στην εγχώρια αγορά τροφίμων και να συνεχίσει να λειτουργεί, ως επικεφαλής και άλλων εξωστρεφών εταιρειών, σαν πρεσβευτής της ελληνικής επιχειρηματικότητας μέσα από διαφορετικά μετερίζια του, που δεν είναι και λίγα. Με τη δράση του έχει δείξει ότι το επιχειρείν είναι «ομαδικό άθλημα», γι’ αυτό πάντα χρησιμοποιεί το «εμείς» αντί του πολύ συνηθισμένου «εγώ». Αυτό το «εμείς» αποτυπώνει και τη φιλοσοφία του για τη δυνατότητα επιβίωσης και ισχυροποίησης των εγχώριων εταιρειών στο σημερινό ανταγωνιστικό περιβάλλον, μέσω της συγκέντρωσης δυνάμεων.
Αυτό δείχνει και το δύσκολο στοίχημα που ανέλαβε για την «ανάσταση» της Νίκας, της ιστορικής αλλαντοβιομηχανίας που είχε τεθεί στο περιθώριο των εξελίξεων μέχρι την εξαγορά της από τον Θεοδωρόπουλο.
Είχε δηλώσει τις προθέσεις του από το 2014, αλλά πέρασε στα χέρια του το 2017. Εκτοτε έγινε μια απαιτητική προσπάθεια με σκοπό την οικονομική εξυγίανση, τη συνολική επανατοποθέτηση του brand στην αγορά και την ανάκτηση του χαμένου εδάφους που περιλάμβανε νέα πολιτική μάρκετινγκ, με δυναμική αντεπίθεση στο ράφι και σε διαφημιστικό επίπεδο, διεύρυνση της προϊοντικής γκάμας και ξεκλείδωμα νέων αγορών. Παράλληλα, έκανε κρούσεις εξαγοράς σε άλλες εταιρείες του κλάδου, όπως τη ΒΙ.ΚΗ., έστω και αν δεν ευοδώθηκαν. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει, με τη Νίκας να γνωρίζει πλέον μια δεύτερη ζωή.
Παράλληλα, ξεδιπλώνοντας την επενδυτική του βεντάλια, πόνταρε και στον κλάδο των γαλακτοκομικών. Ετσι, από το καλοκαίρι του 2021 απέκτησε το 21,5% στη ΜΕΒΓΑΛ, της παλαιάς φίλης και συνεταίρου του Μαίρης Χατζάκου, που σημειωτέον, κατά το παρελθόν είχε εξαγοράσει τη «γενέθλια κοιτίδα» της επιχειρηματικής του πορείας, την οικογενειακή εταιρεία Recor. Επιβεβαιώνοντας ότι η ζωή κάποιες φορές πράγματι κάνει κύκλους…
Η Wonderplant και οι ντομάτες
Τα επενδυτικά πλάνα του, χρόνια τώρα, δεν σταμάτησαν στα κρουασάν και τα σνακ, καθώς πολύ έγκαιρα ο δαιμόνιος businessman είδε μία ακόμη μεγάλη ευκαιρία στην πρωτογενή παραγωγή. Ετσι, με συνοδοιπόρους δοκιμασμένους στην πορεία, όπως ο Θέμης Μακρής, και η ομάδα των Νένδου, Φώλια και Αραμπατζή, σύστησαν ήδη από το 2008 την Wonderplant, με στόχο ακριβώς να επενδύσουν με σύγχρονες μεθόδους στην πρωτογενή αγροτική παραγωγή. Το 2011 λειτούργησε στην Πετρούσα Δράμας η πρότυπη υδροπονική μονάδα καλλιέργειας ντομάτας με υαλόφρακτα θερμοκήπια. Με συνεχείς σημαντικές επενδύσεις, που ξεπερνούν συνολικά τα 90 εκατ. ευρώ, η εταιρεία διαθέτει πλέον 220 στρέμματα με γυάλινα θερμοκήπια και 15.000 τ.μ. βοηθητικούς χώρους και συσκευαστήρια, καθώς και σταθμό ΣΗΘΥΑ (Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού-Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης), είναι σταθερά κερδοφόρα (ο τζίρος της αυξήθηκε το 2021 στα 23 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη στα 4,56 εκατ.), ενώ παράγει ετησίως 15.000 τόνους ντομάτας τριών τύπων (cherry, μεσόκαρπη τσαμπί τύπου cluster, καθώς και ντομάτα beef). Παράλληλα έχει στα σκαριά επενδυτικό σχέδιο άνω των 200 εκατ. ευρώ για την ανάπτυξη έξυπνης μονάδας υδροπονίας 300 στρεμμάτων στη Δυτική Μακεδονία, στο πλαίσιο του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης για τις περιοχές που θα πληγούν από την απολιγνιτοποίηση.
Η Bespoke και το «κάστρο» της ΙΟΝ
Λίγο πριν αρχίσουν οι συζητήσεις για την πώληση της Chipita στη Mondelez συγκροτούσε ήδη το επόμενο στρατηγείο του. Στις 16 Μαρτίου 2022 συστάθηκε η Bespoke SGA Holdings με μετοχικό κεφάλαιο 140 εκατ. ευρώ το οποίο προβλέπεται ότι θα καταβληθεί σε 4 δόσεις (ήδη τον περασμένο Ιούνιο είχε πιστοποιηθεί η καταβολή 105 εκατ. ευρώ). Στη διοίκησή της, εκτός από τον ίδιο ως επικεφαλής, πλαισιώνεται από στενούς συνεργάτες του, όπως η Μαρία Γεώργαλου, η Ιλεάνα Αντύπα και η Αγγελική Οικονόμου, αλλά και από δύο εκπροσώπους της νεότερης γενιάς, τον γιο του Αντώνη και τον γιο του Αχιλλέα Φώλια, Σωτήρη.
Στα τελευταία επιτεύγματά του περιλαμβάνεται βέβαια η εξαγορά του 45% της ιστορικής «εθνικής» σοκολατοβιομηχανίας ΙΟΝ, η οποία μετά από πολιορκία μηνών ολοκληρώθηκε τον περασμένο Ιούλιο, επιβεβαιώνοντας έτσι τον χαρακτηρισμό του ως «μέγα dealer», δεδομένης της ανυποχώρητης άρνησης της οικογένειας Κωτσιοπούλου να πουλήσει ακόμη και όταν δεχόταν εξαιρετικά δελεαστικές προτάσεις από ξένα funds. Το «ναι» στον Θεοδωρόπουλο βασίστηκε αφενός στο ότι η εταιρεία παραμένει σε ελληνικά χέρια, αφετέρου στο πειστικό σχέδιο περαιτέρω ανάπτυξης και διεθνούς επέκτασης που παρουσίασε.
Πέραν της Νίκας, της Wonderplant και της Chipita Foods (με τη δραστηριότητα της Chipita στην τεράστια αγορά της Ινδίας σε κοινοπραξία με την Britannia Industries), στο χαρτοφυλάκιό του περιλαμβάνονται ακόμη η εταιρεία αλλαντικών Εδεσμα, η εταιρεία έτοιμων φαγητών και σαλατών Αμβροσία, η Ελληνικοί Χυμοί (από κοινού με την EOS Capital του Απόστολου Ταμβακάκη), παράλληλα με μικρότερες συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις. Με το ενδιαφέρον για νέες εξαγορές, όπως της Eurocatering (με τις έτοιμες σαλάτες Φρεσκούλης), απόλυτα ενεργό, όλα δείχνουν προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός νέου και πανίσχυρου ομίλου τροφίμων, με τζίρο της τάξης των 400 εκατ. ευρώ, για αρχή, και με ανοιχτή τη μακροπρόθεσμη προοπτική εισαγωγής του στο Χρηματιστήριο. Συνομιλητές του υποστηρίζουν μάλιστα ότι το αμέσως επόμενο διάστημα θα υπάρξουν ανακοινώσεις για τα νέα αποκτήματά του.
Γαμήλιο ταξίδι δεν υπάρχει στα πλάνα του ζεύγους προς το παρόν, υπάρχουν όμως ο θρησκευτικός γάμος και το μεγάλο πάρτυ για τους φίλους τους, που έχει προγραμματιστεί να γίνουν σε λίγους μήνες
Το νέο ξεκίνημα στην προσωπική του ζωή
Οσο η επιχειρηματική δραστηριότητα του Σπύρου Θεοδωρόπουλου όχι μόνο δεν περνά απαρατήρητη, αλλά κυριαρχεί πολλές φορές στην οικονομική επικαιρότητα τόσο η προσωπική του ζωή ήταν ανέκαθεν προφυλαγμένη από τα φώτα της δημοσιότητας. Το ίδιο ισχύει και για τη δημοσιογράφο Λίνα Δρούγκα με την οποία είναι ζευγάρι εδώ και αρκετό καιρό, τηρώντας πάντα τις απαραίτητες αποστάσεις από τις δημόσιες εμφανίσεις και τα φωτογραφικά ενσταντανέ.
Ετσι, χωρίς να έχουν δώσει το παραμικρό δικαίωμα για σχόλια, πριν από λίγες ημέρες έγινε γνωστό ότι ενώθηκαν με τα δεσμά του (πολιτικού) γάμου σε μια ιδιαίτερα σεμνή τελετή που έγινε στην οικία του Σπύρου Θεοδωρόπουλου στο Κεφαλάρι, με την παρουσία ελάχιστων στενών φίλων και φυσικά των παιδιών τους. Εκείνος έχει δύο παιδιά, ηλικίας 25 και 30 χρόνων, από ισάριθμους προηγούμενους γάμους κι εκείνη έναν γιο, τον Αλκη, από τον γάμο της με τον πρώην διευθυντή Ειδήσεων του MEGA και νυν διευθυντή Ενημέρωσης του OPEN Χρήστο Παναγιωτόπουλο. Οι πληροφορίες λένε ότι θα ακολουθήσει η πιο ανοιχτή θρησκευτική τελετή το ερχόμενο καλοκαίρι.
Ολοι όσοι συνδέονται φιλικά μαζί τους λένε ότι εκτός από τον έρωτα και την αγάπη, το ζευγάρι μοιράζεται κοινές αξίες για τη ζωή, αλλά και τον ίδιο «ηθικό κώδικα» που επιβάλλει τη διακριτικότητα στην ιδιωτική του ζωή. Η Λίνα Δρούγκα εργάζεται ως δημοσιογράφος για περισσότερα από 30 χρόνια και διακρίνεται για την αξιοπρέπεια, την εργατικότητα και τον επαγγελματισμό της. Ξεκίνησε την καριέρα της από το τηλεοπτικό κανάλι TELE CITY, στη συνέχεια μεταπήδησε στον ANT1 και μετά στο MEGA, ενώ πλέον εργάζεται στο OPEN, όπου παρουσιάζει το μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων.
Oσο για τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, εκτός από δεινός businessman, διαθέτει και μια άλλη, πιο ανθρώπινη και τρυφερή πλευρά, την οποία αποκαλύπτει μόνο σε λίγους και εκλεκτούς ανθρώπους.
Το νέο ξεκίνημα στην προσωπική του ζωή
Οσο η επιχειρηματική δραστηριότητα του Σπύρου Θεοδωρόπουλου όχι μόνο δεν περνά απαρατήρητη, αλλά κυριαρχεί πολλές φορές στην οικονομική επικαιρότητα τόσο η προσωπική του ζωή ήταν ανέκαθεν προφυλαγμένη από τα φώτα της δημοσιότητας. Το ίδιο ισχύει και για τη δημοσιογράφο Λίνα Δρούγκα με την οποία είναι ζευγάρι εδώ και αρκετό καιρό, τηρώντας πάντα τις απαραίτητες αποστάσεις από τις δημόσιες εμφανίσεις και τα φωτογραφικά ενσταντανέ.
Ετσι, χωρίς να έχουν δώσει το παραμικρό δικαίωμα για σχόλια, πριν από λίγες ημέρες έγινε γνωστό ότι ενώθηκαν με τα δεσμά του (πολιτικού) γάμου σε μια ιδιαίτερα σεμνή τελετή που έγινε στην οικία του Σπύρου Θεοδωρόπουλου στο Κεφαλάρι, με την παρουσία ελάχιστων στενών φίλων και φυσικά των παιδιών τους. Εκείνος έχει δύο παιδιά, ηλικίας 25 και 30 χρόνων, από ισάριθμους προηγούμενους γάμους κι εκείνη έναν γιο, τον Αλκη, από τον γάμο της με τον πρώην διευθυντή Ειδήσεων του MEGA και νυν διευθυντή Ενημέρωσης του OPEN Χρήστο Παναγιωτόπουλο. Οι πληροφορίες λένε ότι θα ακολουθήσει η πιο ανοιχτή θρησκευτική τελετή το ερχόμενο καλοκαίρι.
Ολοι όσοι συνδέονται φιλικά μαζί τους λένε ότι εκτός από τον έρωτα και την αγάπη, το ζευγάρι μοιράζεται κοινές αξίες για τη ζωή, αλλά και τον ίδιο «ηθικό κώδικα» που επιβάλλει τη διακριτικότητα στην ιδιωτική του ζωή. Η Λίνα Δρούγκα εργάζεται ως δημοσιογράφος για περισσότερα από 30 χρόνια και διακρίνεται για την αξιοπρέπεια, την εργατικότητα και τον επαγγελματισμό της. Ξεκίνησε την καριέρα της από το τηλεοπτικό κανάλι TELE CITY, στη συνέχεια μεταπήδησε στον ANT1 και μετά στο MEGA, ενώ πλέον εργάζεται στο OPEN, όπου παρουσιάζει το μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων.
Oσο για τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, εκτός από δεινός businessman, διαθέτει και μια άλλη, πιο ανθρώπινη και τρυφερή πλευρά, την οποία αποκαλύπτει μόνο σε λίγους και εκλεκτούς ανθρώπους.
Σταύρος Γριμάνης
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ