Περίπου οι μισές από τις παρτίδες μελιού που εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν υποψίες ότι είναι νοθευμένες, κυρίως μέσω της προσθήκης σιροπιών ζάχαρης, σύμφωνα με έρευνα των ευρωπαϊκών αρχών που ενισχύει την έκκληση κρατών, ΜΚΟ και γεωργικών οργανώσεων να αυστηροποιηθεί το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο.
Η ΕΕ εισάγει σχεδόν το 40% του μελιού που καταναλώνεται στις χώρες-μέλη της, γεγονός που την κάνει τον δεύτερο μεγαλύτερο εισαγωγέα παγκοσμίως μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η μελέτη της υπηρεσίας έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (Olaf), που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, δείχνει ότι σε 320 δείγματα που ελέγχθηκαν πρόσφατα σε 16 κράτη μέλη, για σχεδόν το 46% υπάρχουν έντονες υποψίες ότι παραβιάζουν τους κανόνες της ΕΕ. Το ποσοστό αυτό είναι πολύ παραπάνω από το 14% της τελευταίας μελέτης το 2015-2017.
Συγκεκριμένα, το 74% των 89 παρτίδων μελιού από την Κίνα κρίθηκε ύποπτο, όπως σχεδόν το σύνολο εκείνων που εισήχθησαν από την Τουρκία (14 στις 15).
Το σύνολο των 10 παρτίδων που εισήχθησαν από το Ηνωμένο Βασίλειο κρίθηκαν επίσης μη συμμορφούμενες προς τους κανονισμούς της ΕΕ. Ύποπτες θεωρήθηκαν επίσης ποσότητες μελιού από την Ουκρανία, το Μεξικό και τη Βραζιλία.
Κύρια τεχνική απάτης: η προσθήκη σιροπιών ζάχαρης (από ρύζι, σιτάρι ή παντζάρι) για να μειωθεί η τιμή, αλλά η έκθεση αναφέρει επίσης τη χρήση πρόσθετων και χρωστικών ή την παραποίηση των πληροφοριών ιχνηλασιμότητας.
«Το μέλι περιέχει φυσικά ζάκχαρα και, σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ, πρέπει να μένει αγνό: δεν μπορεί να υπάρχει νερό ή φτηνά σιρόπια ζάχαρης που προστίθενται τεχνικά για να αυξηθεί ο όγκος», υπενθυμίζει η Olaf.
Η μέση αξία του εισαγόμενου μελιού ήταν συνεπώς 2,32 ευρώ το κιλό το 2021, έναντι ενός κόστους 0,40-0,60 του ευρώ ανά κιλό για τα σιρόπια ζάχαρης με βάση το ρύζι.
«Παρότι ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία είναι μικρός, τέτοιες πρακτικές εξαπατούν τους καταναλωτές και αποθαρρύνουν τους τίμιους παραγωγούς λόγω του αθέμιτου ανταγωνισμού», επιμένει η OLAF.
Ανήσυχα τα κράτη-μέλη της ΕΕ
«Το ανησυχητικό αυτό αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι η ευρωπαϊκή αγορά είναι ένα πραγματικό σουρωτήρι που επιτρέπει στους απατεώνες να διοχετεύουν τα νοθευμένα προϊόντα τους», αντέδρασε η ΜΚΟ προστασίας των καταναλωτών Foodwatch.
Τα στοιχεία αυτά «ρίχνουν φως σε αυτή την απάτη: η αγορά της ΕΕ πλημμύρισε από ''μέλι'' με βάση το σιρόπι», γράφει η ισχυρή συνομοσπονδία γεωργικών ενώσεων Copa-Cogeca, επισημαίνοντας τον κίνδυνο ενός «καταποντισμού» της ευρωπαϊκής μελισσοκομίας την ώρα που μειώνεται επίσης ο πληθυσμός των μελιτοφόρων μελισσών.
Το πρόβλημα φαίνεται να είναι συστημικό: από 123 εξαγωγείς μελιού προς την Ευρώπη, 70 θεωρούνται ύποπτοι για νόθευση των προϊόντων τους.
Έως σήμερα «44 φορείς στην ΕΕ αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας και σε επτά εξ αυτών επιβλήθηκαν κυρώσεις», διευκρινίζει η Olaf.
Στα 21 δείγματα που ελήφθησαν στη Γαλλία, μόνο 4 ήταν «αγνό μέλι». Στη Γερμανία, που συγκεντρώνει το ένα τρίτο των ευρωπαϊκών εισαγωγών, τα μισά από τα 32 δείγματα που ελήφθησαν ήταν ύποπτα.
Το Foodwatch ζητεί «μια εναρμονισμένη μεθοδολογία για τον εντοπισμό της απάτης» και κυρίως «να διορθωθεί επειγόντως η αδιαφάνεια» σε ό,τι αφορά τη σύνθεση του μελιού κατά περίπτωση.
Η κατάσταση ανησυχεί τα κράτη-μέλη της ΕΕ: τον Ιανουάριο, περίπου είκοσι από αυτά, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αυστηροποιήσει τις απαιτήσεις διαφάνειας στην αναμενόμενη αναθεώρηση των υφιστάμενων κανονισμών του 2001.
«Οι σημερινοί κανόνες εξισώνουν του παραγωγούς μελιού και τους παραγωγούς μιγμάτων μελιού», αναφέρεται σε δήλωση που συντάχθηκε από τη Σλοβενία και υποστηρίχθηκε από 19 άλλα κράτη, ζητώντας την τροποποίηση των κανόνων σήμανσης για την «παροχή πιο λεπτομερών πληροφοριών σε σχέση με την προέλευση του μελιού και τη βελτίωση της κερδοφορίας του τομέα».