Λένε ότι ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 8 Μαρτίου του 415 μ.Χ. όταν όχλος φανατικών Χριστιανών δολοφονεί άγρια την Υπατία την Αλεξανδρινή. Κι αν τέσσερα χρόνια πριν η κακοκαιρία «Υπατία» σκέπασε με χιόνι την Ελλάδα, η Υπατία η Αλεξανδρινή είναι, αιώνες τώρα, το όνειδος των Χριστιανών.
Ο επονείδιστος θάνατος της έχει στιγματίσει στο διηνεκές τον φανατισμό και την
μισαλλοδοξία!
Η Υπατία γεννήθηκε το 370 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια· ήταν κόρη του Θέωνα, ενός
σπουδαίου μαθηματικού και αστρονόμου, μελετητή του Πτολεμαίου και του
Ευκλείδη, που καταγράφεται ως ο τελευταίος λόγιος που υπήρξε μέλος του
Αλεξανδρινού Μουσείου.
Η Υπατία ταξίδεψε στην Αθήνα, όπου σπούδασε στη νεοπλατωνική σχολή του
Πλούταρχου του Νεότερου και της κόρης του Ασκληπιγένειας· παρακολούθησε
μαθήματα και στη σχολή του Πρόκλου, ενώ ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη σχολή
του Ιεροκλή. Με την επιστροφή της στην Αλεξάνδρεια άρχισε να διδάσκει
φιλοσοφία και μαθηματικά, ως επικεφαλής των νεοπλατωνιστών της πόλης, ενώ
μελετά διεξοδικά τα μαθηματικά έργα του Διόφαντου και του Απολλώνιου· η φήμη
της ως σπουδαίας φιλοσόφου διαδόθηκε ταχύτατα και έγινε δημοφιλής για το
αναλυτικό της πνεύμα και τη διαλεκτική της δύναμη και για τη μοναδική ομορφιά
της.
Όμως η Υπατία έζησε στην εποχή, που δεν ευνοούσε τα ελεύθερα πνεύματα, ενώ και
μόνο το γεγονός ότι ήταν γυναίκα ήταν αρκετό για να προκαλέσει τον φθόνο. Όσο
για τους νεοπλατωνιστές; Ήταν το αντίπαλο δέος του χριστιανισμού, τον οποίο οι
αυτοκράτορες κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα (με εξαίρεση τον Ιουλιανό)
προσπαθούσαν να επιβάλλουν.
Περί το 414-415 οι πολιτικο-θρησκευτικές διαμάχες μεταξύ διαφορετικών ομάδων
της Αλεξάνδρειας είχαν λάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Στην ιδιαίτερα
ταραχώδη αυτή περίοδο, η μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ του πατριάρχη Κύριλλου
(αγιοποιήθηκε αργότερα...) και του έπαρχου Ορέστη, οξύνθηκε σε μέγιστο βαθμό.
Ορέστης αντιδρούσε στις προσπάθειες του Πατριάρχη να σφετεριστεί εξουσίες της
δημόσιας διοίκησης και παρέμεινε πιστός στις θέσεις του ακόμη και όταν ο
Πατριάρχης προσπάθησε να συμφιλιωθεί μαζί του. Έτσι, μεταξύ των οπαδών του
Κύριλλου δημιουργήθηκαν υποψίες ότι η Υπατία ήταν αυτή που υποδαύλιζε και
υποστήριζε την αντίδρασή του.
Σε συνάθροιση κατά του Ορέστη, ομάδα φανατικών μοναχών επιτέθηκε στον Ορέστη,
με έναν εξ αυτών να τον χτυπά στο κεφάλι με πέτρα. Ο Ορέστης αντέδρασε σκληρά
και διέταξε τη σύλληψη, τον βασανισμό και την εκτέλεση του μοναχού. Οι
υποστηρικτές του Κύριλλου, μην μπορώντας να επιτεθούν στην Υπατία διέδωσαν ότι
ήταν παγανίστρια, και επινόησαν ότι έκανε μάγια και σατανικές επικλήσεις σε
βάρος του έπαρχου, «των ανθρώπων του Θεού» και ολόκληρης της πόλης. Η διαμάχη
μεταξύ Πατριάρχη και έπαρχου για την διεκδίκηση της πολιτικής ισχύος και της
επιρροής της εκκλησίας σε κοσμικά θέματα έληξε με τη βάναυση δολοφονία της
Υπατίας.
Η πιο αξιόπιστη πηγή για τον θάνατό της Υπατίας μας έρχεται από τον Σωκράτη
τον Σχολαστικό, που έγραψε γι’ αυτόν περίπου 25 χρόνια μετά: «Περίπου
500 μοναχοί έφτασαν στην πόλη για να ταχθούν στο πλευρό του Αρχιεπισκόπου.
Κατηγόρησαν τον Ορέστη (ο οποίος ήταν βαπτισμένος χριστιανός) ότι είναι
ειδωλολάτρης και ότι έκανε θυσίες στους Έλληνες θεούς σε αντίθεση με τον νόμο
του Θεοδοσίου που απαγόρευε κάθε είδος ειδωλολατρίας. Όταν ένας μοναχός
ονόματι Αμμώνιος πέθανε, επειδή είχε πετάξει μία πέτρα στον έπαρχο, ο Κύριλλος
και οι άλλοι χριστιανοί στράφηκαν ενάντια στην Υπατία, η οποία ήταν εκείνη την
εποχή βοηθός του. Αποκαλώντας την ειδωλολατρική μάγισσα και ιέρεια, την
έγδυσαν και την έσυραν μέχρι τον Καθεδρικό ναό, όπου την σκότωσαν γδέρνοντάς
και διαμελίζοντας την με κοφτερά όστρακα».
Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός γράφει ακριβώς: «Την κατέβασαν με τη βία από την
άμαξά της, την μετέφεραν στην Εκκλησία που ονομαζόταν Caesarium, την γύμνωσαν
εντελώς, της έσκισαν το δέρμα και έκοψαν τις σάρκες του σώματός της με κοφτερά
κοχύλια μέχρι που ξεψύχησε, διαμέλισαν το σώμα της, έφεραν τα μέλη της σε ένα
μέρος που ονομαζόταν Κίναρον και τα έκαψαν».
Ο Θεός να τους συγχωρέσει...