Γράφει ο καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας Δημήτρης Σωτηρόπουλος - «Δεν έκαναν ποτέ την αυτοκριτική τους για την ήττα του 2019 και είχαν την ψευδαίσθηση ότι θα ξανακερδίσουν με τη λογική του ώριμου φρούτου»
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου μοιάζει εν πρώτοις αναπάντεχο ως προς την έκταση της νίκης της Ν.Δ. επί του ΣΥΡΙΖΑ. Στην ουσία, ωστόσο, δεν πρόκειται παρά για το οριστικό κλείσιμο του ιστορικού κύκλου της μνημονιακής Ελλάδας ως προς τις πολιτικές του διαστάσεις. Θα πρέπει κανείς, λοιπόν, να κοιτάξει προσεκτικά αυτή την ιστορία από την αρχή της προκειμένου να κατανοήσει πώς φτάσαμε σε ένα πολιτικό σκηνικό που, αν επιβεβαιωθεί και στις κάλπες της 25ης Ιουνίου, ενδεχομένως να σηματοδοτήσει ευρύτερες αλλαγές στον χώρο της Αριστεράς. Η αρχή του πολιτικού αυτού κύκλου πρέπει να τοποθετηθεί στο 2012 και τις διπλές πολιτικές εκλογές-σεισμό εκείνης της χρονιάς, που ξαφνικά μετέτρεψαν σε κόμμα εξουσίας έναν μικρό σχηματισμό του 3%-5%. Ετσι, το κόμμα αυτό που αυτοπροβαλλόταν ως μια αντισυστημική δύναμη ανατροπής, με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά που έφταναν μέχρι την αμφισβήτηση ακόμη και του ευρώ, κατόρθωσε να εξελιχθεί στο πιο αυθεντικό και επιτυχημένο προϊόν αυτής της φορτισμένης και συχνά πολύ θλιβερής μνημονιακής περιόδου που γέννησε ποικίλα πολιτικά τέρατα.
Το ζήτημα, όμως, είναι πάντα πώς αξιοποιεί ένας πολιτικός χώρος τα απρόσμενα δώρα μιας συγκυρίας και πώς μετατρέπει την εύνοια της τύχης σε μια βάση για μακροπρόθεσμη πολιτική ηγεμονία. Και η «πρώτη φορά Αριστερά» φάνηκε ήδη πόσο απροετοίμαστη ήταν για όλο αυτό όταν βρέθηκε στο τιμόνι της χώρας.
Αν η περίοδος της διακυβέρνησης της «πρώτης φοράς Αριστερά» υπήρξε καταστροφική τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και για τη χώρα, η θητεία της στην αξιωματική αντιπολίτευση επί μία τετραετία υπήρξε, όπως φαίνεται πλέον ξεκάθαρα, η ταφόπλακα όσων επιχείρησε να εκφράσει σε ολόκληρη την περασμένη δεκαετία της ανόδου του. Στην ουσία, επέλεξε να αντιπολιτευτεί όπως κυβέρνησε: με εχθροπάθεια, λαϊκισμό, ερασιτεχνισμό, παραπλάνηση και άγνοια της πραγματικότητας.
Το όλο πρόβλημα ξεκινούσε από το γεγονός ότι ούτε ο Αλέξης Τσίπρας, ούτε τα κομματικά όργανα επιχείρησαν ποτέ μια πραγματική ανάλυση των βαθύτερων αιτιών της ήττας του 2019, πέρα ίσως από τη γνωστή -αν και άγνωστο πόσο ειλικρινή- παραδοχή του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ ότι «είχε αυταπάτες» ως προς τη δυνατότητα ουσιαστικά να εκβιάσει την τρόικα. Βοηθούσε σε αυτό και το γεγονός ότι το ποσοστό του κόμματος στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 ήταν πολύ αξιοπρεπές. Ετσι, δημιουργήθηκε μια παραμορφωτική εικόνα που οδηγούσε στην ψευδαίσθηση ότι το κόμμα θα μπορούσε ως ο άλλος πόλος του δικομματισμού να επιστρέψει κάποια στιγμή νομοτελειακά στην εξουσία, ακολουθώντας την αλήστου μνήμης λογική του «ώριμου φρούτου». Με άλλα λόγια, θα έπρεπε απλώς να περιμένει τη σειρά του, χωρίς να χρειάζεται ούτε να επεξεργαστεί κάποια σοβαρή προγραμματική πρόταση, ούτε και να προσαρμόσει το αφήγημά του στα διακυβεύματα μιας εποχής που δεν ήταν πλέον εκείνη του αντιμνημονιακού αγώνα. Εδώ βρισκόταν άλλωστε και το μεγαλύτερό του έλλειμμα: ο κόσμος, η κοινωνία και η χώρα μέσα από τις πολλαπλές κρίσεις είχαν αλλάξει ραγδαία, αλλά το μεγαλύτερο κόμμα της ελληνικής Αριστεράς είχε ξεχαστεί στην προηγούμενη δεκαετία.
Θεωρούσε μάλλον ότι μπορούσε να τα υπερβεί όλα αυτά διά της πλαγίας οδού. Αλλωστε, το στρατήγημα της απλής αναλογικής που είχε ψηφίσει ήδη από το 2016, όταν άρχισε να διαπιστώνει τη σταθερή άνοδο του Κυριάκου Μητσοτάκη ως αντίπαλο δέος και ευνοούμενου του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, εξυπηρετούσε ακριβώς αυτή τη λογική. Τοποθετώντας μια νάρκη στο κομματικό σύστημα, είχε την εντύπωση ότι θα μπορούσε να περιπλέξει τόσο πολύ τα πράγματα, ώστε θα κατάφερνε να επιβληθεί εκ των πραγμάτων ως ρυθμιστής στο παιχνίδι της εξουσίας. Ωστόσο, τα στρατηγήματα δεν βοηθούν ποτέ να αλλάξουν οι συσχετισμοί δύναμης όταν δεν υπηρετούν μια ουσιαστική αντιπρόταση εξουσίας η οποία να απαντά σε πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Και, ακόμη χειρότερα, όταν είναι δεδομένο ότι δεν υπάρχουν, ούτε θα μπορούσαν έτσι κι αλλιώς να υπάρξουν, οι απαραίτητες πολιτικές συμμαχίες στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς όπως τον γνωρίζουμε στην Ελλάδα. Και ο ΣΥΡΙΖΑ τέτοια πρόταση δεν διέθετε ποτέ όλο αυτό το διάστημα, πόσο μάλλον σε μια περίοδο απανωτών κρίσεων που οι πολίτες διατράνωναν με πολλούς τρόπους την απόλυτη ανάγκη να στοιχηθούν πίσω από στιβαρές ηγεσίες με σαφές σχέδιο διακυβέρνησης και διαχείρισης των κρίσεων αυτών. Ετσι, συχνά η αντιπολιτευτική του αυτή περίοδος θύμιζε μάλλον μικρό κόμμα διαμαρτυρίας, παρά κόμμα εξουσίας που αποπνέει την αυτοπεποίθηση ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιστρέψει στην εξουσία.
Καταστροφολογία και μηδενισμός
Μπορεί κανείς να απαριθμήσει μια μεγάλη σειρά παραδειγμάτων στα οποία το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης φάνηκε απλώς να αναπαράγει τον κακό αντισυστημικό εαυτό του, μόνο και μόνο για να ανταποκριθεί σε ένα αντιδραστικό αλλά πλέον μειοψηφικό τμήμα της κοινωνίας, καθώς ο αντισυστημισμός είχε πλέον αντικατασταθεί από το κοινωνικό αίτημα της ασφάλειας. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ είδε στην κρίση του Εβρου απλώς παραβιάσεις των δικαιωμάτων των προσφύγων, όταν εκείνο που διακυβεύονταν ήταν στην πραγματικότητα η εθνική ασφάλεια, με το ερντογανικό καθεστώς να εργαλειοποιεί τους απελπισμένους αυτούς ανθρώπους προκειμένου να πλήξει τη χώρα με υβριδικό πόλεμο. Λίγο μετά, στη φάση της πανδημίας και του εθνικού σχεδίου του εμβολιασμού -έπειτα από μια σύντομη περίοδο επίδειξης ωριμότητας-, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας επέστρεψαν σε αυτό που ήξεραν καλύτερα να κάνουν.
Εκλεισαν συχνά το μάτι στους ανεμβολίαστους, διοργάνωσαν ή υποστήριξαν πλήθος συγκεντρώσεων μέσα στην καραντίνα καταπατώντας τους περιορισμούς, φλέρταραν με τους υποστηρικτές του φυλακισμένου σίριαλ κίλερ της 17Ν όσο αυτός εκβίαζε με απεργία πείνας την κυβέρνηση, επέδειξαν έντονα επαμφοτερίζουσα στάση στο ουκρανικό, χωρίς να κλείνουν τελείως την πόρτα στη Ρωσία και τον Πούτιν, έφτασαν δε να κατηγορήσουν και ως «παιδοβιαστές» τους ανθρώπους του Μαξίμου, ενώ έστησαν και μια ολόκληρη εκστρατεία υποστήριξης ενός καταφανώς προπαγανδιστικού ψέματος, που αφορούσε τη «νεκρή Μαρία» στον Εβρο. Ακόμη και το πομπώδες συριζαϊκό σύνθημα «Δεν είναι αθώοι» στη δίκη της Χρυσής Αυγής έμελλε τελικά να μετεξελιχθεί στην πρόσφατη έκκληση του Αλέξη Τσίπρα προς τους «παραπλανημένους» ψηφοφόρους του Κασιδιάρη να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ.
Την ίδια ώρα, δεν είχε να αντιπροτείνει τίποτε ουσιαστικό για τα τεράστια ζητήματα που έθεταν όλες αυτές οι πολλαπλές κρίσεις. Αντίθετα, είχε απέναντί του μια κυβέρνηση που σε όλα αυτά κατάφερε να δώσει από καλές μέχρι εξαιρετικές λύσεις: αντιμετώπισε αποτελεσματικά την τουρκική προκλητικότητα, διοργάνωσε ένα από τα καλύτερα εμβολιαστικά προγράμματα παγκοσμίως, μετά την υποδειγματική διαχείριση της πρώτης φάσης της καραντίνας, επιδότησε γενναία τους λογαριασμούς ρεύματος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και προσπάθησε να κάνει όσο περισσότερα μπορούσε για να αντιμετωπίσει το τέρας του πληθωρισμού, που ήταν άλλωστε και αυτή μια εξωγενής κρίση. Ταυτόχρονα εφάρμοζε ένα πέρα από κάθε προσδοκία μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα ψηφιοποίησης του κράτους, το οποίο ετύγχανε της πλήρους αποδοχής όλων των ψηφοφόρων, ασχέτως κομματικής προτίμησης, με τον Κυριάκο Πιερρακάκη να γίνεται έτσι το βασικό μεταρρυθμιστικό πρόσωπο της κυβέρνησης. Εντέλει, όταν δεν «πουλούσε» καταστροφολογία, η αξιωματική αντιπολίτευση ήταν πάντοτε προκλητικά απούσα από όλες τις μείζονες προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα την τελευταία ταραγμένη τετραετία.
Η κατάρρευση του ηθικού πλεονεκτήματος
Αυτή της η αποτυχία και κυρίως η αποξένωσή της από μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης, αλλά και των πιο αδύναμων, αποτυπωνόταν άλλωστε και σε όλες τις δημοσκοπήσεις, παρά τις τρομερές ανατροπές στη θητεία της περασμένης κυβέρνησης και παρά τις διάφορες στιγμές κρίσεων που βίωσε και η ίδια. Σε καμία περίπτωση, ούτε καν μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές της Εύβοιας ή μετά το ζήτημα των παρακολουθήσεων και το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη δεν κατάφερε το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης να καρπωθεί προς όφελός του την όποια γκρίνια της κοινής γνώμης. Παρέμενε συνεχώς βαλτωμένο σε ποσοστά που δεν πλησίαζαν καν εκείνα του 2019. Με άλλα λόγια, όσο κι αν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βάρεσαν το σαμάρι των δημοσκοπήσεων παλεύοντας να αποδείξουν ότι η εικόνα αυτή ήταν παραμορφωτική, δεν κατάφεραν να αλλάξουν τη σκληρή πραγματικότητα που κρυβόταν πίσω από τους αριθμούς: ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πάψει πλέον όχι μόνο να θεωρείται δύναμη αντισυστημισμού και ανατροπής, αλλά ούτε καν δύναμη αξιόπιστη να κυβερνήσει τη χώρα.
Αντιθέτως, το γεγονός ότι είχε κυβερνήσει επί 4,5 χρόνια και «λερωθεί» από τα σκάνδαλα της διακυβέρνησής του, αλλά και ότι είχε γενικώς πολιτευτεί με βασικό όχημα την παραπλάνηση της κοινωνίας και την παραμόρφωση της πραγματικότητας, είχε οδηγήσει και στην απώλεια εκείνου του λάβαρου που περιέφερε πάντοτε υπερήφανα μετά τον Εμφύλιο: του ηθικού του πλεονεκτήματος που δήθεν τον διαφοροποιούσε από όλους τους άλλους. Δεν άντεχε ωστόσο να κατανοήσει ότι για την ελληνική κοινωνία δεν ήταν πλέον παρά ένα κόμμα του «συστήματος» και της «εξουσίας» σαν όλα τα άλλα, το οποίο δεν είχε μάλιστα διστάσει να παίξει ανεύθυνα ακόμη και με το νόμισμα ή με τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας, όπως κανείς πριν από αυτό στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.
Θα συνέχιζε παρ’ όλα αυτά να πατάει σε δύο βάρκες: τόσο του αντισυστημισμού και της αντιπαγκοσμιοποίησης που ήταν και η παράδοση από την οποία προερχόταν ο ίδιος ο Τσίπρας και οι συνομήλικοι σύντροφοί του, όσο και του πιο ήπιου ρεφορμισμού που έτεινε να αντιμετωπίζει τα ζητήματα με έναν έστω στοιχειώδη ρεαλισμό. Ωστόσο, η ομπρέλα που σκέπαζε όλες τις επιμέρους πτέρυγες παρέμενε ένας νεοκομμουνιστικός εθνολαϊκισμός, ως μέρος μιας ιστορικής γενεαλογίας που πάει πίσω στην ΕΑΜική παράδοση, συνδυάζοντάς την με την αναζήτηση προτύπων σε ανελεύθερα, φτωχοποιημένα καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής. Γι’ αυτό άλλωστε ο Πολάκης είχε αναδειχθεί σε κεντρική περσόνα του κόμματος και ουδείς τολμούσε να τον διαγράψει. Εκπροσωπούσε μια διαχρονική ροπή της Αριστεράς προς την εμφυλιολογία, που την έχει όμως πλέον «ξεράσει» η εποχή.
Αυτή της η αποτυχία και κυρίως η αποξένωσή της από μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης, αλλά και των πιο αδύναμων, αποτυπωνόταν άλλωστε και σε όλες τις δημοσκοπήσεις, παρά τις τρομερές ανατροπές στη θητεία της περασμένης κυβέρνησης και παρά τις διάφορες στιγμές κρίσεων που βίωσε και η ίδια. Σε καμία περίπτωση, ούτε καν μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές της Εύβοιας ή μετά το ζήτημα των παρακολουθήσεων και το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη δεν κατάφερε το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης να καρπωθεί προς όφελός του την όποια γκρίνια της κοινής γνώμης. Παρέμενε συνεχώς βαλτωμένο σε ποσοστά που δεν πλησίαζαν καν εκείνα του 2019. Με άλλα λόγια, όσο κι αν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βάρεσαν το σαμάρι των δημοσκοπήσεων παλεύοντας να αποδείξουν ότι η εικόνα αυτή ήταν παραμορφωτική, δεν κατάφεραν να αλλάξουν τη σκληρή πραγματικότητα που κρυβόταν πίσω από τους αριθμούς: ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πάψει πλέον όχι μόνο να θεωρείται δύναμη αντισυστημισμού και ανατροπής, αλλά ούτε καν δύναμη αξιόπιστη να κυβερνήσει τη χώρα.
Αντιθέτως, το γεγονός ότι είχε κυβερνήσει επί 4,5 χρόνια και «λερωθεί» από τα σκάνδαλα της διακυβέρνησής του, αλλά και ότι είχε γενικώς πολιτευτεί με βασικό όχημα την παραπλάνηση της κοινωνίας και την παραμόρφωση της πραγματικότητας, είχε οδηγήσει και στην απώλεια εκείνου του λάβαρου που περιέφερε πάντοτε υπερήφανα μετά τον Εμφύλιο: του ηθικού του πλεονεκτήματος που δήθεν τον διαφοροποιούσε από όλους τους άλλους. Δεν άντεχε ωστόσο να κατανοήσει ότι για την ελληνική κοινωνία δεν ήταν πλέον παρά ένα κόμμα του «συστήματος» και της «εξουσίας» σαν όλα τα άλλα, το οποίο δεν είχε μάλιστα διστάσει να παίξει ανεύθυνα ακόμη και με το νόμισμα ή με τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας, όπως κανείς πριν από αυτό στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.
Θα συνέχιζε παρ’ όλα αυτά να πατάει σε δύο βάρκες: τόσο του αντισυστημισμού και της αντιπαγκοσμιοποίησης που ήταν και η παράδοση από την οποία προερχόταν ο ίδιος ο Τσίπρας και οι συνομήλικοι σύντροφοί του, όσο και του πιο ήπιου ρεφορμισμού που έτεινε να αντιμετωπίζει τα ζητήματα με έναν έστω στοιχειώδη ρεαλισμό. Ωστόσο, η ομπρέλα που σκέπαζε όλες τις επιμέρους πτέρυγες παρέμενε ένας νεοκομμουνιστικός εθνολαϊκισμός, ως μέρος μιας ιστορικής γενεαλογίας που πάει πίσω στην ΕΑΜική παράδοση, συνδυάζοντάς την με την αναζήτηση προτύπων σε ανελεύθερα, φτωχοποιημένα καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής. Γι’ αυτό άλλωστε ο Πολάκης είχε αναδειχθεί σε κεντρική περσόνα του κόμματος και ουδείς τολμούσε να τον διαγράψει. Εκπροσωπούσε μια διαχρονική ροπή της Αριστεράς προς την εμφυλιολογία, που την έχει όμως πλέον «ξεράσει» η εποχή.
Προεκλογική εκστρατεία και η ήττα του αντισυστημισμού
Ετσι, όταν μπήκαμε και επίσημα στην προεκλογική περίοδο, ο Τσίπρας ως το πρόσωπο που είχε χρεωθεί όλες αυτές τις αποτυχίες, ξεκινούσε τον αγώνα από δεινή θέση. Μετά τις πρώτες μέρες, τα δείγματα ήταν σαφή. Το αναμφισβήτητο χάρισμα του Τσίπρα να παραπλανεί την κοινή γνώμη με έναν συνδυασμό αντισυστημισμού και ρεαλισμού υπήρξε τώρα το βασικό του μειονέκτημα. Η αδιαφορία του εκλογικού σώματος να ακολουθήσει την αντιπολίτευση στον δρόμο της τοξικότητας και της προπαγάνδας, που υπήρξαν άλλοτε το ισχυρό της χαρτί, ήταν ένα πρώτο σημάδι ότι κάτι είχε αλλάξει βαθύτερα στην πολιτική του κουλτούρα.
Παρά την ένταση που είχε προηγηθεί, ο προεκλογικός αγώνας έδειχνε να εξελίσσεται αναπάντεχα ήρεμα και εκείνο που έμοιαζε να πρυτανεύει ήταν η ανάγκη των πολιτών να ακούσουν τεκμηριωμένες, κοστολογημένες και ρεαλιστικές προτάσεις, όπως επίσης να αισθανθούν ότι η ψήφος τους θα πήγαινε εκεί που θα ευνοούνταν οι σταθερότερες κυβερνητικές λύσεις. Μόνο που αυτό δεν ήταν ποτέ το προνομιακό γήπεδο του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε και θα μπορούσε να γίνει ξαφνικά. Το επικοινωνιακό ταλέντο του Αλέξη Τσίπρα θεωρήθηκε ίσως ότι θα αρκούσε για να καταστήσει το κόμμα αυτό πιο συμπαθητικό σε μετριοπαθείς ψηφοφόρους, αλλά αποδείχθηκε πολύ λίγο για μια μεταστροφή, που για να γίνει θα απαιτούσε, καταρχάς, ένα πολύ πιο ρεαλιστικό προεκλογικό πρόγραμμα. Και ο ΣΥΡΙΖΑ το μόνο που είχε να καταθέσει ως προς αυτό ήταν ένα «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης ΙΙ»: δηλαδή ένα θηριώδες και προφανώς καθόλου εφαρμόσιμο πρόγραμμα που θα κόστιζε δεκάδες δισεκατομμύρια σε βάθος τετραετίας, το οποίο ουδέποτε εξήγησε πειστικά πώς θα χρηματοδοτούνταν. Αφήνουμε κατά μέρος το γεγονός ότι δεν είχε συνειδητοποιήσει πως λαϊκίστικες υποσχέσεις όπως η είσοδος όλων με σχεδόν ελεύθερη πρόσβαση στα ΑΕΙ, ήταν δύσκολο να μην αντιμετωπιστούν απλώς ως ακόμη μία απόπειρα χειραγώγησης της νεολαίας, που αποδείχθηκε πολύ πιο ώριμη για να «αγοράσει» τέτοιες φθηνές υποσχέσεις.
Οι δε ελαφρότητες Τσακαλώτου περί «τοπικών νομισμάτων», ή οι ισχυρισμοί Κατρούγκαλου για την ανάγκη αύξησης των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών, μάλιστα λίγες μέρες πριν τις κάλπες, το μόνο που έκαναν ήταν να υπενθυμίζουν τι θα περίμενε ξανά τη μεσαία τάξη αν τυχόν εμπιστευόταν εκ νέου τις τύχες της σε μαθητευόμενους μάγους που τίποτε δεν έμαθαν και τίποτε δεν ξέχασαν από τα καταστροφικά πειράματα του 2015. Αλλωστε, το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο παρέμενε επαρκώς ενεργό ώστε να κρατά ζωντανή τη βαριά συλλογική μνήμη του δημοψηφίσματος ή της σκευωρίας της Novartis, όπως και της προσβολής των θυμάτων μετά το Μάτι. Γενικώς, ό,τι και να έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, γύριζε μπούμερανγκ, θυμίζοντας ενόχους που απλώς επιβαρύνουν τη θέση τους μόλις πάνε να ξεφύγουν με πονηρά κόλπα. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, όταν τη στιγμή που κατηγορούσε την κυβέρνηση για τις παρακολουθήσεις, το κόμμα είχε ως υποψήφιο βουλευτή έναν πρωτοκλασάτο πρώην υπουργό, καταδικασμένο με 13-0 από τη Δικαιοσύνη για το σκάνδαλο της χειραγώγησης των ΜΜΕ.
Τον απέβαλε η εποχή
Τελικά, όμως, ακόμη και αυτές οι αμαρτίες του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μάλλον δευτερεύουσες μπροστά στο μείζον για την ελληνική κοινωνία, που έχει να κάνει με το μέλλον της και όχι με το παρελθόν. Διότι για την τελευταία, εκείνο που πραγματικά μετράει αυτή τη στιγμή είναι εκείνο που έδειξαν και οι μετεκλογικές έρευνες της κοινής γνώμης. Οι πολίτες ενδιαφέρονταν όλο αυτό το διάστημα κυρίως για ρεαλιστικές προτάσεις εκσυγχρονισμού του κράτους, επιτάχυνσης της ανάπτυξης, σταθερότητας και ασφάλειας. Οσα, με άλλα λόγια, μας είχαν λείψει την τελευταία 15ετία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτές οι επιλογές αποτελούν και το μέτρο ωρίμανσης της κοινωνίας μετά από μια πολυετή τραυματική περιπέτεια επένδυσης σε ψευδαισθήσεις και αδιέξοδους πειραματισμούς. Και αν ο ΣΥΡΙΖΑ τιμωρήθηκε με τόσο συντριπτικό τρόπο σε αυτές τις εκλογές, ήταν ακριβώς διότι υπήρξε ο βασικός πολιτικός εκφραστής αυτών των ψευδαισθήσεων. Αλλά και διότι ο βαθύς μιζεραμπιλισμός που απέπνεε όλη η προεκλογική του εκστρατεία δεν ανταποκρινόταν σε όσα ήθελαν να ακούσουν αυτή τη στιγμή οι Ελληνες, μετά από τόσα χρόνια κατήφειας. Εξού και το αισιόδοξο και γεμάτο αυτοπεποίθηση μήνυμα της Ν.Δ. που υποσχόταν ότι θα συνεχίσουμε να βαδίζουμε σταθερά και τολμηρά μπροστά, βρήκε τόσα ευήκοα ώτα.
Τελικά, όμως, ακόμη και αυτές οι αμαρτίες του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μάλλον δευτερεύουσες μπροστά στο μείζον για την ελληνική κοινωνία, που έχει να κάνει με το μέλλον της και όχι με το παρελθόν. Διότι για την τελευταία, εκείνο που πραγματικά μετράει αυτή τη στιγμή είναι εκείνο που έδειξαν και οι μετεκλογικές έρευνες της κοινής γνώμης. Οι πολίτες ενδιαφέρονταν όλο αυτό το διάστημα κυρίως για ρεαλιστικές προτάσεις εκσυγχρονισμού του κράτους, επιτάχυνσης της ανάπτυξης, σταθερότητας και ασφάλειας. Οσα, με άλλα λόγια, μας είχαν λείψει την τελευταία 15ετία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτές οι επιλογές αποτελούν και το μέτρο ωρίμανσης της κοινωνίας μετά από μια πολυετή τραυματική περιπέτεια επένδυσης σε ψευδαισθήσεις και αδιέξοδους πειραματισμούς. Και αν ο ΣΥΡΙΖΑ τιμωρήθηκε με τόσο συντριπτικό τρόπο σε αυτές τις εκλογές, ήταν ακριβώς διότι υπήρξε ο βασικός πολιτικός εκφραστής αυτών των ψευδαισθήσεων. Αλλά και διότι ο βαθύς μιζεραμπιλισμός που απέπνεε όλη η προεκλογική του εκστρατεία δεν ανταποκρινόταν σε όσα ήθελαν να ακούσουν αυτή τη στιγμή οι Ελληνες, μετά από τόσα χρόνια κατήφειας. Εξού και το αισιόδοξο και γεμάτο αυτοπεποίθηση μήνυμα της Ν.Δ. που υποσχόταν ότι θα συνεχίσουμε να βαδίζουμε σταθερά και τολμηρά μπροστά, βρήκε τόσα ευήκοα ώτα.
Η επόμενη μέρα της ελληνικής Αριστεράς
Παρότι υπάρχει προφανώς μπροστά μας η δεύτερη κάλπη του Ιουνίου που θα πρέπει να επιβεβαιώσει εκ νέου όλα αυτά, το βέβαιο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εισέλθει σε περίοδο μεγάλης κρίσης, με τον ίδιο τον Τσίπρα να αποτελεί αυτονοήτως και τον κύριο υποδοχέα της αμφισβήτησης. Το κόμμα αυτό, άλλωστε, παρέμεινε το πλέον αρχηγικό του πολιτικού μας συστήματος, έχοντας τον ίδιο αρχηγό στο τιμόνι του για πάνω από 15 συνεχόμενα χρόνια. Ωστόσο, η κυριαρχική παρουσία του Τσίπρα στο κόμμα ήταν ταυτόχρονα η μεγάλη δύναμη και αδυναμία του χώρου. Παρά τη φιλότιμη προσπάθεια ΜΜΕ και οργανικών διανοουμένων να παρουσιαστεί ο ίδιος ως ένας χαρισματικός πολιτικός που διαρκώς ωρίμαζε μέσα από τις εμπειρίες, ο Τσίπρας είχε φτάσει σε ένα «ταβάνι» το οποίο δεν διέθετε τις αντικειμενικές δυνατότητες να ξεπεράσει.
Δεν κατάφερε ούτε να μετασχηματίσει το κόμμα με τρόπο που να διεισδύσει βαθύτερα στην κοινωνία, ούτε και να κάνει κάτι άλλο από το να αφήνεται απλώς στο κύμα της εκάστοτε συγκυρίας. Για να το πούμε αλλιώς, ο ιστορικός κύκλος που ξεκίνησε με τις εκλογές-σεισμό του 2012, έκλεισε τελικά με άλλες εκλογές-σεισμό, 11 χρόνια μετά, στη διάρκεια των οποίων οι διάττοντες αστέρες που γεννήθηκαν τότε, δεν μπορούσαν παρά να ακολουθήσουν τη μοίρα τέτοιων φαινομένων: όπως έλαμψαν έντονα, έτσι πιθανόν και να χάσουν απότομα τη λάμψη της γοητείας τους.
* Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Παρότι υπάρχει προφανώς μπροστά μας η δεύτερη κάλπη του Ιουνίου που θα πρέπει να επιβεβαιώσει εκ νέου όλα αυτά, το βέβαιο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εισέλθει σε περίοδο μεγάλης κρίσης, με τον ίδιο τον Τσίπρα να αποτελεί αυτονοήτως και τον κύριο υποδοχέα της αμφισβήτησης. Το κόμμα αυτό, άλλωστε, παρέμεινε το πλέον αρχηγικό του πολιτικού μας συστήματος, έχοντας τον ίδιο αρχηγό στο τιμόνι του για πάνω από 15 συνεχόμενα χρόνια. Ωστόσο, η κυριαρχική παρουσία του Τσίπρα στο κόμμα ήταν ταυτόχρονα η μεγάλη δύναμη και αδυναμία του χώρου. Παρά τη φιλότιμη προσπάθεια ΜΜΕ και οργανικών διανοουμένων να παρουσιαστεί ο ίδιος ως ένας χαρισματικός πολιτικός που διαρκώς ωρίμαζε μέσα από τις εμπειρίες, ο Τσίπρας είχε φτάσει σε ένα «ταβάνι» το οποίο δεν διέθετε τις αντικειμενικές δυνατότητες να ξεπεράσει.
Δεν κατάφερε ούτε να μετασχηματίσει το κόμμα με τρόπο που να διεισδύσει βαθύτερα στην κοινωνία, ούτε και να κάνει κάτι άλλο από το να αφήνεται απλώς στο κύμα της εκάστοτε συγκυρίας. Για να το πούμε αλλιώς, ο ιστορικός κύκλος που ξεκίνησε με τις εκλογές-σεισμό του 2012, έκλεισε τελικά με άλλες εκλογές-σεισμό, 11 χρόνια μετά, στη διάρκεια των οποίων οι διάττοντες αστέρες που γεννήθηκαν τότε, δεν μπορούσαν παρά να ακολουθήσουν τη μοίρα τέτοιων φαινομένων: όπως έλαμψαν έντονα, έτσι πιθανόν και να χάσουν απότομα τη λάμψη της γοητείας τους.
* Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ