Δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά που ο Βόλος θρηνεί από το φονικό πέρασμα της κακοκαιρίας.
Η φονικότερη πλημύρα ήταν το 1955, όταν η πόλη προσπαθούσε να συνέλθει από την κατοχή και στη συνέχεια από τον εμφύλιο. Το 1955 ήταν η πιο απόκοσμη χρονιά για την πρωτεύουσα της Μαγνησίας. Δύο σεισμικές δονήσεις τον Φεβρουάριο και τον Απρίλιο σχεδόν ισοπέδωσαν την πόλη. Οι άστεγοι από τους σεισμούς έμεναν σε σκηνές, οι οποίες όμως με τα πρωτοβρόχια άρχισαν να πλημμυρίζουν.
Και τα ξημερώματα της 13 Οκτωβρίου έγινε το μεγάλο κακό. Άρχισε μια καταιγίδα
που κράτησε τρεις ώρες, σύμφωνα με κάποιες αφηγήσεις, ίσως και περισσότερες.
Όλοι συμφωνούν όμως ότι όσο έβρεχε η ένταση της βροχής δεν άλλαξε. Οι
εφημερίδες ανέφεραν τότε 27 νεκρούς και 23 τραυματίες. Ολόκληρα σπίτια
παρασύρθηκαν στην θάλασσα. Και δεν είχε πολλά ο Βόλος. Αναφέρεται ότι η πόλη
είχε τότε είχε περί τα 12.000 σπίτια, αλλά από τον σεισμό είχαν γλιτώσει μόνο
1200. Η πόλη είχε μόνο 18 δρόμους και όλοι ήταν χείμαρροι.
Η λάσπη σταμάτησε να φτάνει στην πόλη δύο ώρες μετά το τέλος της καταιγίδες. Και τότε σκηνές αρχαίας τραγωδίας εκτυλίχτηκαν στον Βόλο, αφού κάτω από τις λάσπες άρχισαν να βγαίνουν οι νεκροί. Τα περισσότερα θύματα ήταν βρέφη. Εκείνες οι σκηνές έμειναν επί χρόνια ανεξίτηλες στην μνήμη των ανθρώπων. «Το παιδί ήταν αγνώριστο. Φορούσε τη νυχτικιά του. Το κακό το βρήκε όπως φαίνεται στο κρεβατάκι του. Είχε σπασμένο το δεξιό χεράκι του από τον ώμο σχεδόν και τα ματάκια του και το στόμα του ήταν φραγμένα με λάσπη» γράφει ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» την Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 1955.
Η εφημερίδα Ελευθερία (της Αθήνας ) έγραψε στις 15 Οκτωβρίου 1955. Ο ποδοσφαιριστής Παρίσσης Τσιγαρίδας, ήταν ο ένας ήρωας της πλημμύρας και ο άλλος ο ιερέας, πατέρας Αλέξανδρος Παπαποστόλου, πρεσβύτερος του Ιερού Ναού του Αγίου Κωνσταντίνου. Με κίνδυνο της ζωής τους σώσανε αρκετούς ανθρώπους που τους είχαν παρασύρει τα νερά και στον δρόμο Γαλλίας και Περραιβού, ο ιερέας από τον Άγιο Κωνσταντίνο και ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού Βόλου, ρίξανε ένα σχοινί από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο και σώσανε δεκάδες ανθρώπους.
Στον ιερέα, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε έπαινο. Στην ιστοσελίδα “Η Μαγνησία στο Πέρασμα του Χρόνου” ο συντάκτης σημειώνει ότι δεν μπόρεσε να διασταυρώσει αν οι διασώσεις έγιναν ακριβώς όπως τις περιγράφει η μητέρα του σε επιστολή της , αλλά γνωρίζει ότι οι αναφορές στα δυο αυτά ονόματα είναι σωστές από τις διηγήσεις των παλαιοτέρων.
Η αποφράδα ημέρα
Εκείνη την ημέρα της βιβλικής καταστροφής για τον Βόλο περιγράφει στο βιβλίο του «Χωρίς σουρντίνα», Εκδόσεις Μακρινίτσα Πηλίου, ο Γιάννης Μουγογιάννης. Γράφει: «Λίγο μετά το μεσημέρι τις 13 Οκτωβρίου, ανοίξαν οι ουρανοί, και τ’ αστροπελέκια έπεφταν το ’να κοντά στ’ άλλο. Όσο νερό διέθετε η ατμόσφαιρα το ’ριξε πάνω στο Βόλο και στο Πήλιο. Τρεις ώρες ασταμάτητης νεροποντής, χωρίς διακοπή, χωρίς μείωση της έντασης. Αποχετευτικό δίκτυο την εποχή εκείνη δεν υπήρχε, ούτε και χρειαζόταν. Η πόλη διέθετε τη φυσική της κλίση προς τη θάλασσα και τα νερά παροχετεύονταν.
Όμως η μεγάλη νεροποντή κατέβασε όλα τα νερά του Πηλίου, τα ξεροπόταμα γέμισαν και έγιναν απειλητικά. Το νερό κατέβαινε με βουητό από τις πλαγιές και τίποτα δεν το σταματούσε. Ο Κραυσίδωνας κι ο Άναυρος, οι δυο χείμαρροι που περιζώνουν την πόλη, γέμισαν μέχρι πάνω. Κι εκεί, κατά τις τέσσερις το απόγευμα, έγινε το μεγάλο κακό. Ο Άναυρος, σε μια καμπή του, έργο ανθρώπινο των αρχών του αιώνα για την παράκαμψη της πόλης, έσπασε, αφού δεν μπόρεσε ν’ αντέξει στα πολλά και ορμητικά νερά του. Το υγρό στοιχείο, ανεμπόδιστο πλέον, κατέκλυσε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της πόλης.
Λάσπη, νερό και φερτά υλικά, συμπαρέσυραν στο διάβα τους το κάθε τι. Αντίσκηνα, παραπήγματα και ετοιμόρροπα σπίτια, μαζί με οικοσκευές και πτώματα ανθρώπων και ζωντανών, επέπλεαν και όδευαν προς τη θάλασσα. Θρήνος και κλαυθμός σ’ ολόκληρη την πόλη. Κι η νεροποντή να μη λέει να σταματήσει, και το Πήλιο να κατεβάζει εκατομμύρια κυβικά απειλητικής λάσπης. Τα υπόγεια που είχαν καταφύγει οι Βολιώτες για τον κίνδυνο των σεισμών ήταν όλα πλημμυρισμένα. Τον παππού μόλις που κατορθώσαμε να τον ανασύρουμε από το υπόγειο που κατοικούσε.
Ήταν κι εκείνος ο Παρίσης Τσιγαρίδας, ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, γεροδεμένο παλικάρι που το ’λεγε η καρδιά του, που έπεφτε συνεχώς στα νερά και έσωσε πάνω από δέκα ανήμπορους από βέβαιο πνιγμό. Το δικό μας υπόγειο, μόλις που διασώθηκε. Με τους πρώτους όγκους νερού, κατορθώσαμε με τον πατέρα μου να τοποθετήσουμε μαδέρια πίσω από τις σιδερένιες πόρτες της αυλής, ώστε να εμποδίζεται η εισροή του νερού. Αν το ύψος του περνούσε και το πεζούλι, τότε δεν μας έσωζε τίποτα. Ευτυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Μόλις σουρούπωσε για καλά, η βροχή σταμάτησε, όμως τα νερά κατέβαιναν, για δύο ακόμη ώρες, ορμητικά. Μετά τις εννιά όλα ηρέμησαν. Βγήκαμε με τον πατέρα λίγο στην αυλή, οι δρόμοι κατασκότεινοι, το περιβάλλον εφιαλτικό. Κάποιες σκιές που κινούνταν μέσα στη λάσπη μας πλησίασαν. Ήταν φίλοι της οικογένειας από την πέρα γειτονιά. Το υπόγειό τους ήταν γεμάτο νερά και λάσπη. Ζήτησαν να τους φιλοξενήσουμε. Μέσα στο μοναδικό δωμάτιο του υπογείου κοιμηθήκαμε δώδεκα άτομα.»
Η λάσπη σταμάτησε να φτάνει στην πόλη δύο ώρες μετά το τέλος της καταιγίδες. Και τότε σκηνές αρχαίας τραγωδίας εκτυλίχτηκαν στον Βόλο, αφού κάτω από τις λάσπες άρχισαν να βγαίνουν οι νεκροί. Τα περισσότερα θύματα ήταν βρέφη. Εκείνες οι σκηνές έμειναν επί χρόνια ανεξίτηλες στην μνήμη των ανθρώπων. «Το παιδί ήταν αγνώριστο. Φορούσε τη νυχτικιά του. Το κακό το βρήκε όπως φαίνεται στο κρεβατάκι του. Είχε σπασμένο το δεξιό χεράκι του από τον ώμο σχεδόν και τα ματάκια του και το στόμα του ήταν φραγμένα με λάσπη» γράφει ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» την Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 1955.
Η εφημερίδα Ελευθερία (της Αθήνας ) έγραψε στις 15 Οκτωβρίου 1955. Ο ποδοσφαιριστής Παρίσσης Τσιγαρίδας, ήταν ο ένας ήρωας της πλημμύρας και ο άλλος ο ιερέας, πατέρας Αλέξανδρος Παπαποστόλου, πρεσβύτερος του Ιερού Ναού του Αγίου Κωνσταντίνου. Με κίνδυνο της ζωής τους σώσανε αρκετούς ανθρώπους που τους είχαν παρασύρει τα νερά και στον δρόμο Γαλλίας και Περραιβού, ο ιερέας από τον Άγιο Κωνσταντίνο και ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού Βόλου, ρίξανε ένα σχοινί από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο και σώσανε δεκάδες ανθρώπους.
Στον ιερέα, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε έπαινο. Στην ιστοσελίδα “Η Μαγνησία στο Πέρασμα του Χρόνου” ο συντάκτης σημειώνει ότι δεν μπόρεσε να διασταυρώσει αν οι διασώσεις έγιναν ακριβώς όπως τις περιγράφει η μητέρα του σε επιστολή της , αλλά γνωρίζει ότι οι αναφορές στα δυο αυτά ονόματα είναι σωστές από τις διηγήσεις των παλαιοτέρων.
Η αποφράδα ημέρα
Εκείνη την ημέρα της βιβλικής καταστροφής για τον Βόλο περιγράφει στο βιβλίο του «Χωρίς σουρντίνα», Εκδόσεις Μακρινίτσα Πηλίου, ο Γιάννης Μουγογιάννης. Γράφει: «Λίγο μετά το μεσημέρι τις 13 Οκτωβρίου, ανοίξαν οι ουρανοί, και τ’ αστροπελέκια έπεφταν το ’να κοντά στ’ άλλο. Όσο νερό διέθετε η ατμόσφαιρα το ’ριξε πάνω στο Βόλο και στο Πήλιο. Τρεις ώρες ασταμάτητης νεροποντής, χωρίς διακοπή, χωρίς μείωση της έντασης. Αποχετευτικό δίκτυο την εποχή εκείνη δεν υπήρχε, ούτε και χρειαζόταν. Η πόλη διέθετε τη φυσική της κλίση προς τη θάλασσα και τα νερά παροχετεύονταν.
Όμως η μεγάλη νεροποντή κατέβασε όλα τα νερά του Πηλίου, τα ξεροπόταμα γέμισαν και έγιναν απειλητικά. Το νερό κατέβαινε με βουητό από τις πλαγιές και τίποτα δεν το σταματούσε. Ο Κραυσίδωνας κι ο Άναυρος, οι δυο χείμαρροι που περιζώνουν την πόλη, γέμισαν μέχρι πάνω. Κι εκεί, κατά τις τέσσερις το απόγευμα, έγινε το μεγάλο κακό. Ο Άναυρος, σε μια καμπή του, έργο ανθρώπινο των αρχών του αιώνα για την παράκαμψη της πόλης, έσπασε, αφού δεν μπόρεσε ν’ αντέξει στα πολλά και ορμητικά νερά του. Το υγρό στοιχείο, ανεμπόδιστο πλέον, κατέκλυσε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της πόλης.
Λάσπη, νερό και φερτά υλικά, συμπαρέσυραν στο διάβα τους το κάθε τι. Αντίσκηνα, παραπήγματα και ετοιμόρροπα σπίτια, μαζί με οικοσκευές και πτώματα ανθρώπων και ζωντανών, επέπλεαν και όδευαν προς τη θάλασσα. Θρήνος και κλαυθμός σ’ ολόκληρη την πόλη. Κι η νεροποντή να μη λέει να σταματήσει, και το Πήλιο να κατεβάζει εκατομμύρια κυβικά απειλητικής λάσπης. Τα υπόγεια που είχαν καταφύγει οι Βολιώτες για τον κίνδυνο των σεισμών ήταν όλα πλημμυρισμένα. Τον παππού μόλις που κατορθώσαμε να τον ανασύρουμε από το υπόγειο που κατοικούσε.
Ήταν κι εκείνος ο Παρίσης Τσιγαρίδας, ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, γεροδεμένο παλικάρι που το ’λεγε η καρδιά του, που έπεφτε συνεχώς στα νερά και έσωσε πάνω από δέκα ανήμπορους από βέβαιο πνιγμό. Το δικό μας υπόγειο, μόλις που διασώθηκε. Με τους πρώτους όγκους νερού, κατορθώσαμε με τον πατέρα μου να τοποθετήσουμε μαδέρια πίσω από τις σιδερένιες πόρτες της αυλής, ώστε να εμποδίζεται η εισροή του νερού. Αν το ύψος του περνούσε και το πεζούλι, τότε δεν μας έσωζε τίποτα. Ευτυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Μόλις σουρούπωσε για καλά, η βροχή σταμάτησε, όμως τα νερά κατέβαιναν, για δύο ακόμη ώρες, ορμητικά. Μετά τις εννιά όλα ηρέμησαν. Βγήκαμε με τον πατέρα λίγο στην αυλή, οι δρόμοι κατασκότεινοι, το περιβάλλον εφιαλτικό. Κάποιες σκιές που κινούνταν μέσα στη λάσπη μας πλησίασαν. Ήταν φίλοι της οικογένειας από την πέρα γειτονιά. Το υπόγειό τους ήταν γεμάτο νερά και λάσπη. Ζήτησαν να τους φιλοξενήσουμε. Μέσα στο μοναδικό δωμάτιο του υπογείου κοιμηθήκαμε δώδεκα άτομα.»
Πλημμύρες το 2006 και το 2009
Οι καταστροφές του 1955, επαναλήφθηκαν. Η γραφική παραλιακή πόλη του Βόλου μετατράπηκε για ακόμη μια φορά σε απέραντη λίμνη τον Οκτώβριο του 2006, όταν και ο νομός Μαγνησίας κηρύχτηκε ξανά σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ενώ τεράστιες ζημιές υπέστησαν τόσο ο Βόλος όσο και η μικρή παραλιακή πόλη της Αγριάς και το Χόρτο. Η Νεάπολη έγινε λίμνη.
«Από την υπερχείλιση του Κραυσίδωνα πλημμύρισε υποσταθμός της ΔΕΗ, η μεταλλική γέφυρα του Ξηριά από την οποία γίνεται η διέλευση της σιδηροδρομικής γραμμής Βόλου – Λάρισας κατέρρευσε το απόγευμα στις 4.00, καθώς υποχώρησε ένα από τα δύο μεσόβαθρα», όπως έχει γράψει το 2019, ο μετεωρολόγος Θοδωρής Κολυβάς. Μάλιστα ο ίδιος έχει και την επιστημονική εξήγηση: «Γενικότερα αυτή την εποχή ειδικά όταν έρχονται συστήματα που δημιουργούν σύγκλιση αερίων μαζών πάνω από την Ανατολική ηπειρωτική χώρα μπορεί να προκαλέσουν μεγάλα προβλήματα στη Μαγνησία και κυρίως στα ανατολικά τμήματα του Πηλίου.»
Και τρία χρόνια μετά, το 2009 η πόλη πλημμύρισε πάλι. Ήταν στις 10 Δεκεμβρίου του 2009, όταν ο Βόλος πλημμύρισε λόγω της απουσίας αντιπλημμυρικών έργων σε «ευπαθείς» περιοχές. Τότε, τρεις άνθρωποι χάθηκαν και περιουσίες καταστράφηκαν.
Οι καταστροφές του 1955, επαναλήφθηκαν. Η γραφική παραλιακή πόλη του Βόλου μετατράπηκε για ακόμη μια φορά σε απέραντη λίμνη τον Οκτώβριο του 2006, όταν και ο νομός Μαγνησίας κηρύχτηκε ξανά σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ενώ τεράστιες ζημιές υπέστησαν τόσο ο Βόλος όσο και η μικρή παραλιακή πόλη της Αγριάς και το Χόρτο. Η Νεάπολη έγινε λίμνη.
«Από την υπερχείλιση του Κραυσίδωνα πλημμύρισε υποσταθμός της ΔΕΗ, η μεταλλική γέφυρα του Ξηριά από την οποία γίνεται η διέλευση της σιδηροδρομικής γραμμής Βόλου – Λάρισας κατέρρευσε το απόγευμα στις 4.00, καθώς υποχώρησε ένα από τα δύο μεσόβαθρα», όπως έχει γράψει το 2019, ο μετεωρολόγος Θοδωρής Κολυβάς. Μάλιστα ο ίδιος έχει και την επιστημονική εξήγηση: «Γενικότερα αυτή την εποχή ειδικά όταν έρχονται συστήματα που δημιουργούν σύγκλιση αερίων μαζών πάνω από την Ανατολική ηπειρωτική χώρα μπορεί να προκαλέσουν μεγάλα προβλήματα στη Μαγνησία και κυρίως στα ανατολικά τμήματα του Πηλίου.»
Και τρία χρόνια μετά, το 2009 η πόλη πλημμύρισε πάλι. Ήταν στις 10 Δεκεμβρίου του 2009, όταν ο Βόλος πλημμύρισε λόγω της απουσίας αντιπλημμυρικών έργων σε «ευπαθείς» περιοχές. Τότε, τρεις άνθρωποι χάθηκαν και περιουσίες καταστράφηκαν.