Μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία από το μακρινό 1923 όταν και άρχισε να εφαρμόζεται η Συνθήκη της Λωζάννης, η ιστορία της τουρκικής οικογένειας του Μουσταφά Νταρμπούκα από το Σκαλοχώρι και του γείτονα τους «Γιώργου», συγκλονίζει εδώ και λίγες ημέρες, οπότε και έγινε γνωστή, τη Λέσβο. Μια ιστορία που δεν είναι, αλλά θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο σεναρίου κινηματογραφικής ταινίας ή περιεχόμενου ενός ιστορικού διηγήματος. Μια ιστορία που αναδεικνύει τις ανθρώπινες σχέσεις των σύνοικων στοιχείων, χριστιανών Ελλήνων και μουσουλμάνων Τούρκων πριν την Καταστροφή του 1922 και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών σε εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάννης.
Η Φετνά Οζτουρκλέρ, είναι μια σύγχρονη γυναίκα της Τουρκίας, Αϊβαλιώτισσα που πηγαινοέρχεται τα Σαββατοκύριακα από το Αϊβαλί στη Μυτιλήνη. Σκοπός της να βρει την οικογένεια ενός ανθρώπου που η φήμη της την έχει στοιχειώσει από τα παιδικά της χρόνια και που για αυτόν ξέρει μοναχά ένα μικρό όνομα. Γιώργος. Ο γείτονας στο Σκαλοχώρι της δυτικής Λέσβου του προπάππου της Μουσταφά Νταρμπούκα και της γυναίκας του, της προγιαγιάς της, της Χανιφέ. Ο Γιώργος που ένα χρόνο μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών πούλησε τα ζώα που του είχε εμπιστευτεί ο προπάππους της, τα έκανε χρυσές λίρες και πέρασε κρυφά «καρσί» να τις δώσει στον δοκιμαζόμενο παππού της.
Η μαρτυρία της Φετνά Οζτουρκλέρ είναι μια συμβολή στην καταγραφή της αληθινής ιστορίας ετούτου του τόπου. Που μπορεί να βάφτηκε κόκκινη από το αίμα και τον πόνο της προσφυγιάς του 1922 αλλά που ποτέ της δεν έχασε την πραγματική της αξία. Αυτή της ανθρωπιάς.
Η Φετνά Οζτουρκλέρ είναι απόγονος, από τη μεριά του πατέρα της, ανταλλαγέντων στη βάση της Συνθήκης της Λωζάννης το φθινόπωρο του 1923. Έφυγε η φαμίλια της, ο Μουσταφά Νταρμπούκα, η γυναίκα του η Χανιφέ και τα παιδιά τους από το Σκαλοχώρι της δυτικής Λέσβου, το Τσομλέκ Κιόι όπως το έλεγαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του και αρχικά εγκαταστάθηκε στο Αϊβαλί. Ο αστικός προσανατολισμός όμως της Αϊβαλιώτικης οικονομίας δεν επέτρεπε στην αγροτική και κτηνοτροφική οικογένεια από το αγροτικό Σκαλοχώρι να επιβιώσει. Κάπως έτσι μετακόμισε νωρίς ακόμα στη γειτονική Αλτίνοβα, το σύγχρονο Σαχιλέρ Αλτί και ζούσαν σε ένα σπίτι ενός Ρωμιού που είχε φύγει, αν πρόλαβε να φύγει αυτός, πρόσφυγας στην Ελλάδα. Δουλεύοντας σαν εργάτης στα κτήματα και τα κοπάδια των ντόπιων Τούρκων αγάδων. Τα βράδια μοναχά σαν κατάκοπος γύριζε στο σπίτι ο νους του επέστρεφε στο χωριό του, στο σπίτι του και στα καλά του, κτήματα και κοπάδια που είχε αφήσει να τα φυλάει ο φίλος του, ο γείτονας του ο Γιώργος. Ένας Γιώργος χωρίς άλλο στοιχείο... Ο Γιώργος ο καρντάσης του.
Κι ευχόταν ο Μουσταφά κάποτε να γυρίσει πίσω. Στο Τσομλέκ Κιόι... Μα ο καιρός περνούσε κι όλοι πίστεψαν πια, πως η Ανταλλαγή έγινε και τίποτα δε θα άλλαζε.
Ένα πρωί η Χανιφέ Νταρμπούκα δέχτηκε στο σπιτάκι στην Αϊβαλιώτικια Αλτίνοβα την απρόσμενη επίσκεψη του γείτονα τους του Γιώργου. Είχε παράνομα περάσει στην Τουρκία, έψαξε να τους βρει πρώτα στο Αϊβαλί κι από εκεί τον πληροφόρησαν πως θα τους έβρισκε στην Αλτίνοβα. Άφησε ένα βαρύ πανωφόρι, «να το δώσεις του Μουσταφά» είπε στη Χανιμέ μαζί με τα χαιρετίσματα του και χάθηκε. Το βράδυ ο Μουσταφά έκπληκτος πληροφορήθηκε από τη γυναίκα του τα της απρόσμενης επίσκεψης. Κι όπως ήταν φυσικό πήγε να δει το πανωφόρι που είχε αφήσει ο Γιώργος. Μόνο που ήταν βαρύ. Πολύ βαρύ. Μέσα στις φόδρες ήταν ραμμένες χρυσές λίρες. Ο Γιώργος είχε πουλήσει τα κτήματα του και τα κοπάδια του που του τα είχε αφήσει φεύγοντας. Και θεώρησε «χρέος τιμής» αυτά τα χρήματα που δεν του ανήκαν να μην τα κρατήσει αλλά να κινδυνεύσει, να περάσει στο Αϊβαλί και να τα δώσει σε αυτόν που πίστευε ότι του ανήκαν. Οι λίρες αυτές βοήθησαν τον Μουσταφά Νταρμούκα να σταθεί ξανά στα πόδια του. Να αγοράσει κτήματα και κοπάδια και να ξεφύγει από τη μοίρα του εξαθλιωμένου εργάτη στα χέρια των ντόπιων αγάδων. Το δικό του «χρέος τιμής» όμως που το τήρησε ήταν η μνημόνευση σε όλη του τη ζωή του Γιώργου, του καλού και τίμιου ανθρώπου και γείτονα του για τα όσα έπραξε.
Ένα «χρέος τιμής» που μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά στη δισεγγονή του τη Φετνμά Οζτουρκλέρ. Που ψάχνει τους απογόνους του Γιώργου, στο Σκαλοχώρι ή όπου αλλού βρίσκονται για να τους ευχαριστήσει έστω και 100 χρόνια μετά στο όνομα όλων όσοι έζησαν και τα κατάφεραν χάρη στον δικό τους προπάππου.
Κάπως έτσι μερεύει ο άγριος καιρός στα σύνορα, στις μέρες μας.