Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος απάντησε στις δηλώσεις του συνηγόρου υπεράσπισης της Ρούλας Πισπιρίγκου, Αλέξη Κούγια, ο οποίος καταφέρθηκε με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς εις βάρος της εισαγγελέως της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, Ευαγγελία Σπυριδωνίδου.
Συγκεκριμένα, ο Αλέξης Κούγια με δήλωσή του ανέφερε ότι «δεν ήταν άτυχη η Τζωρτζίνα, αλλά η Πισπιρίγκου που κληρώθηκαν στη δίκη αυτή η εισαγγελέας και αυτή η πρόεδρος», προσθέτοντας ότι «επί 13 μήνες δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να προσπαθούν με ερωτήσεις επιπέδου μεσημεριανών εκπομπών να δημιουργήσουν στοιχεία, όχι για να δικαστεί δίκαια η κα κατηγορουμένη, αλλά για να καταδικαστεί άδικα».
Απαντώντας στον Αλέξη Κούγια, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος αναφέρει στην ανακοίνωσή της: «Με αφορμή δημόσιες, απαξιωτικές δηλώσεις συνηγόρου υπεράσπισης, σε βάρος εισαγγελικής λειτουργού, για το περιεχόμενο της κατά νόμο πρότασής της επί της ενοχής κατηγορουμένης,σε υπόθεση που εκδικάζεται και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
Έχει καταστεί σύνηθες φαινόμενο η εκ μέρους του συνηγόρου έκφραση αρνητικής κριτικής σε βάρος παραγόντων της δίκης, αλλά και ως προς την προσφορά, την αναγκαιότητα και την ποιότητα συμμετοχής εισαγγελικών λειτουργών στην ποινική δικαιοσύνη, όταν θεωρεί ότι νόμιμες δικονομικές ενέργειές τους δεν «εξυπηρετούν» τις θέσεις των εντολέων του.
Τονίζουμε ότι οι επαναλαμβανόμενοι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί και οι σκοπιμότητες που αυτοί ενέχουν, δεν επιφέρουν και δεν πρόκειται να επιφέρουν τις επιδιωκόμενες και επιθυμητές «παρενέργειες», τον κλονισμό δηλαδή της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την εισαγγελική αρχή και την πρόκληση οιασδήποτε αμφιβολίας στη συνείδηση του δικαστή.
Η διατύπωση δε της άποψης περί μη υιοθέτησης των εισαγγελικών προτάσεων από τα αρμόδια δικαστικά συμβούλια και δικαστήρια, εντάσσεται στα όρια της έννοιας της εικονικής πραγματικότητας, αφού οι εισαγγελικές προτάσεις δεν αποτελούν προϊόν ανεξέλεγκτης συλλογής και αξιοποίησης ενοχοποιητικών στοιχείων και αυθαίρετης κρίσης, αλλά αντικείμενο βαθιάς και ενδελεχούς επεξεργασίας αυτών και γνώσεων και για το λόγο αυτό, υιοθετούνται,κατά κανόνα, από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, στο οποίο απευθύνονται.
Η δε επιχειρούμενη με τις δηλώσεις αυτές, για μια ακόμη φορά, προσπάθεια υποβάθμισης και απαξίωσης του εισαγγελικού θεσμού, αποτελεί μορφή συγκρουσιακής υπεράσπισης, που επανεμφανίζεται στις περιπτώσεις νόμιμων, αλλά μη αρεστών εισαγγελικών ενεργειών, εκφεύγει των ορίων της ενάσκησης του υπερασπιστικού έργου και επιδιώκει τη ματαίωση του σκοπού της ποινικής δίκης, που είναι η έκδοση ορθών και δίκαιων αποφάσεων».