Σε ένα περιβάλλον επιβράδυνσης, η ελληνική οικονομία αναμένεται να υπεραποδώσει το 2024, βοηθούμενη από τις επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και την αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας, αναφέρει σε σημείωμά της η ING.
Μετά από ένα σταθερό δεύτερο τρίμηνο, το εποχικά προσαρμοσμένο ελληνικό ΑΕΠ αναπτύχθηκε με υποτονικό ρυθμό το τρίτο τρίμηνο του 2023, αλλά συνολικά αρκετά θετικό στο έτος με +2,1%.
Οι χαμηλότερες κρατικές δαπάνες και οι χαμηλές εξαγωγές αποτέλεσαν μέρος της εξήγησης, μαζί με την επιβράδυνση της κατανάλωσης, καθώς η ζήτηση εξασθένησε. Ωστόσο, τα στοιχεία για την κατανάλωση έμοιαζαν κάπως αινιγματικά, δεδομένης των ισχυρών τουριστικών ροών στη χώρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Ανάπτυξη και ανεργία
Από πλευράς ανάπτυξης, ο αντίκτυπος των πλημμυρών που έπληξαν την κεντρική Ελλάδα τον Σεπτέμβριο θα έπρεπε να έχει περιοριστεί το τρίτο τρίμηνο, αλλά ενδέχεται να εμφανιστεί περισσότερο στα στοιχεία του τέταρτου τριμήνου, παρόλο που τα δημόσια ταμεία ενδέχεται να προβούν σε αποζημειώσεις. Έχοντας πλήξει μια σημαντική περιοχή παραγωγής τροφίμων, οι πλημμύρες πιθανόν να έχουν ήδη παίξει ρόλο στη διατήρηση των ανοδικών πιέσεων στις τιμές των τροφίμων, οι οποίες, τον Νοέμβριο, εξακολουθούσαν να αυξάνονται με ισχυρό ετήσιο ρυθμό 9%.
Η εικόνα της ανάπτυξης μπορεί να βελτιωθεί ελαφρώς το τέταρτο τρίμηνο, αλλά η ING είναι ακόμα επιφυλακτική. Οι έρευνες για τις επιχειρήσεις στέλνουν μικτά μηνύματα, με τους κατασκευαστές να γίνονται πιο απαισιόδοξοι και τους παρόχους υπηρεσιών πιο αισιόδοξοι προς το τέλος του έτους.
Η καταναλωτική εμπιστοσύνη είναι πιο ευμετάβλητη, αλλά υποστηρίζεται από μια ανθεκτική αγορά εργασίας. Τον Νοέμβριο, το ποσοστό ανεργίας επιβεβαιώθηκε στο 9,4%, το χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2009, πολύ πριν από την κρίση του δημόσιου χρέους. Όσον αφορά την κατανάλωση, μια αδύναμη μέτρηση των λιανικών πωλήσεων του Οκτωβρίου (σε όγκο) φαίνεται να αφήνει το βάρος της ανάπτυξης στις υπηρεσίες.
Επιδόσεις καλύτερες του μέσου όρου της ευρωζώνης το 2024
Η ελληνική οικονομία φαίνεται ότι θα παραμείνει σε θέση υπεραπόδοσης στην ευρωζώνη το 2024. Ενώ είναι εκτεθειμένη στους ίδιους γεωπολιτικούς κινδύνους με τους ομολόγους της, θα μπορέσει να αξιοποιήσει τα κεφάλαια του RFF (Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης) της ΕΕ, αφού το σχέδιο προβλέπει μεγαλύτερο ρόλο για τις επενδύσεις παρά για τις μεταρρυθμίσεις. Ο επενδυτικός δίαυλος θα είναι επομένως καθοριστικός, ενδεχομένως υποβοηθούμενος κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους από την αναμενόμενη χαλάρωση της επιτοκιακής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Οι εξελίξεις στην κατανάλωση θα συνδεθούν με το τι θα συμβεί στην αγορά εργασίας. Οι αναλυτές της ING εκτιμούν ότι η αύξηση της απασχόλησης θα μπορούσε ενδεχομένως να επιβραδυνθεί, αλλά ο συνδυασμός δημογραφικών παραγόντων και έλλειψης εργαζομένων σε συγκεκριμένους τομείς, όπως οι κατασκευές, θα εξακολουθήσει να στηρίζει τη συσσώρευση εργατικού δυναμικού, περιορίζοντας τα περιθώρια για οποιαδήποτε ουσιαστική αύξηση του ποσοστού ανεργίας.
Το περιβάλλον των δημόσιων οικονομικών φαίνεται ότι θα παραμείνει θετικό. Οι δημοσιονομικές εξελίξεις είναι σταθερά θετικές τα τελευταία τρίμηνα και το 2023 θα μπορούσε να κλείσει με έλλειμμα περίπου 2,2% του ΑΕΠ και πρωτογενές πλεόνασμα 1%. Η σταθερή ανάπτυξη και οι εξελίξεις του ελλείμματος έχουν επιφέρει τις πολυαναμενόμενες αναβαθμίσεις της αξιολόγησης.
Μετά την αναβάθμιση της Fitch τον Δεκέμβριο, η Ελλάδα έχει πλέον δύο (ο άλλος είναι η S&P, η οποία επιβεβαίωσε τις αξιολογήσεις της τον Οκτώβριο) από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης που αποδίδουν στο χρέος της καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας (με σταθερές προοπτικές). Οι αγορές το έλαβαν υπόψη τους, μειώνοντας το spread των ελληνικών ομολόγων στην περιοχή των 110 μ.β..
Πέρα από την καθαρή επίδραση της μείωσης του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει την Ελλάδα, καθιστώντας την πιο ελκυστική για άμεσες ξένες επενδύσεις. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αναθεωρήσει τις προβλέψεις της ING για το ελληνικό ΑΕΠ προς τα πάνω, οι οποίες επί του παρόντος διαμορφώνονται στο 1,3% το 2024.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΤΣΑΣ
iefimerida.gr