15 Μαΐου 2024

Η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη βελτίωση στην ποιότητα της διακυβέρνησης παγκοσμίως


Τη μεγαλύτερη βελτίωση στην ποιότητα διακυβέρνησης παγκοσμίως πέτυχε η Ελλάδα την τελευταία τετραετία, μία περίοδο που χαρακτηρίστηκε από αλλεπάλληλες διεθνείς κρίσεις, όπως η πανδημία Covid-19, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η δυσλειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων, η «έκρηξη» στο κόστος της ενέργειας και η αύξηση του πληθωρισμού στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών.

Σύμφωνα με τον ετήσιο δείκτη Chandler Good Governance Index (CGGI), η Ελλάδα βελτίωσε τη βαθμολογία της περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα μεταξύ του 2021 και του 2024, με αποτέλεσμα να καταλάβει την 41η θέση ανάμεσα στις 113 χώρες που αξιολογήθηκαν φέτος. 

Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα κατάφερε παράλληλα να βελτιώσει την κατάταξή της κατά εννέα θέσεις σε βάθος τετραετίας, που συνιστά τη δεύτερη καλύτερη επίδοση στον πίνακα, καθώς μόνο τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα «σκαρφάλωσαν» περισσότερες θέσεις το ίδιο διάστημα, αναρριχώμενα 10 «σκαλιά».

Η Ελλάδα κατόρθωσε μάλιστα να βελτιώσει τη θέση της μολονότι στη φετινή έκδοση του CGGI προστέθηκαν εννέα χώρες και ορισμένες από αυτές, όπως το Λουξεμβούργο, τοποθετήθηκαν αμέσως στην πρώτη δεκάδα, «σπρώχνοντας» τους υπόλοιπους συμμετέχοντες προς τα κάτω. Παραδείγματος χάρη, εν μέρει εξαιτίας των εννέα προσθηκών η Ιαπωνία βρέθηκε εκτός των κορυφαίων 20 χωρών.

Μεγάλα κέρδη στην ποιότητα της ηγεσίας και στους θεσμούς
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα ποιοτικά στοιχεία στα οποία βασίζεται ο δείκτης CGGI, καθώς η Ελλάδα βελτίωσε τις επιδόσεις της σε έξι από τους επτά πυλώνες κριτηρίων, καταγράφοντας μάλιστα «εντυπωσιακή πρόοδο» σε τρεις εξ αυτών, όπως αναφέρεται στην έκθεση.

Ο πρώτος πυλώνας όπου η χώρα μας σημείωσε μεγάλα κέρδη τα τελευταία τέσσερα χρόνια είναι η «Ηγεσία και η Διορατικότητα, όπου μεταξύ άλλων αξιολογούνται η ηθική διακυβέρνηση, το μακροπρόθεσμο όραμα, η προσαρμοστικότητα και η ικανότητα προτεραιοποίησης, κριτήρια στα οποία η Ελλάδα βαθμολογείται ξεκάθαρα πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο.

Ο δεύτερος πυλώνας όπου η Ελλάδα βελτίωσε ιδιαίτερα την πορεία της είναι η «Ισχύς των Θεσμών», που περιλαμβάνει τον συντονισμό των κρατικών υπηρεσιών, τη συγκέντρωση και αξιοποίηση στατιστικών δεδομένων και την ικανότητα εκτέλεσης πολιτικών. Ιδιαίτερα στο σκέλος της χρήσης data για το καλό των πολιτών, η χώρα μας πλησιάζει το άριστα, που είναι ο βαθμός 1, έχοντας βαθμολογία 0,87.

Τρίτος πυλώνας όπου η Ελλάδα διακρίθηκε για την ανοδική πορεία της ήταν η «Ελκυστικότητα της Αγοράς», που ανάμεσα σε άλλα καλύπτει την προσέλκυση επενδύσεων, την ποιότητα των υποδομών για logistics και την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων.

Σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει πολύ καλή επίδοση και στον πυλώνα «Παγκόσμια Επιρροή και Φήμη». Σε μία απόδειξη της ανάκαμψης τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην εικόνα που προβάλλει η χώρα μας στο εξωτερικό, στην υποκατηγορία του εθνικού brand η Ελλάδα βαθμολογείται με 0,79 τη στιγμή που ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι 0,57. Η ισχύς το ελληνικού διαβατηρίου δε αξιολογείται με 0,95, δηλαδή περισσότερες από 0,4 μονάδες καλύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο.

«Η Ελλάδα κερδίζει το έπαθλο για τη μεγαλύτερη συνολική βελτίωση στη βαθμολογία της κατά την τετραετή περίοδο», σημειώνεται χαρακτηριστικά στη φετινή έκθεση. «Η χώρα έχει πετύχει αξιοσημείωτη πρόοδο στην οικοδόμηση ποικίλων δυνατοτήτων», προσθέτει, ενώ υπενθυμίζει ότι το περιοδικό «Economist» επέλεξε την Ελλάδα ως χώρα της χρονιάς το 2023.

Την πρώτη θέση παγκοσμίως διατήρησε η Σιγκαπούρη, με δεύτερη τη Δανία και τρίτη την Φινλανδία. Όλες οι υπόλοιπες χώρες έως και την 11η θέση είναι ευρωπαϊκές.

Στο άλλο άκρο της κατάταξης βρίσκεται η 113η Βενεζουέλα, ακολουθούμενη από τον Λίβανο και τη Ζιμπάμπουε. Μετά την 100ή θέση όλες οι χώρες είναι είτε αφρικανικές είτε της Μέσης Ανατολής, με την φετινή έκθεση να σημειώνει ότι στη μεγάλη εικόνα οι πλούσιες περιοχές του κόσμου φαίνεται να οδεύουν προς το καλύτερο ενώ οι φτωχότερες χάνουν περαιτέρω έδαφος σε επίπεδο ποιοτικής διακυβέρνησης.