24 Μαΐου 2024

📺Mondelez: Κέρδη 36 δισ. δολάρια είχε πέρσι η πολυεθνική στην οποία επιβλήθηκε πρόστιμο 337 εκατ. ευρώ


Σχεδόν μόλις το 1% των περσινών καθαρών εσόδων της αντιπροσωπεύει το πρόστιμο, το οποίο επέβαλε χθες, Πέμπτη, η Κομισιόν στην πολυεθνική εταιρεία Mondelēz.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Mondelez, το 2023 πραγματοποίησε καθαρά έσοδα 36 δισ. ευρώ, ενώ το πρόστιμο, το οποίο της επιβλήθηκε ανήλθε στα 337 εκατ. ευρώ.

Σημειώνεται πως με τον όρο «καθαρά έσοδα», εννοούμε το συνολικό ποσό που πραγματοποιεί μία επιχείρηση από τις δραστηριότητές της μείον τυχόν προσαρμογές, όπως επιστροφές χρημάτων, επιστροφές και εκπτώσεις. Το καθαρό εισόδημα μιας εταιρείας είναι το κέρδος της μετά την αφαίρεση των εξόδων και άλλων επιδομάτων, δηλαδή είναι συνολικό ποσό κέρδους ή ζημίας μετά τα έξοδα.

Με χθεσινή ανακοίνωση του (24.5.2024) το Διοικητικό Συμβούλιο της Mondelēz International, ανακοίνωσε τριμηνιαίο μέρισμα 0,425 δολαρίων ανά μετοχή κοινών μετοχών κατηγορίας Α. Το μέρισμα αυτό είναι πληρωτέο στις 12 Ιουλίου 2024 στους μετόχους που θα εγγραφούν κατά το κλείσιμο των επιχειρήσεων στις 28 Ιουνίου 2024.

To πρόστιμο στη Mondelez

Το πρόστιμο το οποίο επιβλήθηκε από την Κομισιόν αφορούσε την παρεμπόδιση του διασυνοριακού εμπορίου σοκολάτας, μπισκότων και προϊόντων καφέ μεταξύ κρατών μελών, κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ, αναφέρει ανακοίνωση της Κομισιόν.

Η Mondelēz, με έδρα τις ΗΠΑ, είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς προϊόντων σοκολάτας και μπισκότων στον κόσμο. Το χαρτοφυλάκιό της περιλαμβάνει γνωστές μάρκες σοκολάτας και μπισκότων όπως Côte d’Or, Milka, Oreo, Ritz, Toblerone και TUC και μέχρι το 2015 μάρκες καφέ όπως HAG, Jacobs και Velours Noir. Η έρευνα της Επιτροπής διαπίστωσε ότι η Mondelēz παραβίασε τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ:

α) με τη σύναψη αντιανταγωνιστικών συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών που αποσκοπούν στον περιορισμό του διασυνοριακού εμπορίου διαφόρων προϊόντων σοκολάτας, μπισκότων και καφέ και

β) με κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της σε ορισμένες εθνικές αγορές για την πώληση ταμπλετών σοκολάτας.

Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Mondelēz συμμετείχε σε είκοσι δύο αντιανταγωνιστικές συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές, κατά παράβαση του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»), με:

Περιορισμό των περιοχών ή των πελατών στους οποίους επτά πελάτες χονδρικής (έμποροι/«μεσίτες») θα μπορούσαν να μεταπωλήσουν τα προϊόντα της Mondelēz. Μια συμφωνία περιελάμβανε επίσης μια διάταξη που έδινε εντολή στον πελάτη της Mondelēz να εφαρμόζει υψηλότερες τιμές για τις εξαγωγές σε σύγκριση με τις εγχώριες πωλήσεις. Αυτές οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 2012 και 2019 και κάλυψαν όλες τις αγορές της ΕΕ.

Αποτροπή δέκα αποκλειστικών διανομέων που δραστηριοποιούνται σε ορισμένα κράτη μέλη από το να απαντούν σε αιτήματα πώλησης από πελάτες που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη χωρίς προηγούμενη άδεια από τη Mondelēz. Αυτές οι συμφωνίες και πρακτικές πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 2006 και 2020 και κάλυψαν όλες τις αγορές της ΕΕ.

Επίσης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, μεταξύ 2015 και 2019, η Mondelēz έκανε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της, κατά παράβαση του άρθρου 102 της ΣΛΕΕ, με:
  • Άρνηση παροχής μεσολαβητή στη Γερμανία για να αποτρέψει τη μεταπώληση προϊόντων ταμπλέτας σοκολάτας στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία όπου οι τιμές ήταν υψηλότερες.
  • Διακοπή της προμήθειας προϊόντων ταμπλέτας σοκολάτας στην Ολλανδία για να αποτραπεί η εισαγωγή τους στο Βέλγιο, όπου η Mondelēz πουλούσε αυτά τα προϊόντα σε υψηλότερες τιμές.
  • Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παράνομες πρακτικές της Mondelēz εμπόδισαν τους λιανοπωλητές να μπορούν να προμηθεύονται ελεύθερα προϊόντα σε κράτη μέλη με χαμηλότερες τιμές και «τεμάχισε» τεχνητά την εσωτερική αγορά.
  • Στόχος της Mondelēz, όπως σημειώνει η Κομισιόν, ήταν να αποφευχθεί ότι το διασυνοριακό εμπόριο θα οδηγούσε σε μειώσεις των τιμών σε χώρες με υψηλότερες τιμές. Τέτοιες παράνομες πρακτικές επέτρεψαν στη Mondelēz να συνεχίσει να χρεώνει περισσότερα για τα δικά της προϊόντα, εις βάρος των καταναλωτών στην ΕΕ.