[ΦΩΤΟ-22 Μαΐου 1945: Αμερικανοί στρατιώτες διασώζουν πίνακες από το Κάστρο Νόισβανσταϊν, όπου φυλασσόταν η συλλογή από τις λεηλασίες των ναζί. Οι πίνακες (από αριστερά) είναι: το «Cat and Mirror» του Σαρντέν (1749), ένας του Μπράουβερ και ένα πορτρέτο με την ένδειξη «Συλλογή Rothschild, 18ος αιώνας»]
Μεταλλικά κουτιά γεμάτα χρυσό στον βυθό της θάλασσας, τρένα ξεχασμένα σε απόκρυφες σήραγγες, μυθιστορηματικές ιστορίες για τυχοδιώκτες και χρυσοθήρες. Καλυμμένοι από δοξασίες και θεωρίες συνωμοσίας, οι χαμένοι θησαυροί των ναζί συντηρούν έναν μύθο που εξάπτει εδώ και οκτώ δεκαετίες τη λαϊκή φαντασία. Και όσο η ύπαρξή τους θα αμφισβητείται τόσο ο θρύλος τους θα διατηρεί την παράδοξη έλξη του.
Σε ένα από τα πιο γνωστά αποφθέγματά του ο Ρωμαίος φιλόσοφος Σενέκας επισημαίνει: «Σε όλους τους πολέμους, από τον Τρωικό μέχρι σήμερα, το κυριότερο κίνητρο υπήρξαν η κλοπή, η αρπαγή και η λεηλασία». Μπορεί να πέρασαν 20 αιώνες, όμως η φράση παραμένει σκληρά επίκαιρη. Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι ναζί επιδόθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου μαζικοποίηση των λεηλασιών σε όλες τις κατακτημένες χώρες. Μετά τη λήξη του πολέμου, κάποια από αυτά επιστράφηκαν στους επιζώντες κατόχους τους, ωστόσο πολλά παραμένουν χαμένα.
Η παράξενη γοητεία των κρυμμένων ναζιστικών θησαυρών διατηρείται ζωντανή και στις ημέρες μας, τροφοδοτούμενη από ένα μείγμα ιστορικών γεγονότων, λαϊκών δοξασιών και γοητευτικών μύθων. Ομως, η ελάχιστη πιθανότητα όλα αυτά να κρύβουν μια δόση αλήθειας και μια υπόσχεση εύκολου πλουτισμού είναι αρκετή για να κρατήσει χρυσοθήρες και τυχοδιώκτες, ιστορικούς και συνωμοσιολόγους σε διαρκή εγρήγορση.
Αλλωστε, όπως λένε, ένας θησαυρός που δεν έχει βρεθεί δεν είναι γιατί δεν υπάρχει, αλλά γιατί δεν διάβασες σωστά το αίνιγμα. Και αυτό είναι το υλικό που κάνει ακόμα και το πιο καλοστημένο ψέμα ένα ελκυστικό ανθρώπινο παραμύθι.
12 Απριλίου 1945: Ο στρατηγός Αϊζενχάουερ, ο στρατηγός Μπράντλεϊ και ο υποστράτηγος Πάτον επιθεωρούν κλεμμένα έργα τέχνης που έκρυβαν οι ναζί σε γερμανικό αλατωρυχείο
Η λεηλασία κατά των Εβραίων
Γεννημένος το 1911, ο λοχαγός Μαξ Μέρτεν υπήρξε κομβικό πρόσωπο της γερμανικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη και αυτός που θεωρείται ο κύριος υπεύθυνος για τον διωγμό 45.000 Εβραίων, οι οποίοι οδηγήθηκαν στα κρεματόρια του Αουσβιτς. Από το 1942 έως το 1944 η πόλη πέρασε την πιο σκοτεινή της περίοδο, καθώς άλλαξε άρδην η ανθρωπογεωγραφία της, με χιλιάδες κατοίκους, Ελληνες και Εβραίους, να βρίσκουν τραγικό θάνατο. Η πρακτική του ίδιου αλλά -κυρίως- του πρωτοπαλίκαρού του (του αδίστακτου αξιωματικού των SS, Αλόις Μπρούνερ) ήταν να παίρνουν πρώτα τα χρήματα των Εβραίων ως λύτρα με την υπόσχεση να έχουν ευνοϊκή μεταχείριση στέλνοντάς τους στα γκέτο της Πολωνίας. Αντί αυτού, όμως, τους φόρτωναν στα τρένα για τα κρεματόρια αρπάζοντας ό,τι πολύτιμο είχαν, από χρυσαφικά και διάφορα τιμαλφή μέχρι ιερά κειμήλια.
Το ποσό που συγκεντρώθηκε ήταν μυθικό, φτάνοντας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της εποχής, τα 125 εκατομμύρια χρυσά φράγκα, αριθμός που προέκυψε, μεταξύ άλλων, και από την τυμβωρυχία του εβραϊκού νεκροταφείου.
Το 1944 και λίγο προτού τον καλέσουν πίσω στη Γερμανία, φέρεται ότι αποφάσισε να οικειοποιηθεί μεγάλο μέρος όσων ο ίδιος και οι συνεργάτες του είχαν αποσπάσει από κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Η πιο διαδεδομένη εκδοχή θέλει τον Μέρτεν να φορτώνει σε φορτηγά μεγάλα μεταλλικά κουτιά τα οποία περιείχαν πάνω από 12 τόνους σε χρυσάφι, κοσμήματα, διαμάντια και αρχαιότητες. Τα φορτηγά έφτασαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και το φορτίο τους τοποθετήθηκε σε ένα υποβρύχιο, το οποίο ξεκίνησε με κατεύθυνση τη Σάμο. Εκεί ο Μέρτεν αγόρασε ένα μεγάλο ξύλινο σκαρί στο οποίο μεταφόρτωσε τον θησαυρό και ξεκίνησε ένα ταξίδι προς τη Νότια Πελοπόννησο.
Λίγο έξω από τη Φοινικούντα, και σε σημείο που επέλεξε ο ίδιος, έδωσε εντολή στο υποβρύχιο που τον ακολουθούσε να βυθίσει την τράτα. Οι μαρτυρίες που υπάρχουν κάνουν λόγο για ένα συγκεκριμένο σημείο σε απόσταση 300 μέτρων από την ακτή. Στόχος του Μέρτεν ήταν να επιστρέψει μετά τον πόλεμο και να ανασύρει τον θησαυρό. Η εκδοχή αυτή έχει κάποιες παραλλαγές, όπως ότι το πολύτιμο φορτίο μεταφέρθηκε με το τρένο στο Κατάκολο και από εκεί ξεκίνησε το θαλάσσιο ταξίδι του μέχρι το σημείο που είχε σημαδέψει ο Μέρτεν. Η άποψη αυτή, αν και λιγότερο δημοφιλής, δείχνει κάπως πιο λογική, αν και όλα χάνονται μέσα σε ένα θολό πέπλο μυστηρίου.
Η δεύτερη εκδοχή για τον θησαυρό του Μέρτεν μοιάζει περισσότερο αληθοφανής, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν. Σύμφωνα με αυτήν, ο Μέρτεν φόρτωσε τα κλεμμένα τιμαλφή των Εβραίων σε τρένο με προορισμό τη Γερμανία, κάτι που ήταν πάγια τακτική σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη. Σε κάποιο άγνωστο σημείο της διαδρομής κατέβασε μεγάλο μέρος του θησαυρού πάνω σε στρατιωτικά αυτοκίνητα και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Οι φήμες, που παραμένουν ζωντανές ακόμα και σήμερα στην περιοχή, λένε ότι έχει θάψει δεκάδες ράβδους χρυσού και αντικείμενα αξίας από τις λεηλασίες εις βάρος των Εβραίων σε κάποια μυστική σπηλιά στο Βέρμιο.
Στη συνέχεια επέστρεψε στο τρένο, με τις μαρτυρίες να υποστηρίζουν ότι στο μεταξύ είχε δολοφονήσει τους Γερμανούς στρατιώτες που τον βοήθησαν για να μην υπάρχουν μάρτυρες. Για τον θησαυρό του Μέρτεν υπάρχουν πολλές ακόμα μαρτυρίες, μία εκ των οποίων μιλά για δύο ή τρεις μυστικές τοποθεσίες στη Χαλκιδική. Σε όλες αυτές τις βόλτες του θησαυρού ανά την Ελλάδα, τα πράγματα περιέπλεξε ακόμα περισσότερο και η ροπή του Μέρτεν στο να κατασκευάζει ιστορίες και μυθεύματα έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του καθ’ έξιν ψεύτη. Ή ίσως του ανθρώπου που σκόπιμα θόλωνε τα νερά.
Οι έρευνες το 2000
Ο θησαυρός του Μέρτεν έγινε αγαπημένος λαϊκός μύθος στη χώρα μας αλλά και στο εξωτερικό. Και παράλληλα, ένα πανάκριβο παραμύθι για όσους ενεπλάκησαν πιο συστηματικά στην ανεύρεσή του στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000. Καθοριστικής σημασίας υπήρξε η εμφάνιση ενός κρατούμενου στις Φυλακές Κασσάνδρας, ο οποίος δήλωνε συγγενής του Μέρτεν και περιέγραφε με ακρίβεια όχι μόνο το σημείο του ναυαγίου, αλλά και το περιεχόμενο του θησαυρού. Παρά το γεγονός ότι η αφήγηση του μάρτυρα είχε τερατώδεις υπερβολές (όπως ότι μεταξύ των αντικειμένων υπήρχαν το Αγιο Δισκοπότηρο και η Ιερή Λόγχη), εμφανίστηκαν άνθρωποι που ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν αδρά για να ανασύρουν τον θησαυρό, η αξία του οποίου υπολογίστηκε στα 3 δισ. ευρώ. Ενα μικρό σκάφος με το όνομα «Καπετάν Μπάμπης» μισθώθηκε από μια ομάδα «επενδυτών» από διάφορες χώρες και οργανώσεις (μεταξύ αυτών και το Ισραηλιτικό Συμβούλιο).
Αφού εξασφάλισαν τις απαραίτητες άδειες, κατάφεραν να κάνουν επίσημες ολιγοήμερες έρευνες στο σημείο όπου είχαν κάποια βάσιμα στοιχεία ότι βρίσκεται ο θησαυρός. Τελικά η όλη προσπάθεια ναυάγησε, καθώς το μόνο που αποκαλύφθηκε στα νερά της Μεσσηνίας ήταν τα απομεινάρια ενός πλοίου παλαιότερης εποχής. Από τότε δεν έχει γίνει κάποια νέα επίσημη έρευνα στο σημείο, αν και οι διαδόσεις στους κατοίκους της περιοχής οργιάζουν ότι κάποιοι τελικά κατάφεραν να τον ανασύρουν κρυφά.
Ο θόρυβος που έκανε ο Μέρτεν με τον μυστικό θησαυρό του δεν ήταν το μοναδικό σημείο τριβής με την ελληνική πραγματικότητα. Παρά τα εγκλήματα που είχε κάνει, απολάμβανε μια ιδιότυπη ασυλία και καίρια αξιώματα στη Γερμανία. Την ίδια εποχή δεν παρέλειπε να επισκέπτεται ιδιωτικά και την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι υπήρχε ένταλμα σύλληψης εναντίον του.
Για πολλούς, αυτές οι επισκέψεις είχαν στόχο να ανασύρει τον θησαυρό του, κάτι που όμως δεν γνωρίζουμε αν έγινε. Τελικά, το 1957, στην τρίτη επίσκεψή του στην Ελλάδα, συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές δημιουργώντας μια πρωτοφανή κρίση στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας - Γερμανίας. Τη λύση έδωσε ο νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για αμνηστία στους εγκληματίες πολέμου, και έτσι αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στη Γερμανία. Εκεί έζησε έως τον θάνατό του το 1976.
Οσο για τον περιβόητο θησαυρό, η μόνη εξακριβωμένη μαρτυρία είναι ότι ο Μέρτεν είχε καταφέρει να αποσπάσει ένα μικρό κουτί το οποίο έδωσε για φύλαξη στη σπιτονοικοκυρά του στη Γερμανία προτού τον συλλάβουν οι Αμερικανοί, με αντικείμενα όχι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που είχε κρατήσει ως «σουβενίρ» από το πογκρόμ κατά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.
Το χρυσάφι της Αφρικής
Ενας από τους πιο διάσημους θησαυρούς που έχει περάσει στη σφαίρα του μύθου είναι ο «Χρυσός του Ρόμελ». Ο Γιόχανες Ερβιν Οϊγκεν Ρόμελ, στρατάρχης της Γερμανίας, ήταν γνωστός ως η «Αλεπού της Ερήμου» λόγω των στρατηγικών του ικανοτήτων. Αν και δεν ήταν φανατικός ναζί, ο θησαυρός συνδέθηκε με το όνομά του. Ο μύθος του «Χρυσού του Ρόμελ» απασχολεί τη λαϊκή φαντασία για πάνω από 80 χρόνια, με την αξία του να υπολογίζεται σήμερα στα 50 εκατ. ευρώ.
Η δράση του Ρόμελ στη Βόρεια Αφρική υπήρξε εμβληματική στον στρατιωτικό τομέα για φίλους και εχθρούς (στη χώρα μας το «Βάστα, Ρόμελ!» μεταξύ των μαυραγοριτών σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή). Οι επιδόσεις του στα πεδία των μαχών όμως συνοδεύτηκαν από σκληρές πρακτικές κατά των Εβραίων στις περιοχές που κατέλαβαν οι Γερμανοί. Την ευθύνη γι’ αυτές τις ακρότητες είχε ο υπαρχηγός του Βάλτερ Ράουφ, ο οποίος ήταν πιστός στο ναζιστικό καθεστώς και επιθυμούσε να εφαρμόσει το Ολοκαύτωμα και στην Αφρική.
Η λεηλασία κατά των Εβραίων
Γεννημένος το 1911, ο λοχαγός Μαξ Μέρτεν υπήρξε κομβικό πρόσωπο της γερμανικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη και αυτός που θεωρείται ο κύριος υπεύθυνος για τον διωγμό 45.000 Εβραίων, οι οποίοι οδηγήθηκαν στα κρεματόρια του Αουσβιτς. Από το 1942 έως το 1944 η πόλη πέρασε την πιο σκοτεινή της περίοδο, καθώς άλλαξε άρδην η ανθρωπογεωγραφία της, με χιλιάδες κατοίκους, Ελληνες και Εβραίους, να βρίσκουν τραγικό θάνατο. Η πρακτική του ίδιου αλλά -κυρίως- του πρωτοπαλίκαρού του (του αδίστακτου αξιωματικού των SS, Αλόις Μπρούνερ) ήταν να παίρνουν πρώτα τα χρήματα των Εβραίων ως λύτρα με την υπόσχεση να έχουν ευνοϊκή μεταχείριση στέλνοντάς τους στα γκέτο της Πολωνίας. Αντί αυτού, όμως, τους φόρτωναν στα τρένα για τα κρεματόρια αρπάζοντας ό,τι πολύτιμο είχαν, από χρυσαφικά και διάφορα τιμαλφή μέχρι ιερά κειμήλια.
Το ποσό που συγκεντρώθηκε ήταν μυθικό, φτάνοντας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της εποχής, τα 125 εκατομμύρια χρυσά φράγκα, αριθμός που προέκυψε, μεταξύ άλλων, και από την τυμβωρυχία του εβραϊκού νεκροταφείου.
Το 1944 και λίγο προτού τον καλέσουν πίσω στη Γερμανία, φέρεται ότι αποφάσισε να οικειοποιηθεί μεγάλο μέρος όσων ο ίδιος και οι συνεργάτες του είχαν αποσπάσει από κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Η πιο διαδεδομένη εκδοχή θέλει τον Μέρτεν να φορτώνει σε φορτηγά μεγάλα μεταλλικά κουτιά τα οποία περιείχαν πάνω από 12 τόνους σε χρυσάφι, κοσμήματα, διαμάντια και αρχαιότητες. Τα φορτηγά έφτασαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και το φορτίο τους τοποθετήθηκε σε ένα υποβρύχιο, το οποίο ξεκίνησε με κατεύθυνση τη Σάμο. Εκεί ο Μέρτεν αγόρασε ένα μεγάλο ξύλινο σκαρί στο οποίο μεταφόρτωσε τον θησαυρό και ξεκίνησε ένα ταξίδι προς τη Νότια Πελοπόννησο.
Λίγο έξω από τη Φοινικούντα, και σε σημείο που επέλεξε ο ίδιος, έδωσε εντολή στο υποβρύχιο που τον ακολουθούσε να βυθίσει την τράτα. Οι μαρτυρίες που υπάρχουν κάνουν λόγο για ένα συγκεκριμένο σημείο σε απόσταση 300 μέτρων από την ακτή. Στόχος του Μέρτεν ήταν να επιστρέψει μετά τον πόλεμο και να ανασύρει τον θησαυρό. Η εκδοχή αυτή έχει κάποιες παραλλαγές, όπως ότι το πολύτιμο φορτίο μεταφέρθηκε με το τρένο στο Κατάκολο και από εκεί ξεκίνησε το θαλάσσιο ταξίδι του μέχρι το σημείο που είχε σημαδέψει ο Μέρτεν. Η άποψη αυτή, αν και λιγότερο δημοφιλής, δείχνει κάπως πιο λογική, αν και όλα χάνονται μέσα σε ένα θολό πέπλο μυστηρίου.
Η δεύτερη εκδοχή για τον θησαυρό του Μέρτεν μοιάζει περισσότερο αληθοφανής, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν. Σύμφωνα με αυτήν, ο Μέρτεν φόρτωσε τα κλεμμένα τιμαλφή των Εβραίων σε τρένο με προορισμό τη Γερμανία, κάτι που ήταν πάγια τακτική σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη. Σε κάποιο άγνωστο σημείο της διαδρομής κατέβασε μεγάλο μέρος του θησαυρού πάνω σε στρατιωτικά αυτοκίνητα και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Οι φήμες, που παραμένουν ζωντανές ακόμα και σήμερα στην περιοχή, λένε ότι έχει θάψει δεκάδες ράβδους χρυσού και αντικείμενα αξίας από τις λεηλασίες εις βάρος των Εβραίων σε κάποια μυστική σπηλιά στο Βέρμιο.
Στη συνέχεια επέστρεψε στο τρένο, με τις μαρτυρίες να υποστηρίζουν ότι στο μεταξύ είχε δολοφονήσει τους Γερμανούς στρατιώτες που τον βοήθησαν για να μην υπάρχουν μάρτυρες. Για τον θησαυρό του Μέρτεν υπάρχουν πολλές ακόμα μαρτυρίες, μία εκ των οποίων μιλά για δύο ή τρεις μυστικές τοποθεσίες στη Χαλκιδική. Σε όλες αυτές τις βόλτες του θησαυρού ανά την Ελλάδα, τα πράγματα περιέπλεξε ακόμα περισσότερο και η ροπή του Μέρτεν στο να κατασκευάζει ιστορίες και μυθεύματα έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του καθ’ έξιν ψεύτη. Ή ίσως του ανθρώπου που σκόπιμα θόλωνε τα νερά.
Οι έρευνες το 2000
Ο θησαυρός του Μέρτεν έγινε αγαπημένος λαϊκός μύθος στη χώρα μας αλλά και στο εξωτερικό. Και παράλληλα, ένα πανάκριβο παραμύθι για όσους ενεπλάκησαν πιο συστηματικά στην ανεύρεσή του στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000. Καθοριστικής σημασίας υπήρξε η εμφάνιση ενός κρατούμενου στις Φυλακές Κασσάνδρας, ο οποίος δήλωνε συγγενής του Μέρτεν και περιέγραφε με ακρίβεια όχι μόνο το σημείο του ναυαγίου, αλλά και το περιεχόμενο του θησαυρού. Παρά το γεγονός ότι η αφήγηση του μάρτυρα είχε τερατώδεις υπερβολές (όπως ότι μεταξύ των αντικειμένων υπήρχαν το Αγιο Δισκοπότηρο και η Ιερή Λόγχη), εμφανίστηκαν άνθρωποι που ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν αδρά για να ανασύρουν τον θησαυρό, η αξία του οποίου υπολογίστηκε στα 3 δισ. ευρώ. Ενα μικρό σκάφος με το όνομα «Καπετάν Μπάμπης» μισθώθηκε από μια ομάδα «επενδυτών» από διάφορες χώρες και οργανώσεις (μεταξύ αυτών και το Ισραηλιτικό Συμβούλιο).
Αφού εξασφάλισαν τις απαραίτητες άδειες, κατάφεραν να κάνουν επίσημες ολιγοήμερες έρευνες στο σημείο όπου είχαν κάποια βάσιμα στοιχεία ότι βρίσκεται ο θησαυρός. Τελικά η όλη προσπάθεια ναυάγησε, καθώς το μόνο που αποκαλύφθηκε στα νερά της Μεσσηνίας ήταν τα απομεινάρια ενός πλοίου παλαιότερης εποχής. Από τότε δεν έχει γίνει κάποια νέα επίσημη έρευνα στο σημείο, αν και οι διαδόσεις στους κατοίκους της περιοχής οργιάζουν ότι κάποιοι τελικά κατάφεραν να τον ανασύρουν κρυφά.
Ο θόρυβος που έκανε ο Μέρτεν με τον μυστικό θησαυρό του δεν ήταν το μοναδικό σημείο τριβής με την ελληνική πραγματικότητα. Παρά τα εγκλήματα που είχε κάνει, απολάμβανε μια ιδιότυπη ασυλία και καίρια αξιώματα στη Γερμανία. Την ίδια εποχή δεν παρέλειπε να επισκέπτεται ιδιωτικά και την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι υπήρχε ένταλμα σύλληψης εναντίον του.
Για πολλούς, αυτές οι επισκέψεις είχαν στόχο να ανασύρει τον θησαυρό του, κάτι που όμως δεν γνωρίζουμε αν έγινε. Τελικά, το 1957, στην τρίτη επίσκεψή του στην Ελλάδα, συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές δημιουργώντας μια πρωτοφανή κρίση στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας - Γερμανίας. Τη λύση έδωσε ο νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για αμνηστία στους εγκληματίες πολέμου, και έτσι αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στη Γερμανία. Εκεί έζησε έως τον θάνατό του το 1976.
Οσο για τον περιβόητο θησαυρό, η μόνη εξακριβωμένη μαρτυρία είναι ότι ο Μέρτεν είχε καταφέρει να αποσπάσει ένα μικρό κουτί το οποίο έδωσε για φύλαξη στη σπιτονοικοκυρά του στη Γερμανία προτού τον συλλάβουν οι Αμερικανοί, με αντικείμενα όχι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που είχε κρατήσει ως «σουβενίρ» από το πογκρόμ κατά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.
Το χρυσάφι της Αφρικής
Ενας από τους πιο διάσημους θησαυρούς που έχει περάσει στη σφαίρα του μύθου είναι ο «Χρυσός του Ρόμελ». Ο Γιόχανες Ερβιν Οϊγκεν Ρόμελ, στρατάρχης της Γερμανίας, ήταν γνωστός ως η «Αλεπού της Ερήμου» λόγω των στρατηγικών του ικανοτήτων. Αν και δεν ήταν φανατικός ναζί, ο θησαυρός συνδέθηκε με το όνομά του. Ο μύθος του «Χρυσού του Ρόμελ» απασχολεί τη λαϊκή φαντασία για πάνω από 80 χρόνια, με την αξία του να υπολογίζεται σήμερα στα 50 εκατ. ευρώ.
Η δράση του Ρόμελ στη Βόρεια Αφρική υπήρξε εμβληματική στον στρατιωτικό τομέα για φίλους και εχθρούς (στη χώρα μας το «Βάστα, Ρόμελ!» μεταξύ των μαυραγοριτών σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή). Οι επιδόσεις του στα πεδία των μαχών όμως συνοδεύτηκαν από σκληρές πρακτικές κατά των Εβραίων στις περιοχές που κατέλαβαν οι Γερμανοί. Την ευθύνη γι’ αυτές τις ακρότητες είχε ο υπαρχηγός του Βάλτερ Ράουφ, ο οποίος ήταν πιστός στο ναζιστικό καθεστώς και επιθυμούσε να εφαρμόσει το Ολοκαύτωμα και στην Αφρική.
1941-1943: Ο στρατάρχης Ερβιν Ρόμελ («Αλεπού της Ερήμου») ηγείται της εκστρατείας Afrikakorps στη Βόρεια Αφρική
Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, οι Εβραίοι της Τυνησίας και της Λιβύης υπέστησαν απηνείς διωγμούς, με πολλούς να στέλνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και να χάνουν εκεί τη ζωή τους. Παράλληλα, οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν και συγκεντρώθηκαν από τους Γερμανούς δημιουργώντας τον περιβόητο θησαυρό.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση, τα πολύτιμα αντικείμενα που αρπάχτηκαν κλείστηκαν σε έξι μεταλλικά κιβώτια και ετοιμάστηκαν να αποσταλούν στη Γερμανία, όπως προβλεπόταν από τον κανονισμό των ναζί. Τα κιβώτια αυτά φορτώθηκαν μυστικά σε ένα πλοίο με προορισμό την Κορσική, απ’ όπου θα μεταφέρονταν στη Βόρεια Ιταλία και από εκεί με φορτηγά στη Γερμανία. Ωστόσο, το ταξίδι δεν ολοκληρώθηκε. Ο Τσέχος δύτης Πέτερ Φλάιγκ αποκάλυψε αρκετά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου ότι είχε πάρει εντολή να φτάσει στην Κορσική για μια μυστική αποστολή. Εκεί μαζί με άλλους τέσσερις αξιωματικούς επιβιβάστηκαν στο σκάφος και έπειτα από κοινή συμφωνία αποφάσισαν να βυθίσουν τα κιβώτια στη θάλασσα, καθώς θεώρησαν το ταξίδι προς τη Γερμανία ριψοκίνδυνο.
Ο Φλάιγκ φέρεται να βρήκε μια υποθαλάσσια σπηλιά, περίπου ένα μίλι έξω από τις ακτές της Κορσικής, όπου και έκρυψε τα πολύτιμα αντικείμενα. Οι συντεταγμένες του σημείου καταγράφηκαν με τη μορφή κώδικα από τους αξιωματικούς των SS, αλλά παρά τις έρευνες δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα.
Το «Χρυσό τρένο»
Το 2015 μια είδηση που εμφανίστηκε στο Διαδίκτυο από ένα απομακρυσμένο σημείο της Πολωνίας έκανε αμέσως τον γύρο του κόσμου και έφερε στο φως ένα από τα πιο συναρπαστικά μυστήρια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η φήμη ότι δύο κυνηγοί θησαυρών είχαν ανακαλύψει το σημείο όπου κρυβόταν το «Χρυσό τρένο των ναζί» δημιούργησε αίσθηση, καθώς αν επιβεβαιωνόταν θα επρόκειτο για μια τεράστια ανακάλυψη.
Ο Πιοτρ Κόπερ από την Πολωνία και ο Αντρέας Ρίχτερ από τη Γερμανία ισχυρίστηκαν ότι το εντόπισαν χρησιμοποιώντας ραντάρ διείσδυσης στο έδαφος. Η ανακάλυψή τους έγινε κοντά στην πόλη Βάουμπζιχ, σε μια περιοχή με γνωστές σήραγγες από την εποχή του πολέμου. Πίστευαν ότι είχαν βρει ένα αντικείμενο μήκους περίπου 100 μέτρων, το οποίο θεωρούσαν ότι ήταν το μυθικό τρένο των ναζί. Ο Κόπερ και ο Ρίχτερ ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με την πολωνική κυβέρνηση συμφωνώντας σε αμοιβή 10% αν έβρισκαν θησαυρό.
Ο ισχυρισμός τους προκάλεσε παγκόσμια φρενίτιδα, με κυνηγούς θησαυρών, ιστορικούς και τα μέσα ενημέρωσης να συρρέουν στην περιοχή. Η πολωνική κυβέρνηση πείστηκε ότι η υπόθεση είχε βάση και σύντομα έφτασαν στην περιοχή μονάδες στρατού και αστυνομίας για να επιτηρούν τις εργασίες. Ξαφνικά, η μικρή αυτή πόλη έγινε το επίκεντρο όλης της Ευρώπης, με δεκάδες ενδιαφερόμενους, από τυχοδιώκτες μέχρι επιστήμονες και ιστορικούς, να συρρέουν περιμένοντας την αποκάλυψη του μεγαλύτερου κρυμμένου θησαυρού της Ευρώπης.
Τι έκανε όμως αυτή την ανακάλυψη τόσο σπουδαία; Η απάντηση βρισκόταν στις τελευταίες ημέρες του πολέμου, όταν οι Γερμανοί υποχωρούσαν βιαστικά υπό την πίεση του Κόκκινου Στρατού. Στην υποχώρησή τους προσπαθούσαν να πάρουν μαζί όσα περισσότερα από τα κλοπιμαία είχαν στην κατοχή τους. Και όσα δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τα άφηναν πίσω σε απόκρυφα σημεία, ώστε να τα βρουν μετά το τέλος του πολέμου. Μία τέτοια περιοχή ήταν και τα Ορη της Κουκουβάγιας στην Κάτω Σιλεσία της Πολωνίας. Εκεί οι Γερμανοί είχαν αναπτύξει ένα εκτεταμένο δίκτυο από σήραγγες και υπόγειες εγκαταστάσεις. Σε μία από αυτές υπήρχε η φήμη ότι έκρυψαν το «Χρυσό τρένο», σφραγίζοντας με βράχους και εκρηκτικά τις δύο εισόδους του τούνελ. Οι θεωρίες που κυκλοφόρησαν ήθελαν το συγκεκριμένο τρένο να είναι φορτωμένο με πάνω από 300 τόνους χρυσού, τιμαλφή και ανεκτίμητα έργα τέχνης.
Ο πυρετός του «Χρυσού τρένου» όμως δεν κράτησε πολύ. Η επίσημη κρατική έρευνα δεν βρήκε κάποιο στοιχείο που να οδηγεί στην ύπαρξη ενός συρμού στα έγκατα του λόφου. Οι δύο χρυσοθήρες όμως επανήλθαν έναν χρόνο αργότερα και με εξειδικευμένα εργαλεία έκαναν πιο επιστάμενες ανασκαφές. Προς απογοήτευση όλων, ανακάλυψαν ότι αυτό που τα ραντάρ τους έβλεπαν ως τρένο ήταν υπόγειοι σχηματισμοί πάγου. Αν και ο θρύλος για ένα τρένο γεμάτο χρυσό και έργα τέχνης κρυμμένο μέσα σε μια υγρή και σκοτεινή σήραγγα γοητεύει τους πάντες, οι πιο ψύχραιμοι υποστηρίζουν ότι μάλλον δεν υπήρξε ποτέ και πρόκειται για λαϊκή δοξασία.
Δεν βρέθηκαν
H Αίθουσα του Κεχριμπαριού
Σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση, τα πολύτιμα αντικείμενα που αρπάχτηκαν κλείστηκαν σε έξι μεταλλικά κιβώτια και ετοιμάστηκαν να αποσταλούν στη Γερμανία, όπως προβλεπόταν από τον κανονισμό των ναζί. Τα κιβώτια αυτά φορτώθηκαν μυστικά σε ένα πλοίο με προορισμό την Κορσική, απ’ όπου θα μεταφέρονταν στη Βόρεια Ιταλία και από εκεί με φορτηγά στη Γερμανία. Ωστόσο, το ταξίδι δεν ολοκληρώθηκε. Ο Τσέχος δύτης Πέτερ Φλάιγκ αποκάλυψε αρκετά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου ότι είχε πάρει εντολή να φτάσει στην Κορσική για μια μυστική αποστολή. Εκεί μαζί με άλλους τέσσερις αξιωματικούς επιβιβάστηκαν στο σκάφος και έπειτα από κοινή συμφωνία αποφάσισαν να βυθίσουν τα κιβώτια στη θάλασσα, καθώς θεώρησαν το ταξίδι προς τη Γερμανία ριψοκίνδυνο.
Ο Φλάιγκ φέρεται να βρήκε μια υποθαλάσσια σπηλιά, περίπου ένα μίλι έξω από τις ακτές της Κορσικής, όπου και έκρυψε τα πολύτιμα αντικείμενα. Οι συντεταγμένες του σημείου καταγράφηκαν με τη μορφή κώδικα από τους αξιωματικούς των SS, αλλά παρά τις έρευνες δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα.
Το «Χρυσό τρένο»
Το 2015 μια είδηση που εμφανίστηκε στο Διαδίκτυο από ένα απομακρυσμένο σημείο της Πολωνίας έκανε αμέσως τον γύρο του κόσμου και έφερε στο φως ένα από τα πιο συναρπαστικά μυστήρια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η φήμη ότι δύο κυνηγοί θησαυρών είχαν ανακαλύψει το σημείο όπου κρυβόταν το «Χρυσό τρένο των ναζί» δημιούργησε αίσθηση, καθώς αν επιβεβαιωνόταν θα επρόκειτο για μια τεράστια ανακάλυψη.
Ο Πιοτρ Κόπερ από την Πολωνία και ο Αντρέας Ρίχτερ από τη Γερμανία ισχυρίστηκαν ότι το εντόπισαν χρησιμοποιώντας ραντάρ διείσδυσης στο έδαφος. Η ανακάλυψή τους έγινε κοντά στην πόλη Βάουμπζιχ, σε μια περιοχή με γνωστές σήραγγες από την εποχή του πολέμου. Πίστευαν ότι είχαν βρει ένα αντικείμενο μήκους περίπου 100 μέτρων, το οποίο θεωρούσαν ότι ήταν το μυθικό τρένο των ναζί. Ο Κόπερ και ο Ρίχτερ ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με την πολωνική κυβέρνηση συμφωνώντας σε αμοιβή 10% αν έβρισκαν θησαυρό.
Ο ισχυρισμός τους προκάλεσε παγκόσμια φρενίτιδα, με κυνηγούς θησαυρών, ιστορικούς και τα μέσα ενημέρωσης να συρρέουν στην περιοχή. Η πολωνική κυβέρνηση πείστηκε ότι η υπόθεση είχε βάση και σύντομα έφτασαν στην περιοχή μονάδες στρατού και αστυνομίας για να επιτηρούν τις εργασίες. Ξαφνικά, η μικρή αυτή πόλη έγινε το επίκεντρο όλης της Ευρώπης, με δεκάδες ενδιαφερόμενους, από τυχοδιώκτες μέχρι επιστήμονες και ιστορικούς, να συρρέουν περιμένοντας την αποκάλυψη του μεγαλύτερου κρυμμένου θησαυρού της Ευρώπης.
Τι έκανε όμως αυτή την ανακάλυψη τόσο σπουδαία; Η απάντηση βρισκόταν στις τελευταίες ημέρες του πολέμου, όταν οι Γερμανοί υποχωρούσαν βιαστικά υπό την πίεση του Κόκκινου Στρατού. Στην υποχώρησή τους προσπαθούσαν να πάρουν μαζί όσα περισσότερα από τα κλοπιμαία είχαν στην κατοχή τους. Και όσα δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τα άφηναν πίσω σε απόκρυφα σημεία, ώστε να τα βρουν μετά το τέλος του πολέμου. Μία τέτοια περιοχή ήταν και τα Ορη της Κουκουβάγιας στην Κάτω Σιλεσία της Πολωνίας. Εκεί οι Γερμανοί είχαν αναπτύξει ένα εκτεταμένο δίκτυο από σήραγγες και υπόγειες εγκαταστάσεις. Σε μία από αυτές υπήρχε η φήμη ότι έκρυψαν το «Χρυσό τρένο», σφραγίζοντας με βράχους και εκρηκτικά τις δύο εισόδους του τούνελ. Οι θεωρίες που κυκλοφόρησαν ήθελαν το συγκεκριμένο τρένο να είναι φορτωμένο με πάνω από 300 τόνους χρυσού, τιμαλφή και ανεκτίμητα έργα τέχνης.
Ο πυρετός του «Χρυσού τρένου» όμως δεν κράτησε πολύ. Η επίσημη κρατική έρευνα δεν βρήκε κάποιο στοιχείο που να οδηγεί στην ύπαρξη ενός συρμού στα έγκατα του λόφου. Οι δύο χρυσοθήρες όμως επανήλθαν έναν χρόνο αργότερα και με εξειδικευμένα εργαλεία έκαναν πιο επιστάμενες ανασκαφές. Προς απογοήτευση όλων, ανακάλυψαν ότι αυτό που τα ραντάρ τους έβλεπαν ως τρένο ήταν υπόγειοι σχηματισμοί πάγου. Αν και ο θρύλος για ένα τρένο γεμάτο χρυσό και έργα τέχνης κρυμμένο μέσα σε μια υγρή και σκοτεινή σήραγγα γοητεύει τους πάντες, οι πιο ψύχραιμοι υποστηρίζουν ότι μάλλον δεν υπήρξε ποτέ και πρόκειται για λαϊκή δοξασία.
Δεν βρέθηκαν
H Αίθουσα του Κεχριμπαριού
Ισως η πιο προβεβλημένη απώλεια από τις λεηλασίες των Γερμανών. Πρόκειται για μια σειρά από εκπληκτικής τέχνης πάνελ που κάλυπταν τους τοίχους ενός δωματίου 180 τ.μ. στο παλάτι της Αικατερίνης στη Ρωσία. Οι Γερμανοί το πήραν στη χώρα τους και από τότε αγνοείται.
Ο πίνακας του Ραφαήλ
Ο πίνακας του Ραφαήλ
Οι Γερμανοί είχαν ως στόχο όχι μόνο τον χρυσό, αλλά και έργα τέχνης, τα περισσότερα εκ των οποίων βρέθηκαν μετά τον πόλεμο. Το πιο διάσημο άλυτο μυστήριο είναι ο πίνακας «Το πορτρέτο ενός νεαρού άνδρα» που δημιουργήθηκε το 1513 από τον Ραφαήλ. Κλάπηκε από την Πολωνία το 1939 και από τότε δεν έχει ανακαλυφθεί. Αν βρεθεί, υπολογίζεται ότι θα αξίζει πάνω από 100 εκατ. ευρώ.
Ο χρυσός των υποβρυχίων
Ο χρυσός των υποβρυχίων
Οταν ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του, οι Γερμανοί ξεκίνησαν να στέλνουν χρυσό με υποβρύχια σε φίλιες χώρες. Δύο από αυτά, το U-977 και το U-530, έφτασαν στην Αργεντινή μεταφέροντας διαφυγόντες ναζί με μεγάλες ποσότητες χρυσού.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Getty images / Ideal images, AFP / Visual images, TRANS EAST / AFP, Β© CORBIS/Corbis μέσω Getty Images
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Getty images / Ideal images, AFP / Visual images, TRANS EAST / AFP, Β© CORBIS/Corbis μέσω Getty Images
Παναγιώτης Τριτάρης
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ