Η μέθοδος με την οποία δρούσε ήταν ιδιαίτερα απεχθής, αφού τεμάχιζε τα θύματά του και σκόρπιζε τα μέλη τους σε διάφορα σημεία της Αττικής
Η δράση του Αντώνη Δαγκλή στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 είχε σκορπίσει τον φόβο και τον τρόμο στις πιάτσες των ιερόδουλων της Αθήνας. Και παράλληλα είχε προσθέσει έναν μεγάλο πονοκέφαλο στην Αστυνομία, καθώς η δράση του ήταν σποραδική, ενώ η μέθοδος με την οποία δρούσε ήταν ιδιαίτερα απεχθής, αφού τεμάχιζε τα θύματά του και σκόρπιζε τα μέλη τους σε διάφορα σημεία της Αττικής.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής
*
Ο Αντώνης Δαγκλής είχε γεννηθεί στη Νίκαια το 1974. Τα παιδικά του χρόνια, όπως αφηγήθηκε ο ίδιος στη δίκη, ήταν εξαιρετικά δύσκολα, έχοντας έναν πατέρα που κακοποιούσε τόσο τον ίδιο όσο και τη μητέρα του. Από την εφηβεία του κιόλας είχε δείξει έναν παραβατικό χαρακτήρα και στην ηλικία των 16 ετών είχε περάσει έξι μήνες σε Σωφρονιστικό Ίδρυμα Ανηλίκων για προσπάθεια αποπλάνησης ανήλικης. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του εργαζόταν σε κακόφημα μπαρ, κάτι που επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την ψυχοσύνθεση του Δαγκλή και τη σχέση του με το άλλο φύλο. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που είχε δει με τα ίδια του τα μάτια τη μητέρα του σε ερωτική συνεύρεση με πελάτη, κάτι που όπως φαίνεται έδρασε καταλυτικά στην αντίληψή του και την εκδικητική του μανία για το άλλο φύλο. Η δράση του ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1992, σε ηλικία 18 ετών. Εκείνο το βράδυ, έκλεψε ένα αυτοκίνητο από τον Κορυδαλλό και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Κολωνάκι, όπου πλησίασε μία ιερόδουλο. Συμφώνησαν να συνεχίσουν μαζί τη νύχτα και ο Δαγκλής οδήγησε το αυτοκίνητό του σε μία σκοτεινή περιοχή του Καρέα. Εκεί μετά από καβγά με τη νεαρή κοπέλα σχετικά με την αμοιβή, τη στραγγάλισε και άφησε το πτώμα της σε ένα απόμερο σημείο.
*
Στη συνέχεια πήγε στο σπίτι του στη Νίκαια, πήρε ένα πριόνι για ξύλα, ένα μαχαίρι, διάφορα ρούχα και σακούλες και επέστρεψε στον Καρέα. Διαμέλισε μεθοδικά το σώμα της νεαρής γυναίκας και στη συνέχεια έκανε μία μεγάλη βόλτα στην Αθήνα, πετώντας τις σακούλες σε διάφορα σημεία, μεταξύ αυτών και σε έναν κάδο σκουπιδιών στο Κολωνάκι. Λίγες ημέρες μετά, μία κάτοικος της περιοχής βρέθηκε μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα και ειδοποίησε την Αστυνομία. Στην πορεία βρέθηκαν και τα υπόλοιπα μέλη (εκτός από το κεφάλι που το είχε ρίξει στον Κηφισό), όμως ποτέ δεν κατάφεραν να επιβεβαιώσουν την ταυτότητα του θύματος.
*
Οι άνδρες της Ασφάλειας δεν έχουν κάποιο στοιχείο που να οδηγεί σε δράση ενός serial killer. Και αυτό γιατί ο Δαγκλής θα «σιωπήσει» για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι να εμφανιστεί και πάλι σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, το 1995. Ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου του 1995, ο Δαγκλής, που πλέον εργάζεται στην εταιρεία αλατιού «Πέρλα», αναζητά και πάλι τη συντροφιά μιας ιερόδουλου. Με το λευκό βαν που έχει αποκτήσει κάνει βόλτες στις πιάτσες και τελικά ξαναβρίσκεται στο Κολωνάκι, όπου συμφωνεί με μία γυναίκα, την 29χρονη Ελένη Παναγιωτοπούλου. Αφού συνευρέθηκαν ερωτικά στο πίσω μέρος του βαν, στο οποίο ο Δαγκλής είχε τοποθετήσει ένα κρεβάτι, στη συνέχεια τη στραγγαλίζει. Και οδηγώντας μέσα στη νύχτα, φτάνει σε μία απόμερη περιοχή μετά τα διόδια του Σχηματαρίου και τεμαχίζει το νεκρό σώμα, το οποίο τοποθετεί μέσα σε σακούλες που τις διασκορπίζει σε διάφορα σημεία στην περιοχή της Τραγάνας. Νωρίς το πρωί πηγαίνει στη δουλειά του και συνεχίζει σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.
*
Η τρίτη δολοφονία του Δαγκλή έγινε ανήμερα των Χριστουγέννων του 1995. Αυτή τη φορά συναντήθηκε με μία ιερόδουλο, την 26χρονη Αθηνά Λαζάρου, στην πιάτσα του Κηφισού και πήγαν μαζί σε ένα σκοτεινό σημείο της περιοχής του Βοτανικού. Εκεί τη σκότωσε στραγγαλίζοντάς την με ένα σχοινί και αφού πέταξε το πτώμα της από το αυτοκίνητο γύρισε και πάλι σπίτι του. Το νεκρό σώμα της γυναίκας βρέθηκε την άλλη ημέρα, προκαλώντας μεγάλο προβληματισμό στους άνδρες της Ασφάλειας και σκορπώντας τον φόβο και τον τρόμο σε όλες τις πιάτσες των ιερόδουλων της Αθήνας, που μιλούσαν πλέον ανοιχτά για τον «δράκο με το πριόνι». Η Αστυνομία κάνει μεγάλες έρευνες μεταξύ των ιερόδουλων, οι οποίες τον περιγράφουν με αρκετή λεπτομέρεια και τελικά τον αναγνωρίζουν στις φωτογραφίες των σεσημασμένων που τους δείχνουν. Η δολοφονική δράση του Δαγκλή σταμάτησε στις 21 Ιανουαρίου του 1996, όταν η Αστυνομία τον παρακολουθεί σε μία ακόμα εξόρμησή του στη Λεωφόρο Ποσειδώνος και αποφασίζει να τον συλλάβει και να τον οδηγήσει σε ανάκριση. Μέσα στο βανάκι του βρίσκουν ένα στρώμα από αφρολέξ και έναν σταυρό που ανήκε στο πρώτο θύμα, κάτι που λειτουργεί επιβαρυντικά για τον δράστη. Στην Ασφάλεια ο Δαγκλής ομολογεί, λέγοντας πάντως ότι έχει κάνει μόνο ένα έγκλημα, αυτό στον Καρέα και όχι όλα όσα του καταλογίζονται. Στη δίκη όμως που θα γίνει έναν χρόνο αργότερα θα αποκαλυφθεί η πλήρης δράση του, καθώς θα εμφανιστούν πολλές από τις ιερόδουλες με τις οποίες είχε έρθει σε επαφή αλλά ήταν τυχερές να μην τις σκοτώσει. Συνολικά είχε κάνει έξι απόπειρες ανθρωποκτονίας, ενώ είχε κλέψει από τα θύματά του κοσμήματα και χρήματα μεγάλης αξίας.
*
Η δίκη του ήταν ταραχώδης, καθώς οι αφηγήσεις των ιερόδουλων έδιναν την εικόνα ενός αδίστακτου δολοφόνου που είχε πλήρη συναίσθηση όσων έκανε. Η κατάθεση της μητέρας του Φωτεινής έδωσε έναν ακόμα δραματικό τόνο, εξιστορώντας τα δύσκολα παιδικά χρόνια του γιου της στα χέρια του πατέρα του. Ο δικηγόρος υπεράσπισης που όρισε το δικαστήριο προσπάθησε να περάσει τη γραμμή του μειωμένου καταλογισμού λόγω ψυχικής πάθησης, κάτι που υποστήριξε και ο ίδιος ο Δαγκλής, λέγοντας ότι ενεργούσε τυφλά και χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει, ενώ άκουγε και φωνές που τον οδηγούσαν στα εγκλήματα. Οι ειδικοί που τον εξέτασαν πάντως δεν διαπίστωσαν κάποια ψυχική νόσο και απέδωσαν τη συμπεριφορά του σε σεξουαλική διαστροφή. Παρά το ότι ο Δαγκλής αναίρεσε την απολογία του αποδεχόμενος τελικά μόνο την πρώτη δολοφονία, το δικαστήριο τον καταδίκασε σε 13 φορές ισόβια και 52 χρόνια κάθειρξη για τις ανθρωποκτονίες και όλη την εγκληματική δράση του. Ήταν η μεγαλύτερη ποινή που επιβλήθηκε από ελληνικό δικαστήριο μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής. Οδηγήθηκε στις φυλακές του Κορυδαλλού, όπου και γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος.
*
Στις 2 Αυγούστου του 1997, στο κελί 33 του Ψυχιατρικού Τμήματος, ο Δαγκλής βρέθηκε νεκρός, έχοντας κρεμαστεί με τα σεντόνια του από τα κάγκελα της πόρτας. Το αξιοπερίεργο είναι ότι μαζί του είχε αυτοκτονήσει με τον ίδιο τρόπο και ο συγκρατούμενός του Γιώργος Μακρίδης. Με αυτόν τον τρόπο μπήκε οριστικό τέλος στη δράση ενός ανθρώπου που είχε αναστατώσει ολόκληρη την Αθήνα για αρκετά χρόνια στη δεκαετία του 1990 και έμεινε στα χρονικά της Αστυνομίας ως ο νέος «Τζακ ο αντεροβγάλτης», λόγω της φρικτής συμπεριφοράς του στα νεκρά σώματα των γυναικών που είχαν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο του.