26 Οκτωβρίου 2024

Μάθημα Ελληνικών: Το μυθιστόρημα της νοτιοκορεάτισσας Χαν Γκανγκ που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024


Ένα ποιητικό μυθιστόρημα για τον έρωτα που γεννήθηκε απρόσμενα, ανάμεσα σε μια γυναίκα που έχασε την ικανότητα της ομιλίας και έναν Κορεάτη καθηγητή αρχείων ελληνικών, ο οποίος χάνει το φως του μέρα με τη μέρα. 

Τα μυθιστορήματα της νοτιοκορεάτισσας Χαν Γκανγκ που απέσπασε το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024 είναι μια ποιητική ελεύθερη πτώση στο κενό της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Με μια σπάνια ευαισθησία, ο ελλειπτικός, λιτός, απέριττος λόγος της 54χρονης συγγραφέως, είναι σαν λεπίδα που σκίζει απαλά την επιφάνεια των πραγμάτων, για να αποκαλύψει τα απύθμενα βάθη που μπορεί να κρύβει η ζωή των ανθρώπων της διπλανής πόρτας.

Τόσο στη βραβευμένη με Booker (2016) «Χορτοφάγο» που εκδόθηκε στα ελληνικά το 2020, χάρη στη διορατικότητα και τα αντανακλαστικά των εκδόσεων Καστανιώτη να επιλέγει σπουδαία λογοτεχνικά έργα από κάθε γωνιά της γης για να τα συστήσει στο ελληνικό κοινό, όσο και στα «Μάθημα Ελληνικών» (μτφρ. από τα κορεάτικα: Αμαλία Τζιώτη), η Χαν Γκανγκ σκιαγραφεί το πορτραίτο δύο ιδιαίτερων ηρωίδων που ξαφνικά βλέπουν από τη μια στιγμή στην άλλη τη ζωή τους να ανατρέπεται: Η πρώτη, η ηρωίδα της «Χορτοφάγου», είναι μια ήσυχη νοικοκυρά που βλέπει τη μονοτονία του γάμου της να δυναμιτίζεται όταν αποφασίζει μια μέρα να μην ξαναφάει κρέας. Η δεύτερη, η ηρωίδα στο «Μάθημα Ελληνικών», όταν πεθαίνει η μητέρα της, χωρίζει από τον σύζυγό της και χάνει την επιμέλεια του παιδιού της (επειδή το δικαστήριο έκρινε ότι τα ψυχολογικά της προβλήματα την καθιστούσαν ανήμπορη να το φροντίσει), σταματά να μιλά. Κάτι ανάμεσα στον μέσα κόσμο της και τον εξωτερικό αδυνατεί να συνδεθεί. Οι λέξεις δεν βρίσκουν δίοδο να εκφραστούν φωνητικά. 

Γιατί η Χαν Γκανγκ εστιάζει στα αρχαία ελληνικά; 

Η γυναίκα, μην μπορώντας να επικοινωνήσει άμεσα με τον κόσμο, αρχίζει να εγκλωβίζεται σε μια απομόνωση που γίνεται αντικοινωνική. Μία μία χάνει όλες τις σταθερές που την κρατούσαν στην επιφάνεια της ζωής και τελικά βυθίζεται σε μια παγωμένη θάλασσα που την κρατά στάσιμη, ακίνητη, παθητική. Χωρίς εισοδήματα πλέον, αφού έχασε ακόμα και τη δουλειά της, χωρίς κοινωνικό περίγυρο που θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν σωσίβιο ασφαλείας μέσα στον ωκεανό της σιωπής που την περιβάλλει, η γυναίκα ψάχνει διέξοδο σε μια σειρά μαθημάτων αρχαίων ελληνικών που διοργανώνει μια ακαδημία με την ελπίδα ότι η ξένη, νεκρή γλώσσα με την αρχέγονη μουσικότητά της θα καταφέρει να ξυπνήσει μέσα την ικανότητα της ομιλίας. Πού το βασίζει αυτό; Στη δύναμη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας; Στη μαγεία του Πλάτωνα και του σπηλαίου του με τις διαστρεβλώσεις των αναπαραστάσεών του; Όχι, καμία σχέση. Η γυναίκα αδιαφορεί και για τον Πλάτωνα και για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τους συμβολισμούς του. Επιλέγει να μάθει αρχαία ελληνικά για εντελώς μηχανιστικούς λόγους, επειδή όταν ήταν έφηβη και είχε πάλι βουβαθεί ανεξήγητα για κάποιο διάστημα, τα μαθήματα γαλλικών τη βοήθησαν να μιλήσει ξανά. 


Το μυθιστόρημα της νομπελίστριας Χαν Γκανκ «Μάθημα Ελληνικών» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Δάσκαλος των αρχαίων ελληνικών είναι ένας μεσήλικας Κορεάτης που ζει με μια θολή, προβληματική όραση, η οποία μέρα με τη μέρα τον οδηγεί στην καθολική τύφλωση. Ο σαραντάχρονος άνδρας γνώριζε από παιδί ότι η κληρονομική πάθησή του θα χαθεί οριστικά κάποια στιγμή στην ενήλικη ζωή του. Παρόλα αυτά, αποφασίζει να φύγει από την οικογένειά του που είχε μεταναστεύσει εδώ και πολλά χρόνια στη Γερμανία και να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του, τη Νότια Κορέα, και να αντιμετωπίσει μόνος του, χωρίς καμία βοήθεια ή στήριξη από την μητέρα ή την αδερφή του, την επερχόμενη ολική αναπηρία. 

Καθώς οι δρόμοι των δύο αυτών ανθρώπων, της γυναίκας που δεν μπορεί να μιλήσει και του άνδρα που βλέπει όλο και πιο θολά, τέμνονται, το σώμα που δεν ξεχνά ποτέ, αυτός ο ελέφαντας, όπως εύστοχα έχει γράψει ο Τζέφρυ Ευγενίδης στο βιβλίο του Middlesex, γίνεται η γέφυρα η οποία θα ενώσει το χάσμα που οι προβληματικές αισθήσεις διογκώνουν. Οι ανάσες, κοφτές και ανεξέλεγκτες, ο μαγνητισμός δυο τραυματισμένων σωμάτων που έλκονται παρά τη θέλησή τους και εντελώς ασυνείδητα, η δύναμη της συντροφικότητας δυο ανθρώπων που πέφτουν και πέφτουν αέναα στο κενό, η ζορισμένη τρυφερότητα που λειάνθηκε από την ξαφνική ανημπόρια και τη στέρηση πραγμάτων, όπως η όραση, η ομιλία, η απρόσκοπτη επικοινωνία, που για άλλους ανθρώπους είναι αυτονόητα, γίνονται το αόρατο χέρι της μοίρας -ένας από μηχανής Θεός- που θα φέρει κοντά αυτούς τους δυο τόσο στωικούς, ήσυχους, αλλά βαθύτατα συγκλονιστικούς ήρωες της Χαν Γκανγκ.

Όχι η δύναμη του έρωτα, αλλά η σημασία του τραύματος

Ωστόσο το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα μυθιστόρημα για τη δύναμη του έρωτα, όσο μια ποιητική ματιά στη σημασία του τραύματος. Το τραύμα και η αρχιτεκτονική του, η ικανότητά του να βγάζει ρίζες που φτάνουν στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής, οι μηχανισμοί απώθησής του, η διαιώνιση των παιδικών ή εφηβικών πληγών ενός ανθρώπου στην ενήλικη ζωή του, εντελώς υπαινικτικά γίνονται τα κύρια θέματα της νοτιοκορεάτισσας νομπελίστριας. Η ικανότητά της να μιλά για τα πιο βαθιά πράγματα της ανθρώπινης κατάστασης, χωρίς να τα ονοματίζει, χωρίς να έχει την ανάγκη να τα ορίσει, να τα εξηγήσει, να τα διυλίσει, είναι το στοιχείο για το οποίο την ξεχώρισε η Σουηδική Ακαδημία. 


Το ποστ της Σουηδικής Ακαδημίας που εξηγεί γιατί επέλεξε την Χαν Γκανγκ για το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024: «Για την έντονη ποιητική της πεζογραφία που αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής». 

Η Χαν Γκανγκ μέσα από μια γραφή υπνωτιστική, λιτή αλλά ταυτόχρονα ποιητική, μια γλώσσα συνεπώς επικίνδυνη αφού είναι ικανή να σκάψει μέσα σου πολύ βαθιά, να λειτουργήσει όπως λέει ο Κάφκα σαν τσεκούρι ικανό να θρυμματίσει την παγωμένη θάλασσα μέσα σου, σε παρασύρει στα ανοιχτά και σε αφήνει να παλέψεις ενδεχομένως με τα δικά σου βουβά, παγωμένα κύματα. 

ΜΑΝΟΣ ΛΕΙΒΑΔΑΡΟΣ
iefimerida.gr