22 Οκτωβρίου 2024

Παναγιώτης Γιαννάκης Vs Νίκος Γκάλης: Όλη η αλήθεια για την κόντρα που ξεκίνησε από μια πάσα


Κατάθεση ψυχής από τον μεγάλο μπασκετμπολίστα στο βιβλίο του «Τρωτός άτρωτος» (εκδόσεις Διόπτρα) - Ο «Δράκος» περιγράφει τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας του, τον φτωχικό γάμο του, εξηγεί γιατί έφυγε πικραμένος από τον Αρη και αποκαλύπτει άγνωστα επεισόδια με τον Νίκο Γκάλη

«Είμαι ο Παναγιώτης Γιαννάκης, όσες φορές έπεσα, άλλες τόσες σηκώθηκα. Είμαι αθλητής, προπονητής, πατέρας, παππούς, σύζυγος, γιος. Είμαι και τρωτός και άτρωτος». Με αυτή τη φράση ξεκινάει η καταιγιστική, όσον αφορά τις αποκαλύψεις, αυτοβιογραφία του Παναγιώτη Γιαννάκη, από τις εκδόσεις Διόπτρα, με τον τίτλο «Τρωτός άτρωτος», η οποία βασίστηκε σε μια σειρά ηχογραφήσεων και συζητήσεων με τον δημοσιογράφο Παντελή Βλαχόπουλο.

«Οσες φορές έπεσα, άλλες τόσες σηκώθηκα. Είμαι και τρωτός και άτρωτος». Με αυτή τη φράση ξεκινάει η αυτοβιογραφία του Παναγιώτη Γιαννάκη

Πρόκειται για μια ιδέα που προέκυψε από το βιβλίο του Φιλ Τζάκσον «11 δαχτυλίδια» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός) και στόχο είχε να ξεδιπλώσει μια εκ βαθέων συζήτηση για τα κρίσιμα γεγονότα της ζωής του κορυφαίου αθλητή, εντός κι εκτός γηπέδων, να μιλήσει για την οικογένεια και την καριέρα του, για την περίφημη κόντρα με τον Νίκο Γκάλη και τη διαδρομή του από τις φτωχογειτονιές της Νίκαιας έως τα κορυφαία γήπεδα του κόσμου.

Ο «Δράκος», όπως έγινε γνωστός μετά το παρατσούκλι που του χάρισε ο Βασίλης Αντωνόπουλος, ο οποίος έφυγε πρόωρα από τη ζωή το 2005, δείχνει να τιμάει τη λαϊκή καταγωγή του μιλώντας με μεγάλη συγκίνηση για την υφάντρα μητέρα του Καλλιόπη, που αγαπούσε τόσο τα λουλούδια «με φυτεμένα κρίνα και τριανταφυλλιές στις γλάστρες της» και του δίδαξε το ήθος και τον σεβασμό. Η μητέρα του κράτησε ψηλά το σθένος παρά τις στερήσεις, μεγαλώνοντας μόνη τα παιδιά της, αφού ο πατέρας του πέθανε νωρίς από καρδιακό. Από αυτήν πήρε αμέτρητα παραδείγματα ο μικρός Παναγιώτης, ο οποίος μόλις στα 12 του εντάχθηκε στον Ιωνικό Νίκαιας πλαστογραφώντας την υπογραφή του πατέρα του για να επιταχύνει τις διαδικασίες και από τότε το μπάσκετ έγινε η μοίρα του.

Στους Boston Celtics

Πολλά, όμως, συνέβησαν έκτοτε και σε σύντομο, σχετικά, διάστημα εμφανίστηκε ως το μεγάλο ταλέντο μεταβαίνοντας από τον Ιωνικό Νίκαιας, όπου ανέδειξε την κλάση του, στην Αμερική και τους Boston Celtics, μόλις στα 22 του χρόνια. Ενας σοβαρός τραυματισμός, ωστόσο, φάνηκε να του κόβει απότομα την καριέρα, αλλά και να τον γεμίζει με πείσμα. Διαψεύδοντας τους γιατρούς που τον είχαν ξεγραμμένο σε σχέση με το μπάσκετ, κατάφερε να ανακτήσει δυνάμεις και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Για μία ακόμα φορά δεν το έβαλε κάτω.



Στην αυτοβιογραφία του ο Παναγιώτης Γιαννάκης αποκαλύπτει με κάθε λεπτομέρεια το παρασκήνιο που τον οδήγησε το καλοκαίρι του 1984 στον Αρη, μετά από μια σειρά από συζητήσεις σε σκοτεινά δωμάτια, από τον οποίο έφυγε πικραμένος, έχοντας όμως κατακτήσει απανωτά νταμπλ και πετύχει διεθνείς διακρίσεις όπως η συμμετοχή σε τρία Φάιναλ Φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών κάνοντας το ελληνικό μπάσκετ δυνατό σε όλο τον κόσμο.

Ο Αρης εμφανίζει, επίσης, μια αήττητη σύνθεση, για να συνεχίσει μια ένδοξη πορεία που είχε τεράστια απήχηση στον κόσμο, ώστε κατάφερε να ενώσει ολόκληρη την ελληνική οικογένεια για χρόνια μπροστά από την τηλεόραση - και τον Βορρά τον Νότο.

Οι προλήψεις του Ιωαννίδη

Δικαιώνοντας αυτή την πορεία ο Γιαννάκης αναγνωρίζει πολλά στην πορεία του στον Αρη, αλλά δεν φοβάται να μιλήσει αναλυτικά και για την κόντρα του με τον Νίκο Γκάλη - για πρώτη φορά με τέτοια ειλικρίνεια και θάρρος. Δεν φοβάται, επίσης, να ομολογήσει την ενόχληση του σε πολλά περιστατικά με τον Γιάννη Ιωαννίδη, να μιλήσει για τις περιβόητες προλήψεις του και να αποκαλύψει πολλά παρασκήνια από τη συμμετοχή του στην Εθνική, όπως το περιβόητο γεγονός της αποπομπής του Παναγιώτη Φασούλα. Αφηγείται ιστορίες για τον Μάκαντου, τον Σούμποτις, τον Λέσιτς, για τα μεγάλα αστέρια. Αποκαλύπτει, επίσης, λεπτομέρειες για τη μετάβασή του στον Παναθηναϊκό, για τις τότε ένδοξες νίκες, για άλλη μία πορεία στην κορυφή. Η αφήγησή του, όμως, δεν καταλήγει στην ολοκλήρωση μιας ένδοξης μπασκετικής πορείας και τον ρόλο του ως προπονητή, αλλά στην οικογένεια που είναι η βάση του στη ζωή και αυτή που τον κάνει ευτυχισμένο με τα παιδιά και τα εγγόνια του και κυρίως τη γυναίκα της ζωής του, την Ευγενία.


Πολλές σελίδες της αυτοβιογραφίας του ο Παναγιώτης Γιαννάκης τις αφιερώνει στη γυναίκα της ζωής του, την Ευγενία

«Ημουν στο απόλυτο μηδέν»

Πρωταγωνίστρια σε όλο το βιβλίο είναι αδιαμφισβήτητα, εκτός από το μπάσκετ, η σύζυγός του Ευγενία. Είναι αυτή που του συμπαραστάθηκε στις χαρές και τις λύπες και κράτησε την οικογένεια ενωμένη. Ηταν εκείνη που πήρε το αεροπλάνο για την Αμερική και στάθηκε δίπλα του στο κρίσιμο χειρουργείο, το 1981, που παραλίγο να του στοιχίσει όλη του την καριέρα. Παρότι είχε ξοδέψει όλη του την περιουσία για την υγεία του, αποφάσισε εκείνη ακριβώς τη χρονιά να την παντρευτεί.

Στο βιβλίο περιγράφει ανάγλυφα εκείνη την περίοδο: «Εχοντας ξοδέψει όλα μου τα χρήματα την ίδια περίοδο, σκεφτόμουν ότι δεν υπήρχε δεκάρα τσακιστή για τον γάμο μου. Εγινε στον Αγιο Γεώργιο του Κορυδαλλού, όπου είχαν έρθει και κάποιοι συμπαίκτες μου από την εθνική ομάδα. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάποιον ιδιαίτερο στολισμό, θέλαμε να πάμε και ταξίδι του μέλιτος.

Βοήθησαν και οι φίλοι μου. Η μόνη προίκα που είχα ήταν η σκληράδα απέναντι στον εαυτό μου. Ημουν εκείνη την εποχή το απόλυτο μηδέν. Μπροστά μου απλωνόταν το άγνωστο κι εμείς κάναμε γάμο. Δεν το σκεφτόμουν όμως. Τη λάτρευα. Είχα γνωρίσει το καλοκαίρι του 1981 ένα παλικάρι, τον Βαγγέλη Θεοδωρίδη, στο γραφείο του Δημήτρη Μελισσανίδη, που είχε τη σχολή οδηγών MINI. Είχα πάει εκεί για να βγάλω δίπλωμα κι έλεγα ότι είναι πιθανό να ταξιδέψω στην Αμερική. Αυτός μου είπε ότι έχει την κουνιάδα του στις ΗΠΑ και μου ζήτησε να τη βρω. Οντως τη γνώρισα και με φιλοξένησε μέχρι να μεταβώ στο Hellenic. Μετέπειτα έγινε κουμπάρα μου.



Η Κούλα και ο Κώστας Γεωργόπουλος βάφτισαν την κόρη μου Κέλλυ. Πολύ καλοί άνθρωποι. O Θεοδωρίδης -ο άνθρωπος που ευθύνεται για τη γνωριμία μου με την κουμπάρα μου- ήταν αυτός που στόλισε το αυτοκίνητο και πήρε νύφη την Ευγενία από το σπίτι της να την πάει στην εκκλησία. Ο άλλος κουνιάδος της κουμπάρας μου, ο Δημήτρης Αγιοστρατίτης, μου έδωσε κι αυτός ένα αυτοκίνητο, ένα BMW, και είπε: “Πάρ’ το και πήγαινε όπου θες για δύο μέρες”. Αυτές οι δύο μέρες ήταν ο μήνας του μέλιτός μας. Φύγαμε για ένα ξενοδοχείο προς το Σούνιο. Επειτα πήγαμε στην Αμερική. Επρεπε να επιστρέψω. Η Ευγενία έμεινε στο σπίτι της κουμπάρας μου.

Μας φιλοξένησε πάρα πολύ καιρό. Εκεί έμεινε έγκυος στην Κέλλυ και εκεί ήταν το νοσοκομείο όπου γεννήθηκε. Το πλήρωσα με τα τελευταία χρήματα που είχα στα χέρια μου. Δεν είχα άλλα. Είχα κάποιες οικονομίες που πήγαν στη γέννηση της κόρης μου. Μετά από έναν μήνα γύρισα στην Ελλάδα κι έπαιξα στον Ιωνικό. Οσο ήμουν στις ΗΠΑ έκανα προπονήσεις για να επανέλθει το πόδι μου χωρίς να το γνωρίζει κανείς. Ο καθηγητής Φυσικής Αγωγής Γκας Σαρηγιαννίδης με βοήθησε κάπως να συνέλθω. Για πολλούς μήνες δουλεύαμε καθημερινά για την ενδυνάμωση του ποδιού μου».

Τα επεισόδια με τον Γκάλη

Παρότι μέχρι σήμερα ο Γιαννάκης υπήρξε σχετικά λακωνικός σε ό,τι αφορά τη σχέση του με τον Γκάλη, στις σελίδες του βιβλίου γίνεται άκρως αποκαλυπτικός ομολογώντας ότι ο πρώτος πολύ άγριος καβγάς τους, που στοίχισε τελικά τη σχέση τους, ήταν στην αναμέτρηση του Αρη με τον Ηρακλή το 1986, όπου λίγο έλειψε να πιαστούν στα χέρια. Ο λόγος ήταν μια πάσα στον αιφνιδιασμό που του καταλόγισε ο Γκάλης και έκανε το γυαλί να ραγίσει οριστικά και να μην κολλήσει ξανά ποτέ. Μάλιστα, την ώρα που περιέγραφε το γεγονός, τόσα χρόνια αργότερα, στον δημοσιογράφο Βλαχόπουλο, αναλογίστηκε τι θα γινόταν αν δεν τους χώριζαν οι Ρωμανίδης, Φιλίππου και Σούμποτιτς. Για το σκηνικό μιλάει, για πρώτη φορά, με τέτοια ειλικρίνεια αποκαλύπτοντας όλη την περιπέτεια της μετέπειτα κρίσης που, ως γνωστόν, κρατάει μέχρι τις μέρες μας και, παρά τον αμοιβαίο σεβασμό, όπως ο ίδιος επισημαίνει, δεν ξεπεράστηκε ουσιαστικά ποτέ:

«Η επικοινωνία μας βραχυκύκλωσε σ’ ένα παιχνίδι του Αρη με τον Ηρακλή στο Αλεξάνδρειο, στις αρχές της περιόδου 1986-1987. Σ’ ένα τάιμ άουτ μού ζήτησε τον λόγο για μια πάσα που δεν του έδωσα στον αιφνιδιασμό και την έδωσα σε άλλο συμπαίκτη μου, ο οποίος ήταν σε προνομιακή θέση για να πετύχει ένα εύκολο καλάθι. Η ουσία είναι ότι προκλήθηκε ένταση, ανταλλάξαμε κουβέντες, και λίγο έλειψε να πιαστούμε στα χέρια στα αποδυτήρια. Σκαλίζω τη μνήμη μου για να ανασύρω στιγμές που επέτρεψα να θαφτούν κάτω από τα ουσιώδη της ζωής.



Αμυδρά θυμάμαι να τον ρωτάω στα αποδυτήρια: “Τι ήθελες, ρε;” κι έπειτα του είπα: “Πες στον πρόεδρό σου να με πουλήσει”, υπονοώντας ότι με αυτή την αντίδρασή του συμπεριφέρθηκε σαν να ήταν η ομάδα ιδιοκτησία του. Με πίκραινε η υποψία πως ένιωθε ότι εκείνος ήταν ο Αρης και όλοι οι άλλοι απλώς τον πλαισιώναμε. Δεν ήταν ωραίο ούτε για μένα ούτε για τους συμπαίκτες μου. Σκέφτηκα πως ήταν αδικαιολόγητη η συμπεριφορά του στο τάιμ άουτ. Ενιωθα ότι τον ενδιέφερε μόνο να σκοράρει και να είναι πρώτος σ’ αυτόν τον τομέα. Θυμάμαι ένα παιχνίδι με τον Πανελλήνιο στην Κυψέλη. Ο Σούμποτιτς είχε βάλει πολλούς πόντους στο πρώτο ημίχρονο, είχε ξεπεράσει τον Νικ και ο Γιάννης Ιωαννίδης δεν ξεκίνησε τον Λευτέρη στο δεύτερο ημίχρονο. Μόνο ο “Ξανθός” θα μπορούσε να μας απαντήσει γιατί το έκανε.

Συνηθίζω να λέω ότι άφηνα στην άκρη κάθε πίκρα ή εκνευρισμό όταν έμπαινα στο παρκέ. Και αυτό γινόταν, πράγματι. Τα ξεχνούσα όλα, όπως και αυτά. Ομως δεν είμαι ρομπότ. Είμαι κανονικός άνθρωπος που πληγώνεται και επεξεργάζεται όσα τον ενοχλούν. Με απασχολούσαν αυτά τα θέματα, επειδή ήθελα η ομάδα να πηγαίνει μπροστά, να προοδεύει. Αναρωτιόμουν: Είναι δυνατόν να αισθανόταν ότι τον ανταγωνιζόμουν ή ότι τον μείωσα; Εδινα πάσες αφειδώς όπως και βοήθειες στην άμυνα. Τις περισσότερες φορές πήγαινα σε δύο παίκτες. Αυτό με πείραξε, ενώ πάντα είχα την αίσθηση ότι μπορούσαμε να πετύχουμε περισσότερα πράγματα μ’ έναν άλλο τρόπο λειτουργίας.

Στον Αρη και στην εθνική ομάδα. Πολλές στιγμές σκεφτόμουν: Πώς γίνεται ένας παίκτης που αγωνιζόταν στη θέση του σέντερ να τρέχει πάνω-κάτω και να μην παίρνει την μπάλα; Πώς θα ξανατρέξει; Πώς θα κάνει ένα φάουλ και θα πηδήξει για ένα ριμπάουντ; Αυτό με απασχολούσε και το είχα συζητήσει με τους προπονητές, αλλά ήξερα ότι δεν ήταν εύκολο να αλλάξει η συγκεκριμένη κατάσταση. Ενας προπονητής θα επέμενε στην ικανότητα του Νικ. Είχε μια απίστευτη, μια τρομακτική ικανότητα να πετυχαίνει καλάθι. Αλλά στο μπάσκετ παίζουν πέντε και υπάρχει η άμυνα, που είναι το πλατύσκαλο της επιτυχίας. Ευτυχώς, δεν πήρε διαστάσεις ο καβγάς στα αποδυτήρια, επειδή τα παιδιά μπήκαν στη μέση και μας χώρισαν. Κανείς δεν ήθελε να τσακωθούμε και να επηρεαστεί μια ολόκληρη χρονιά.

Η στιγμή της παρέμβασής τους ήταν καταλυτική και είναι αυτή που θυμάμαι πιο καθαρά από εκείνο το περιστατικό. Ο Φιλίππου, ο Ρωμανίδης, ο Σούμποτιτς, όλοι παρεμβλήθηκαν σαν πυροσβέστες. Οδηγώντας και επιστρέφοντας στο σπίτι μου μετά το ματς, έσφιγγα τόσο δυνατά το τιμόνι, που την άλλη μέρα που το σκεφτόμουν, αναρωτήθηκα πώς δεν τράκαρα.


Οταν μπήκα στο σπίτι, πέταξα την τσάντα μου στον καναπέ και φώναξα: “Δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν”. Η Ευγενία κατάλαβε αμέσως ότι κάτι σοβαρό μου είχε συμβεί και έτρεξε να μου φέρει ένα ποτήρι νερό, την ίδια στιγμή που χτυπούσε το κουδούνι του θυροτηλεφώνου. Ηταν ο Φάνης Ταρνατώρος, ο έφορος του Αρη, ο οποίος, υπό τον φόβο μιας οριστικής ρήξης με τον Γκάλη, με ακολούθησε με το δικό του αυτοκίνητο, για να μου μιλήσει και να με ηρεμήσει.

Από το 1984 μέχρι εκείνη τη μέρα που ψυχραθήκαμε είχα δοκιμάσει να κάνουμε παρέα. Για ένα διάστημα βγαίναμε οικογενειακώς. Η Ευγενία είχε καλή σχέση με την Τζένη Ρήγα (πρώτη σύζυγος του Νίκου Γκάλη), αλλά δεν κολλήσαμε ως ιδιοσυγκρασίες. Αυτό δεν είναι κακό. Η πληγή στην επικοινωνία μας άργησε να επουλωθεί. Με τον Νικ για μεγάλο διάστημα αποφεύγαμε να μιλήσουμε. Κάναμε μόνο προπόνηση και παίζαμε στους αγώνες. Μοιάζει οξύμωρο, δεδομένου ότι είχαμε καταφέρει να παίζουμε σε υψηλό επίπεδο, χωρίς να αλλάζουμε λέξη. Ομως, ο αθλητισμός είναι οι πράξεις και όχι τα λόγια. Η δική μας επικοινωνία ήταν η συνεργασία στο παρκέ, η αλλαγή της πάσας και η αλληλοβοήθεια.

Τα λόγια ήταν περιττά. Η μπάλα περνούσε από τα χέρια μου, κι εμένα με ενδιέφερε να κερδίζουμε σε όλα τα παιχνίδια. Συνεπώς, αν ήταν ο Νικ σε θέση να βάλει καλάθι, θα την έδινα σ’ αυτόν. Αν χρειαζόταν βοήθεια στην άμυνα, πήγαινα. Η κοινή προσπάθεια είναι πάνω από την προσωπική σχέση και δεν έμπλεξα αυτή τη ρωγμή που προκλήθηκε ανάμεσά μας στην προπόνησή μας και στα παιχνίδια μας στον Αρη και στην εθνική ομάδα.



«Τα έπνιγα μέσα μου»

Στην προπονητική καριέρα μου δεν θυμάμαι να με έχει προβληματίσει μια αντίστοιχη σύγκρουση παικτών. Ενας προπονητής μπορεί μέσα από τέτοια συμβάντα να αναδείξει τις δυνατότητες και τον ρόλο του καθενός στη συλλογική προσπάθεια. Να βοηθήσει τον παίκτη του να συνειδητοποιήσει ότι μια τέτοια δυσαρέσκεια προκύπτει είτε από εγωισμό είτε από μια λανθασμένη εντύπωση γύρω από την έννοια της συνεργασίας και της επιτυχίας στην ομαδική δουλειά. Συχνά οι αθλητές δεν συνειδητοποιούν ότι η αγωνιστική αλληλοϋποστήριξη και η ενέργεια που καταναλώνεις για να παίξει καλά ο συμπαίκτης σου έχουν ανταποδοτικό όφελος και σ’ εσένα, δεδομένου ότι αυξάνονται οι πιθανότητες προς την ομαδική επιτυχία. Η νίκη όπως και η ήττα έχουν αντανάκλαση σε όλους.

Το Ευρωμπάσκετ του ’87 είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το φως αυτής της επιτυχίας έλουσε όλα τα παιδιά. Αυτόν που έπαιξε λίγο και αυτόν που έμεινε στο παρκέ περισσότερο απ’ όλους. Αν ήμουν προπονητής του Αρη ή της Εθνικής, πιθανότατα να χειριζόμουν διαφορετικά το θέμα που είχε προκύψει ανάμεσα σ’ εμένα και στον Γκάλη. Είμαι ενωτικός και, επειδή είμαι σκληρός με τον εαυτό μου, πολλά πράγματα που δεν μου άρεσαν τα έπνιγα μέσα μου. Αυτή ήταν μια επιλογή που ταλαιπώρησε την υγεία μου. Οταν συγκρούεσαι με τα πιστεύω σου και τον αξιακό σου κώδικα σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων, βασανίζεσαι.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ευθύνεται και ο δικός μου εγωισμός που δεν έπιασα τον Νικ να του πω: “Τι είναι αυτά που καθόμαστε και κάνουμε; Είναι δυνατόν να μαλώνουμε για μία πάσα;” Πάντα ελλοχεύει ο εγωισμός και δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε την προσπάθειά μας να τον τιθασεύσουμε. Δεν είναι εύκολο να τον εξαλείψουμε και είναι ακόμα δυσκολότερο να τον χαλιναγωγήσουμε όσο είμαστε νέοι. Αλλά δεν ήταν θέμα εγωισμού».

Μελίνα: «Γιατί δακρύζεις;»

Σε κάθε μεγάλη νίκη της Εθνικής είναι πολλοί οι φίλοι καλλιτέχνες που σπεύδουν να τιμήσουν τους πρωταθλητές· κυρίως αυτή που φαίνεται να του έχει μεγάλη αδυναμία είναι η Μαρινέλλα, η οποία φάνηκε να του αφιερώνει μεγάλες επιτυχίες της και να τον αγκαλιάζει με αγάπη σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του. Αξιομνημόνευτο είναι και το γεγονός της συνάντησης με τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία είναι αυτή που παρατήρησε τις αντιδράσεις, μετά από εκείνη τη θρυλική, αξέχαστη κατάκτηση του Ευρωπαϊκού το 1987 με την οποία είχαν μια συνάντηση ψυχής.

«Μείναμε πολλή ώρα με τους φιλάθλους στο παρκέ, αλλά και στα αποδυτήρια μετά τη νίκη μας. Ηρθαν πολλοί να μας δουν. Ανάμεσά τους ήταν και η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη.

Συνεχώς παρατηρούσε τα πρόσωπά μας, τις αντιδράσεις μας. Σαν να έκανε μια μελέτη, όπως αυτή που κάνουν οι ηθοποιοί πάνω στους χαρακτήρες πριν παίξουν έναν ρόλο. Ηταν πρωτόγνωρες εκφράσεις και αντιδράσεις για εκείνη, δεδομένου ότι δεν είχε σχέση με τον αθλητισμό.



Η εθνική ομάδα

Οταν έχεις υπάρξει καλλιτέχνης, μαθαίνεις να αναζητάς τα συναισθήματά σου και από πού πηγάζουν. Ψάχνεις την πηγή τους και τη διαδρομή που ακολουθούν μέχρι να γίνουν δάκρυ, χαμόγελο, γέλιο, θυμός, ρυτίδες. Ο καλλιτέχνης επεξεργάζεται όλες τις αλυσιδωτές αντιδράσεις της ψυχής. Ετσι είναι μαθημένος. Αυτό ένιωσα ότι έκανε μ’ εμάς όταν, μετά τον ημιτελικό, με είδε χαμένο στις σκέψεις μου και συγκινημένο.


Ο Παναγιώτης Γιαννάκης στα χέρια των παικτών της Εθνικής, την οποία οδήγησε ως προπονητής στην κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 2005

Τότε με ρώτησε: “Παναγιώτη, γιατί είσαι έτσι; Γιατί δακρύζεις; Είναι μέρα χαράς!” Εμένα πέρασε από τα μάτια μου όλη η πορεία της εθνικής ομάδας. Σκεφτόμουν πού ήμασταν ως ομάδα, πόσες αγωνιστικές σφαλιάρες είχαμε φάει στο παρελθόν, τις φορές που δεν κοιμόμασταν τα βράδια επειδή συζητούσαμε τους λόγους για τους οποίους χάναμε. Που ψάχναμε να βρούμε γιατί αποκλειστήκαμε, γιατί παίξαμε χάλια, γιατί δεν μπορούσαμε να βάλουμε καλάθι, γιατί δεν παίξαμε άμυνα... Πόσα “γιατί;”. “Τόσο καλοί είναι οι άλλοι;” αναρωτιόμασταν ή λέγαμε: “Τι ψηλοί που είναι!”, “Πώς θα παίξουμε με τα θηρία;”. Ημουν ενθουσιασμένος, κι όμως δεν φαινόταν εκείνη τη στιγμη».

Τίνα Μανδηλαρά
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ