14 Δεκεμβρίου 2024

Τα σχολεία επί Οθωμανών - «Οι μαθητές κάθονταν στις φτέρνες κάτω από τον ήλιο με το βιβλίο στο χέρι»


«Οι Οθωμανοί ουδόλως ενδιαφέρονταν για το αν και πώς θα μάθουν γράμματα οι υπόδουλοί τους και δεν παρεμπόδισαν την εκπαιδευτική δραστηριότητά τους»

«Αυτή η μανιώδης φιλοδοξία, που διακατέχει όλους τους Έλληνες, δεν είναι ένα θλιβερό πάθος. Δεν είναι πανάκεια για τον λαό, αλλά τον ανυψώνει πάνω από τα πιο ευτυχισμένα και πλούσια έθνη. Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμί. Ένας Έλληνας που δεν έχει να βάλει μπουκιά στο στόμα του τρέφεται με μία πολιτική συζήτηση ή ένα άρθρο στην εφημερίδα...».

Ένας Γάλλος παρατηρητής, ταξιδιώτης στην Αθήνα των μέσων του 19ου αι., ο ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος Εντμόντ Αμπού, αναφέρεται στην κατάσταση της Παιδείας στη χώρα, που αναζητεί τον δρόμο της ανεξαρτησίας ύστερα από τέσσερις αιώνες σκληρής σκλαβιάς και μάλιστα από κατακτητή του οποίου αμφισβητείται και η στοιχειώδης ακόμη γνώση περί γραμμάτων και επιστημών. Ταυτόχρονα, «διαβάζει» το γονιδίωμα του Έλληνα, που νοιάζεται (από ενδιαφέρον ή περιέργεια;), που θέλει να συμμετέχει (αλλά είναι άγνωστο αν αντιδρά), που ανταλλάσσει το φαγητό του με τη γνώση (ή μήπως απλώς την πληροφορία;).

Γνώστης, βέβαια, των αξιών της γαλλικής επανάστασης, ξένος, ωστόσο, προς τα ιδανικά της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, που καλλιεργούνται από το ελληνικό αδούλωτο πνεύμα, ο Γάλλος περιηγητής αδυνατεί να ερμηνεύσει ό,τι για τον διαφωτιστή Κοραή ήταν μονόδρομος ήδη από τον προηγούμενο αιώνα: Η γέννηση του ελεύθερου κράτους των Γραικών είναι ταυτόχρονα υπόθεση παιδείας και πολιτική πράξη.

Ο Αμπού αναφέρει πως οι έννοιες σχολείο και εκπαίδευση είναι πολύ συγκεχυμένες στα μυαλά των Ελλήνων, πως, παρότι προερχόμενοι οι ίδιοι από φιλοσόφους προγόνους, «δεν έχουν καμμία κλίση προς τις καθαρά θεωρητικές επιστήμες» και πως «αποκτούν με βουλιμία μόνο πρακτικές χρήσιμες γνώσεις» και «μελετούν με ευχαρίστηση μόνον όταν μαθαίνουν ταυτόχρονα μία επιστήμη και ένα επάγγελμα».

Χαρακτηρίζει τον αριθμό και το επίπεδο εκπαίδευσης των ελληνικών σχολείων ως σημαντικά κατώτερα εκείνου των ευρωπαϊκών, όπου καλλιεργούνται επιστήμονες, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι σε μία χώρα που βίωσε αιώνες υποταγής, οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για το πώς θα γίνουν σοφοί, αλλά για το πώς θα εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Ως εκ τούτου, αναγνωρίζει στους Έλληνες μαθητές σταθερή επιμέλεια και προσήλωση στον στόχο, που θα τους δώσει ψωμί. «Έχω δει σε ένα μικρό χωριό καμμία δεκαπενταριά παιδιά καθισμένα στις φτέρνες τους, κάτω από τον ήλιο και με το βιβλίο στο χέρι, μπροστά από την πόρτα του σχολείου. Στη Γαλλία θα ήταν αδύνατο να γίνει μάθημα έξω. Οι μισοί μαθητές θα κοίταζαν τους ανθρώπους που περνούν και οι άλλοι μισοί τα χελιδόνια που πετούν» γράφει χαρακτηριστικά.

Στην πραγματικότητα, κάποιος μίτος συνέδεε τους αρχαίους με τους απογόνους τους. Τα γράμματα, σε κάθε δύσκολη φάση της ελληνικής ιστορίας, ήταν για τον λαό καταφύγιο μυαλών στριμωγμένων στον ζόφο της υποταγής, που επιθυμούσαν διακαώς έναν ανοιχτό ορίζοντα σκέψης.

Στο πολύτιμο χρονικό του από το 1400 ίσαμε το 1800, ο νομομαθής, φιλόλογος και ιστορικός Θεμιστοκλής Ν. Φιλαδελφεύς επισημαίνει ότι η περίοδος κατά την οποία «εθριάμβευσε η αμάθεια, καλύψασα τα πάντα δια των μελανών αυτής πτερύγων» ήταν εκείνη που ακολούθησε την επιδρομή των Σταυροφόρων και τη βάρβαρη δεσποτεία τους. Ωστόσο, όσα σχολεία κι αν έκλεισαν όσο κι αν περιόρισαν την παιδεία μέσα στα μοναστήρια, οι Φράγκοι κατακτητές δεν κατάφεραν να επιβάλουν τη γλώσσα τους στους υποτελείς τους, γεγονός που πιστοποιείται από τα πάμπολλα επίσημα έγγραφα της εποχής, γραμμένα στα Ελληνικά. Όταν οι Λατίνοι εκδιώχθηκαν από τους Οθωμανούς, η ελληνική Παιδεία «βγήκε από την κρυψώνα της». Κατά την περίοδο της οθωμανικής κατοχής λειτούργησαν τα «κοινά σχολεία» ή «γραμματοδιδασκαλεία», στα οποία οι μαθητές διδάσκονταν αριθμητική και γραφή και ανάγνωση από εκκλησιαστικά κείμενα.

Βλέπεις, οι Οθωμανοί ουδόλως ενδιαφέρονταν για το αν και πώς θα μάθουν γράμματα οι υπόδουλοί τους και δεν παρεμπόδισαν την εκπαιδευτική δραστηριότητά τους. Οι παράδες και πώς θα τους μαζέψουν ήταν το μόνο ενδιαφέρον τους (έτσι, άλλωστε, ερμηνεύεται και ο ρόλος διεφθαρμένων αξιωματούχων, οι οποίοι αξίωναν και αποσπούσαν σημαντικά ποσά από χριστιανούς, τα παιδιά των οποίων εκπαιδεύονταν κατ' οίκον επί πληρωμή). Πρακτικά, ο όρος «κρυφό σχολειό» δεν απηχούσε την εκπαίδευση που παρείχετο κρυφά και κάτω από τη μύτη των Τούρκων, αλλά την ανεπάρκεια διαθέσιμου εκπαιδευτικού προσωπικού και ικανής στέγης, που ανάγκαζε τους ολίγους δασκάλους -συνήθως λόγιους ιερείς- να συγκεντρώνουν τα ελληνόπουλα στους νάρθηκες ναών, σε κελιά μονών ή σε σημεία όπου η φύση πρόσφερε στοιχειώδη καταφύγια, όπως οι σπηλιές. Το κρυφό σχολειό «εξυπηρετούσε εθνικές σκοπιμότητες καθώς αφενός καταδείκνυε την καταπίεση εκ μέρους του κατακτητή, αφετέρου πρόβαλλε τη συμβολή της Εκκλησίας στη διατήρηση της εθνικοθρησκευτικής ταυτότητας [...] Από την άλλη, ο λαός είχε την εσωτερική ανάγκη να καταφύγει στον μύθο, για να αφομοιώσει ψυχολογικά τα δεινά της δουλείας» θα σημειώσει πολύ αργότερα προς αποκατάστασιν της ιστορικής αλήθειας ο ερευνητής του Κέντρου Έρευνας του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, ιστορικός Χαρίτων Καρανάσιος.

Σε αντίθεση με την περιφέρεια όπου -αν μη τι άλλο- οι άρχοντες δεν ενθάρρυναν και ιδιαίτερα τη μόρφωση του λαού δίνοντας οι ίδιοι το παράδειγμα («αφού ήσαν άρχοντες, τι να τα έκαμναν αυτοί οι ίδιοι τα γράμματα;» αναρωτιέται ο Καμπούρογλου-ς), στην Αθήνα ενεργοποιήθηκαν εκ νέου από την α' περίοδο της τουρκοκρατίας οι τρόποι εκπαίδευσης και μόρφωσης των Ελλήνων. Σχολεία κοινοτικά ή της Πολιτείας δεν υπήρχαν, αλλά οι λόγιοι δέχονταν μαθητές στα σπίτια τους, τα οποία ανάλογα με τον αριθμό των ενδιαφερομένων μετέτρεπαν ενίοτε και σε σχολεία.

Η διδασκαλία χωριζόταν σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο φοιτούσαν όσοι επιθυμούσαν κολοβογράμματα, δηλαδή γράμματα κολοβά, τα απαραίτητα, τα όχι ολοκληρωμένα (με τη χρήση παραφράστηκαν σε «κολλυβογράμματα», κατά μία ερμηνεία εξαιτίας της βασικής γνώσης που απαιτείτο από ανθρώπους του λαού για να γράψουν σε ένα χαρτί τα ονόματα των αγαπημένων νεκρών τους και να το δώσουν στον παππά μαζί με ένα πιάτο κόλλυβα να τους μνημονεύσει).

Στο ανώτερο επίπεδο διδασκαλίας οι δάσκαλοι μυούσαν τους μαθητές τους στη Θεολογία, τη Φιλοσοφία και τα Μαθηματικά. Αλλά οι απολαβές για εκείνους που πρόσφεραν υψηλότερες γνώσεις δεν ήταν και οι ικανές να τους εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Αρκετοί από αυτούς αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την Αθήνα για τα Επτάνησα ή και την Ιταλία, όπου σε αντίθεση με τους Οθωμανούς οι Ενετοί παρείχαν υποδομή και οργάνωση στον τομέα της Παιδείας.

Σχολεία με στέγη τον ουρανό...

Τα γνωστά διδασκαλεία της εποχής ήταν του Κορυδαλλέως, των Βενιζέλων και του Δαμασκηνού, ενώ υπήρχαν και το σχολείο Βεναλδή και το άλλο του ηγουμένου Επιφανίου, καθώς και υπαίθριοι διδάσκαλοι, που για ευνόητους λόγους παρείχαν γνώση μόνον τα καλοκαίρια. Από αυτούς τους τελευταίους, ιδιαίτερα δημοφιλής ήταν ο δάσκαλος Νταπτάς, ο οποίος καθημερινά «έστηνε» για τα φτωχόπαιδα της γειτονιάς ένα διδασκαλείο πίσω από τη σημερινή ρωσική εκκλησία. «Ως πάτωμα το σχολείον του είχε την γην και ως στέγην τον ουρανόν· δηλ. ήτο εις το ύπαιθρον. Ο δάσκαλος εκάθητο απάνω εις προβιάν –η δασκαλοκαθέδρα του σαν να ΄πουμε- και γύρω του οι μικροί μαθηταί σταυροπόδι. Είχε και τάξεις, πρώτην, δευτέραν και τρίτην, τα οποίας εχώριζε με μεγάλας κοτρώνας» περιγράφει ο Δ. Καμπούρογλου(ς).

[Στο ξεκίνημα του 20ού αι. τα υπαίθρια σχολεία θα επανέλθουν εξ άλλης ανάγκης... Οι μολυσματικές νόσοι -κυρίως η θανατηφόρα φυματίωση, που οργιάζει τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα- στέλνουν την εκπαίδευση στην ύπαιθρο, προκειμένου να περιορισθεί η μεταδοτικότητά τους].

Πέντε μαθητές -οι δύο ευγενείς- φέρεται να είχε όλους κι όλους στην Αθήνα, όπου δίδαξε στα στερνά του στα μέσα του 17ου αι., έχοντας μία προηγούμενη θαυμάσια καθηγητική θητεία στα Επτάνησα, ο λόγιος μητροπολίτης Άρτας Θεόφιλος, Κορυδαλλεύς (ο οποίος, μάλιστα, εκδιώχθηκε από το ιερατείο ως διδάσκων «μεταρρυθμιστικά δόγματα», δηλαδή, Αριστοτέλη). Την ίδια περίοδο, στο αρχοντικό τους στην Αθήνα, διατηρούσαν διδασκαλείο για επίσης ολίγους μαθητές οι Βενιζέλοι, Άγγελος και Δημήτριος, πατέρας και γιος, αντίστοιχα (καθηγητική πορεία ακολούθησε και ο μικρότερος γιος του Άγγελου, Ιωάννης). Ο δημοφιλής δάσκαλος, ωστόσο, φαίνεται πως ήταν ο Δαμασκηνός -«ήτο εκ των διαπρεπεστέρων λογίων των Αθήνα» μαρτυρά ο ιστορικός Δ. Γέροντας- στον οποίο οι μοναχοί της μονής των Καπουτσίνων, στην Πλάκα, πίστωναν δεκάδες μαθητές. «Είδομεν τριάκοντα περίπου παιδία, καθήμενα επί θρανίων, και των δάσκαλόν των επί κεφαλής, δεικνύοντα αυτοίς την ανάγνωσιν. Μόλις εισήλθομεν, ηγέρθη και εδεξιώθη ημάς μετά μεγάλων φιλοφρονήσεων· [...] Ο γενίτσαρος τον παρεκάλεσε να μη διακόψη το μάθημά του, δια να ίδωμεν και ημείς την μέθοδον της διδασκαλίας του...» σημειώνεται σε επιστολή των μοναχών.

Ο Ηπειρώτης ηγούμενος Επιφάνιος, έζησε και δίδαξε στη Βενετία και από τα έσοδα της εκεί σχολής του, κατάφερε -σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Κυριακό Πιττάκη- να ιδρύσει δύο σχολεία, στα Ιωάννινα και την Αθήνα, προσφέροντας πολύτιμη πνευματική τροφή σε δεκάδες νέους και λιγότερο νέους. Στις σχολές του δίδαξαν ο πρώην μητροπολίτης Πρεσπών Διονύσιος, ο τότε ιππότης Αργυρός Βεναλδής, ο οποίος στα επόμενα χρόνια ίδρυσε τη δική του σχολή στην Αθήνα, ο ιεροδιάκονος Νικόδημος Βαβατενής και ο ιερομόναχος και κατοπινός ηγούμενος της μονής Καισαριανής Θεοφάνης Καβαλάρης.

Η εισβολή του Μοροζίνι (1687) βρήκε τους λιγοστούς διδάσκοντες να αναζητούν πηγές γνώσης... «άλλα βιβλία δεν είχεν ο δάσκαλος Νικόδημος εκτός των χειρογράφων ποιημάτων του Κορυδαλλέως, πλην και τούτων ελλειπών [...] Εις τοιαύτην λοιπόν καχεκτικήν κατάστασιν διετέλει εν Αθήναις η εκπαίδευσις» αναφέρουν οι δραματικές περιγραφές των χρονικογράφων της εποχής. Όπως, ωστόσο, διευκρινίζει ο Φιλαδελφεύς, παρά την κακουχία της εκπαιδευτικής διαδικασίας αυτήν την εποχή, υπήρχε τέτοια φιλομάθεια στους Αθηναίους ώστε αν και νομάδες και κατάκοποι από τον αγώνα για επιβίωση και απογυμνωμένοι πλέον από κάθε περιουσιακό στοιχείο, δεν παραμέλησαν την εκπαίδευση των παιδιών τους.

Αυτήν την ίδια φιλομάθεια των Ελλήνων θα εξάρει κάποτε με επιστολή της (στις 9/6/1839) προς τον πατέρα της, Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Όλντενμπουργκ, η βασίλισσα Αμαλία: «...Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο απέραντός ζήλος με τον οποίο μαθαίνουν οι Έλληνες. Σκέψου ότι στο σχολείο ήταν και γέροντες, ακόμη και ιερωμένοι, και στέκονταν χωρίς να ντρέπονται ανάμεσα στους μαθητές, οι οποίοι ήταν 12-18 ετών χωρισμένοι σε τάξεις. Αυτό το φαινόμενο το συναντά κανείς παντού (σσ: σε όλα τα ελληνικά σχολεία). Οι Έλληνες είναι απερίγραπτα φιλομαθείς. Σε αυτά τα σχολεία στέκονται όρθιοι επί ώρες...».

Από το 1715, με κοπιώδη φροντίδα κοινοτικών αρχόντων, λειτουργούν ήδη περί τα 40 ακόμη στην ηπειρωτική Ελλάδα, Σε καλό δρόμο είναι και η εκπαίδευση των κοριτσιών. Γίνεται στα οικοδιδασκαλεία που κι αυτά ιδρύονται με ιδιωτική πρωτοβουλία. Οι μαθήτριες διδάσκονταν γραφή, αριθμητική και οικοκυρικό ράψιμο.

Αλλά και οι διαθέσιμοι δάσκαλοι αντίστοιχα δεν το βάζουν κάτω... Ο Αργυρός Βεναλδής, του οποίου η Σχολή καταχωρείται με φωτεινά γράμματα στην εκπαιδευτική ιστορία της χώρας, είναι δάσκαλος πριν από το 1687. Σύμφωνα με τον αγωνιστή του 1821 και σπουδαίο ιστορικό Χριστόφορο Περραιβό «ήτο εις εξ εκείνων οίτινες έφερον από την ξένην εις το φίλον έδαφος της πατρίδος των το πολύτιμον αγώγιμον της μαθήσεως».

[Λίγο πριν τη λήξη του 18ου αι., το πρόβλημα του ελλείμματος δασκάλων είχε μετριασθεί με τη μέθοδο της αλληλοδιδασκαλίας (οι μεγαλύτεροι μαθητές δίδασκαν τους μικρότερους), την οποία είχε εμπνευστεί και θεμελιώσει ο Άγγλος παιδαγωγός Τζόζεφ Λάνκαστερ].

Το πρώτο σχολείο και το εκπαιδευτικό έργο του Καποδίστρια

Με την απελευθέρωση, το θέμα της Παιδείας έγινε επιτακτική ανάγκη. Από τις αρχές του 1822 η Πελοποννησιακή Γερουσία διακήρυσσε την ανάγκη μόρφωσης των παιδιών και καλούσε τους γονείς να φροντίσουν ώστε τα παιδιά τους, ανεξαρτήτως φύλου, να λάβουν την αναγκαία εκπαίδευση προκειμένου να γίνουν «ευσεβείς, τίμιοι και ενάρετοι πολίται». Στην εκπαιδευτική διαδικασία, οι μαθητές θα συμμετείχαν καταβάλλοντας χρήματα μόνο για τα βιβλία τους. Η Γερουσία ήταν αποφασισμένη να αναλάβει πρωτοβουλία για την ίδρυση σχολείων στην ελεύθερη πια Ελλάδα. Το πρώτο από αυτά υποδεχόταν τους μαθητές του τον Μάρτιο του 1822 στην Τρίπολη. Επιβλέπων ήταν ο Παπαφλέσσας. Η σχετική ανακοίνωση ήταν ταυτόχρονα και κάλεσμα ενδιαφέροντος σε πρόθυμους δασκάλους:

«Τριπολιτσά 16.3.1822 - Σύσταση σχολείου

Η Πελοποννησιακή Γερουσία προκηρύττει ότι κάθε πεφωτισµένη Διοίκησις έχει χρέος να φροντίζει δια την ανατροφήν των πολιτών, δια την ηθικήν και δια την καλήν νοµοθεσίαν, καθότι δι’ αυτών ο άνθρωπος εξ απαλών ονύχων ταυτίζεται µε την αρετήν, γνωρίζει τα καθήκοντά του προς τον Θεόν, προς την πατρίδα και προς τους οµοίους του και χειραγωγείται προς την οδόν της ευδαιμονίας. Οι Λυκούργοι και Σόλωνες επλαστούρργησαν Σωκράτας, Φωκίωνας, Θεµιστοκλέας, Αριστείδας, Δηµοσθένεις, Πλάτωνας και όλους τους αθανάτους ήρωας της Ελλάδος. Ο δε Μωάµεθ κατεβύθισε τη µητέρα της αρετής και της φιλοσοφίας εις τον ζόφον της αµάθειας, της κακοήθειας και του εγκλήµατος. […] Δια τούτο η σεβαστή Πελοποννησιακή Γερουσία, µ’ όλας τας πολυµερίµνους και κατεπειγούσας ανάγκας της πατρίδος, έλαβε πατριωτικήν κηδεμονίαν διά την άγωγήν της νεολαίας προθυμουμένη να συστήση σχολείον εις αύτήν την πόλιν ανάλογον της παρούσης περιστάσεων, διά του διωρισµένου επί τούτου Εφόρου Αρχιµανδρίτου κυρίου Γρηγορίου Δικαίου και Γερουσιαστού. Προσκαλεί αξίους διδασκάλους διά να διδάξουν διά της Λαγκαστερίου μεθόδου (αλληλοδιδασκαλία) κοινά γράμματα, ελληνικά, μαθηματικά, και προς τούτοις την γαλλικήν και την ιταλικήν διάλεκτον, προσκαλεί δε και την φιλομαθή νεολαίαν από όλην την Πελοπόννησον να συντρέξη εδώ διά να διδαχθή αμισθί...».

Όταν το 1827, με απόφαση της εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, αναλαμβάνει ο Καποδίστριας, ορισμένα από τα γραμματοδιδασκαλεία, όπου διδάσκουν κληρικοί, διατηρούνται. Ο κυβερνήτης προσπαθεί να χειριστεί το ζήτημα με λεπτότητα για να μην προσβληθεί η Εκκλησία. Σταδιακά κι αυτά αντικαθίστανται από τα αλληλοδιδακτικά σχολεία. Τα αιτήματα για ίδρυση αλληλοδιδακτικών σχολείων φτάνουν στα χέρια του σωρηδόν, εντείνοντας τον πονοκέφαλό του για ανεύρεση κονδυλίων. Έως τον Μάιο του ίδιου έτους μόνο τα νησιά του Αιγαίου αριθμούν 22 πρωτοβάθμια σχολεία, που όμως ιδρύθηκαν με ιδιωτική πρωτοβουλία.

Ο τομέας Παιδεία είναι στις προτεραιότητες του μεταρρυθμιστικού έργου του. Οι επιλογές της εκπαιδευτικής πολιτικής του στρέφονται κυρίως προς την επέκταση της εφαρμογής της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και στην εδραίωση του δημόσιου σχολικού δικτύου. Το σχολείο, ως μονάδα και ως σύνολο, αποτελεί βασικό πυλώνα του θεσμικού οικοδομήματος της ελληνικής πολιτείας. Άλλωστε, ο ίδιος ο Καποδίστριας έβαλε ήδη τις βάσεις από το 1803, όταν προήδρευε της συνταγματικής επιτροπής των Ιονίων Νήσων και προωθούσε το Σύνταγμα με την Ελληνική επίσημη γλώσσα του κράτους. «Οι νέοι οφείλουν να γνωρίζουν τη γλώσσα γραμματικώς και όχι μηχανικώς» έλεγε.

Ό,τι αργότερα ονομάστηκε πρωτοβάθμια εκπαίδευση, υπηρετούσαν επί Οθωμανών τα κοινά σχολεία και τα γραμματοδιδασκαλεία, που παρείχαν τη στοιχειώδη γνώση σε αριθμητική και ανάγνωση-γραφή. Στη δευτεροβάθμια εντάχθηκαν τα «ελληνικά σχολεία», που πρωτολειτούργησαν κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας και έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στην αρχαία ελληνική γλώσσα.

Η κυβέρνηση Καποδίστρια επικέντρωσε το ενδιαφέρον της στην πρώτη βαθμίδα εκπαίδευσης, ώστε όσο το δυνατό περισσότερα ελληνόπουλα, που ζούσαν στο σκότος της αμάθειας, να αποκτήσουν τη βασική γνώση. Οι αλληλοδιδάσκαλοι εκπαιδεύονταν σε μία τρίτη βαθμίδα, μεταδευτεροβάθμια, που αντιπροσώπευε το «Πρότυπο Σχολείο της Αίγινας», το οποίο ιδρύθηκε το 1829 γι' αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Οι σπουδαστές του έπρεπε να περάσουν τις δύο προηγούμενες βαθμίδες εκπαίδευσης. Πολύ σύντομα το Πρότυπο Σχολείο θα μετονομαστεί σε Κεντρικό με χαρακτήρα σημαντικά αναβαθμισμένο. Θα παρέχει εκπαίδευση «εις υψηλότερα μαθήματα», συνολικά 18 θεσμοθετημένα. Έως τον Οκτώβριο είχαν αποφοιτήσει από αυτό 45 αλληλοδιδάσκαλοι. «Ήταν το ανώτατον φιλολογικόν εκπαιδευτήριον της Ελλάδος» θα γράψει ο Αλ. Ρίζος - Ραγκαβής στ' Απομνημονεύματά του το 1894. Όσο για τον Καποδίστρια, ευελπιστούσε το Κεντρικό Σχολείο της Αίγινας να αποτελέσει το φυτώριο ενός Ινστιτούτου Δημόσιας Εκπαίδευσης.

Το εκπαιδευτικό έργο του πρώτου κυβερνήτη με τη δολοφονία του δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Έθεσε, ωστόσο, τις βάσεις ενός συστήματος, που στα επόμενα χρόνια επρόκειτο να καλλιεργήσει τις πρώτες εγγράμματες γενιές της ελεύθερης Ελλάδας. Πριν τη φυγή του πρόλαβε να ιδρύσει το «Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο» στο Ναύπλιο για την εκπαίδευση ανώτερων και ανώτατων στελεχών του Στρατού και στην Τίρυνθα τη Γεωργική Σχολή, όπου οι σπουδαστές θα μυούνταν στην καλλιέργεια της γης. Επιπλέον, υπό την επίβλεψή του καθιερώθηκαν χειροτεχνικές μαθητείες σε σιδηρουργείο, οπλουργείο, υποδηματοποιείο, ωρολογοποιείο, γραφικές τέχνες, χρυσοχοϊα, κοσμητική κ.ά