Δηλώνει αθώος ο 45χρονος, ωστόσο οι κόρες του επιβεβαιώσαν με λεπτομέρειες τις εφιαλτικές στιγμές που ζούσαν και κατέθεσαν ότι δράστες ήταν και οι δύο γονείς
Προφυλακιστέος κρίθηκε μετά την απολογία του χθες ο αστυνομικός της Βουλής που
κατηγορείται ότι βίαζε τα παιδιά του. Ο 45χρονος απολογήθηκε από το
Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου παραμένει φρουρούμενος κατόπιν επίκλησης εκ
μέρους του ψυχολογικών προβλημάτων.
Ο αστυνομικός απολογήθηκε με υπόμνημα αλλά και μέσω ερωτήσεων που δέχτηκε από
τον ανακριτή. Αρχικά αρνήθηκε το σύνολο των κατηγοριών που του αποδίδονται,
επανέλαβε αρκετές φορές πως ουδέποτε κακοποίησε σεξουαλικά τα παιδιά του και
πως όλα αυτά είναι μυθεύματα της φαντασίας της συζύγου του και οφείλονται σε
συγκεκριμένη ψυχική νόσο (διπολική διαταραχή) από την οποία πάσχει εδώ και
έναν χρόνο και για την οποία της είχε συνταγογραφηθεί αγωγή. Γι αυτό και το
Φεβρουάριο που τον κατήγγειλε για ενδοοικογενειακή βία αμέσως μετά ανακάλεσε.
Ωστόσο τα κορίτσια της οικογένειας που βρίσκονται σε ειδικά προστατευμένο
περιβάλλον, έχουν εξεταστεί από παιδοψυχολόγους και ειδικούς γιατρούς και σε
όλους έχουν πει ότι και οι δύο γονείς τους τις κακοποιούσαν. Εχουν περιγράψει
δε με λεπτομέρειες τον εφιάλτη που βίωναν, επαναλαμβάνοντας ότι η κακοποίηση
προερχόταν και από πατέρα και από μητέρα.
Η κατάθεση του αστυνομικού της Βουλής στον ανακριτή
Ο 45χρονος διερωτήθηκε απευθυνόμενος στον ανακριτή πώς γίνεται η σύζυγος
του να εργάζεται σε ένα κτίριο όπου υπηρετούν χιλιάδες αστυνομικοί και να
εξαναγκαζόταν για χρόνια να κάνει ασελγείς πράξεις στα παιδιά τους χωρίς
κανείς να αντιληφθεί το οτιδήποτε.
Ο αστυνομικός αρνήθηκε ακόμη και την παραμικρή σωματική κακοποίηση των παιδιών
του, λέγοντας πως έδωσε ένα χαστούκι μια φορά μόνο στον μεγάλο γιο του για
κάτι που έκανε στο σχολείο. Ο αστυνομικός ερωτήθηκε για την πτώση του γιου του
από το μπαλκόνι πριν τέσσερα χρόνια και είπε ότι ήταν ατύχημα.
Ισχυρίστηκε πως οι κόρες του κατέθεσαν επιβαρυντικά για τον ίδιο γεγονότα
επειδή χειραγωγήθηκαν από τη μητέρα τους. Είπε πως του λείπουν τα παιδιά του
πολύ και πως έχει να τα δει 14 ημέρες και λυπάται ιδιαίτερα που στιγματίζονται
με όλα αυτά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Διευκρίνισε πως πριν από
λίγες ημέρες η σύζυγός του, τον κατήγγειλε ξανά για ενδοοικογενειακή απειλή
γιατί της είπε «θα σου κόψω τα πόδια» και το παρερμήνευσε.
Μέσω της απολογίας του προσπάθησε να εξηγήσει και το πώς βρέθηκε στο
ψυχιατρείο. Όταν πριν από λίγες ημέρες καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους
για την ενδοοικογενειακή βία του απαγορεύτηκε να πλησιάζει την σύζυγό του και
έπρεπε να φύγει από το σπίτι τους.
Κατόπιν αυτού, η μητέρα του που ανησύχησε για την κατάστασή του, ειδοποίησε
την υπηρεσία του. Έτσι, συνάδελφοί του πήγαν σε μαγαζί που συνήθιζε να βγαίνει
και τον βρήκαν και τον μετέφεραν σε δημόσιο νοσοκομείο στο οποίο έμεινε
τέσσερις μέρες. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην ψυχιατρική κλινική. Τέλος είπε
πως η σύζυγος του πρέπει να γίνει καλά και θέλει να την βοηθήσει για να γίνει
καλά.
«Με ανάγκαζε να ασελγώ στα παιδιά από 5 ετών» - Τι κατέθεσε η σύζυγος του
αστυνομικού της Βουλής
Υπό το καθεστώς της απόλυτης τρομοκρατίας, ισχυρίζεται ότι ζούσε, η 35χρονη
σύζυγος του αστυνομικού της Βουλής η ίδια αλλά και τα παιδιά τους.
«Όλα ξεκίνησαν λίγο πριν το 2016. Ο σύζυγός μου με ανάγκαζε με τη βία και με
απειλές να ασελγήσω σε βάρος των παιδιών μας. Τα κορίτσια ήταν δεν ήταν 5
ετών. Από τον φόβο μου και από το ξύλο που μου έδινε αναγκαζόμουν να
υπακούσω. Ούτε τα παιδιά μπορούσαν να αντιδράσουν γιατί τα έδερνε και τα
απειλούσε» τόνισε η 35χρονη στην κατάθεσή της, σύμφωνα με το Mega και την
εκπομπή Live news.
Και πρόσθεσε: «Το τελευταίο διάστημα συζητούσα συνεχώς με τις κόρες μου για
το τι μπορούμε να κάνουμε για να ξεφύγουμε από αυτή την αρρωστημένη
κατάσταση. Τα κορίτσια με παρακαλούσαν να φύγουμε. Τις αρρωστημένες πράξεις
του τις κατέγραφε με μία κάμερα που είχε και κάποιες με το κινητό. Επειδή
πάντα όμως, έλεγχε και είχε πρόσβαση στα κινητά και στους λογαριασμούς όλων,
φοβάμαι μήπως διαγράψει ο ίδιος τα αποδεικτικά στοιχεία ή βάλει τον γιο μας
να τα διαγράψει».
Η αρχή της σχέσης τους
Τα πρώτα «σημάδια» κακοποιητικής συμπεριφοράς φάνηκαν από την αρχή της
σχέσης τους, εκείνη όμως, όπως είπε, δεν αντέδρασε: «Το πρώτο μας ραντεβού
ήταν στην πλατεία Συντάγματος. Με έστησε. Τον καλούσα και δεν απαντούσε,
ώσπου κάποια στιγμή που το σήκωσε μου είπε "τελικά δε θα έρθω. Άντε γεια!".
Αρκετές μέρες μετά, κανονίσαμε να έρθει να με πάρει από τους κοιτώνες της
Σχολής. Με τη μηχανή πήγαμε στο Πόρτο Ράφτη. Από τότε είμασταν μαζί και
μάλιστα από την ίδια μέρα πήγα να μείνω στο σπίτι του. Ένα μήνα μετά, είδα
το άλλο του πρόσωπο. Θυμάμαι καθόμουν στην αυλή στο σπίτι του και ήμουν στο
τηλέφωνο με μια φίλη μου. Κάποια στιγμή είπα μια βρισιά όπως μιλούσα. Όταν
το έκλεισα, εκείνος με πλησίασε και μου έριξε ένα πολύ δυνατό χαστούκι.
Σάστισα. "Δεν ανέχομαι η κοπέλα μου να μιλάει έτσι! Τι είσαι; Καμιά του
δρόμου;" μου είπε. Δεν αντέδρασα. Το δέχτηκα».
Τα πράγματα χειροτέρευαν, όπως περιέγραψε η 35χρονη: «Όσο περνούσε ο καιρός,
τα πράγματα χειροτέρεψαν. Στην αρχή μου έδινε μπουνιές, χαστούκια και
κλωτσιές. Μετά άρχισε και η βία στην σεξουαλική πράξη. Έχω σημάδια δίπλα στα
φρύδια από τα χτυπήματα με το γκλομπ. Στην πλάτη και το στήθος καψίματα. Με
έκαιγε με αναπτήρα και γκαζάκι. Με κεριά. Πάντα του έλεγα ότι δεν θέλω,
έκλαιγα απαρηγόρητη αλλά εκείνος ισχυριζόταν ότι είμαι ανήθικη επειδή είχα
σχέσεις πριν από εκείνον και ότι έπρεπε να περάσω από δοκιμασίες για να του
αποδείξω ότι αξίζω να είμαι μαζί του».
«Ζήλευε»
Η 35χρονη ισχυρίζεται ότι η κακοποιητική συμπεριφορά προερχόταν από τη ζήλια
του άντρα της: «Μου είχε σπάσει το κινητό επειδή είδε ότι συνάδελφοι μου
έστελναν μηνύματα αλλά όχι ερωτικά. Γενικά ζήλευε. Με έλεγχε. Έπρεπε όλη
μέρα, αν δεν ήταν μαζί μου, να του δίνω αναφορά για το πού είμαι και τι
κάνω. Μου κανόνιζε τι θα φοράω και με πρόσβαλε αν είχα κάνει τα νύχια μου ή
αν φορούσα μακιγιάζ. Και κάθε φορά μετά τα περιστατικά βίας, φρόντιζε να με
καλοπιάνει με δώρα. Μια φορά που είχε καθυστερήσει το μετρό, όταν γύρισα
σπίτι άρχισε να με δέρνει και ζητούσε να του παραδεχτώ ότι ήμουν με άλλον.
Με βασάνιζε μέχρι να πάρει την απάντηση που ήθελε».
Η σύζυγος του αστυνομικού αναφέρθηκε και στην περίοδο που και η ίδια
νοσηλεύτηκε στο στρατιωτικό ψυχιατρικό νοσοκομείο: «Τον Ιανουάριο του 2024
κι επειδή δεν άντεχα άλλο αυτή την αρρωστημένη κατάσταση πήγα μόνη μου στο
401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο και ζήτησα από μόνη μου να εισαχθώ. Παρέμεινα για
ένα μήνα και οι γιατροί διέγνωσαν συναισθηματική διαταραχή συνεπεία της
ενδοοικογενειακής βίας που είχα βιώσει. Στους γιατρούς δεν ανέφερα τα
υπόλοιπα που συνέβαιναν γιατί ντρεπόμουν άπειρα για όσα με ανάγκαζε ο άντρας
μου να κάνω. Τότε ξεκίνησα τα αντικαταθλιπτικά τα οποία σταμάτησα μόλις
έμεινα πάλι έγκυος».
«Μια φορά είχα φάει τόσο ξύλο με το γκλομπ του, που είχα πάει στη δουλειά σε
πολύ άσχημη κατάσταση. Οι συνάδελφοι τότε το είχαν καταλάβει, γιατί είδαν τα
σημάδια και το πρησμένο μου πρόσωπο από τις μπουνιές. Τότε με είχε καλέσει
και ο προϊστάμενός μου και η ψυχολόγος. Με ρώτησαν τι συμβαίνει αλλά εγώ
τους είπα ψέματα ότι όλα είναι καλά. Φέτος του είχα κάνει και άλλη μήνυση
για ενδοοικογενειακή βία, είχα αναφέρει ότι δέρνει και τα παιδιά μας με το
γκλομπ. Τότε με εντολή εισαγγελέα διατάχθηκε η εξέτασή τους από
παιδοψυχολόγο. Ο πατέρας τους όμως, τα εξανάγκασε να πουν ψέματα ότι δεν τα
έχει δείρει ποτέ και μάλιστα με είχε αναγκάσει να τους κάνω μάθημα τι θα
πουν. Ιατροδικαστικά δεν εξετάστηκαν ποτέ».