Αναμνήσεις του Δημήτρη Ψαθά από την Τραπεζούντα-Απόσπασμα από το χρονικό του σπουδαίου Πόντιου συγγραφέα
Η γιορτή, όμως, που με συγκινούσε περισσότερο απ’ όλες, ήταν τα Φώτα, επειδή ίσως, εκτός απ’ το χριστιανικό της περιεχόμενο, έπαιρνε κι έναν χαρακτήρα αθλητικό και ηρωικό. Γιατί στην μεγάλη αυτή γιορτή ριχνόταν ο Σταυρός στη θάλασσα κι έπρεπε να τον «πιάσουν» τα παλικαριά των ενοριών κι αυτό δεν ήταν εύκολη δουλειά μέσα στις φουρτούνες και τα κρύα του Γενάρη.
Χιόνιζε εκείνη την χρονιά. Γεμάτος χαρά έβλεπα απ’ το στασίδι του ψάλτη, τις άσπρες πεταλουδίτσες να κολλάνε στο πολύχρωμο τζαμωτό της εκκλησιάς, ενώ έψελνα με οίστρο πλάι στον Τσιράχ.
Βιαζόμουν, λαχταρούσα να τελειώσω κι όταν απόλυσε η εκκλησιά μας, πήρα το δρόμο τρεχάλα, ευτυχισμένος μέσα στο χιόνι και νάμαι σε λίγο κάτω στην παραλία του Αγίου Γρηγορίου¹, όπου ήταν πολύ πλήθος μαζεμένο και περίμενε την πομπή για την μεγάλη τελετή. Σ’ ένα σημείο, δυτικά απ’ τα μεγάλα βράχια του γιαλού μας, η στεριά προχωρώντας μέσα στην θάλασσα σχημάτιζε μια μικρή χερσόνησο κι από κει ήταν που έριχνε κάθε χρόνο ο δεσπότης τον Σταυρό.
Ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης της Τραπεζούντας Πόντου. Φωτογραφία των Αδελφών Κακούλη, δεκαετία 1890 (πηγή: Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
Ασταμάτητα έπεφτε το χιόνι. Το κρύο τσουχτερό. Λυσσασμένη λες η θάλασσα σφύριζε και βροντολογούσε κάτω απ’ το μαστίγωμα του αγέρα κι οι γλάροι –χιλιάδες– παλεύανε κι αυτοί και στριφογύριζαν μέσα στον βοριά, που καμιά φορά τους έπαιρνε και τρόμαζαν να ξαναζυγίσουν τα φτερά τους.
Τα παλικάρια, ωστόσο, που θ’ αγωνιζόντουσαν για να «πιάσουν» τον Σταυρό, δεν δείχναν να σκοτίζονται.
Νέοι, γεροδεμένοι όλοι, από νωρίς βρισκόντουσαν εκεί στην παραλία, γυμνοί, και νάτους τώρα που κάνουν βόλτες ανυπόμονα μ’ ένα παλτό ριγμένο στους ώμους κι ένα μπουκάλι κονιάκ, απ’ όπου ρουφάνε πότε-πότε μια γουλιά, ενώ τους δέρνει ο αγέρας και το χιόνι. Από κάθε ενορία είναι κι ένας – άλλος απ’ τον Άη Γρηγόρη, άλλος απ’ την Αγιά Μαρίνα, τα Εξώτειχα ή τον Άγιο Βασίλειο, τον Ποζ Τεπέ κι αλλού.
Αλλά νάτη κιόλας που κατεβαίνει η πομπή, με τον μητροπολίτη Χρύσανθο² ντυμένον στα ολόχρυσα, με τους παπάδες, τους ψαλτάδες και τα εξαπτέρυγα, τις Αρχές – οι στρατιωτικοί με τις μεγάλες τους στολές και τα παράσημα, οι πρόξενοι και άλλοι.
Το χιόνι γίνεται όλο και πιο πυκνό κι ο αγέρας όλο και πιο μανιασμένος. Αργά-αργά προχωρεί η πομπή με ψαλμωδίες και φτάνει μέχρι την παραλία, που ανεμοδέρνεται και θαλασσοχτυπιέται, με βρόντους που αντιλαλούν σαν κανονιές απ’ τα όρθια βράχια του Άη Γρηγόρη μέχρι πέρα στ’ άλλα όρθια βράχια του Γκιουζέλ Σαράι.
Εκεί, στο χείλος της ξέρας, φτάνει ο δεσπότης –έχοντας πίσω του όλη την πομπή και το ευλαβικό πλήθος των πιστών–, σηκώνει τον Σταυρό, ενώ τα παλληκάρια πήραν θέσεις και οι ψαλτάδες ψέλνουν:
Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε…
Με το σήκωμα του Σταυρού όλοι οι αγωνιστές πετάνε από τους ώμους τα παλτά τους και καθώς έπεσε ο Σταυρός χυμούν μέσα στα ολόρθα κύματα, που τους σκεπάζουν τα κεφάλια με τους αφρούς κι εκείνοι χτυπιούνται και παλεύουν και κολυμπούνε και πότε φαίνονται να τινάζονται ψηλά στις κορφές των αφρών, πότε κατρακυλάνε στο βάθος, χάνονται, κι ύστερα ξαναφαίνονται σε κάποιες αφρισμένες κορφές των λυσσασμένων κυμάτων, προχωρώντας με πείσμα, σταθερά, κόντρα στον άνεμο, κόντρα στην μανία της φουρτούνας και στην κοσμοχαλασιά.
Πού να βρεθεί ο Σταυρός μέσα σε τούτο το κακό; Κι όμως, να που ζύγωσαν στο σημείο όπου ρίχτηκε, να που τον ψάχνουν, να που κάποιος τον είδε κι οι άλλοι μάχονται για να προλάβουν, να που αρπάζονται ακόμα και στα χέρια, βουτούν, εξαφανίζονται, φαίνονται πάλι και να, επί τέλους, κάποιο χέρι που σηκώνεται ψηλά, σφιχτά κρατώντας τον Σταυρό ανάμεσα στα δάχτυλα.
Ποια ενορία νίκησε; Ο Άη Γρηγόρης, ο Άη Βασίλης, η Αγιά Μαρίνα, ο Ποζ Τεπές; Ο νικητής, αναψοκοκκινισμένος απ’ την προσπάθεια, σκαρφαλώνει στην μικρή χερσόνησο και δίνει τον Σταυρό στα χέρια του δεσπότη.
— Και του χρόνου!
Δυο χρυσές λίρες είναι το έπαθλο. Αλλά τι αξίζουν δυο χρυσές λίρες μπροστά, στη δόξα; Θεέ μου, πότε τάχα θα μεγαλώσω κι εγώ να πιάσω τον Σταυρό;
• Απόσπασμα από το χρονικό του Δημήτρη Ψαθά Η γη του Πόντου. Γράφτηκε το 1966, στην ωριμότητά του, σε μια προσπάθεια να κάνει γνωστή τη ζωή και τον πολιτισμό της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Τραπεζούντας, και το έπος της αντίστασης των ηρώων της. Έχουν διατηρηθεί η ορθογραφία και η σύνταξη του πρωτότυπου.
1. Σύμφωνα με τον Σάββα Σ. Ιωαννίδη, η Τραπεζούντα παρουσίαζε (στα μέσα του 19ου αιώνα) την εξής εικόνα: έξω από το ανατολικό σκέλος του τείχους υπήρχαν οι συνοικίες των Ελλήνων και των Αρμενίων, με δέκα ελληνικές εκκλησίες, τέσσερις αρμενικές και μία αρμενοκαθολική. Οι Έλληνες διατηρούσαν επιπλέον και 14 παρεκκλήσια. Οι ενορίες που κατοικούνταν απ’ αυτούς έπαιρναν το όνομά τους από τους ναούς. Πάντως η κυριότερη συνοικία ήταν του Αγίου Γρηγορίου (Νύσσης), όπου βρισκόταν και η μητρόπολη της πόλης. Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού.
2. Τελευταίος μητροπολίτης Τραπεζούντας ήταν ο Χρύσανθος Φιλιππίδης, ο οποίος στη συνέχεια έγινε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
pontosnews.gr