Αναφέρομαι στον Αντώνη Σαμαρά. Δύο φορές αποπέμφθηκε, από την κυβέρνηση την πρώτη φορά (Απρίλιος 1992), από το κόμμα του τη δεύτερη (Νοέμβριος 2024), όμως στη συνέχεια οι κυβερνώντες ακολούθησαν τα όσα αυτός είχε εισηγηθεί. Βέβαια, τον Νοέμβριο του 2024 δε διαγράφηκε γιατί διαφώνησε, αλλά γιατί μίλησε με τρόπο ανοίκειο για τον υπουργό των Εξωτερικών.
Όμως, πολιτικά, η γενικότερη διαφωνία του με την κυβερνητική πορεία έχει καταγραφεί. Και αν κρίνω από τη στροφή πολιτικής της κυβέρνησης σε καίρια ζητήματα, οι ενστάσεις του Α. Σαμαρά έχουν ληφθεί υπ΄όψη και έχουν αποδώσει δημοσκοπικά. Σημειωτέον, πως δεν αξιολογώ τις πολιτικές Σαμαρά τότε και τώρα, απλώς αναφέρομαι σε γεγονότα.
Επιστέγασμα αυτής της στροφής είναι η πρόταση του πρωθυπουργού για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, μια πρόταση σαφώς κομματική.
Διότι μπορεί ο Κωνσταντίνος Τασούλας να είναι έμπειρος πολιτικός, ευφραδής και πνευματώδης, όμως δεν παύει να είναι στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας. Και ως γνωστόν, οι ευρύτερες συναινέσεις αποτυπώνονται, σε τελική ανάλυση, στις ψηφοφορίες μέσα στο κοινοβούλιο. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει άλλος τρόπος καταγραφής τους.
Προφανώς, ο πρωθυπουργός με αυτήν την επιλογή του, πρωτίστως ήθελε να περιφρουρήσει τον χώρο του, δηλαδή την Κεντροδεξιά. Εκτίμησε πως τα ανοίγματα που είχε κάνει είχαν δημιουργήσει αρρυθμίες στη συνοχή της παράταξής του και είχαν επιφέρει μιαν ιδεολογική σύγχυση. Συνεπώς, η σταδιακή στροφή που έκανε από το καλοκαίρι και μετά ήταν επιβεβλημένη και συνεχίστηκε με την υποψηφιότητα Τασούλα. Αυτό του υποδείκνυε με τον τρόπο του και τον λόγο του ο Α. Σαμαράς. Όμως κάπου του ξέφυγαν τα λόγια του.
Σαφώς και θα μπορούσε ο πρωθυπουργός να επιδιώξει για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας μια πλειοψηφία άνω των 180 βουλευτών προτείνοντας μια προσωπικότητα από τον χώρο της Κεντροαριστεράς, που θα τον βοηθούσε σημαντικά στις δύσκολες μέρες που έρχονται, όμως, όπως προανέφερα, άλλα κριτήρια πρυτάνευσαν στη σκέψη του. Όμως αυτή η κίνηση του πρωθυπουργού θα έχει και μια παράπλευρη συνέπεια, πέρα από σχεδιασμούς επιτελείων, που πιθανόν να του αποφέρει πρόσθετα κομματικά οφέλη.
Να στείλει το ΠΑΣΟΚ στην αγκαλιά της Αριστεράς δημιουργώντας ένα αντίπαλο δέος, που σήμερα επειδή δεν υφίσταται, έχει οδηγήσει σε μια χαλαρότητα τη συσπείρωση της Νέας Δημοκρατίας. Και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ φαίνεται έτοιμη να πέσει σε αυτήν την παγίδα, αν κρίνω από τις πολύ πρόσφατες δηλώσεις στελεχών του, που μιλούν για σύμπραξη με Βαρουφάκη και Ζωή και τις λοιπές «προοδευτικές» δυνάμεις. Διότι χωρίς υπαρκτό κίνδυνο, χωρίς έντονες διαχωριστικές γραμμές, χωρίς ορατή απειλή, οι κεντρόφυγες δυνάμεις στο εκάστοτε κυβερνών κόμμα υπερτερούν των κεντρομόλων.
Προσωπικά, για να καταλήξω σε κάποιο αρχικό συμπέρασμα για την κατεύθυνση της Νέας Δημοκρατίας -μέχρι τις εκλογές υπάρχει πολύς δρόμος- θα περιμένω να δω και τον επικείμενο ανασχηματισμό. Εικάζω πως θα είναι ένα χαρμάνι διεύρυνσης προς το μεταρρυθμιστικό κέντρο, με ταυτόχρονη επιστροφή στις ρίζες του κόμματος. Μια ισορροπημένη κίνηση που θα ικανοποιεί, εν πολλοίς, το κοινό που στήριξε τον Μητσοτάκη σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις.
liberal.gr