13 Φεβρουαρίου 2025

Bloomberg: Το σχέδιο του Τραμπ για το Κίεβο θα κοστίσει $3 τρισ. στην Ευρώπη - Τα τρία σενάρια για το μέλλον της Ουκρανίας


Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αρχίζει να λέει στους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τι πρέπει να κάνουν αν θέλουν να διασφαλίσουν την ειρήνη στην Ουκρανία. Οι απαιτήσεις του πρόκειται να ωθήσουν το μπλοκ στα όριά του, σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg.

Ο Τραμπ μίλησε με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν την Τετάρτη, βάζοντας σε τροχιά τις ειρηνευτικές συνομιλίες, την ώρα που ο υπουργός Άμυνάς του εξηγούσε στους Ευρωπαίους συμμάχους ότι θα πρέπει να επωμιστούν το μεγαλύτερο μέρος του βάρους για οποιαδήποτε διευθέτηση. Το Bloomberg Economics υπολογίζει ότι η προστασία της Ουκρανίας και η ενίσχυση των δικών τους στρατών θα μπορούσε να κοστίσει στις μεγάλες δυνάμεις της ηπείρου επιπλέον 3,1 τρισ. δολάρια τα επόμενα 10 χρόνια.

Μια τέτοια δέσμευση θα αποκάλυπτε τις τριβές που η ΕΕ αποσιωπά εδώ και χρόνια. Αλλά με ένα αυταρχικό κράτος να απειλεί τα ανατολικά σύνορά της και με την αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι δεν μπορούν να βασίζονται στον Λευκό Οίκο, το κόστος της αδράνειας θα μπορούσε να είναι πολύ υψηλότερο. Ορισμένοι ηγέτες και πολλοί αξιωματούχοι ασφαλείας προειδοποιούν ότι αν οι Ευρωπαίοι αποτύχουν να δημιουργήσουν μια πειστική αποτροπή, τότε ο Πούτιν θα ενισχύσει τις προσπάθειές του να αποδυναμώσει και τελικά να διαλύσει ακόμη και την ΕΕ και τη συμμαχία του ΝΑΤΟ.

«Ο ένας πρόεδρος μετά τον άλλο γνώριζαν ότι η διατλαντική ασφάλεια ωφελεί τόσο τις ΗΠΑ όσο και την Ευρώπη», δήλωσε στο Bloomberg ο πρώην υπουργός Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου Ben Wallace. «Φαίνεται ότι ο Τραμπ νομίζει ότι ξέρει καλύτερα. Η ιστορία θα κρίνει αυτή την απόφαση».

Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έμειναν έκπληκτοι από το τηλεφώνημα του Τραμπ με τον Πούτιν, μια σημαντική διπλωματική κίνηση για την οποία οι βασικοί σύμμαχοι δεν είχαν λάβει καμία ειδοποίηση, δήλωσαν δύο αξιωματούχοι. Ένας άλλος Ευρωπαίος υποστηρικτής της Ουκρανίας έκανε λόγο για ξεπούλημα, λέγοντας ότι οι ΗΠΑ υποχωρούν στα βασικά αιτήματα του Πούτιν, πριν καν αρχίσουν οι συνομιλίες.

Οι δραματικές εξελίξεις αποκάλυψαν το μέγεθος της πρόκλησης που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι και για την οποία, αυτή τη στιγμή, είναι σε μεγάλο βαθμό απροετοίμαστοι.

Η Ρωσία διαθέτει σημαντικό πλεονέκτημα σε ανθρώπινο δυναμικό έναντι της Ευρώπης και η πολεμική της οικονομία μπορεί να παράγει οβίδες και άλλο στρατιωτικό εξοπλισμό με ρυθμό που υπερβαίνει τις ανάγκες του στρατού για την πρώτη γραμμή στην Ουκρανία, σύμφωνα με έναν ανώτερο Ευρωπαίο αξιωματούχο.

Όταν οι ηγέτες του μπλοκ είχαν συγκεντρωθεί στις Βρυξέλλες νωρίτερα αυτό το μήνα για να συζητήσουν την προσέγγισή τους στη νέα αμερικανική κυβέρνηση, είχαν καλή θέληση και πολλές ιδέες, αλλά δεν ελήφθησαν αποφάσεις, σύμφωνα με πηγή του διεθνούς πρακτορείου που είχε ενημέρωση για τη συνάντηση.

«Η Ρωσία και ο Πούτιν δεν απειλούν μόνο την Ουκρανία, αλλά όλους μας», δήλωσε η πρωθυπουργός της Δανίας Μέττε Φρεντέρικσεν στους δημοσιογράφους στο περιθώριο της συνάντησης.

Παρόλο που η αμερικανική κυβέρνηση έχει αναφέρει ότι επιθυμεί μια διαρκή διευθέτηση, οι Ευρωπαίοι ανησυχούν ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να κλείσει μια συμφωνία με τον Πούτιν πριν έχουν την ευκαιρία να επηρεάσουν την απόφασή του. Για πολλούς, το τηλεφώνημα της Τετάρτης ανέδειξε αυτούς τους φόβους.

Οι Ευρωπαίοι ανησυχούν ότι κανείς στην ομάδα του Τραμπ δεν έχει πραγματική εμπειρία στις διαπραγματεύσεις με τους Ρώσους, δήλωσε ένας αξιωματούχος. Οι περισσότεροι από την ομάδα του Πούτιν έχουν δεκαετίες εμπειρίας στις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ και την Ουκρανία και έμαθαν τη δουλειά τους στις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες.

«Θα χρειαστούν κάποιον που ξέρει πώς να διαπραγματεύεται με το Κρεμλίνο», δήλωσε ο Charles Kupchan, ανώτερος συνεργάτης του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, ο οποίος εργάστηκε για την εφαρμογή προηγούμενων συμφωνιών με τη Ρωσία στον Λευκό Οίκο υπό την κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα. «Οι παγίδες είναι ότι οι Ρώσοι καταλήγουν να κάνουν κύκλους γύρω από την αμερικανική ομάδα και ότι ο Τραμπ καταλήγει να διαπραγματεύεται μια κακή συμφωνία που στο τέλος της ημέρας δεν είναι πραγματικά μια συμφωνία».

Το Bloomberg Economics αξιολόγησε το κόστος της υποστήριξης της Ουκρανίας μέσω των μελλοντικών διαπραγματεύσεων, της ανοικοδόμησης της κατεστραμμένης από τον πόλεμο χώρας και της άμυνάς της, καθώς και της δημιουργίας μιας αξιόπιστης στρατιωτικής αποτροπής της Ευρώπης έναντι της περαιτέρω ρωσικής επιθετικότητας.

Η ανοικοδόμηση του στρατού της Ουκρανίας θα μπορούσε να κοστίσει περίπου 175 δισ. δολάρια σε διάστημα 10 ετών, ανάλογα με την κατάσταση των δυνάμεών της όταν επιτευχθεί μια διευθέτηση και πόσα εδάφη θα χρειαστεί να υπερασπιστούν. Μια ειρηνευτική δύναμη 40.000 ανδρών θα κόστιζε περίπου 30 δισ. δολάρια για το ίδιο χρονικό διάστημα, αν και ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι λέει ότι θα χρειαστούν πολλά περισσότερα στρατεύματα.

Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων θα διατεθεί για την ενίσχυση των στρατών των μελών της ΕΕ και την αύξηση του συνολικού αμυντικού προϋπολογισμού σε περίπου 3,5% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις τελευταίες συζητήσεις στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Η πρόσθετη χρηματοδότηση θα χρηματοδοτούσε αποθέματα πυροβολικού, συστήματα αεράμυνας και πυραυλικά συστήματα. Θα ενίσχυε τα ανατολικά σύνορα της ΕΕ, θα προετοίμαζε τους στρατούς της ΕΕ για ταχεία ανάπτυξη και θα οδηγούσε σε μαζική αύξηση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας.

Παρά την αυτοπεποίθηση του Τραμπ, η πορεία προς μια συμφωνία παραμένει εξαιρετικά αβέβαιη, με τον Πούτιν να μην δείχνει καμία διάθεση να συμβιβαστεί στις μακροχρόνιες απαιτήσεις του. Αλλά τα γενικά περιγράμματα μιας διευθέτησης έρχονται στο προσκήνιο.

Τρία σενάρια για το μέλλον της Ουκρανίας

Το πιο πιθανό σενάριο για το Bloomberg Economics «βλέπει» τα κατεχόμενα από τη Ρωσία εδάφη να παραμένουν σε εκκρεμότητα για το ορατό μέλλον και υπό τον de facto ρωσικό έλεγχο. Θα μπορούσαν να υπάρξουν κάποιες ανταλλαγές εδαφών που θα αφορούσαν ρωσικά εδάφη στην περιοχή του Κουρσκ που κατακτήθηκαν από το Κίεβο.

Η Ουκρανία θα λάβει κάποιου είδους εγγυήσεις ασφαλείας. Και πολλές από τις διαπραγματεύσεις θα επικεντρωθούν στο πόσο ισχυρές θα είναι αυτές. Με την ασφάλεια της ένταξης στο ΝΑΤΟ να μην βρίσκεται πιθανώς στο τραπέζι προς το παρόν, οποιαδήποτε υπόσχεση που θα δοθεί σήμερα θα εξαρτηθεί τελικά από τη δέσμευση των μελλοντικών πολιτικών ηγετών.

Αν οι Ευρωπαίοι μπορέσουν να δημιουργήσουν μια καλή γραμμή επικοινωνίας με τον Λευκό Οίκο, θα προσπαθήσουν να πείσουν τον Τραμπ να διατηρήσει την υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Κίεβο για αρκετό χρονικό διάστημα, ώστε τα κράτη της ΕΕ να αυξήσουν γρήγορα τις δικές τους δυνατότητες.

Το ιδανικό σενάριο για το Κίεβο «βλέπει» τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους να δεσμεύονται να επέμβουν εάν η Ρωσία αθετήσει τη συμφωνία. Αλλά ο κίνδυνος άμεσης σύγκρουσης με τη Ρωσία κάνει ακόμη και ορισμένους από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της Ουκρανίας επιφυλακτικούς.

Αντ' αυτού, οι σύμμαχοι του Κιέβου θα μπορούσαν να δεσμευτούν για την αύξηση της στρατιωτικής υποστήριξης προς την Ουκρανία και την εκ νέου επιβολή ή την ενίσχυση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν την Ουκρανία να αναπτύξει τη δική της αμυντική βιομηχανία και να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της.

Αν η ΕΕ μπορέσει να τα καταφέρει όλα αυτά, μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την ένταξη της Ουκρανίας στο μπλοκ, ίσως μέσα στην επόμενη δεκαετία, ενισχύοντας την ανατολική της πλευρά και αποδεικνύοντας την ανανεωμένη ικανότητα του μπλοκ να επηρεάζει τις χώρες γύρω του.

Στο εφιαλτικό σενάριο για το Κίεβο, ο Τραμπ μπορεί να χάσει το ενδιαφέρον του για το μέλλον της Ουκρανίας πριν επιτευχθεί οποιαδήποτε διευθέτηση, διακόπτοντας τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια και αφήνοντας τους Ευρωπαίους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.

Ακόμα και αν η εμπλοκή του Τραμπ με τον Πούτιν οδηγήσει σε μια ειρηνευτική συμφωνία που αρχικά θα έχει ισχύ, θα μπορούσε απλώς να καθυστερήσει την επόμενη φάση αυτού που ο Πούτιν έχει περιγράψει ως πόλεμο μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας.

Μια συμφωνία θα διατηρούσε την ουκρανική κυριαρχία και θα επέτρεπε στη χώρα να ξεκινήσει την ανοικοδόμηση. Αλλά θα μπορούσε επίσης να αποφέρει σημαντικά κέρδη στον Πούτιν, με τον έλεγχο ενός μεγάλου τμήματος της ουκρανικής επικράτειας και ενδεχομένως ένα μπλοκάρισμα της ένταξης του Κιέβου στο ΝΑΤΟ.

Οι χώρες της Βαλτικής, τις οποίες ο Πούτιν θεωρεί μέρος της ρωσικής αυτοκρατορίας που θέλει να ανοικοδομήσει, θα ήταν ο πιο πιθανός επόμενος στόχος.

Ο Πούτιν δεν χρειάζεται καν να εξαπολύσει επίθεση πλήρους κλίμακας για να επιτύχει τους πραγματικούς του στόχους, σύμφωνα με τον Andres Kasekamp, καθηγητή στη Σχολή Munk School of Global Affairs του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Μια υβριδική επιχείρηση για την πρόκληση τοπικών ταραχών θα μπορούσε να δώσει στο Κρεμλίνο ένα πρόσχημα για μια περιορισμένη εισβολή, δήθεν για την προστασία των ρωσόφωνων κοινοτήτων. Ο Πούτιν χρησιμοποίησε εξάλλου παρόμοια τακτική στην ανατολική Ουκρανία το 2014.

Εάν η Ουάσινγκτον αρνηθεί να συμμετάσχει σε μια δύναμη του ΝΑΤΟ για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας επίθεσης, τότε ο Πούτιν θα έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια διάσπαση μεταξύ των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην ΕΕ, κάτι που αποτελεί μακροχρόνιο στόχο του.

Το Bloomberg Economics εκτιμά ότι η Ουκρανία θα χρειαστεί να δαπανήσει περίπου 230 δισ. δολάρια για την ανοικοδόμηση κτιρίων και υποδομών που καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εάν λάβει χρηματοδότηση για αυτό και υπάρξει ένας βιώσιμος διακανονισμός, οι βιομηχανίες ενέργειας, μεταποίησης και κατασκευών της Ουκρανίας είναι πιθανό να εκτοξευθούν. Αυτό θα ελαφρύνει το βάρος για τα μέλη της ΕΕ με την πάροδο του χρόνου. Το Κίεβο έχει επίσης καταφέρει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του Τραμπ για τα αποθέματά του σε κρίσιμα υλικά όπως ουράνιο, λίθιο και γραφίτη.

Ωστόσο, σήμερα υπάρχει έλλειμμα 130 δισ. δολαρίων μεταξύ των αναγκών ανασυγκρότησης της Ουκρανίας και της χρηματοδότησης που έχουν υποσχεθεί ν απαράσχουν οι εταίροι της, σύμφωνα με το Bloomberg Economics. Αυτό θέτει σε κίνδυνο οποιαδήποτε οικονομική ανάκαμψη και θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ανθεκτικότητα της Ουκρανίας μακροπρόθεσμα.

Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υποστηρίζουν την άποψη του Ζελένσκι ότι κάθε αξιόπιστη μεταπολεμική ειρηνευτική δύναμη πρέπει να περιλαμβάνει ένα σημαντικό αμερικανικό απόσπασμα. Οι Γάλλοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να το κάνουν μόνοι τους επειδή δεν μπορούν να βασίζονται στους Αμερικανούς και πρέπει να το συνηθίσουν αυτό, σύμφωνα με δύο αξιωματούχους.