27 Απριλίου 2025

Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα - 27 Απριλίου 1941, η σβάστικα στην Ακρόπολη


Η κατάρρευση του μετώπου- Η αναχώρηση του Γεωργίου Β’ και της κυβέρνησης για την Κρήτη – Η παράδοση της Αθήνας – Μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν την είσοδο των Ναζί στην ελληνική πρωτεύουσα

Συμπληρώνονται σήμερα 84 χρόνια από μα μαύρη στιγμή για τη νεότερη ελληνική ιστορία. Πρόκειται για τη εισβολή ή «είσοδο» των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα και η έπαρση της σβάστικας στην Ακρόπολη, μετά την υποστολή της γαλανόλευκης. Είχαν προηγηθεί η συνθηκολόγηση Τσολάκογλου, μια πολυσυζητημένη ενέργεια με την οποία θα ασχοληθούμε σύντομα, η κατάρρευση του μετώπου, η αναχώρηση του Γεώργιου Β’ και της κυβέρνησης για την Κρήτη και η εσπευσμένη φυγή των Βρετανικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στην Ελλάδα για τη Μέση Ανατολή. Ας δούμε όμως τα γεγονότα.

Η κατάρρευση του μετώπου μετά τη συνθηκολόγηση ΤσολάκογλουΣτις 18.00 της 20ης Απριλίου 1940, στο Βοτονόσι του νομού Ιωαννίνων, 10 χλμ. μακριά από το Μέτσοβο και 40 χλμ. από τα Γιάννενα, ο Αντιστράτηγος Τσολάκογλου και ο Υποστράτηγος Ζεπ Ντίτριχ της LSSAH υπέγραψαν πρωτόκολλο ανακωχής, με ευνοϊκούς όρους για την Ελλάδα. Η παρέμβαση των Ιταλών περιέπλεξε τα πράγματα. Έτσι, η οριστική συμφωνία ανακωχής υπογράφηκε στις 23/4/1941 στη Θεσσαλονίκη, από τον Τσολάκογλου, τον Στρατηγό Γιόντλ και τον Ιταλό Φερέρο.

Οι Γερμανοί στο μεταξύ στις 22 Απριλίου επιτέθηκαν στη διάβαση των Θερμοπυλών την οποία υπεράσπιζαν η 19η Αυστραλιανή Ταξιαρχία και η 6η Νεοζηλανδική. Κατά μία φοβερή συγκυρία, επικεφαλής των δυνάμεων στο παράκτιο πέρασμα ήταν ο Νεοζηλανδός Στρατηγός Φράιμπεργκ, ο οποίος μετά την κατάληψη των Θερμοπυλών έφυγε για την Κρήτη. Όπως έχουμε γράψει και σε παλαιότερα άρθρα μας, ο Φράιμπεργκ φέρει σοβαρή ευθύνη για την κατάληψη της Μεγαλονήσου. Παρ’ όλα αυτά, μετά την Κρήτη πήγε στη Β. Αφρική, όπου είχε μια σειρά από σημαντικές επιτυχίες.


Αυστραλοί αιχμάλωτοι πολέμου στο στρατόπεδο της Κορίνθου. Απρίλιος -Μάιος 1941

Τον συναντήσαμε και στη μάχη του Μόντε Κασίνο στην Ιταλία,, όπου και πάλι χρεώνεται με πολλά και σοβαρά λάθη. Πάντως, τον Απρίλιο του 1941, τόσο οι άνδρες του Φράιμπεργκ, όσο και αυτοί του Στρατηγού Μακέι, που υπεράσπιζαν το τμήμα προς τον Μπράλο αγωνίστηκαν ηρωικά, αλλά αναγκάστηκαν, μπροστά στη γερμανική υπεροχή να υποχωρήσουν. Τελευταίο προπύργιο των Βρετανών ήταν η διώρυγα της Κορίνθου, την οποία υπεράσπιζαν το 4ο Σύνταγμα Ουσάρων, Αυστραλοί και Μαορί.

Οι δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας είχαν υπονομεύσει τη γέφυρα με εκρηκτικά. Οι Γερμανοί γνωρίζοντας ότι θα συναντούσαν λυσσαλέα αντίσταση επιστράτευσαν το Ι και το ΙΙ Τάγμα του 2ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών. Μετά από σφοδρές συγκρούσεις, στη διάρκεια των οποίων ανατινάχτηκε και η γέφυρα της διώρυγας, είτε στη διάρκεια της μάχης και ενώ Γερμανοί σκαπανείς επιχειρούσαν να απομακρύνουν τα εκρηκτικά είτε σκόπιμα από τους Βρετανούς.


Απρίλιος-Μαίος 1941. Αυστραλοί αιχμάλωτοι πολέμου από το Ναύπλιο στο στρατόπεδο της Κορίνθου

Οι βρετανικές δυνάμεις υποχώρησαν προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου και με τη βοήθεια Ελλήνων χωρικών οδηγήθηκαν προς τα λιμάνια της Μονεμβασιάς και της Καλαμάτας για να φυγαδευτούν με πλοία στη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική. Κάποιοι όμως αιχμαλωτίστηκαν. Ο δρόμος προς την Αθήνα είχε ανοίξει διάπλατα για τους Ναζί…

Η αναχώρηση του Γεώργιου Β’ και της κυβέρνησης για την ΚρήτηΣτις 22 Απριλίου 1941, τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησης αναχώρησαν για την Κρήτη, με το αντιτορπιλικό «Βασίλισσα Όλγα». Την επόμενη αναχώρησαν αεροπορικώς ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και ο Βρετανός πρεσβευτής. Για λίγες μέρες ακόμα παρέμειναν στην Αθήνα ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Αντιναύαρχος Σακελλαρίου, ο Υπουργός Μανιαδάκης, ο Στρατηγός T.G.G. Heywood και ο Ναυτικός Ακόλουθος της Βρετανικής Πρεσβείας Πλοίαρχος Terl, οι οποίοι έφυγαν από την περιοχή της Αργολίδας στις 27 Απριλίου.


Γερμανοί στρατιώτες και Kubelwagen στον Θησαυρό του Ατρέα στις Μυκήνες

Ο Αρχιστράτηγος Παπάγος αρνήθηκε να φύγει «συμμεριζόμενος την τύχη των ανδρών του» γράφει ο Δρ. Ι.Σ. Παπαφλωράτος και συνεχίζει: «Ήταν μια γενναία απόφαση επειδή οι Γερμανοί γνώριζαν καλώς ότι ο ίδιος δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των θαυμαστών της στρατιωτικής τους υπεροχής οι οποίοι αφθονούσαν στους ανωτάτους στρατιωτικούς κύκλους. Εν τούτοις, οι Γερμανοί δεν τον συνέλαβαν, αλλά τον έθεσαν υπό στενή παρακολούθηση».

Ο Παπάγος μάλιστα θεωρώντας ότι είχαν παραβιαστεί οι διαταγές του, στις 23 Απριλίου 1941 υπέβαλε αίτηση παραιτήσεως από τις τάξεις του Στρατού, αναφέροντας τα εξής: «Επειδή το Στράτευμα το τελούν υπό τας διαταγάς μου εσυνθηκολόγησε παρά τας διαταγάς μου και άνευ εξουσιοδοτήσεώς μου, υποβάλλω αίτησιν αποστρατείας». Είχε προηγηθεί, στις 21/4 διαταγή του προς τον Διοικητή Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου, με την οποία επέκρινε σφοδρά τον Τσολάκογλου, τόνιζε ότι ο Στρατός πρέπει να αγωνιστεί μέχρι το έσχατο όριο των δυνατοτήτων του και ζητούσε άμεση αντικατάσταση το Τσολάκογλου. Θυμίζει ότι στις 18 Απριλίου 1941 είχε αυτοκτονήσει στην Αθήνα, με δύο σφαίρες (!) ο Πρωθυπουργός Κορυζής.Στην, τουλάχιστον περίεργη, αυτή αυτοκτονία έχουμε αναφερθεί σε ξεχωριστό άρθρο μας.

Στις 23/4/1941 ο Γεώργιος Β’ απηύθυνε διάγγελμα στον ελληνικό λαό, το οποίο έκλεινε ως εξής: «Μην αποθαρρήσετε Έλληνες, ουδέ κατά την οδυνηράν αυτήν στιγμήν της ιστορίας μας. Θα είμαι πάντοτε μεταξύ υμών. Το δίκαιον του αγώνος μας και ο Θεός να βοηθήσουν, όπως επιτύχομεν δι’ όλων των μέσων την τελικήν νίκην, παρά τας δοκιμασίας, τας θλίψεις, τους κινδύνους τους οποίους από κοινού εδοκιμάσαμεν και θα δοκιμάσωμεν εν τω μεταξύ. Μείνατε πιστοί εις την ιδέαν μιας ηνωμένης, αδιαιρέτου, ελευθέρας Πατρίδος. Εντείνατε τας θελήσεις σας. Αντιτάξτε την ελληνικήν σας υπερηφάνειαν κατά της εχθρικής βίας και των εχθρικών δελεασμών. Θαρρείτε. Αι καλαί ημέραι θα επανέλθουν. Ζήτω το Έθνος».


Γερμανοί στρατιώτες, πιθανότατα αλεξιπτωτιστές, κοντά στη διώρυγα της Κορίνθου

Οι Ναζί στην Αθήνα (27 Απριλίου 1941)

Το πρωί της Κυριακής (Κυριακή του Θωμά) της 27ης Απριλίου ελάχιστοι Αθηναίοι κυκλοφορούσαν στην πόλη. Παρά και τη σημαντική θρησκευτική εορτή ελάχιστοι πιστοί είχαν προσέλθει στις εκκλησίες. Το ραδιόφωνο μετέδιδε τη Θεία Λειτουργία. Ξαφνικά, η μετάδοση διακόπηκε για να μεταδοθεί η παρακάτω έκτακτη ανακοίνωση του Στρατιωτικού Διοικητή της πόλης, Υποστράτηγου Καβράκου.


Απρίλιος 1941. Εγκαταλελειμμένα Βρετανικά Vickers Mk VI και Bren Carrier στην οδό Παλαιολόγου στην πόλη της Λάρισας

«Λόγω της επιτακτικής ανάγκης διατάσσω να διακοπεί πάσα (κάθε) κίνησις εις τας οδούς των Αθηνών, του Πειραιώς και των Προαστίων. Να ώσι κλειστά άπαντα τα καταστήματα και οι κάτοικοι να παραμείνουν εις τας εστίας των, οι αξιωματικοί και οι στρατιώται εις τους στρατώνες και οι αστυνομικοί εις τα Τμήματά των. Απαγορεύω την έκτακτον έκδοσιν εφημερίδων. Και επειδή η πόλις είναι ανοχύρωτος, ουδεμία αντίστασις θα προβληθεί. Αξιώ να μην ακουσθεί ούτε ένας πυροβολισμός. Οι παραβάτες θα συλλαμβάνονται αμέσως και θα εγκλεισθώσι εις τας φυλακάς φρουρούμενοι ασφαλώς. Αναπληρωτήν μου κατά την απουσίαν μου ορίζω τον Συνταγματάρχην Πεζόπουλον».

Στην πόλη επικρατούσε νεκρική σιγή. Οι τελευταίοι Βρετανοί στρατιώτες ανατίναξαν μια αποθήκη πυρομαχικών στον Πειραιά. Στην Αθήνα είχαν παραμείνει μόνο ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κωνσταντίνος Πεζόπουλος, ο Δήμαρχος Αμβρόσιος Πλυτάς και ο φρούραρχος, εκ μέρους των Αρχών. Αυτοί συγκρότησαν μια επιτροπή, στην οποία εκτός από τους ίδιους συμμετείχαν ο Δήμαρχος Πειραιώς Μιχαήλ Μανούσκος και ο γερμανομαθής Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κανελλόπουλος. Στην επιτροπή αρνήθηκε να συμμετάσχει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος.

Τα μέλη της, θα παρέδιδαν την ανοχύρωτη Αθήνα στους Ναζί. Είχαν προηγηθεί σχετικές συνεννοήσεις με τον Στρατιωτικό Ακόλουθο της Γερμανικής πρεσβείας Αντισυνταγματάρχη von Hohenberg. Τα μέλη της επιτροπής περίμεναν από τις 8.30 το πρωί στη διασταύρωση των Λεωφόρων Κηφισίας και Αλεξάνδρας. Ο επικεφαλής των Γερμανών Αντισυνταγματάρχης Otto von Seiben έφτασε εκεί στις 10.15 π.μ. συνοδευόμενος από τους επιτελείς του και κατευθύνθηκε προς τα μέλη της επιτροπής. Αφού τα χαιρέτησε στρατιωτικά, περίμενε από τον στρατιωτικό ακόλουθο την παρουσίασή τους.


Γερμανοί αλεξιπτωτιστές και ομάδα Βρετανών αιχμαλώτων πολέμου κοντά στην διώρυγα της Κορίνθου. Απρίλιος 1941

Όλοι, κατακόκκινοι από ταραχή και συγκίνηση έκλιναν τα κεφάλια τους και περίμεναν την τυπική χειραψία. Ο von Seiben χαιρέτησε στρατιωτικά και πρότεινε στους Έλληνες να καθίσουν στο γειτονικό καφενείο «Παρθενών». Πολλοί Αθηναίοι αμίλητοι παρακολουθούσαν το δραματικό σκηνικό.

Ο Καβράκος κάπνιζε ασταμάτητα για να κρύψει τον εκνευρισμό του. Τελικά, προσφώνησε τον Γερμανό αξιωματικό, ενώ ο Κανελλόπουλος μετέφρασε το παρακάτω κείμενο στα γερμανικά: «Αι τοπικαί στρατιωτικαί και πολιτικαί Αρχαί, αποτελούμεναι από τον Στρατηγό Καβράκον Χρήστον, ανώτερο στρατιωτικό Διοικητή Αττικοβοιωτίας, τον Πεζόπουλον Κωνσταντίνον, Νομάρχην Αττικοβοιωτίας, τον Πλυτά Αμβρόσιον, Δήμαρχον Αθηναίων, τον Μανούσκον, Μιχαήλ, Δήμαρχον Πειραιώς, δηλούν προς τον Διοικητήν των γερμανικών στρατευμάτων ότι: Αι πόλεις των Αθηνών και ανοχύρωτοι είναι και ουδεμίαν προτίθενται να αντιτάξουν αντίστασιν εις την κατοχήν. Ελήφθησαν ήδη όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς διασφάλισιν της τάξεως εκ μέρους μας, μέχρι της εισόδου των Γερμανών».

Ο Γερμανός αξιωματικός απάντησε στη γλώσσα του εκθειάζοντας τον ελληνικό πολιτισμό και τόνισε: «Σας διαβεβαιώ ότι ο γερμανικός στρατός δεν έρχεται ως εχθρός αλλά ως φίλος φέρων την ειρήνην εις την Ελλάδα. Η μακρά φιλία η οποία μας συνδέει με την Ελλάδα θα αναζωπυρωθεί εντός ολίγων ημερών. Αμέσως μετά υπογράφτηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και ο Πλυτάς πρόσφερε συμβολικά στον Γερμανό, το κλειδί της πόλης.


Η βομβαρδισμένη Πάτρα. Άνοιξη 1941

Έπειτα ο von Seiben κάλεσε τους διοικητές των μικρότερων τμημάτων και τους υπέδειξε μπροστά σ’ έναν χάρτη τα μέρη όπου έπρεπε να κατευθυνθούν, ενώ έκλεισε ένα νέο ραντεβού με τον Πλυτά στις 12 το μεσημέρι. Συγκλονιστικό είναι το τελευταίο ανακοινωθέν του Ρ/Σ Αθηνών, που συντάχθηκε από τον Δημήτριο Σβολόπουλο, πατέρα του αείμνηστου ακαδημαϊκού Κων/νου Σβολόπουλου και εκφωνήθηκε από τον Κων/νο Σταυρόπουλο.

Στην ιστορία έχει μείνει ιδιαίτερα το τελευταίο μέρος του ανακοινωθέντος: «Προσοχή! Ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. Θα είναι γερμανικός και θα μεταδίδει ψέματα! Έλληνες! Μην τον ακούτε! Ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα συνεχιστεί μέχρι της τελικής νίκης. Ζήτω το έθνος των Ελλήνων!».

Μαρτυρίες όσων έζησαν τη γερμανική εισβολή στην Αθήνα

Στο βιβλίο του «Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ‘’ΟΧΙ’’» (Εκδόσεις HISTORICAL QUESΤ ο Νίκος Γιαννόπουλος γράφει ότι μετά την εγκατάλειψη της γραμμής άμυνας των Θερμοπυλών από τους Βρετανούς, οι Γερμανοί κινήθηκαν προς την Αττική. Επικεφαλής τους ήταν ένα Τάγμα Αναγνώρισης με μοτοσικλετιστές και οχήματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας. Αυτή είχε προωθηθεί από τη Μαγνησία στη Βόρεια Εύβοια, από εκεί στη Χαλκίδα και στη συνέχεια πέρασε στη Στερεά Ελλάδα και έφτασε έξω από την Αθήνα.


Βρετανική φάλαγγα οχημάτων στο Σύνταγμα τον Μάρτιο του 1941

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 26/27 Απριλίου 1941 οι τελευταίες βρετανικές δυνάμεις εγκατέλειπαν την Αθήνα. Ο Ανδρέας Σταματόπουλος, αυτόπτης μάρτυρας βρισκόταν εκείνης τις μέρες στην Αθήνα με την οικογένειά του. Έμειναν στην οδό Σταδίου, στο ξενοδοχείο «City Palace». Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Νίκος Γιαννόπουλος, σύμφωνα με τον Σταματόπουλο, μόλις αποχώρησαν όλα τα βρετανικά οχήματα από την Αθήνα, ως τις 2.30 π.μ. επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Από τις 2.30 π.μ. ως τις 4.00 π.μ. υπήρξε μια σποραδική κίνηση στρατιωτικών οχημάτων.

Ο κόσμος ήταν άγρυπνος και κοίταζε από τα παραθυρόφυλλα γεμάτος αγωνία. Γύρω στις 8 π.μ., ο Σταματόπουλος άκουσε θόρυβο μηχανής έξω από το ξενοδοχείο: «Μια γκρίζα στρατιωτική μοτοσικλέτα που έφερε διπλωμένη πίσω από το κάθισμα του οδηγού κόκκινη σημαία με εμφανή τη μαύρη σβάστικα πέρασε με ταχύτητα από την περιοχή της Πλατείας Ομονοίας προς το Σύνταγμα. Ξαφνικά όλοι αισθανθήκαμε έναν κόμπο να πνίγει τον λαιμό μας. Είχαμε πλέον κατοχή…».


Αυστραλοί στρατιώτες στην Ακρόπολη, τον Μάρτιο του 1941

Πραγματικά, στις 8.00 π.μ. της Κυριακής 27 Απριλίου 1941 μοτοσικλέτες και τεθωρακισμένα οχήματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Φριτς Ντίρφλιγκ μπήκαν στην Αθήνα από τα Βόρεια Προάστια. Ο Νίκος Τσέρτος είδε τους πρώτους στην Πλατεία Αμερικής: «Οδηγούσαν μοτοσικλέτες BMW με το καλάθι και το πολυβόλο. Ακολουθούσαν ελαφρά τεθωρακισμένα, τα οποία είχαν στο καπό στερεωμένη τη γερμανική σημαία για αναγνώριση». «Έτυχε να είναι ημέρα συννεφιασμένη, ημέρα θλιβερή», θυμάται ο Ιωάννης Αντωνακέας.

Ο 13χρονος τότε Ιάκωβος Βαγιάκης παρακολουθούσε από τις γρίλιες του παραθύρου του μια γερμανική μηχανοκίνητη φάλαγγα. Έφτασε στην Πλατεία Κάνιγγος που τότε είχε κυκλική κυκλοφορία και έκανε στάση. Οι στρατιώτες όρμησαν στις νεραντζιές που ήταν φυτεμένες γύρω, έκοβαν νεράντζια και άρχισαν να τα τρώνε, ίσως γιατί νόμισαν ότι ήταν πορτοκάλια! Η Ελένη Φραγκιά, τομεάρχης της ΕΟΝ είπε: «Η εντολή από την κεντρική διοίκηση της ΕΟΝ ήταν να τους δεχθούμε με τη σιωπή μας και να κλειστούμε στα σπίτια μας… Η Αθήνα ήταν νεκρή πόλη, δεν υπήρχε παράθυρο ανοικτό, άνθρωπος στον δρόμο. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά. Ακούσαμε μέσα από τα παράθυρα την μπότα, το τανκ και τη μοτοσικλέτα του κατακτητή».

Ο Βασίλης Κουρουπός έμενε τότε στου Ψυρρή: «Ακούγαμε τους Γερμανούς να κατεβαίνουν την Ερμού. Κλαίγαμε με κλειστά τα παράθυρα και τις πόρτες». Ο αείμνηστος Λεωνίδας Κύρκος, στην τελευταία συνέντευξή του στον Νίκο Γιαννόπουλο περιέγραψε το πρώτο άκουσμα των κατακτητών». «Κλειδωμένοι στα σπίτια, πίσω από τα παράθυρα ακούσαμε την μπότα των Γερμανών να χτυπά στον δρόμο. Αυτή ήταν η πρώτη ανάμνηση της Κατοχής». Ο νεαρός τότε, Νικόλαος Παυλιόγλου περιγράφει μια σκηνή που αντίκρισε στην οδό Πανεπιστημίου: «Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, με ελάχιστο κόσμο. Υπήρχαν κάποιοι ελάχιστοι που χειροκροτούσαν, αλλά αυτοί ήταν γερμανικής καταγωγής».

Και ο Νίκος Τσέρτος, λέει για την οδό Πατησίων: «Στην Πατησίων έφτασαν από την Τατοΐου. Ούτε κόσμος, ούτε χειροκροτήματα, ούτε τίποτα, εν αντιθέσει με το Παρίσι». Πάντως και οι δύο εντυπωσιάστηκαν από την εμφάνιση των Γερμανών: «Ήταν κάτι θηρία μαυρισμένα από τις κακουχίες. Αγέλαστοι και αμίλητοι» (Ν. Παυλιόγλου). «Αγριεμένοι, μαυρισμένοι από τις σκόνες, ήταν πολεμιστές. Σου έκαναν αμέσως εντύπωση και σου προκαλούσαν φόβο» (Ν. Τσέρτος). Ο Στάθης Τουρνάκης που συνάντησε Γερμανούς μοτοσικλετιστές καθώς επέστρεφε σπίτι του στην Πλάκα από του Μακρυγιάννη τονίζει ότι του έκαναν εντύπωση. «Ήταν στρατιώτες. Μέχρι τότε είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε κουρελήδες Ιταλούς αιχμαλώτους. Οι Γερμανοί, ακόμα και αιχμάλωτοι, δεν νομίζω να παρουσίαζαν ποτέ τέτοια εικόνα».


Γερμανοί στρατιώτες με τη σβάστικα στην Ακρόπολη

Λίγο πριν τις 9.00 π.μ. οι άνδρες ενός άλλου γερμανικού μηχανοκίνητου αποσπάσματος υπό τη διοίκηση του Λοχαγού Γιάκομπι, έφτασαν στα Προπύλαια της Ακρόπολης και ύψωσαν τη γερμανική σημαία (σβάστικα) στον Ιερό Βράχο, αφού πρώτα έγινε υποστολή της ελληνικής σημαίας. Ήταν μια μαύρη στιγμή της ελληνικής ιστορίας. Η Ελένη Φραγκιά αφηγείται: «Πήγαν στην Ακρόπολη κατέβασαν τη σημαία και έβαλαν τη σβάστικα. Αυτό ήταν μια πληγή για μας».

Όταν έμπαιναν οι Γερμανοί στην Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα επιχείρησε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο. Τελικά πέθανε στις 2 Μαΐου. Ποτέ δεν ξεπέρασε τον ανεκπλήρωτο έρωτά της για τον Ίωνα Δραγούμη, ενώ και η ασθένειά της (σκλήρυνση κατά πλάκας), έκανε δύσκολη τη ζωή της. Και τα εθνικά της φρονήματα όμως έπαιξαν ρόλο. Άλλωστε η ίδια είχε γράψει προφητικά: «Στον κόσμο υπάρχουν πράγματα, ιδέες, αρχές, ιδανικά, πίστες (πληθ. της λ. πίστη) που βαραίνουν περισσότερο από τη ζωή». Πάντως το ατίθασο ελληνικό πνεύμα, μπήκε αμέσως σε δράση. Όπως αφηγήθηκε ο αείμνηστος Μανώλης Γλέζος, το απόγευμα της ίδιας μέρας, οι Γερμανοί είχαν φτιάξει οδοδείκτες. Τη νύχτα όμως, ο ίδιος μαζί με άλλους τους κατέστρεψαν. Όταν το επόμενο πρωί ένα γερμανικό τμήμα έφτασε στη διασταύρωση Ιεράς Οδού και Κωνσταντινουπόλεως δεν ήξερε πού να κατευθυνθεί…

Επίλογος

Πάντως, η τελευταία πόλη της ηπειρωτικής Ελλάδας που έπεσε στα χέρια των Γερμανών ήταν η Καλαμάτα, μετά από σκληρή μάχη με τους Βρετανούς στις 28/4/1941. Σε ομιλία του στο Ράιχσταγκ στις 4/5/1941, ο Χίτλερ είπε: «Ενώπιον της ιστορίας είμαι υποχρεωμένος να αναγνωρίσω ότι, από τους έως τώρα αντιπάλους μας, ο Έλληνας στρατιώτης επολέμησε με εξαιρετική γενναιότητα και δεν παρεδόθη παρά μόνον όταν κάθε αντίστασή του ήταν αδύνατη και δεν είχε κανένα νόημα. Ως εκ τούτου απεφάσισα να μην κρατηθεί κανένας Έλληνας στρατιώτης αιχμάλωτος και οι αξιωματικοί να διατηρήσουν τα προσωπικά όπλα τους».

Πηγές: Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1949», Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014

ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ «ΟΧΙ», Εκδόσεις HISTORICAL QUEST, 2015

Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ