26 Μαΐου 2025

Μόνο με άρση του casus belli ανοίγει η πόρτα της ευρωάμυνας στην Τουρκία, λέει η Αθήνα


Η συμμετοχή της Αγκυρας στο γιγαντιαίο ευρωπαϊκό εξοπλιστικό πρόγραμμα περνάει μέσα από την Αθήνα, αλλά και από την αλλαγή στάσης απέναντι στην Κύπρο διαμηνύει η κυβέρνηση προς Βρυξέλλες και Ερντογάν - Επιδίωξη για λήψη αποφάσεων με ομοφωνία στην ΕΕ

Μάχη, στην οποία επιστρατεύει όλα τα όπλα που διαθέτει, δίνει η Αθήνα προκειμένου να τεθούν όροι και προϋποθέσεις στην προσπάθεια της Τουρκίας να εκμεταλλευτεί τη θετική για τα συμφέροντά της συγκυρία και να περάσει από το «παράθυρο» η τουρκική αμυντική βιομηχανία στο μεγάλο αμυντικό, οικονομικό και γεωπολιτικής σημασίας σχέδιο των 800 δισ. ευρώ για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης.

Ηδη η Αθήνα έχει κάνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, όμως ο δρόμος είναι μακρύς και όχι ευθύγραμμος.

Από την πρώτη στιγμή η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία της Ε.Ε. αλλά και ενισχυόμενη από τον δυναμισμό της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας και τον αυξανόμενο περιφερειακό της ρόλο, αυτοπροβλήθηκε ως η «λύση» στα προβλήματα ασφάλειας που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Αυτή η προσπάθεια ενθαρρύνεται από μεγάλο αριθμό κρατών-μελών, τα οποία, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, προωθούν τη συνεργασία με την τουρκική αμυντική βιομηχανία και την προσέγγιση με την Τουρκία

Ο Ταγίπ Ερντογάν, με όχημα τη συμμετοχή της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας στο μεγάλο αυτό ευρωπαϊκό σχέδιο επανεξοπλισμού της Ευρώπης, που θα φτάσει τα 800 δισ. ευρώ, δεν αποσκοπεί απλώς στην εξασφάλιση πολύτιμων πόρων για την αυτοχρηματοδότηση της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας του, αλλά και στην επίτευξη πολιτικών και διπλωματικών στόχων, επιβάλλοντας ο ίδιος μία a la carte σχέση με την Ε.Ε.

Διπλωματική μάχη

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, πρόκειται για μια αποφασιστική, ζωτικής σημασίας διπλωματική μάχη ώστε να τεθούν όροι και προϋποθέσεις στη συνεργασία αυτή με την Τουρκία, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα προκύψει μια στρατηγικής σημασίας πρόκληση και αντίφαση: η Ελλάδα και η Κύπρος, μέσω της ιδιότητάς τους ως μέλη της Ε.Ε., να χρηματοδοτούν την αμυντική βιομηχανία μιας χώρας που αμφισβητεί ευθέως την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματά τους, ενώ μάλιστα στην περίπτωση της Κύπρου δεν αναγνωρίζει καν την κρατική της υπόσταση.

Καθώς οι διαβουλεύσεις στις Βρυξέλλες αφορούν ιδιαίτερα λεπτά, περίπλοκα και τεχνοκρατικά ζητήματα που θα εγείρουν διαρκώς ερμηνευτικά προβλήματα, και καθώς οι αποφάσεις θα εξαρτώνται από πολιτικούς συσχετισμούς, η Αθήνα, μέσω του Κυριάκου Μητσοτάκη, επέλεξε σε πολιτικό επίπεδο να θέσει τον πήχη ψηλά. Ο πρωθυπουργός, στη συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ, τόνισε ότι δεν μπορεί να υπάρξει τέτοιου είδους συνεργασία με μια χώρα που διατηρεί το casus belli εναντίον της Ελλάδας και δήλωσε ότι ο ίδιος προτίθεται να θέσει το ζήτημα της άρσης του στον Ταγίπ Ερντογάν, ενώ το μήνυμα αυτό είχε αποδέκτες και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και τις Βρυξέλλες.

Το θέμα της συμμετοχής της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Αμυνα θα αποτελέσει, όπως όλα δείχνουν, ένα ακόμη πεδίο αντιπαράθεσης με την Τουρκία και πιθανόν και με ορισμένους εταίρους που πιέζουν ώστε να προχωρήσει η συνεργασία. Παρόμοιο κλίμα διαμορφώνεται και στο ΝΑΤΟ με πρόσχημα τη «συνεργασία» της Ε.Ε. στον αμυντικό τομέα και με τα κράτη-μέλη της Συμμαχίας που δεν είναι μέλη της Ε.Ε. Μια συνεργασία η οποία συστηματικά προσκρούει -εκτός των άλλων- στο γεγονός ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία.

Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, είναι προφανές ότι η άρση των εμποδίων στη συμμετοχή της στο σχέδιο επανεξοπλισμού της Ευρώπης θα της προσφέρει ένα ακόμη ισχυρό επιχείρημα ώστε να ξεπεραστούν και οι τελευταίες αναστολές που υπάρχουν για την απελευθέρωση της πώλησης εξελιγμένων οπλικών συστημάτων, όπως είναι τα Eurofighter και οι Meteor.

Η προσπάθεια της Αθήνας είναι μια δύσκολη εξίσωση. Είναι σαφές ότι η Τουρκία θα αντιδράσει στη θέσπιση όρων, πολύ περισσότερο αν αυτοί αφορούν τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου.

Αντίφαση

Η έγερση του ζητήματος του casus belli δεν θα πρέπει να αφορά μόνο τη συζήτηση για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης, αλλά ολόκληρο το πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Καθώς είναι επίσης αντιφατικό και προβληματικό να μιλούν δύο χώρες για καλό κλίμα και πολύ καλό επίπεδο διμερών σχέσεων όταν παραμένει σε ισχύ η απειλή πολέμου προκειμένου η χώρα μας να παραιτηθεί από το δικαίωμα που της παρέχει το Δίκαιο της Θάλασσας για επέκταση των χωρικών υδάτων.

Καμία ουσιαστική πρόοδος δεν μπορεί να υπάρξει στις διμερείς σχέσεις όσο παραμένει η απειλή πολέμου και η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας μέσω και των «γκρίζων ζωνών». Για την Τουρκία όμως τα ζητήματα αυτά αποτελούν τον πυρήνα του αναθεωρητισμού τον οποίο έχει καταστήσει επίσημη κρατική ιδεολογία ο Ερντογάν, και αυτό αναμένεται να ορθώσει σοβαρά εμπόδια στα περαιτέρω βήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πολύ περισσότερο όταν εκκρεμεί υπό αυτές τις συνθήκες η συνεδρίαση του ΑΣΣ και η επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Αγκυρα, η οποία τοποθετείται για τις αρχές Ιουλίου.

Η Τουρκία, που είχε αντιδράσει έντονα όταν το 2022 ο Κυρ. Μητσοτάκης είχε απευθυνθεί στο Κογκρέσο ζητώντας από τους Αμερικανούς νομοθέτες να μην παραχωρήσουν άνευ όρων τα F-16 στην Τουρκία, δεν πρόκειται να παρακολουθήσει σιωπηλή και αδιάφορη την παρέμβαση της Αθήνας για να τεθούν όροι στη διεκδίκηση, εκ μέρους της, μεριδίου στους ευρωπαϊκούς εξοπλισμούς. Ετσι, μπαίνει ένα ακόμη βαρύ θέμα στην ατζέντα της επόμενης συνάντησης των δύο ηγετών όποτε αυτή γίνει, καθώς υπάρχει ενδεχόμενο να συναντηθούν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη (24-25 Ιουνίου).

Για την Ελλάδα οι ευρωτουρκικές σχέσεις αποτέλεσαν τις τελευταίες δεκαετίες το δυνατό χαρτί στην προσπάθεια χαλιναγώγησης του τουρκικού αναθεωρητισμού. Η επιδίωξη της γειτονικής χώρας να εμπεδώσει μια «ειδική» στρατηγική σχέση με την Ευρώπη, η οποία θα αποδεχθεί σχεδόν χωρίς όρους την «ιδιομορφία» της, είναι επικίνδυνη καθώς, εκτός των άλλων, θα σημάνει και τη νομιμοποίηση, με ευρωπαϊκή «σφραγίδα», του τουρκικού αναθεωρητισμού έναντι της κυριαρχίας δύο κρατών-μελών της Ε.Ε.

Πρώτη πλεύση για την Belharra «Κίμων»: Την ώρα που η Αθήνα δίνει σκληρή διπλωματική μάχη για να μην υπάρξει άνευ όρων συμμετοχή της Τουρκίας στην κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, ενισχύεται στην πράξη η αποτρεπτική ικανότητα της χώρας μας απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Την περασμένη Τετάρτη η φρεγάτα F-601 «Κίμων» που κατασκευάζεται στα ναυπηγεία της Λοριάν στη Γαλλία έκανε τις πρώτες θαλάσσιες δοκιμές της, σηματοδοτώντας έτσι την αντίστροφη μέτρηση για την ένταξή της στον πολεμικό στόλο της χώρας μας

Προσδοκίες

Η απόφαση της Ε.Ε. να προχωρήσει στο μεγάλο πρόγραμμα επανεξοπλισμού της, όπου στην πρώτη φάση θα διατεθούν μέσω δανεισμού 150 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του SAFE (Security Action for Europe - Δράση για την Ασφάλεια της Ευρώπης) για εξοπλιστικά προγράμματα, αποτέλεσε τομή στην ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας. Συγχρόνως, όμως, η προσδοκία των κρατών-μελών είναι ότι με αυτό το πρόγραμμα θα ενισχυθεί η Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία.

Βασικός στόχος παραμένει η στήριξη ευρωπαϊκών εταιρειών ώστε το προστιθέμενο όφελος να παραμείνει εντός Ευρώπης. Ομως, εκτός από την ισχυρή θέση που κατέχουν χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, υπάρχει ένα τεράστιο κενό στην κάλυψη των διευρυμένων αναγκών, υποχρεώνοντας έτσι την Ευρώπη να στραφεί προς τρίτες χώρες, με τις οποίες είτε υπάρχει το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο συνεργασίας, είτε υφίσταται μια σχέση σύνδεσης, όπως με την υποψήφια προς ένταξη Τουρκία.

Την Τρίτη, το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων αναμένεται να εγκρίνει τον κανονισμό SAFE, που προβλέπεται από το μεγαλεπήβολο σχέδιο της Κομισιόν, τη Λευκή Βίβλο για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης. Αυτός ο Κανονισμός ανοίγει τον δρόμο για συνεργασία και με τρίτες χώρες.

Ο Κανονισμός, όπως προβλέπεται, εγκρίθηκε αρχικά με ειδική πλειοψηφία από το COREPER, αλλά αυτό αποτέλεσε τη μεγάλη πρόκληση για την Αθήνα και τη Λευκωσία, καθώς έπρεπε να βρεθεί τρόπος ώστε για τα επόμενα βήματα σχετικά με την έγκριση των παραγωγών και συμπαραγωγών με τρίτες χώρες να απαιτείται ομοφωνία και να μη μείνει ανεξέλεγκτη η ανάθεση τέτοιων σημαντικών έργων στην Τουρκία.

Καθώς στην περίπτωση της γείτονος, η οποία είναι υποψήφια προς ένταξη χώρα, δημιουργούνται παρερμηνείες, η Αθήνα επεδίωξε να υιοθετηθεί μια σημαντική ασφαλιστική δικλίδα με τη δέσμευση της Κομισιόν ότι σε μελλοντικές συμφωνίες θα ισχύει το άρθρο 212 της Συνθήκης. Βάσει του άρθρου αυτού, «οι συμφωνίες οικονομικού, χρηματοδοτικού και τεχνικού περιεχομένου της Ενωσης με τους υποψήφιους εταίρους αποφασίζονται με ομοφωνία».

Υπήρξε μάλιστα εθνική δήλωση εκ μέρους της Ελλάδας, η οποία επισυνάφθηκε στα πρακτικά του COREPER. Ενώ είναι ξεκάθαρο ότι για τη συμμετοχή μιας τρίτης χώρας στο ευρωπαϊκό εξοπλιστικό πρόγραμμα θα πρέπει να υπάρχει σύμπνοια με τις βασικές αρχές της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας.

Στην Εθνική Δήλωση της Ελλάδας στο COREPER της 21ης Μαΐου, η Αθήνα χαιρετίζει τη συμφωνία Κανονισμού για το SAFE, δηλώνοντας ότι η συνεργασία με «ομονοούντα τρίτα κράτη εκτός Ε.Ε., τα οποία ευθυγραμμίζονται με την κοινή μας εξωτερική πολιτική ασφάλειας και άμυνας» μπορεί να είναι επωφελής.

Συγχρόνως, όμως, εκφράζει σοβαρότατες επιφυλάξεις και τονίζεται ότι: «Πρέπει να επιδεικνύεται εξαιρετική προσοχή όσον αφορά τη συμμετοχή τρίτων χωρών και των βιομηχανιών/νομικών οντοτήτων τους (αναδόχων και υπεργολάβων) όταν οι εν λόγω τρίτες χώρες δεν ευθυγραμμίζονται με τους στόχους της ΚΕΠΠΑ, δεν συμμερίζονται τις θεμελιώδεις αξίες και αρχές της Ενωσης ή/και αντιβαίνουν στα συμφέροντα ασφάλειας και άμυνας της Ε.Ε. και όλων των κρατών-μελών της».

Τέλος, με τη Δήλωσή της η Ελλάδα τονίζει ότι οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις, οι οποίες ελήφθησαν υπό καθεστώς εξαιρετικών περιστάσεων για τη στήριξη των επενδύσεων στην αμυντική βιομηχανία, «δεν επηρεάζουν ούτε δημιουργούν προηγούμενο για άλλα υφιστάμενα ή μελλοντικά αμυντικά προγράμματα της Ενωσης».

Η Τουρκία κάθε άλλο παρά αποκλείεται από τον μηχανισμό SAFE, ο οποίος θα διαθέσει τα 150 δισ. για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης. Σύμφωνα δε με τη Λευκή Βίβλο, δεν είναι καν υποχρεωμένη να υπογράψει προηγουμένως τη συμφωνία Security and Defence Partnership που απαιτείται από άλλες τρίτες χώρες.

Στον μηχανισμό αυτό, βάσει της Λευκής Βίβλου, προβλέπεται καταρχήν ο περιορισμός ότι μόνο το 35% της αξίας μιας προμήθειας θα μπορεί να προέρχεται από τρίτη χώρα. Το 65% θα κατευθύνεται σε ευρωπαϊκές χώρες και στις αμυντικές βιομηχανίες τους, αν και υπάρχει δυνατότητα κάποια τρίτη χώρα να αναβαθμιστεί σε αυτή την κατηγορία με την υπογραφή ειδικής συμφωνίας.

Περιορισμοί

Διπλωματικές πηγές πάντως τονίζουν ότι ενδεχόμενη συμμετοχή εταιρειών υποψήφιων προς ένταξη τρίτων χωρών στις κοινές προμήθειες θα είναι εφικτή υπό την προϋπόθεση της σύναψης ειδικής συμφωνίας, η οποία θα υπόκειται σε ομοφωνία, σύμφωνα με τη δέσμευση της Κομισιόν ότι θα χρησιμοποιήσει το άρθρο 212 της Συνθήκης. Επιπλέον, έχουν εισαχθεί περιορισμοί ως προς το ποσοστό συμμετοχής εταιρειών τρίτων χωρών στις κοινές προμήθειες με όριο το 35%.

Υπάρχει φυσικά και το άλλο μεγάλο ερώτημα: εάν οι περιορισμοί που επιχειρείται να τεθούν, με την απαίτηση της ομοφωνίας, αφορούν τελικά μόνο ενδεχόμενη επιδίωξή της για συμμετοχή και στο 65% της αξίας των έργων, καθώς για το υπόλοιπο 35% δεν υπάρχουν ουσιαστικοί περιορισμοί.

Επιτρέπεται σε υπεργολάβους με λιγότερο από το 15% της αξίας του έργου να συμμετέχουν σε μια συμφωνία, και σε εξωτερικούς εργολάβους να συμμετέχουν με ποσοστό από 15% έως 35% της αξίας του έργου, αλλά υπάρχει η ρητή αναφορά ότι «οι εργολάβοι και υπεργολάβοι που συμμετέχουν στις κοινές συμβάσεις δεν αντιβαίνουν στα συμφέροντα ασφάλειας και άμυνας της Ενωσης και των κρατών-μελών της», κάτι που ικανοποιεί και την ελληνική πλευρά.

Μεγάλο κενό δημιουργείται βεβαίως με τις συμπράξεις και εξαγορές ευρωπαϊκών -και δη ιταλικών- εταιρειών που έσπευσε να κάνει εγκαίρως η μεγαλύτερη τουρκική αμυντική βιομηχανία, η Baykar, καθώς αυτές οι «εργολαβικές» κοινοπραξίες θα λειτουργήσουν τελικά ως δούρειος ίππος της Τουρκίας..

Σε αυτό το δύσκολο και σκληρό διπλωματικό παζάρι που έχει ξεκινήσει, η Αθήνα και η Λευκωσία έχουν πετύχει σε πρώτη φάση την υιοθέτηση σημαντικών δικλίδων ασφαλείας για τους όρους συμμετοχής τουρκικών εταιρειών. Ομως, στο περίπλοκο και χαοτικό γραφειοκρατικό σύστημα των Βρυξελλών, όλα θα κριθούν στην εφαρμογή...