Η θρυλική ηθοποιός Κλαούντια Καρντινάλε, που σημάδεψε τον κινηματογράφο της δεκαετίας του ’60, πέθανε σε ηλικία 87 ετών. Η είδηση ανακοινώθηκε το βράδυ της Τρίτης από τον ατζέντη της, ο οποίος έκανε γνωστό ότι η Καρντινάλε «έφυγε περιτριγυρισμένη από τα παιδιά της» στο σπίτι της στο Νεμούρ, κοντά στο Παρίσι.
Η Καρντινάλε γεννήθηκε στην Τύνιδα και από πολύ νωρίς ξεχώρισε για την παρουσία και το ταλέντο της στη μεγάλη οθόνη. Στη διάρκεια της καριέρας της συνεργάστηκε με μερικούς από τους κορυφαίους δημιουργούς του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως οι Λουκίνο Βισκόντι, Φεντερίκο Φελίνι, Ρίτσαρντ Μπρουκς, Ανρί Βερνέιγ και Σέρτζιο Λεόνε. Οι ερμηνείες της την καθιέρωσαν ως είδωλο μιας ολόκληρης εποχής και την έκαναν σημείο αναφοράς για πολλές γενιές.
Ο ατζέντης της, Λοράν Σαβρί, υπογράμμισε το αποτύπωμά της, δηλώνοντας: «Μας αφήνει την κληρονομιά μιας ελεύθερης και εμπνευσμένης γυναίκας, τόσο στην προσωπική της πορεία όσο και στην καλλιτεχνική της καριέρα». Η Κλαούντια Καρντινάλε αφήνει πίσω της ένα ανεκτίμητο έργο και μια παρακαταθήκη που θα μείνει ζωντανή στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Ποια ήταν η Κλαούντια Καρντινάλε
Η Κλαούντια Καρντινάλε, το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Κλωντ Ζοζεφίν Ροζ Καρντινάλε, γεννήθηκε στην Τύνιδα στις 15 Απριλίου 1938 και έμελλε να γράψει τη δική της ιστορία στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Με περισσότερες από 150 ταινίες στο ενεργητικό της, υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες σταρ του ιταλικού σινεμά, κυρίως τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
Η οικογένειά της καταγόταν από τη Σικελία και είχε εγκατασταθεί στην Τυνησία, όταν εκείνη βρισκόταν ακόμη υπό γαλλικό προτεκτοράτο. Οι γονείς της, Γιολάντα και Φραντσέσκο, παρότι γεννημένοι στην Αφρική, διατηρούσαν την ιταλική υπηκοότητα. Η Καρντινάλε μεγάλωσε μιλώντας τρεις γλώσσες: αραβικά της Τυνησίας, γαλλικά και σικελική διάλεκτο, ενώ τα ιταλικά τα έμαθε αργότερα, με αρκετές δυσκολίες. Γι’ αυτό και στις πρώτες της ταινίες η φωνή της ντουμπλαρίστηκε.
Το 1957, στη διάρκεια της «Εβδομάδας ιταλικού κινηματογράφου» στην Τύνιδα, κέρδισε τον τίτλο της «πιο όμορφης Ιταλίδας της Τυνησίας». Το έπαθλο ήταν ένα ταξίδι στη Βενετία για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, όπου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Αποδέχτηκε την πρόταση να φοιτήσει στη Σχολή Κινηματογράφου της Ρώμης, όμως εγκατέλειψε τα μαθήματα ύστερα από τρεις μήνες, καθώς δεν είχε ακόμα άνεση στην ιταλική γλώσσα και οι επιδόσεις της στην υποκριτική θεωρούνταν μέτριες.
Η επιστροφή της στην Τύνιδα συνοδεύτηκε από μια δύσκολη προσωπική εμπειρία: έμεινε έγκυος ύστερα από μια σύντομη και τραυματική σχέση με έναν Γάλλο, δέκα χρόνια μεγαλύτερό της. Αρνήθηκε την έκτρωση και, για να ξεφύγει από το αδιέξοδο, αποδέχτηκε συμβόλαιο αποκλειστικότητας με την εταιρεία παραγωγής του Φράνκο Κριστάλντι, με τον οποίο θα δένονταν στενά τα επόμενα χρόνια.
Το 1958 έκανε το ντεμπούτο της στον ιταλικό κινηματογράφο με την κωμωδία «Ο κλέψας του κλέψαντος», που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Παρά τον μικρό ρόλο της, η φωτογένειά της την έκανε αμέσως αναγνωρίσιμη. Σύντομα βρέθηκε να παίζει σε νέες παραγωγές, κρύβοντας την εγκυμοσύνη της και ζώντας μια εσωτερική κρίση, που την οδήγησε ακόμη και σε σκέψεις αυτοκτονίας. Ο Κριστάλντι αντιλήφθηκε την κατάσταση, τη στήριξε και τη βοήθησε να γεννήσει τον γιο της, Πάτρικ, στο Λονδίνο. Ωστόσο, της επέβαλε να κρατήσει το παιδί κρυφό για επτά χρόνια, προκειμένου να μη χαλάσει η εικόνα της στο κοινό. Το αγόρι μεγάλωσε με την οικογένειά της, παρουσιαζόμενο ως μικρός αδελφός της, μέχρι που ένα δημοσίευμα αποκάλυψε την αλήθεια. Τότε η Καρντινάλε μίλησε ανοιχτά στον δημοσιογράφο Έντσο Μπιάτζι.
Η δεκαετία του 1960 αποδείχτηκε χρυσή για την καριέρα της. Ο Κριστάλντι φρόντισε να τη φέρει κοντά σε μεγάλους σκηνοθέτες, δίνοντάς της μικρούς ρόλους που σταδιακά την καθιέρωσαν. Το 1963 έπαιξε στον «Γατόπαρδο» του Λουκίνο Βισκόντι και στο «8½» του Φεντερίκο Φελίνι. Η αντίθεση ανάμεσα στα δύο πλατό ήταν τεράστια: ο Βισκόντι απαιτούσε απόλυτη πειθαρχία και σιωπή, ενώ ο Φελίνι ήθελε φασαρία και αυτοσχεδιασμό. Στον «Γατόπαρδο», που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, η ερμηνεία της ως Αντζέλικα έμεινε ιστορική. Ο Φελίνι, από την πλευρά του, επέλεξε να μην ντουμπλάρει τη βραχνή φωνή της, την οποία θεώρησε ποίηση.
Την ίδια χρονιά γύρισε και την πρώτη της αμερικανική ταινία, τον «Ροζ Πάνθηρα». Ο Ντέιβιντ Νίβεν, με χιούμορ, της είπε ότι ήταν «η πιο όμορφη ιταλική εφεύρεση μετά τα σπαγγέτι». Έμεινε τρία χρόνια στις ΗΠΑ, όπου συνεργάστηκε με αστέρες όπως ο Ροκ Χάτσον, ο Σον Κόνερι, ο Τζον Γουέιν και η Ρίτα Χέιγουορθ. Το 1967 παντρεύτηκε τον Φράνκο Κριστάλντι στην Ατλάντα, γάμος που δεν αναγνωρίστηκε στην Ιταλία. Εκείνος υιοθέτησε τον γιο της, όμως η Καρντινάλε θεωρούσε πως ο δεσμός τους ήταν ένας τρόπος ελέγχου από την πλευρά του παραγωγού.
Στη δεκαετία του 1970 επέστρεψε στην Ιταλία και άρχισε να συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη Πασκουάλε Σκουιτιέρι, με τον οποίο συνδέθηκε και προσωπικά. Μαζί του απέκτησε το 1979 μια κόρη. Η απομάκρυνσή της από τον Κριστάλντι προκάλεσε αντιδράσεις, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει δυσκολίες στην καριέρα της για περίπου δύο χρόνια.
Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η Καρντινάλε συμμετείχε σε διεθνείς παραγωγές, όπως το «Φιτζκαράλντο» του Βέρνερ Χέρτζογκ. Το 1989 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου ένιωσε πιο άνετα λόγω της γλώσσας. Το 1993 τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα για το σύνολο της καριέρας της στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Παράλληλα, έπαιξε σε τηλεοπτικές παραγωγές, με πιο γνωστές το «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» του Φράνκο Τζεφιρέλι και τη «Γαλλική Επανάσταση».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000 δοκίμασε και το θέατρο, αν και μέχρι τότε θεωρούσε ότι η φωνή της δεν θα είχε απήχηση στο κοινό. Το 2000 εμφανίστηκε σε θεατρικό έργο στο Παρίσι και ακολούθησε περιοδεία στην Ιταλία. Συμμετείχε σε παραστάσεις όπως το «Γλυκό πουλί της νιότης» και ο «Γυάλινος κόσμος» του Τένεσι Ουίλιαμς. Το 2002 τιμήθηκε με τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, ενώ το 2011 βραβεύτηκε με τη Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Τα τελευταία χρόνια, παρά τη μεγάλη πορεία της, συνεργάστηκε με νέους σκηνοθέτες, πολλές φορές χωρίς ουσιαστική αμοιβή, γιατί πίστευε στη στήριξη των νέων δημιουργών. Έχει τιμηθεί δύο φορές από την Ιταλική Δημοκρατία για την προσφορά της στον κινηματογράφο, ενώ η Γαλλία της απένειμε τα παράσημα του Ιππότη και του Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής. Από το 2000 είναι Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της ΟΥΝΕΣΚΟ για τα δικαιώματα των γυναικών.