23 Σεπτεμβρίου 2025

Καπετάν Κώττας: Η αλήθεια για τον σπουδαίο Μακεδονομάχο (Α’ μέρος)


Ποιος ήταν ο καπετάν Κώττας; Το μίσος του για τους Τούρκους - Ο Κώττας φόβος και τρόμος των αγάδων και των μπέηδων της Δυτικής Μακεδονίας - Η συνεργασία του με τους Βούλγαρους και το πρόωρο τέλος της

Ένας από τους σημαντικότερους Μακεδονομάχους και ίσως ο πρώτος ήταν ο καπετάν Κώττας. Χωρίς να έχουμε γράψει γι’ αυτόν κάποιο άρθρο διαβάσαμε κατά καιρούς σχόλια σε άλλα «άσχετα» άρθρα μας, για τον καπετάν Κώττα. Ας δούμε όμως ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο καπετάν Κώττας, καθώς, όπως γίνεται συχνά, ορισμένοι παραποιούν τα γεγονότα.

Πώς ξεκίνησε το Μακεδονικό Ζήτημα;

Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η Μακεδονία έγινε θέατρο βίαιων εθνοτικών συγκρούσεων, καθώς οι Βούλγαροι άργησαν να αφυπνιστούν εθνικά και με τη στήριξη της Ρωσίας επιχείρησαν να δημιουργήσουν τη «Μεγάλη Βουλγαρία». Μόλις το 1762 ο Βούλγαρος μοναχός Παΐσιος έγραψε τη «Σλαβοβουλγαρικήν Ιστορία περί των Βουλγαρικών λαών, βασιλέων και αγίων».

Σε αυτή καλούσε τους ομοεθνείς του να είναι περήφανοι για την καταγωγή τους και να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους. Από τότε γράφτηκαν πολλά ανάλογα έργα από Βούλγαρους. Όμως, η μεγάλη ώθηση στο βουλγαρικό ζήτημα δόθηκε από το πανσλαβιστικό κίνημα που ξεκίνησε από τη Ρωσία.

Πίσω από τον «ευγενή σκοπό» της απελευθέρωσης των αδελφών σλαβικών λαών, από την Αυστροουγγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ίδρυση μιας ομοσπονδίας με συμμετοχή Ελλήνων, Ρουμάνων, Ούγγρων και Βουλγάρων κρυβόταν η πάγια πρόθεση της Ρωσίας να «κατεβεί» στο Αιγαίο. Από το 1840 οι Βούλγαροι άρχισαν να πιέζουν για μια σειρά από ζητήματα το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Αρχικά ζητούσαν την καθιέρωση της βουλγαρικής γλώσσας στη Θεία Λειτουργία. Από το 1857 όμως, με την έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν, μουσουλμανικού διατάγματος που υποσχόταν ισοπολιτεία σε όλους τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Βούλγαροι άρχισαν να ζητούν ανοιχτά την ίδρυση δικού τους Πατριαρχείου. Το 1867, ένας φωτισμένος Πατριάρχης, ο Γρηγόριος Στ’ πρότεινε μια συμβιβαστική λύση. Η προσπάθεια αυτή τορπιλίστηκε από τους Τούρκους. Το 1870, με σουλτανικό φιρμάνι και ερήμην του Οικουμενικού Πατριαρχείου ιδρύθηκε η αυτόνομη βουλγαρική Εκκλησία, η Εξαρχία.

Φυσικά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν αναγνώρισε την Εξαρχία και με Σύνοδο, δύο χρόνια αργότερα κήρυξε σχισματική τη Βουλγαρική Εκκλησία. Το 1875-76 καταπνίγηκαν βίαια επαναστάσεις στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη και τη Βουλγαρία. Το 1877 ξεκίνησε πόλεμος ανάμεσα σε Ρωσία και Οθωμανική Αυτοκρατορία. Λίγο πριν οι Ρώσοι φτάσουν στην Κων/πολη, οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν να υπογράψουν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), που προέβλεπε την ίδρυση της «Μεγάλης Βουλγαρίας».

Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων και στο Συνέδριο του Βερολίνου, λίγους μήνες αργότερα αποφασίστηκε η δημιουργία μιας αυτόνομης Βουλγαρικής Ηγεμονίας, μεταξύ Δούναβη και Αίμου, αλλά και μιας δεύτερης ηγεμονίας μεταξύ Αίμου και Ροδόπης. Την ηγεμονία αυτή, όπως έχουμε αναφέρει εκτενώς, την ενσωμάτωσαν πραξικοπηματικά οι Βούλγαροι το 1885 σε βάρος των Ελλήνων. Στη συνέχεια επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στη Μακεδονία…

Οι γλωσσικές «ζώνες» της Μακεδονίας

Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, το οποίο σπάνια αναφέρεται είναι οι «γλωσσικές ζώνες» της Μακεδονίας. Αυτές, στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν τρεις: η «νότια ζώνη», νότια της νοητής γραμμής που ένωνε τη Δράμα, τις Σέρρες, τον Λαγκαδά, τη Νάουσα και την Καστοριά. Εκεί επικρατούσαν ελληνόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί. Στη βόρεια ζώνη βόρεια της «γραμμής» που ένωνε το Νευροκόπι, το Μελένοικο, τη Στρώμνιτσα και το Μοναστήρι επικρατούσαν οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί.

Στην ενδιάμεση ζώνη συμβίωναν σλαβόφωνοι, ελληνόφωνοι και βλαχόφωνοι πληθυσμοί. Οι σλαβόφωνοι μιλούσαν ένα ιδίωμα μεταξύ της βουλγαρικής και της σερβικής γλώσσας, με πλήθος από ελληνικές, τουρκικές, κουτσοβλάχικες και αλβανικές λέξεις. Αυτή ακριβώς τη γλωσσική συγγένεια ήθελαν να εκμεταλλευτούν οι Βούλγαροι και άρχισαν να ιδρύουν εθνικιστικές οργάνωσης (κομιτάτα), μακεδονικού αλυτρωτικού πνεύματος. Οι περιστάσεις πλέον για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας ήταν πολύ κρίσιμες.

Ο καπετάν Κώττας

Το 1863 (ή το 1860 σύμφωνα με άλλες πηγές) στο χωριό Ρούλια (σήμερα Κώττας), των Άνω Κορεστείων, ιστορικής περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Χρήστου (με αυτό το ονοματεπώνυμο αναφέρεται και στο βιβλίο «ΑΦΑΝΕΙΣ ΓΗΓΕΝΕΙΣ ΜΑΚΕΔΟΜΟΝΑΧΟΙ»). Η περιοχή των Κορεστείων είναι ορεινή και βρίσκεται στον δρόμο που συνδέει τη Φλώρινα με την Καστοριά.


Το χωριό Κώττας της Φλώρινας

Ο Κώττας (από παραφθορά του ονόματός του Κωνσταντίνος-Κωστας) ήταν ο μοναχογιός του Χρήστου και της Σοφίας Χρήστου, εύπορων σχετικά γεωργών. Η οικογένειά του ήταν σλαβόφωνη. Τα μέλη της γνώριζαν λίγα Ελληνικά. Ο Κώττας εργάστηκε ως γεωργός, παντοπώλης, υποδηματοποιός, κηροπλάστης και πανδοχέας. Για ένα διάστημα ήταν και μουχτάρης (πρόεδρος) του χωριού του.

Ήταν δεινός κυνηγός και σπουδαίος σκοπευτής. Διακρινόταν για τη θερμή χριστιανική του πίστη και τα φιλάνθρωπα αισθήματά του. Κοντά στη Μονή Αγίας Τριάδος Πισοδερίου είχε χτίσει έναν ξενώνα για να ξεκουράζονται οι συγχωριανοί του όταν πήγαιναν στο μοναστήρι. Αργότερα, όταν ο Κώττας έγινε οπλαρχηγός πήγαινε στη μονή, μετά από κάθε επιτυχημένη του ενέργεια, για να προσκυνήσει και να ευχαριστήσει τον Θεό.


Προτομή του Κώττα Χρήστου

Μεγάλος βραχνάς για τους κατοίκους της περιοχής εκείνα τα χρόνια ήταν οι Τουρκαλβανοί μπέηδες και αγάδες. Εκτός από το ότι εισέπρατταν τον φόρο της δεκάτης εξευτέλιζαν τους χωρικούς. Για παράδειγμα, αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να αφιππεύουν και να χαιρετούν με δουλοπρέπεια κάθε φορά που θα συναντούσαν τους μπέηδες στον δρόμο. Επίσης έπρεπε να φιλοξενούν αυτούς και τη συνοδεία τους. Οι μπέηδες δεν σέβονταν τίποτα. Κατέλυαν στα σπίτια όπου έμεναν όμορφες γυναίκες, τις οποίες συνήθως βίαζαν! Επρόκειτο για μια εγκληματική, βάρβαρη πρακτική που δεν συνηθιζόταν μόνο στη Μακεδονία.

Στην Ήπειρο π.χ. ένα ολόκληρο χωριό «μετακόμισε» από το Πωγώνι στη Βόρεια Ήπειρο, γιατί κάποιος μπέης πήγε απρόσκλητος σ’ έναν γάμο και επιχείρησε να αρπάξει τη νύφη για να μείνει μαζί της μερικές μέρες! Ο νεαρός γαμπρός δεν άντεξε την προσβολή και σκότωσε τον μπέη. Για να αποφύγουν την τιμωρία, τον βέβαιο θάνατο δηλαδή, οι κάτοικοι του χωριού μετεγκαταστάθηκαν πολλά χιλιόμετρα μακριά. Το χωριό αυτό, το Λούκοβο, υπάρχει μέχρι σήμερα στη Β. Ήπειρο. Απομεινάρια του παλιού Λούκοβου, ίσως βρίσκονται ακόμα μεταξύ των ελληνικών χωριών Στρατίνιστας και Ψηλόκαστρου, στο όρος Κασιδιάρης. Δυστυχώς, δεν επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό.

Οι περισσότεροι Έλληνες δέχονταν αυτόν τον εξευτελισμό, για να μην έχουν συνέπειες. Μια ακόμα «λαμπρή» σελίδα της οθωμανικής ιστορίας… Επιστρέφοντας στον Κώττα, να αναφέρουμε ότι το 1896, όταν ήταν πρόεδρος του χωριού του, ένα τουρκικό απόσπασμα αγόρασε διάφορα πράγματα από τη Ρούλια χωρίς να πληρώσει. Ο Κώττας, ως πρόεδρος διαμαρτυρήθηκε. Ξυλοκοπήθηκε άγρια, αλλά δεν πτοήθηκε. Την επόμενη μέρα πήγε στην Καστοριά, κατήγγειλε τον αξιωματικό και κατάφερε να πάρει τα οφειλόμενα χρήματα. Θανάσιμος εχθρός του Κώττα ήταν ο Τουρκαλβανός Κασίμ μπέης, από την Καπεστίτσα, που είχε ένα μεγάλο τσιφλίκι στον κάμπο της Φλώρινας.


Ο Καπετάν Κώττας

Παράλληλα είχε ένα χάνι κι έναν νερόμυλο στη Ρούλια. Η πρόθεση του Κώττα ν’ ανοίξει κι άλλο χάνι και η διαφωνία τους για τα νερά που τροφοδοτούσαν τον μύλο, τους έφερε σε σύγκρουση. Ο Κώττας, μαζί με τον Παύλο Κύρου από το Ζέλοβο (σήμερα Ανταρτικό) έστησαν ενέδρα στο Πισοδέρι και σκότωσαν τον Κασίμ (1897). Παριστάνοντας τον αθώο πήγε στη Φλώρινα και επιβιβάστηκε σε ένα τρένο, με προορισμό, δήθεν το εξωτερικό. Κατέβηκε όμως κρυφά και επέστρεψε στα Κορέστεια, όπου συγκρότησε ανταρτικό σώμα και ξεκίνησε να εξολοθρεύει τους Τουρκαλβανούς τύραννους.

Αυτοί ήταν πάρα πολλοί. Ανάμεσά τους, θύματα του Κώττα ήταν ο Αλμπεντίν μπέης, από την Καστοριά, ο Νουρή καπετάν μπέης, από τη Φλώρινα και ο Τζεμάλ μπέης από την Κορυτσά. Ένας ακόμα που σκότωσε ο Κώττας ήταν και ο Ταΐρ αγάς, στυγνός φοροεισπράκτορας της Καστοριάς. Τον Σεπτέμβριο του 1899 έφτασε με τους σωματοφύλακές του στην Ποσδιβίστα (Χαλάρα) και κατέλυσε στο σπίτι του προέδρου του χωριού.

Κατά τη διάρκεια του φαγητού ζήτησε από τον τελευταίο να του φέρει τις δύο νύφες του, καθώς γνώριζε ότι οι γιοι του έλειπαν στο εξωτερικό. Απελπισμένος ο πρόεδρος πήγε στον Κώττα. Ξαφνικά, ο Ταΐρ αντί για τις δύο νύφες του μουχτάρη είδε το ένοπλο σώμα του Κώττα, που μαζί με τους άνδρες του συνέλαβαν τους Τουρκαλβανούς και τους πέταξαν ζωντανούς σ’ ένα βάραθρο. Άλλο σπουδαίο κατόρθωμα του Κώττα ήταν η εκτέλεση τριών ανηλεών αγάδων.

Οι κάτοικοι του χωριού Μπούφι (Ακρίτας σήμερα), αγανακτισμένοι από τη συμπεριφορά τους ζήτησαν από τον Κώττα να τους απαλλάξει από την παρουσία τους. Πραγματικά, ο Κώττας με τους άνδρες του, το Πάσχα του 1900 έστησε ενέδρα στους αγάδες. Είχαν πάει στο Μπούφι, μάζεψαν τον φόρο της δεκάτης και άλλα λάφυρα και επέστρεφαν στο χωριό τους. Ο Κώττας με τους άνδρες του τους εκτέλεσαν. Πλέον, το όνομά του είχε γίνει θρύλος στην περιοχή. Ακόμα και στα αλβανικά γράφονταν τραγούδια γι’ αυτόν, καθώς ποτέ δεν έκανε κακό στους απλούς χωρικούς.


Εξωτερική όψη του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα


Άποψη του εσωτερικού του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Καπετάν Κώττα

Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) και ο Κώττας

Τη δεκαετία του 1890 όμως άρχισαν να δρομολογούνται κι άλλες εξελίξεις. Το 1893 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη από σλαβόφωνους η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ). Ηγέτες της ήταν οι Γκρούεφ (δάσκαλος) και Τατάρτσεφ (γιατρός). Το 1895 ιδρύθηκε στη Σοφία το κομιτάτο των βερχοβιστών (βερχόβεν = ανώτερη). Οι δύο οργανώσεις, συχνά συγκρούονταν. Η ΕΜΕΟ αρχικά είχε μεγαλύτερη επιρροή. Με το σύνθημα «η Μακεδονία στους Μακεδόνες» ευαγγελιζόταν ότι όλοι οι λαοί της θα ήταν ίσοι μεταξύ τους και θα υπήρχε ανεξιθρησκεία.

Το 1895 άρχισαν να μπαίνουν στη Μακεδονία ένοπλα σώματα από τη Βουλγαρία. Μετά την ελληνική ήττα στον πόλεμο του 1897 τα σώματα άρχισαν να πληθαίνουν. Σκοπός τους ήταν η συγκρότηση επαναστατικών επιτροπών στα χωριά και ένοπλων ομάδων. Οι άνδρες των σωμάτων και των επιτροπών ήταν οι διαβόητοι κομιτατζήδες. Σύντομα, αυτοί κατάλαβαν ότι χρειάζονταν τη βοήθεια των ντόπιων οπλαρχηγών: Έτσι στράφηκαν στον καπετάν Κώττα, ο οποίος, φανατικός εχθρός της τουρκικής εξουσίας συντάχθηκε μαζί τους. Το 1900 ιδρύθηκε νέο σώμα, με επικεφαλής τα ηγετικά στελέχη της ΕΜΕΟ στην Καστοριά Πάβελ Χριστόφ και Κούζο Στεφάν.


Βούλγαροι κομιτατζήδες στη Φλώρινα το 1903


Όπλα της εποχής του Μακεδονικού Αγώνα

Στο ίδιο σώμα εντάχθηκε και ο Μήτρο Βλάχος, ένας από τους πιο επικίνδυνος κομιτατζήδες, στη συνέχεια. Σύντομα φάνηκε το πραγματικό πρόσωπο των κομιτατζήδων. Επιτάξεις αγαθών, απειλές και βιαιοπραγίες. Οι χωρικοί, ιδιαίτερα οι πατριαρχικοί τους αντιμετώπισαν με δυσπιστία λόγω του φιλοβουλγαρισμού τους. Μάλιστα, κάποιοι χωρικοί έγιναν πληροφοριοδότες των Τούρκων. Οι κομιτατζήδες άρχισαν να δολοφονούν πατριαρχικούς δασκάλους, ιερείς και προέδρους χωριών. Οι ξένοι πρόξενοι έκαναν λόγο για εκατόμβες θυμάτων.

Οι κομιτατζήδες έλεγαν ότι οι χωρικοί ήταν «τουρκόφιλοι» και «γραικομάνοι» (σλαβόφωνοι με ελληνική εθνική συνείδηση). Επίσης διέταξαν όλα τα χωριά να έχουν από έναν Βούλγαρο δάσκαλο και έναν εξαρχικό ιερέα. Ο Κώττας διαφώνησε. Πίστευε ότι πρέπει πρώτα να σκοτώσουν την «αρκούδα» (Οθωμανική Αυτοκρατορία) και μετά να μοιράσουν το τομάρι. Πίστευε επίσης στην ισότητα των λαών και την ανεξιθρησκεία.

Είχε αρχίσει να αντιπαθεί τα στελέχη της ΕΜΕΟ και να αποστασιοποιείται απ’ αυτή. Θεωρούσε τους νεαρούς, που κατά κανόνα, την απάρτιζαν αφελείς και θεωρητικολόγους. Κι αυτοί με τη σειρά τους τον θεωρούσαν απομεινάρι του παρελθόντος και υπερβολικά ανεξάρτητο. Όταν μάλιστα του ζήτησαν να σκοτώσει έναν πατριαρχικό και αυτός αρνήθηκε αποφάσισαν να τον σκοτώσουν.


Ο Κώττας με τη σύζυγό του Ζωή

Προσποιήθηκαν ότι έπρεπε να μεταβεί στην Καρατζόβα (Αριδαία) για αποστολή. Στον δρόμο μεταξύ Μπανίτσας (σήμερα Κέλλη) και Γκορνιτσόβου (σήμερα Βεύη) τον Οκτώβριο του 1900, δύο σύντροφοί του τον πυροβόλησαν πισώπλατα και τον τραυμάτισαν σοβαρά στην ωμοπλάτη. Αιμόφυρτος ο Κώττας κατάφερε να επιστρέψει στα Κορέστεια. Η ΕΜΕΟ αρνήθηκε κάθε εμπλοκή με την απόπειρα και την απέδωσε στον κομιτατζή Τάνε, που πυροβόλησε τον Κώττα, ισχυριζόμενη ότι είχαν προσωπικές διαφορές. Παράλληλα, λόγω της πρόσκαιρης απουσίας του Κώττα από την ενεργό δράση συγκρότησε νέο σώμα στα Κορέστεια υπό τον Ατανάς Πετρόφ.

Ο Κώττας κατάφερε να αναρρώσει σε τρεις μήνες. Συγκρότησε νέα ομάδα από τέσσερις έμπιστούς του. Όταν τον Γενάρη του 1901 πληροφορήθηκε ότι ο Πετρόφ με τριπλάσια δύναμη από τη δική του βρισκόταν στο Νεστράμι (Νεστόριο) κινήθηκε εναντίον τους μέσα στη νύχτα και τους εγκλώβισε σ’ ένα σπίτι. Σώθηκαν χάρη στην ξαφνική εμφάνιση ενός τουρκικού αποσπάσματος. Η ΕΜΕΟ διόρισε αντικαταστάτη του Πετρόφ, απογοητευμένη από αυτόν.

Ο Πάντο Κλιάσεφ, δάσκαλος στο Σμαρδέσι, ανώτερο στέλεχος της ΕΜΕΟ ανέλαβε να εξοντώσει τον Κώττα. Τον κάλεσε σε σύσκεψη στο Μεσοχώρι. Ο Κώττας κατάλαβε την παγίδα και δεν πήγε. Έγιναν κι άλλες απόπειρες δολοφονίας του Κώττα από την ΕΜΕΟ, χωρίς αποτέλεσμα. Οι σχέσεις των δύο πλευρών είχαν διαρραγεί και ο Ελληνισμός της Μακεδονίας θα μπορούσε να ελπίζει βάσιμα πλέον στη βοήθεια του καπετάν Κώττα…




Στο β’ μέρος: Ο Μητροπολίτης Γερμανός και ο Κώττας – Ο Κώττας συμφωνεί να πολεμήσει για τους Έλληνες της Μακεδονίας. Οι εξεγέρσεις του 1902 και του 1903 – Ο Κώττας στην Αθήνα – Ο Παύλος Μελάς και άλλοι αξιωματικοί στη Μακεδονία με τον Κώττα – Η προδοσία και το τραγικό τέλος του Κώττα – Πρόδωσε ο Μητροπολίτης Γερμανός τον γενναίο Μακεδονομάχο;

Πηγές: ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Η. ΓΚΑΝΤΟΣ, «ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΩΤΤΑΣ: - Ένας πρωτεργάτης του Μακεδονικού Αγώνα», περιοδικό ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τ. 122, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2006.
«ΑΦΑΝΕΙΣ ΓΗΓΕΝΕΙΣ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ»,Επιμέλεια: Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Κωνσταντίνος Σ. Παπανικολάου, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 2008.

Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ