Το κράτος-δημιούργημα του Τίτο από το 1945 ως τον θάνατό του, το 1980 - Η κρίσιμη δεκαετία 1980-1990 - Η αρχή του τέλους, με την απόσχιση Σλοβενίας και Κροατίας - Η αποχώρηση από την Ομοσπονδία Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και Σκοπίων
Τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και οι αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν εποχές κοσμογονικών αλλαγών στην Ευρώπη. Η κατάρρευση, ουσιαστικά, του υπαρκτού σοσιαλισμού και η διάλυση μιας υπερδύναμης, της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) και μιας μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας, της Γιουγκοσλαβίας οδήγησαν στη δημιουργία πολλών νέων χωρών. Πολλές αναγνώστριες και αναγνώστες του protothema.gr δεν είχαν γεννηθεί τότε. Κάποιοι άλλοι, νεότατοι τότε, καταλαβαίναμε ότι συμβαίνουν πολύ σημαντικά γεγονότα, αλλά ούτε τη γνώση, ούτε την εμπειρία, ούτε και την ενημέρωση που χρειαζόταν είχαμε (μόνο τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες και περιοδικά ήταν οι πηγές πληροφόρησής μας) για να εκτιμήσουμε όσα συνέβαιναν και μόνο ελάχιστα άτομα μπορούσαν να καταλάβουν τι σημαίνουν όλα αυτά και ποιες θα είναι οι μελλοντικές επιπτώσεις τους.
Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ένα από τα ομόσπονδα κράτη της οποίας ήταν η Ρωσία, θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο μας. Σήμερα, θα μας απασχολήσει η διάλυση μιας γειτονικής μας χώρας, της Γιουγκοσλαβίας, που προκάλεσε πολλές συγκρούσεις και δημιούργησε ένα επιπλέον πρόβλημα στη χώρα μας, αυτό της λεγόμενης Βόρειας Μακεδονίας, καθώς ως την ανεξαρτητοποίησή της από τη Γιουγκοσλαβία το πρόβλημα ήταν υπαρκτό μεν, αλλά ελεγχόμενο…
Στις 29 Νοεμβρίου 1945, ενώ είχαν προηγηθεί οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές στις οποίες πρώτο αναδείχθηκε το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και μετά από δημοψήφισμα στο οποίο ο λαός τάχθηκε κατά της επιστροφής του βασιλιά, ιδρύθηκε η Λαϊκή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, που την αποτελούσαν έξι αυτόνομες δημοκρατίες με βασικό κριτήριο την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού: η Σερβία, η Κροατία, η Σλοβενία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο και η «Μακεδονία» (Σκόπια). Οι περιοχές της Βοϊβοδίνας και του Κοσσυφοπεδίου (Κοσόβου) αποτέλεσαν επαρχίες με ιδιαίτερο καθεστώς, άμεσα όμως συνδεδεμένες με τη Δημοκρατία της Σερβίας. Έμβλημα του νέου κράτους ήταν οι έξι δάδες που αντιπροσώπευαν τις έξι δημοκρατίες, που έκαιγαν ενωμένες κάτω από το κόκκινο αστέρι των παρτιζάνων, όπως πρόσταζε και το εθνικό σύνθημα «Αδελφότητα και Ενότητα» («Bratstvo I Jedinstvo»). Ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας ήταν ο Κροάτης Τίτο (πραγματικό όνομα Γιόζιπ Μπροζ) που είχε γεννηθεί το 1891 και είχε διακριθεί για την αντιστασιακή του δράση απέναντι στους Γερμανούς.
Βασικά χαρακτηριστικά της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο ήταν η αδέσμευτη εξωτερική πολιτική και η επίλυση των εθνικών προβλημάτων της χώρας στη βάση της δημιουργίας μιας γιουγκοσλαβικής ταυτότητας και την αναγνώριση της ισοτιμίας όλων των εθνών, στο πλαίσιο του ομόσπονδου συστήματος. Από τις διεργασίες που οδήγησαν στη δημιουργία της Γιουγκοσλαβίας περισσότερο ευνοημένοι ήταν οι Κροάτες που συνένωσαν την κυρίως Κροατία, με την ανατολική και τη δυτική Σλαβονία και τη Δαλματία. Περισσότερο αδικημένοι ήταν οι Σέρβοι. Οι περισσότεροι βέβαια παρέμειναν στη Σερβία, αλλά πολλές χιλιάδες ζούσαν στην Κροατία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ωστόσο, οι Σέρβοι της Κροατίας ήταν απόλυτα ισότιμοι με τους Κροάτες και αναγνωρισμένοι ως συνταγματικό έθνος.
Για τη συνοχή της Γιουγκοσλαβίας έπαιξε σημαντικότερο ρόλο, ακόμα κι από τη σλαβική αλληλεγγύη και τη φυλετική και γλωσσική συγγένεια, το οικονομικό σύστημα που εφαρμόστηκε μετά το 1949, δηλαδή η, πλασματική ουσιαστικά, αυτοδιαχείριση των εργατών, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για έναν οικονομικό εθνικισμό. Η οικονομία ήταν κατά βάθος διευθυνόμενη, όχι ελεύθερη. Από το 1955 ως το 1965 η Γιουγκοσλαβία παρουσίαζε μέση ετήσια αύξηση του Α.Ε.Π. κατά 7,8%. Από το 1966 ως το 1974 το ποσοστό ήταν 6,3%. Τη δεκαετία του 1970 η Γιουγκοσλαβία σαρωνόταν από ένα τεράστιο κύμα επενδύσεων, οι οποίες χρηματοδοτούνταν από φτηνά τραπεζικά δάνεια, καθώς τα επιτόκιά τους ήταν χαμηλότερα από τον πληθωρισμό.
Όμως αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ. Το 1979 το εξωτερικό χρέος της χώρας ξεπέρασε τα 20 δις δολάρια. Ενδεικτικά, το 1983 η εξυπηρέτησή του απαιτούσε το 43% των γιουγκοσλαβικών εξαγωγών. Η ανεργία, παρά τη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της εργασίας, ήταν σε υψηλά επίπεδα. Το 1965 οι άνεργοι ήταν 267.000, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1970 έφτασαν τους 584.000. Η Δύση πρόσφερε διέξοδο στον Τίτο: τη μαζική μετανάστευση του εργατικού δυναμικού. Το 1966 η γιουγκοσλαβική Βουλή κατάργησε όλους τους περιορισμούς, έτσι δημιουργήθηκε μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Δυτική Ευρώπη. Το 1968 μετανάστευσαν 350.000 Γιουγκοσλάβοι, το 1970 783.000 και το 1973 περισσότεροι από 1 εκατομμύριο.
Η χώρα επιβίωνε με αμερικανικά κονδύλια, μετά τη ρήξη της με την ΕΣΣΔ. Σλοβένοι και Κροάτες επιδίωκαν τον προσπορισμό των κονδυλίων αυτών και εναντιώνονταν σε κάθε επένδυση στις άλλες Δημοκρατίες. Σλοβένοι και Κροάτες έθεσαν το θέμα μιας σταδιακής οικονομικής αποκέντρωσης και γι’ αυτό υπονόμευσαν την πολιτική καριέρα του Σέρβου Αλεξάντερ Ράνκοβιτς, Αντιπροέδρου της κυβέρνησης, αρχηγού της κρατικής ασφάλειας και επίδοξου διαδόχου του Τίτο, σκηνοθετώντας το 1966 το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών και της «παρακολούθησης» των συνομιλιών του Τίτο. Αυτό οδήγησε στην καθαίρεση του Ράνκοβιτς και την εξασθένηση της Σερβίας που δεν επιθυμούσε την οικονομική αποκέντρωση.
Ο Τίτο γνώριζε ότι όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 διεξαγόταν ένας υπόγειος εμφύλιος πόλεμος στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης που είχαν μεταναστεύσει πολλοί Γιουγκοσλάβοι, ανάμεσα σε υποστηρικτές και αντιπάλους του. Κροάτες εθνικιστές δολοφονούσαν Γιουγκοσλάβους αξιωματούχους και οι γιουγκοσλαβικές μυστικές υπηρεσίες απαντούσαν με εκτελέσεις αντιφρονούντων και πολιτικών προσφύγων. Τον Δεκέμβριο του 1979 ο Τίτο μίλησε για τελευταία φορά στην ανώτατη ηγεσία του Στρατού και, αφού στιγμάτισε τη φιλοαλβανική πολιτική του Κοσσυφοπεδίου και την υπόθαλψη των αποσχιστικών τάσεων των Αλβανών από κροατικούς και σλοβενικούς κύκλους κάλεσε τις Ένοπλες Δυνάμεις να επέμβουν σε περίπτωση εκδήλωσης αποσχιστικών κινημάτων.
Ο Τίτο πέθανε στη Λιουμπλιάνα, πρωτεύουσα της Σλοβενίας, στις 4 Μαΐου 1980. Διατυπώθηκαν βέβαια κάποιες θεωρίες συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες ο Τίτο ήταν νεκρός από τα τέλη Απριλίου και αποφασίστηκε η ανακοίνωση του θανάτου του να γίνει το μεσημέρι της Κυριακής 4/5/1980, στο ημίχρονο του αγώνα Χάιντουκ Σπλιτ – Ερυθρός Αστέρας…
Με τον θάνατο του Τίτο, εξέλιπε πλέον ο συνεκτικός παράγοντας, ο «συνδετικός κρίκος» θα λέγαμε, που κρατούσε τη Γιουγκοσλαβία ενωμένη και αναπτύχθηκαν οι υφέρπουσες αλλά και οι φανερές αποσχιστικές τάσεις που εκδηλώθηκαν ανοιχτά έντεκα χρόνια αργότερα. Πρώτοι, οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου, τον Απρίλιο του 1983 άρχισαν να ζητούν να ανακηρυχθεί η περιοχή τους «αυτόνομη δημοκρατία» της Γιουγκοσλαβίας, όμως η εξέγερσή τους καταπνίγηκε από τις ομοσπονδιακές Αρχές. Το ίδιο έτος (1983), Μουσουλμάνοι ακτιβιστές, με επικεφαλής τον Βόσνιο πολιτικό Αλία Ιζετμπέκοβιτς, καταδικάστηκαν από τη γιουγκοσλαβική δικαιοσύνη για διάδοση εθνικιστικού μίσους.
Οι διαδηλωτές διαμαρτύρονταν ενάντια στη γραφειοκρατία και τους κρατικούς αξιωματούχους που ευνοούσαν τις άλλες εθνότητες σε βάρος των Σέρβων, ιδιαίτερα στη Βοϊβοδίνα και το Κόσοβο. Εκατοντάδες χιλιάδες Σέρβοι με εθνικιστικά συνθήματα, όπως «Ω Σερβία μου είσαι χωρισμένη σε τρία κομμάτια, θα γίνεις ενιαία και πάλι», πήραν μέρος στις διαδηλώσεις αυτές στο Βελιγράδι, το Νόβι Σαντ (πρωτεύουσα της Βοϊβοδίνας), στην Πρίστινα (πρωτεύουσα του Κοσόβου) και στο Τίτογκραντ, τη σημερινή Ποντγκόριτσα, πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου.
Τον Ιανουάριο του 1990 πραγματοποιήθηκε το 14ο Συνέδριο της Ένωσης των Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας (SKJ). Σε αυτό υπήρξαν έντονες διαφωνίες μεταξύ Σέρβων από τη μια μεριά και Κροατών – Σλοβένων από την άλλη. Οι Σλοβένοι, υπό τον Μίλαν Κούτσαν και οι Κροάτες υπό τον Ιβάν Ράτσαν αποχώρησαν και η SKJ διαλύθηκε. Ακολούθησαν πολυκομματικές εκλογές σε όλες τις δημοκρατίες της χώρας, από τις αρχές Απριλίου 1990 (Σλοβενία), ως τα τέλη του ίδιου έτους (Σερβία). Στις προεδρικές εκλογές της Σλοβενίας επικράτησε ο Μίλαν Κούτσαν, στην Κροατία ο εθνικιστής Φράνιο Τούτζμαν, στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη ο Αλία Ιζετμπέγκοβιτς, στα Σκόπια ο Κίρο Γκλιγκόροφ, στο Μαυροβούνιο ο κομμουνιστής Μομίρ Μπουλάτοβιτς και στη Σερβία ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς.
Μπορεί να φαίνεται απίστευτο, αλλά ένας ποδοσφαιρικός αγώνας είχε καθοριστική σημασία για τη διάλυση μιας χώρας! Στις 13 Μαΐου 1990, λίγες μέρες μετά τις εκλογές στην Κροατία, έγινε το ντέρμπι μεταξύ των ποδοσφαιρικών ομάδων Ντιναμό Ζάγκρεμπ – Ερυθρός Αστέρας, στο στάδιο «Μαξιμίρ» της κροατικής πρωτεύουσας. Οι απίστευτης αγριότητας συγκρούσεις μεταξύ οπαδών των δύο ομάδων ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι του μίσους.
Στις 17 Αυγούστου 1990 ξέσπασε η λεγόμενη «Επανάσταση Σύνδεσης» σε περιοχές της Κροατίας με σερβικούς πληθυσμούς. Στο Κνιν στήθηκαν οδοφράγματα και αποκλείστηκε ο δρόμος προς τη Δαλματία. Η κροατική κυβέρνηση αρνήθηκε να μιλήσει με τους αυτονομιστές και απείλησε ότι θα καταπνίξει την επανάσταση με βία στέλνοντας στην περιοχή ειδικές δυνάμεις της εθνοφυλακής με ελικόπτερα. Όμως η γιουγκοσλαβική αεροπορία επενέβη και απείλησε ότι θα κατέρριπτε τα ελικόπτερα αν προσέγγιζαν το Κνιν. Έτσι, οι κροατικές δυνάμεις επέστρεψαν στο Ζάγκρεμπ.
Η κροατική ηγεσία συνειδητοποίησε τότε ότι ο Γιουγκοσλαβικός Λαϊκός Στρατός (Jugoslavenska Narodna Armija – JNA) βρισκόταν υπό πλήρη σερβικό έλεγχο. Στις 21 Δεκεμβρίου 1990 η αυτόνομη περιοχή της Κράινα ανακοίνωσε επίσημα την ανεξαρτησία της με πρόεδρο τον Μίλαν Μπάμπιτς.
Στις 23 Δεκεμβρίου 1990 έγινε δημοψήφισμα στη Σλοβενία για την ανεξαρτησία της. 88,5% των πολιτών ψήφισαν υπέρ. Τον Ιανουάριο του 1991 η Γιουγκοσλαβική Υπηρεσία Αντικατασκοπίας (Kontraobavestajna Sluzba- KOS) έδωσε στη δημοσιότητα βίντεο στο οποίο ο Κροάτης Υπουργός Άμυνας Μάρτιν Σπέγκελ συνομιλούσε με δύο άνδρες λέγοντάς τους ότι η Κροατία βρίσκεται σε πόλεμο με τον γιουγκοσλαβικό Στρατό.
Ο Σπέγκελ έδινε στους δύο άνδρες εντολές για την εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων οπλισμού στην Κροατία, αλλά και για την αντιμετώπιση των Γιουγκοσλάβων αξιωματικών που βρίσκονταν στην Κροατία. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, οι Κροάτες προμηθεύονταν από το φθινόπωρο του 1990 οπλισμό από την Ουγγαρία (περίπου 10.000 ΑΚ-47), την Ανατολική Γερμανία και άλλες χώρες.
Η είδηση προκάλεσε σάλο. Την 1η Μαρτίου 1991 ξέσπασε σύρραξη ανάμεσα στην κροατική Αστυνομία και Σέρβους εθνικιστές στο Πάκρατς της Δυτικής Σλαβονίας στην Κροατία. Στις 9 Μαρτίου 1991 δύο πολίτες σκοτώθηκαν και δεκάδες τραυματίστηκαν στο Βελιγράδι κατά τη διάρκεια αντικυβερνητικών διαδηλώσεων που οργάνωσε η σερβική αντιπολίτευση ζητώντας από την κυβέρνηση δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.
Στις 11 Μαρτίου 1991, σε μια από τις πολλές μυστικές υπόγειες κρύπτες που είχε φτιάξει ο Τίτο, συνεδρίασε το Συλλογικό Προεδρείο της ΟΔ της Γιουγκοσλαβίας, το οποίο είχε διαδεχθεί τον Τίτο. Το Προεδρείο ήταν οκταμελές (6 εκπρόσωποι των ομόσπονδων δημοκρατιών και δύο από τις σερβικές αυτόνομες Δημοκρατίες). Ως το 1989 στο Προεδρείο συμμετείχε και ο Πρόεδρος της SKJ. Ο Πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας και αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας είχε ετήσια θητεία. Τότε, Πρόεδρος της χώρας ήταν ο Σέρβος Μπόρισλαβ Γιόβιτς και πρωθυπουργός ο Κροατοβόσνιος Άντε Μάρκοβιτς. Στη διάρκεια της συνεδρίασης, ο Υπουργός Άμυνας της χώρας Βέλικο Καντίγεβιτς πρότεινε να κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να επέμβει ο στρατός για να αποφευχθεί η διάλυση της Ομοσπονδίας. Παράλληλα, έκανε και μια εκτίμηση που αποδείχθηκε προφητική: «Έχει εκπονηθεί ένα ύπουλο σχέδιο για να καταστραφεί η Γιουγκοσλαβία.
Το πρώτο μέρος του σχεδίου είναι ο εμφύλιος πόλεμος. Το δεύτερο η διεθνής επέμβαση. Και έπειτα θα δημιουργηθούν καθεστώτα μαριονέτες σε ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία». Ο Κροάτης εκπρόσωπος Στίπε Μέσιτς αντέδρασε έντονα. Έγινε ψηφοφορία για το «πραξικόπημα» που πρότεινε ο Καντίγεβιτς, χωρίς αποτέλεσμα. Την επομένη, ο Κανίγεβιτς, εν αγνοία των μη Σέρβων μελών του Προεδρείου, πήγε στη Μόσχα για να ζητήσει στήριξη για στρατιωτική επέμβαση, η προσπάθειά του όμως ήταν άκαρπη. Η συνεδρίαση του Προεδρείου επαναλήφθηκε στις 13 Μαρτίου και μετά από δεύτερη ψηφοφορία των μελών του αποφασίστηκε η απόρριψη της στρατιωτικής λύσης.
Τελικά, μετά από διεθνείς πιέσεις, ο Μέσιτς ανέλαβε Πρόεδρος στις 30/6/1991, ουσιαστικά όμως δεν την άσκησε ποτέ. Στις 19 Μαΐου 1991 η Κροατία διεξήγαγε δημοψήφισμα με το ερώτημα: «πλήρης ανεξαρτησία της Κροατίας ή παραμονή στη Γιουγκοσλαβία υπό τη μορφή χαλαρής ομοσπονδίας;». Καθώς ο σερβικός πληθυσμός απείχε, το 94% των Κροατών ψήφισε πλήρη ανεξαρτησία.
Στις 6 Ιουνίου 1991 Σκόπια και Βοσνία- Ερζεγοβίνη πρότειναν ένα σχέδιο για ένα μελλοντικό γιουγκοσλαβικό κράτος, που απέρριπταν Σλοβένοι και Κροάτες. Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Τζέιμς Μπέικερ στις 21 Ιουνίου 1991 επισκέφθηκε τη Γιουγκοσλαβία και ζήτησε ειρηνική επίλυση των πολυεθνοτικών διαφορών στη χώρα. Στις 23 Ιουνίου, στη Σύνοδο Κορυφής στο Λουξεμβούργο, οι ηγέτες της τότε ΕΟΚ (πρωθυπουργός της χώρας μας εκείνη την εποχή ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης) προσπάθησαν να ασκήσουν πίεση σε Σλοβενία και Κροατία αποφασίζοντας ότι θα πρέπει να διατηρηθεί η ενότητα της Γιουγκοσλαβίας και δεν θα αναγνωριστεί καμία χώρα που θα εγκαταλείψει μονομερώς την ομοσπονδία. Δύο μέρες αργότερα, στις 25 Ιουνίου 1991, Σλοβενία και Κροατία κήρυξαν μονομερώς την ανεξαρτησία τους… Την επομένη, ξέσπασαν αιματηρές συγκρούσεις στην κροατική κωμόπολη Γκλίνα, τα 2/3 του πληθυσμού της οποίας ήταν Σέρβοι…
Η πρώτη ευρείας κλίμακας σύγκρουση που ξέσπασε στη Γιουγκοσλαβία ήταν ο Πόλεμος των Δέκα Ημερών ή Πόλεμος της Σλοβενικής Ανεξαρτησίας (27/6-07/7/1991). Ο πόλεμος τερματίστηκε με τη συμφωνία του Μπριόνι (07/07/1991), με την οποία το Βελιγράδι αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Σλοβενίας.
Η πιο άγρια εμφύλια σύρραξη ήταν ο Κροατικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας («Πατριωτικός Πόλεμος» κατά τους Κροάτες, «Πόλεμος στην Κροατία» κατά τους Σέρβους). Τυπικά ξεκίνησε στις 31 Μαρτίου 1991 με περιορισμένης κλίμακας συγκρούσεις και ουσιαστικά, στις αρχές Ιουλίου 1991, όταν ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός εισέβαλε στην Κροατία. Ο πόλεμος αυτός έληξε στις 12 Νοεμβρίου 1995.
Ο ηγέτης της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης Αλία Ιζετμπέγκοβιτς αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις 29 Φεβρουαρίου και την 1η Μαρτίου 1992, για το μέλλον της. Σ’ αυτό δεν μετείχαν οι Σερβοβόσνιοι. Αποφασίστηκε η ανεξαρτησία της χώρας, η οποία κηρύχθηκε επίσημα στις 5 Μαρτίου 1992. Οι ένοπλες συγκρούσεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1991, αλλά ουσιαστικά, την 1η Μαρτίου 1992. Ο οριστικός τερματισμός του άγριου εμφυλίου έγινε στις 14 Δεκεμβρίου 1995 με την υπογραφή Συμφωνίας στο Παρίσι.
Τα Σκόπια κήρυξαν την ανεξαρτησία τους στις 8 Σεπτεμβρίου 1991. Η αποχώρησή τους από τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία ήταν αναίμακτη. Το Μαυροβούνιο, το οποίο συνέχισε να παραμένει ενωμένο με τη Σερβία, κήρυξε την ανεξαρτησία του στις 3 Ιουνίου 2006, μετά το δημοψήφισμα της 31ης Μαΐου 2006, στο οποίο αποφασίστηκε η ανεξαρτησία από την Ομοσπονδία με τη Σερβία, με ποσοστό 55,4%.
Τέλος, στο Κοσσυφοπέδιο, ο διαβόητος UCK που ιδρύθηκε το 1992 στα Σκόπια, αλλά μετακόμισε στο Κόσοβο στη συνέχεια, με τη στήριξη Η.Π.Α. και Αλβανίας στις 22 Απριλίου 1996 ξεκίνησε επιθέσεις κατά των γιουγκοσλαβικών δυνάμεων ασφαλείας που διήρκεσαν ως τις 28 Φεβρουαρίου 1998. Από τις αρχές Μαρτίου 1998 ως τις 23 Μαρτίου 1999 ακολούθησε η γιουγκοσλαβική επιχείρηση καταστολής της εξέγερσης, που έληξε με την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ εναντίον της Γιουγκοσλαβίας (24/3/1999-12/6/1999). Τελικά, στις 17 Φεβρουαρίου 2008 το Κοσσυφοπέδιο ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος. Μέχρι σήμερα έχει αναγνωριστεί από περισσότερες από 100 χώρες, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η Ελλάδα.
Φυσικά είναι αδύνατο να αναφέρουμε εδώ λεπτομέρειες για τον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο, θα το κάνουμε όμως στο μέλλον. Εκείνο που προκύπτει από όσα αναφέραμε, είναι ότι το δεύτερο γιουγκοσλαβικό κράτος, υπήρχε και πρώτο κατά τον Μεσοπόλεμο, αποτελούσε δημιουργία του Κροάτη Τίτο, ο οποίος συνένωσε ουσιαστικά διαφορετικές χώρες, μερικές από τις οποίες είχαν φτάσει σε ακραίες καταστάσεις μεταξύ τους στον Β’ ΠΠ(Σερβία-Κροατία), ευνόησε την πατρίδα του σε βάρος της Σερβίας και κληρονόμησε μετά τον θάνατό του στους διαδόχους του μια σειρά από προβλήματα. Οι οικονομικές ανισότητες βορρά-νότου και το ισχυρό πληθυσμιακά αλβανικό στοιχείο σε Κόσοβο και Σκόπια ήταν δύο επιπλέον διαλυτικοί παράγοντες.
Ο ακραίος εθνικιστής Μιλόσεβιτς έβαλε την ταφόπλακα στη Γιουγκοσλαβία, που διαλύθηκε την άνοιξη του 1992. Η μεγαλομανία του Τίτο και οι πρόθυμοι υποστηρικτές του στην Ελλάδα, λίγο έλειψε να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στη Μακεδονία μεταπολεμικά. Δυστυχώς, απομεινάρι όλου αυτού του χάους που ακολούθησε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας είναι η λεγόμενη «Βόρεια Μακεδονία», που όχι μόνο υποχρέωσε τη χώρα μας να ξοδέψει πολύτιμα «διπλωματικά κεφάλαια», αλλά οικειοποιήθηκε ονόματα και όρους που δεν της ανήκουν και τα κατοχύρωσε, με τη Συμφωνία των Πρεσπών…
Πηγή: ΝΙΚΟΣ ΚΑΪΜΑΚΟΥΔΗΣ, «Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ», ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ της ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΓΝΩΜΩΝ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, 2015.