Φίλος μου επεσήμανε, «έτσι για να μην ξεχνιόμαστε», το παρακάτω άρθρο της Καθημερινής που κάνει μια αναδρομή σε στιγμές που αποτέλεσαν ορόσημο στην πορεία του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα...
«ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ
1979
Οι συνδικαλιστές ανατρέχουν και στο 1979, όταν ο τότε υπουργός Βιομηχανίας κ. Μιλτιάδης Εβερτ, είχε αναλάβει να προωθήσει τον νόμο 330, τον οποίο η ΓΕΝΟΠ απέρριπτε συλλήβδην. Η κυβέρνηση είχε επιλέξει τη μετωπική σύγκρουση με τους απεργούς πολλοί εκ των οποίων παραπέμφθηκαν ανά δεκάδες σε δίκη. Τελικά έπειτα από περίπου διακόσιες αλλεπάλληλες δίκες απαλλάχθηκαν όλοι. Μεταξύ των δικηγόρων οι οποίοι υπερασπίστηκαν τότε τους απεργούς στα δικαστήρια, περιλαμβάνονταν αρκετοί που μόλις λίγα χρόνια αργότερα, εξελίχθηκαν σε υπουργούς και υψηλόβαθμους κυβερνητικούς παράγοντες. Οι κ. Απόστολος Κακλαμάνης, Δημήτρης Τσοβόλας, Τάσος Μαντέλης, Δημήτρης Παγουρόπουλος και ο Μένιος Κουτσόγιωργας, ήταν μόνο ορισμένοι δικηγόροι από εκείνους που υπερασπίστηκαν τους συνδικαλιστές. Δεν θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι τη στιγμή που κάποιοι από τους υπερασπιστές των απεργών, θα βρίσκονταν απέναντι τους, αυτή τη φορά ως υπουργοί των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ.
Πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ ήταν τότε ο Αναστάσιος Άμαλος. Η απεργία είχε διαρκέσει τότε 42 ημέρες και ανεστάλη μόνο στην Πάτρα, η ευρύτερη περιοχή της οποίας είχε πληγεί από θεομηνία. «Τότε», θυμάται ο πρώην πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ και επί σειρά ετών βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Δημήτρης Πιπεργιάς, «όταν έπεφταν οι γραμμές δεν γίνονταν οι απαραίτητες επισκευές, όπως σήμερα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν χωριά τα οποία είχαν μείνει χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ακόμη και για δέκα ημέρες». Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή, μεγάλης διάρκειας απεργίες είχαν κάνει και οι υπάλληλοι των τραπεζών.
1980
Την προσωρινή, ολιγόμηνη «εκεχειρία» μεταξύ κυβέρνησης και ΓΕΝΟΠ έσπασε το 1980 ο τότε υπουργός Συντονισμού κ. Κων. Μητσοτάκης ο οποίος μάλιστα, είχε χαρακτηρίσει για πρώτη φορά τους απεργούς της ΓΕΝΟΠ ως «προνομιούχους εργαζόμενους», ένα ρητορικό σχήμα το οποίο επιβιώνει μέχρι και σήμερα. Ο κ. Μητσοτάκης, χρησιμοποιώντας ένα νομικό παραθυράκι προχώρησε μέχρι και σε απολύσεις ορισμένων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα οι κινητοποιήσεις να ατονίσουν και τελικά να σταματήσουν. Μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1981, οι απολυμένοι των απεργιών της ΓΕΝΟΠ επέστρεψαν στις εργασίες τους, αφού καλύφθηκαν μάλιστα οι αποδοχές και οι ασφαλιστικές εισφορές που είχαν χάσει.
1990 - 93
Αν και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, έγιναν απεργίες, η παντοδυναμία του ΠΑΣΟΚ, εντός και εκτός του συνδικαλιστικού κινήματος, δεν προσέφερε έδαφος για συγκρούσεις ανάλογες με εκείνες των παλαιότερων ετών. Οι επόμενες μεγάλες απεργίες της ΓΕΝΟΠ έγιναν την τριετία 1990 -1993, με αφορμή τη συζήτηση και μετέπειτα την ψήφιση του νόμου Σιούφα. Ολα ξεκίνησαν όταν η κυβέρνηση ψήφισε στη Βουλή νόμο, ο οποίος προέβλεπε ότι άπαξ και το δικαστήριο κρίνει μια απεργία παράνομη, η επιχείρηση διατηρεί το δικαίωμα να απολύσει όσους αρνούνταν να προσέλθουν στο πόστο τους. Με βάση αυτή την πρόβλεψη του νόμου απολύθηκαν 200 απεργοί. Τότε, με πρωτοβουλία του προέδρου της ΓΕΝΟΠ κ. Νίκου Μπάκουλη, συστήθηκε απεργιακό ταμείο, από το οποίο συντηρούνταν οι 200 απολυμένοι. Ολοι αυτοί επαναπροσλήφθηκαν, όταν το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε εκ νέου την εξουσία το 1993. Το 1992, μηνύσεις εναντίον συνδικαλιστών είχε καταθέσει σωρηδόν και ο τότε γενικός διευθυντής της ΔΕΗ και νυν υφυπουργός ΠΕΧΩΔΕ κ. Θεμιστοκλής Ξανθόπουλος, με αφορμή την εισβολή πενήντα απεργών στο ενεργειακό κέντρο της επιχείρησης στην Καρδιά Πτολεμαΐδας.
Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1992, στην είσοδο της επιχείρησης στην οδό Χαλκοκονδύλη η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Συγκεντρωμένοι συνδικαλιστές εμπόδιζαν τους απεργοσπάστες να εισέλθουν στην επιχείρηση. Ενας εξ αυτών, ο κ. Πολύβιος Τσίρκας, κλώτσησε τον φύλακα της εισόδου κ. Στυλιανό Σοφό, ο οποίος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και ένας άλλος προπηλάκισε τη γραμματέα του τότε προέδρου κ. Ε. Βολουδάκη. Κατόπιν αυτών, η διοίκηση της ΔΕΗ κατέθεσε και μηνύσεις, ζητώντας ποινικές ευθύνες. Την προανάκριση αυτών των υποθέσεων είχε μάλιστα αναλάβει ο τότε αντεισαγγελέας Εφετών κ. Ισίδωρος Ντογιάκος. Στην πλειονότητά τους, όλες αυτές οι υποθέσεις είτε οδηγήθηκαν στο αρχείο, είτε οι αποφάσεις των δικαστηρίων ήταν απαλλακτικές για τους κατηγορουμένους συνδικαλιστές.
ΕΑΣ: δημόσιο «στριπτίζ»
1992
Από το ημερολόγιο των ακραίων κινητοποιήσεων δεν μπορούν να απουσιάζουν οι απεργοί της πάλαι ποτέ ΕΑΣ, την οποία το 1992 είχε επιχειρήσει να ιδιωτικοποιήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αποκορύφωμα των ακραίων αντιδράσεων από την πλευρά των σκληροπυρηνικών απεργών της ΕΑΣ ήταν το υποχρεωτικό... στριπτίζ 13 υποψηφίων οδηγών στην οδό Σωκράτους στις 9 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Οι άτυχοι άνδρες, ένας ένας πέρασαν από τα χέρια των απεργών. Στην αρχή τους ξυλοκόπησαν, στη συνέχεια τους έφτυσαν και στο τέλος τους έγδυσαν, μπροστά από το Εφετείο, το οποίο τότε βρισκόταν στην οδό Σωκράτους. Η κωμικοτραγική εικόνα συμπληρωνόταν από τους αστυνομικούς του τμήματος Ομονοίας, οι οποίοι έδιναν μια προσωρινή λύση στους γυμνούς άνδρες προσφέροντάς τους λευκά σεντόνια.
Οργανωτικοί «εγκέφαλοι» εκείνων των σκηνών απείρου κάλλους ήταν οι «σταμουλοκολλάδες», όπως υποτιμητικά αποκαλούσαν τον πρόεδρο του συνδικάτου Ανδρέα Κολλά και τον γενικό γραμματέα Χρήστο Σταμούλο (έχει φύγει από τη ζωή). Ακόμη και πριν από το περιστατικό της 9ης Σεπτεμβρίου, ο κ. Κολλάς είχε διοργανώσει συλλαλητήρια, ενώ πίσω από τα σίδερα των κρατητηρίων της Ασφάλειας είχαν καθίσει αρκετοί συνάδελφοί του, οι οποίοι διέλυαν παρμπρίζ λεωφορείων για να τα ακινητοποιήσουν. Μαζί τους είχε διανυκτερεύσει τρεις φορές και ο κ. Κολλάς, που εθεωρείτο ο ιθύνων νους. Οι δύο επικεφαλής του συνδικάτου μαζί με τους Γιάννη Χαρισούλη, Τριαντάφυλλο Καρδή, Παναγιώτη Κοντονή, Θεόδωρο Σούκα και Γιώργο Πετρόπουλο είχαν επίσης παραπεμφθεί σε δίκη, για την επίθεση που είχαν κάνει τον Φεβρουάριο του 1991 εναντίον απεργοσπαστών οδηγών στο αμαξοστάσιο.
Με όπλα και σφεντόνες
Κάποιοι συνδικαλιστές δεν δίστασαν να... πυροβολήσουν εναντίον συναδέλφων τους. Οι Γιώργος Μαστραγγέλης, Νίκος Χατζηαντωνίου και Σπύρος Ρωμαίος δανείστηκαν το αυτοκίνητο του συναγωνιστή τους Γιώργου Αναγνωστόπουλου και με αεροβόλα και σφεντόνες προξένησαν ζημιές σε τέσσερα λεωφορεία που περνούσαν από τα Εξάρχεια. Οι τρεις πρώτοι μάλιστα είχαν προφυλακιστεί, εν μέσω διαδηλώσεων. Ο κ. Χατζηαντωνίου αρνήθηκε τις κατηγορίες και υποστήριξε ότι το αεροβόλο και οι σφεντόνες ήταν δώρα για τον γιο του. Ενώπιον των ρεπόρτερ των τηλεοράσεων, ο κ. Χατζηαντωνίου είχε πει ότι «μερικές φορές» εξασκείται κι αυτός με το αεροβόλο, όχι όμως εντός αλλά εκτός Αθηνών, στην ύπαιθρο.
Όλα τα αδικήματα των συνδικαλιστών της ΕΑΣ παραγράφηκαν στις 14 Ιουνίου 1994, με κοινή τροπολογία που είχαν καταθέσει οι τότε υπουργοί Δικαιοσύνης και Εργασίας, Γιώργος Κουβελάκης και Ευάγγελος Γιαννόπουλος. Αποτελεί ειρωνεία της ιστορίας, ότι τον Απρίλιο του 1998, ο κ. Κολλάς είχε ταχθεί εναντίον των παλαιών συντρόφων του. Τότε, το συνδικάτο των οδηγών είχε προαναγγείλει κινητοποιήσεις εναντίον μιας σειράς ρυθμίσεων που προωθούσε η κυβέρνηση του κ. Κώστα Σημίτη. Ο κ. Κολλάς είπε τότε ότι «η εποχή της τραγιάσκας έχει περάσει», αφήνοντας ακόμη και τον «πράσινο» τότε πρόεδρο της ΓΣΕΕ, Χρήστο Πολυζωγόπουλο, να δηλώνει ότι μάλλον πρόκειται περί λάθους. Ο κ. Κολλάς βέβαια απέτυχε να υλοποιήσει τα σχέδιά του για πολιτική καριέρα (μετά βίας αναπληρωματικός στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος είχε εκλεγεί), προσέφερε όμως ένα εξαίσιο παράδειγμα μεταμόρφωσης από «λέοντα» της συνδικαλιστικής δράσης σε «αρνί» που δεν βγαίνει από το κομματικό μαντρί.»