Τα νούμερα είναι γνωστά και κυκλοφορούν στο ίντερνετ καιρό. «Το Δημόσιο χρέος το 1981 ήταν 24% του ΑΕΠ (ΣΣ. Αλογοσκούφης έχει πει 27% και ο Καραμανλής 29%), το 1990 έφτασε στο 80%, το 1993 στο 110%, το 2000 στο 114% και το 2004 στο 100%». Όλοι ξέρουν (ακόμα και οι ΠΑΣΟΚοι κι ας μην το παραδέχονται) ότι όλα τα δεινά του χρέους προέρχονται από τη δεκαετία του '80.
Κάποιοι προσπαθούν να τα φορτώσουν στη ΝΔ του 1990-93 και επικαλούνται ότι παρέλαβε χρέος 80% του ΑΕΠ και παρέδωσε χρέος στο 110% του ΑΕΠ. Μέσα σε 3 χρόνια δηλ. αύξησε το χρέος κατά 30%... Είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα; Όταν παραλαμβάνεις 80% χρέος από αλχημιστές μπορείς να είσαι σίγουρος ότι όντως πρόκειται για 80%; Ας δούμε τι λέει η Καθημερινή στις 15.12.2005... όταν τηρούσε τα προσχήματα παίζοντάς το κεντροδεξιά και πριν ανακαλύψει την «πράσινη ανάπτυξη»:
«H διόγκωση του δημόσιου χρέους ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980, επί «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης και υπήρξε ραγδαία. Aπό 28,6% του AEΠ (σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης) το έτος 1980 (από τα χαμηλότερα τότε μεταξύ των χωρών-μελών της μετέπειτα E.E.-15 και 10 εκατ. μονάδες χαμηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών αυτών) ανήλθε σε 54,7% του AEΠ το 1985. Δηλαδή, σε πέντε μόλις χρόνια, σχεδόν διπλασιάστηκε.
Mετά τη ραγδαία αυτή άνοδο και αφού οι δυσμενείς επιπτώσεις από την υπερχρέωση της χώρας είχαν αρχίσει να γίνονται ορατές (ενδεικτικά: η δαπάνη για πληρωμή τόκων από 2,0% του AEΠ το 1980 είχε ανέλθει στο 4,9% το 1985), η τότε κυβέρνηση αντελήφθη το πρόβλημα που είχε δημιουργήσει, αλλά δεν το ομολόγησε. Περίμενε πρώτα να κερδίσει τις εκλογές του 1985 και αμέσως μετά αποφάσισε να ασκήσει περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο ξέφρενος ρυθμός διόγκωσης του δημόσιου χρέους, κατά την επόμενη τετραετία. Eν συνεχεία όμως, λόγω των εκλογών του 1989, η περιοριστική πολιτική ανεστάλη (γνωστό το «Tσοβόλα δώσ' τα όλα») και το δημόσιο χρέος εκτινάχτηκε στο 80,7% του AEΠ το έτος 1990. (Aν και, όπως απεδείχθη αργότερα, το ποσοστό αυτό ήταν πλασματικό.)
....
Όσοι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις εκείνη την εποχή θυμούνται ότι ένα από τα επικοινωνιακά συνθήματα της τότε κυβέρνησης ήταν: «η αναθέρμανση της οικονομίας». Tην οποία «αναθέρμανση» (αναζωογόνηση της εγχώριας παραγωγής μετά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις που είχαν προηγηθεί) ορισμένοι αδαείς περί τα οικονομικά αξιωματούχοι της περιόδου εκείνης φαντάστηκαν ότι θα επετύγχαναν μέσω τεχνητής αύξησης της ζήτησης (παρερμηνεύοντας προφανώς τη θεωρία του Keynes), με γενναίες εισοδηματικές ενισχύσεις (προερχόμενες από δανεισμό) προς επιλεγμένες ομάδες πολιτών, τους καλουμένους γενικώς και αορίστως «μη προνομιούχους». Ένα σύνθημα χωρίς σαφές κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά με ευρέος φάσματος πελατειακή σκοπιμότητα.
H εισοδηματική αυτή πολιτική είχε ως συνέπεια την ισοπέδωση της κλίμακας αμοιβής εργασίας (μεταξύ υψηλόβαθμων και χαμηλόβαθμων, ικανών και ανίκανων, εργατικών και ακαμάτηδων) και τον ευτελισμό των εννοιών «έφεση προς εργασία» και «παραγωγικότητα της εργασίας». Tαυτόχρονα, έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να υποβαθμισθεί ο ρόλος της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ενώ αυξήθηκε υπέρμετρα ο αριθμός (και η κομματική επιρροή) των κρατικοδίαιτων εργαζομένων. Έτσι, με την πολιτική αυτή επόμενο ήταν να εξαρθρωθεί η παραγωγική δομή της χώρας. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο ότι στη διάρκεια της δεκαετίας αυτής η παραγωγικότητα της εργασίας στην Eλλάδα μειώθηκε κατά 5,5% (έναντι αύξησης 20,1% στην E.E.-15), το πραγματικό AEΠ αυξήθηκε μόλις κατά 6,8%η ανεργία διογκώθηκε από 2,7% το 1980 σε 7,0% το 1990 (έναντι αύξησης 26,5% στην E.E.-15), (από 5,8% σε 7,8% αντιστοίχως στην E.E.-15), η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, παρά τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις της δραχμής, κατέρρευσε και το έλλειμμα του Iσοζυγίου Πληρωμών παρουσίασε πρωτοφανή διεύρυνση. (Για περισσότερα στοιχεία, βλ. ΥΠΕΘΟ Δ/νση Μακροοικονομικής Ανάλυσης «Η ελληνική οικονομία 1960-1997», Αθήνα 1998.)»
Mετά τη ραγδαία αυτή άνοδο και αφού οι δυσμενείς επιπτώσεις από την υπερχρέωση της χώρας είχαν αρχίσει να γίνονται ορατές (ενδεικτικά: η δαπάνη για πληρωμή τόκων από 2,0% του AEΠ το 1980 είχε ανέλθει στο 4,9% το 1985), η τότε κυβέρνηση αντελήφθη το πρόβλημα που είχε δημιουργήσει, αλλά δεν το ομολόγησε. Περίμενε πρώτα να κερδίσει τις εκλογές του 1985 και αμέσως μετά αποφάσισε να ασκήσει περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο ξέφρενος ρυθμός διόγκωσης του δημόσιου χρέους, κατά την επόμενη τετραετία. Eν συνεχεία όμως, λόγω των εκλογών του 1989, η περιοριστική πολιτική ανεστάλη (γνωστό το «Tσοβόλα δώσ' τα όλα») και το δημόσιο χρέος εκτινάχτηκε στο 80,7% του AEΠ το έτος 1990. (Aν και, όπως απεδείχθη αργότερα, το ποσοστό αυτό ήταν πλασματικό.)
....
Όσοι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις εκείνη την εποχή θυμούνται ότι ένα από τα επικοινωνιακά συνθήματα της τότε κυβέρνησης ήταν: «η αναθέρμανση της οικονομίας». Tην οποία «αναθέρμανση» (αναζωογόνηση της εγχώριας παραγωγής μετά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις που είχαν προηγηθεί) ορισμένοι αδαείς περί τα οικονομικά αξιωματούχοι της περιόδου εκείνης φαντάστηκαν ότι θα επετύγχαναν μέσω τεχνητής αύξησης της ζήτησης (παρερμηνεύοντας προφανώς τη θεωρία του Keynes), με γενναίες εισοδηματικές ενισχύσεις (προερχόμενες από δανεισμό) προς επιλεγμένες ομάδες πολιτών, τους καλουμένους γενικώς και αορίστως «μη προνομιούχους». Ένα σύνθημα χωρίς σαφές κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά με ευρέος φάσματος πελατειακή σκοπιμότητα.
H εισοδηματική αυτή πολιτική είχε ως συνέπεια την ισοπέδωση της κλίμακας αμοιβής εργασίας (μεταξύ υψηλόβαθμων και χαμηλόβαθμων, ικανών και ανίκανων, εργατικών και ακαμάτηδων) και τον ευτελισμό των εννοιών «έφεση προς εργασία» και «παραγωγικότητα της εργασίας». Tαυτόχρονα, έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να υποβαθμισθεί ο ρόλος της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ενώ αυξήθηκε υπέρμετρα ο αριθμός (και η κομματική επιρροή) των κρατικοδίαιτων εργαζομένων. Έτσι, με την πολιτική αυτή επόμενο ήταν να εξαρθρωθεί η παραγωγική δομή της χώρας. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο ότι στη διάρκεια της δεκαετίας αυτής η παραγωγικότητα της εργασίας στην Eλλάδα μειώθηκε κατά 5,5% (έναντι αύξησης 20,1% στην E.E.-15), το πραγματικό AEΠ αυξήθηκε μόλις κατά 6,8%η ανεργία διογκώθηκε από 2,7% το 1980 σε 7,0% το 1990 (έναντι αύξησης 26,5% στην E.E.-15), (από 5,8% σε 7,8% αντιστοίχως στην E.E.-15), η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, παρά τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις της δραχμής, κατέρρευσε και το έλλειμμα του Iσοζυγίου Πληρωμών παρουσίασε πρωτοφανή διεύρυνση. (Για περισσότερα στοιχεία, βλ. ΥΠΕΘΟ Δ/νση Μακροοικονομικής Ανάλυσης «Η ελληνική οικονομία 1960-1997», Αθήνα 1998.)»
Έτσι φτάσαμε ξεβράκωτοι στο 1990 με όλους τους δείκτες να έχουν χειροτερέψει 3 και 4 φορές. Τότε όλοι κατάλαβαν ότι κάτι έπρεπε να γίνει, αλλά ο κλήρος έπεσε για άλλη μια φορά στη ΝΔ να τραβήξει το κάρο από τη λάσπη που το είχε κολλήσει το ΠΑΣΟΚ:
«Στο τέλος της δεκαετίας του 1980 είχε πλέον καταστεί απόλυτα σαφές ότι το δημόσιο χρέος αποτελούσε μεγίστη απειλή για την οικονομία της χώρας και, ιδία, για το οικονομικό μέλλον της νέας γενεάς Ελλήνων πολιτών που θα εκαλούντο να το αποπληρώσουν. Συνεπώς, κάθε κυβέρνηση είχε υπέρτατο καθήκον να λάβει δραστικά μέτρα κατά της απειλής αυτής. Το έργο αυτό ανέλαβε να φέρει εις πέρας η κυβέρνηση της Ν.Δ. (Απρίλιος 1990 - Οκτώβριος 1993) παρά το υψηλό πολιτικό κόστος και τις βίαιες αντιδράσεις του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού. Η σχετική προσπάθεια απέδωσε τα μέγιστα, αλλά τα αποτελέσματα, για τους λόγους που αναφέρονται κατωτέρω, καθυστέρησαν να εμφανιστούν.
Η πρόοδος που σημειώθηκε στο χρονικό αυτό διάστημα υπήρξε εντυπωσιακή, όπως αποδεικνύεται από τις εξελίξεις δύο βασικών δημοσιονομικών μεγεθών: πρώτον, από την αναστροφή του πρωτογενούς αποτελέσματος του ΓΚΠ (καθαρά έσοδα μείον δαπάνες πλην τόκων) από έλλειμμα σε πλεόνασμα (αρχής γενομένης από το έτος 1992) και, δεύτερον, από τον σταδιακό περιορισμό της αυξητικής επίδρασης και, εν συνεχεία (από το 1994 και μετά), τη μεταστροφή του αποτελέσματος ενδοκυβερνητικών συναλλαγών (ΟΤΑ, ΟΚΑ, λοιπά ΝΠΔΔ) σε παράγοντα μειωτικό για το Δ.Χ.
...
Ωστόσο, οι πιο πάνω ουσιαστικές για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δημοσιονομικές παρεμβάσεις δεν φάνηκε να ανακόπτουν την περαιτέρω διόγκωση του Δ.Χ. Το οποίο εξακολούθησε να αυξάνεται για να φτάσει στο 111,6% του ΑΕΠ (σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης) το έτος 1993. Όμως, η δυσμενής αυτή βραχυχρόνια εξέλιξη θα πρέπει να αποδοθεί σε δύο πρόσθετους παράγοντες, άσχετους με την ακολουθηθείσα κατά την περίοδο αυτή δημοσιονομική πολιτική: α) στην αυξημένη ετήσια επιβάρυνση για πληρωμή τόκων (από 1,3 τρισ. δρχ. το 1990 σε 2,7 τρισ. δρχ. το 1993) από ήδη συσσωρευμένα χρέη και, κυρίως, β) στη «διόρθωση ημαρτημένων του παρελθόντος» (κάτι ανάλογο με την πρόσφατη δημοσιονομική απογραφή), δηλαδή την ενσωμάτωση σωρείας χρεών τα οποία υπήρχαν αλλά δεν είχαν μέχρι τότε συμπεριληφθεί στο δημόσιο χρέος (όπως, συναλλαγματικές διαφορές της ΤτΕ, οφειλές από καταπτώσεις εγγυήσεων, ελλείμματα ΔΕΚΟ»
Η πρόοδος που σημειώθηκε στο χρονικό αυτό διάστημα υπήρξε εντυπωσιακή, όπως αποδεικνύεται από τις εξελίξεις δύο βασικών δημοσιονομικών μεγεθών: πρώτον, από την αναστροφή του πρωτογενούς αποτελέσματος του ΓΚΠ (καθαρά έσοδα μείον δαπάνες πλην τόκων) από έλλειμμα σε πλεόνασμα (αρχής γενομένης από το έτος 1992) και, δεύτερον, από τον σταδιακό περιορισμό της αυξητικής επίδρασης και, εν συνεχεία (από το 1994 και μετά), τη μεταστροφή του αποτελέσματος ενδοκυβερνητικών συναλλαγών (ΟΤΑ, ΟΚΑ, λοιπά ΝΠΔΔ) σε παράγοντα μειωτικό για το Δ.Χ.
...
Ωστόσο, οι πιο πάνω ουσιαστικές για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δημοσιονομικές παρεμβάσεις δεν φάνηκε να ανακόπτουν την περαιτέρω διόγκωση του Δ.Χ. Το οποίο εξακολούθησε να αυξάνεται για να φτάσει στο 111,6% του ΑΕΠ (σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης) το έτος 1993. Όμως, η δυσμενής αυτή βραχυχρόνια εξέλιξη θα πρέπει να αποδοθεί σε δύο πρόσθετους παράγοντες, άσχετους με την ακολουθηθείσα κατά την περίοδο αυτή δημοσιονομική πολιτική: α) στην αυξημένη ετήσια επιβάρυνση για πληρωμή τόκων (από 1,3 τρισ. δρχ. το 1990 σε 2,7 τρισ. δρχ. το 1993) από ήδη συσσωρευμένα χρέη και, κυρίως, β) στη «διόρθωση ημαρτημένων του παρελθόντος» (κάτι ανάλογο με την πρόσφατη δημοσιονομική απογραφή), δηλαδή την ενσωμάτωση σωρείας χρεών τα οποία υπήρχαν αλλά δεν είχαν μέχρι τότε συμπεριληφθεί στο δημόσιο χρέος (όπως, συναλλαγματικές διαφορές της ΤτΕ, οφειλές από καταπτώσεις εγγυήσεων, ελλείμματα ΔΕΚΟ»
Καταλάβατε γιατί το έλλειμμα αυξήθηκε κατά 30% την τριετία 1990-93;
Γιατί η ΝΔ εμφάνισε (όπως και το 2004) ότι αυτοί κρατούσαν κρυφό τη δεκαετία του '80...
Θέλετε κι άλλη απόδειξη; Πάλι από την Καθημερινή, 26.02.2006:
«Το 1980 το χρέος της Ελλάδας αντιστοιχούσε στο 22,9% του ΑΕΠ, ενώ πέντε χρόνια αργότερα το 1985 είχε κιόλας διπλασιαστεί και είχε φθάσει το 47,8% του ΑΕΠ. Tο 1990 είχε φθάσει στο 79,6% του ΑΕΠ και η πορεία του ήταν ανοδική, καθώς σταδιακά η χώρα εισέρχονταν σε μια νέα περίοδο. Εκείνης της ανακάλυψης των γκρίζων πτυχών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που ήταν παντού φορτωμένος με χρέη, τα οποία όμως δεν φαίνονταν.
Ήταν πάλι τότε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με υπουργό Οικονομικών τον κ. Γ. Παλαιοκρασσά που άρχισε να εντάσσει στο κανονικό χρέος, όλα τα κρυφά χρέη και να εκδίδει τα δάνεια οικονομικής εξυγίανσης. Αποτέλεσμα εκείνης της πολιτικής ανάληψης των κρυφών χρεών ήταν η αύξηση του δημοσίου χρέους, για την οποία δεν ευθύνονταν η τότε κυβέρνηση. Η Ελλάδα είχε αρχίσει να κινείται προς την Ε.Ε. και η ανάληψη των χρεών ήταν μέρος του παιχνιδιού. Η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κατηγορήθηκε για τη διόγκωση του χρέους στο διάστημα 1990-1993, που προκλήθηκε εξαιτίας της ανάληψης των κρυφών χρεών τα οποία είχε δημιουργήσει η δεκαετία του 1980.
Αποτέλεσμα ήταν το δημόσιο χρέος στα μέσα της δεκαετίας του 1990 να έχει αγγίξει το 108,7% και στο τέλος της ίδιας δεκαετίας το 114%.
...
Από τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι από το 1994 μέχρι και το 2005 έχουμε πληρώσει για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους 280 δισ. ευρώ.»
Ήταν πάλι τότε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με υπουργό Οικονομικών τον κ. Γ. Παλαιοκρασσά που άρχισε να εντάσσει στο κανονικό χρέος, όλα τα κρυφά χρέη και να εκδίδει τα δάνεια οικονομικής εξυγίανσης. Αποτέλεσμα εκείνης της πολιτικής ανάληψης των κρυφών χρεών ήταν η αύξηση του δημοσίου χρέους, για την οποία δεν ευθύνονταν η τότε κυβέρνηση. Η Ελλάδα είχε αρχίσει να κινείται προς την Ε.Ε. και η ανάληψη των χρεών ήταν μέρος του παιχνιδιού. Η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κατηγορήθηκε για τη διόγκωση του χρέους στο διάστημα 1990-1993, που προκλήθηκε εξαιτίας της ανάληψης των κρυφών χρεών τα οποία είχε δημιουργήσει η δεκαετία του 1980.
Αποτέλεσμα ήταν το δημόσιο χρέος στα μέσα της δεκαετίας του 1990 να έχει αγγίξει το 108,7% και στο τέλος της ίδιας δεκαετίας το 114%.
...
Από τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι από το 1994 μέχρι και το 2005 έχουμε πληρώσει για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους 280 δισ. ευρώ.»
Αυτός είναι λοιπόν ο λόγος που το έλλειμμα φαίνεται να αυξάνεται υπερβολικά την τριετία 90-93... Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΚΡΥΦΩΝ ΧΡΕΩΝ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ '80 ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ, ΑΠΟ ΤΗ ΝΔ ΤΟ 1990!!
Δείτε και τον παρακάτω πίνακα που δημοσίευσε η Καθημερινή στις 27.01.1991 για να καταλάβετε τι έγινε τη δεκαετία του 1980.
Καθημερινή 27.01.1991
Δείτε πως το χρέος από 671 δις δρχ., με ΑΕΠ 2,1 τρις, εκτινάχθηκε στα 8,5 τρις με ΑΕΠ 10,6 τρις. Ενώ το ΑΕΠ ΑΥΞΗΘΗΚΕ 5 ΦΟΡΕΣ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΑΥΞΗΘΗΚΕ 15 ΦΟΡΕΣ!!!
Έτος | Εσωτερικό | Εξωτερικό | Σύνολο | AEΠ |
1980 | 382.825 | 111.041 | 473.866 | - |
1981 | 508.541 | 163.331 | 671.872 | 2.109.061 |
1982 | 693.521 | 234.769 | 928.290 | 2.632.439 |
1983 | 882.118 | 387.243 | 1.269.361 | 3.109.586 |
1984 | 1.259.212 | 623.557 | 1.882.769 | 3.807.551 |
1985 | 1.645.656 | 1.027.751 | 2.673.407 | 4.584.032 |
1986 | 1.919.262 | 1.311.063 | 3.230.325 | 5.429.834 |
1987 | 2.574.613 | 1.471.202 | 4.045.815 | 6.164.702 |
1988 | 3.704.336 | 1.679.003 | 5.383.339 | 7.445.307 |
1989 | 4.827.445 | 1.871.403 | 6.698.848 | 8.713.156 |
1990 | 6.453.712 | 2.078.988 | 8.532.700 | 10.670.000 |
Την επόμενη δε φορά που το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε... έγιναν τα ίδια και χειρότερα... αντιγράφω πάλι από την Καθημερινή, 15.12.2005:
«...ενδεικτικά για το έτος 2001, να επισημανθούν οι εξής διαφορές: Aπό το ΠAΣOK εκτιμάται ότι το δημόσιο χρέος έχει κατέλθει στο 99,6% του AEΠ, ο έλεγχος της Euro-stat το ανεβάζει στο 106,9% του AEΠ και η απογραφή Aλογοσκούφη το εξακοντίζει στο 114,4% του AEΠ, ήτοι σε ύψος ρεκόρ για ολόκληρη την εικοσιπενταετία 1980-2005. Eπίσης χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του έτους 2004, για το οποίο είχε προϋπολογισθεί ότι θα έπεφτε στο 98,5% του AEΠ και τελικά διαμορφώθηκε στο 109,3%, εντελώς δε συμπτωματικά στο ύψος που βρισκόταν το έτος 1994, όταν το ΠAΣOK είχε επανέλθει στην εξουσία.»
Αυτά για να μην μας ταΐζουν κουτόχορτο ότι η ΝΔ το 1990-93 τα διέλυσε όλα...
ΥΓ. Τη μεγαλύτερη μπαρούφα ως εξήγηση για την διόγκωση του χρέους από το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980 τη διάβασα που αλλού;... στην Ελευθεροτυπία. Διαβάστε και φρίξτε:
«Το δημόσιο χρέος πράγματι τριπλασιάστηκε μεταξύ 1981 και 2004. Αλλά αποφεύγει να πει (ΣΣ εννοεί τον Καραμανλή) ότι το 1981, λόγω εισόδου της χώρας στην τότε ΕΟΚ, το κράτος άρχισε να δανείζεται υποχρεωτικά με όρους αγοράς (με επιτόκια που έφταναν το 20%), αντί να κόβει χρήμα από το Νομισματοκοπείο του Χολαργού (ΣΣ. !!!!!!!!!!!!!!). Το ίδιο θα γινόταν αν σ' αυτή την περίοδο, αντί να κυβερνά τη χώρα το ΠΑΣΟΚ, την κυβερνούσε η Ν.Δ.»
Δηλ ρε παλικάρια μέχρι το 1981 όποτε το Κράτος χρειαζόταν λεφτά πήγαινε και έκοβε χιλιάρικα στο Χολαργό; Για το 1981 μιλάτε ή για το 1881;
Σε ποιούς απευθύνονται άραγε; Μα τόσο μακάκες μας θεωρούν;
Δείτε πιο πάνω στον πίνακα ότι το 1981 το Κράτος χρώσταγε 508 δις δρχ στο εσωτερικό και 163 δις στο εξωτερικό... για να μην μας λένε ότι θέλουνε.
«Το δημόσιο χρέος πράγματι τριπλασιάστηκε μεταξύ 1981 και 2004. Αλλά αποφεύγει να πει (ΣΣ εννοεί τον Καραμανλή) ότι το 1981, λόγω εισόδου της χώρας στην τότε ΕΟΚ, το κράτος άρχισε να δανείζεται υποχρεωτικά με όρους αγοράς (με επιτόκια που έφταναν το 20%), αντί να κόβει χρήμα από το Νομισματοκοπείο του Χολαργού (ΣΣ. !!!!!!!!!!!!!!). Το ίδιο θα γινόταν αν σ' αυτή την περίοδο, αντί να κυβερνά τη χώρα το ΠΑΣΟΚ, την κυβερνούσε η Ν.Δ.»
Δηλ ρε παλικάρια μέχρι το 1981 όποτε το Κράτος χρειαζόταν λεφτά πήγαινε και έκοβε χιλιάρικα στο Χολαργό; Για το 1981 μιλάτε ή για το 1881;
Σε ποιούς απευθύνονται άραγε; Μα τόσο μακάκες μας θεωρούν;
Δείτε πιο πάνω στον πίνακα ότι το 1981 το Κράτος χρώσταγε 508 δις δρχ στο εσωτερικό και 163 δις στο εξωτερικό... για να μην μας λένε ότι θέλουνε.