Πριν 10 μέρες γράφαμε για το «Πηλήκιο» του Γιωργάκη στην Κοζάνη. Βάλαμε και το σχετικό βίντεο στο youtube και κάναμε και το σχετικό γκάλοπ όπου οι αναγνώστες μας για άλλη μια φορά απέδειξαν ότι είναι σκεπτόμενοι και σε ποσοστό 71% βρήκαν ότι ο Γιωργάκης αποτιμά το έργο της ΝΔ ως:
Χθες ήρθε η σειρά του Γιανναρά να κάνει μια πιο φιλοσοφημένη ανάλυση του «πηληκίου» του Γιωργάκη:
«Μηδέν εις το πηλήκιο»...
Χθες ήρθε η σειρά του Γιανναρά να κάνει μια πιο φιλοσοφημένη ανάλυση του «πηληκίου» του Γιωργάκη:
«Μηδέν στο πηλήκιο»!
Tου Χρηστου Γιανναρα
Ναι, το είπε ο ανελλήνιστος: «Και τι κατάφεραν οι αντίπαλοί μας; Μηδέν στο πηλήκιο»!
Υπήρξε υπουργός Παιδείας, υπουργός Εξωτερικών, ετοιμάζεται να είναι αυριανός πρωθυπουργός των Ελλήνων. Και δεν ξέρει να ξεχωρίσει το «πηλίκον» (αποτέλεσμα της διαίρεσης δύο αριθμών) από το «πηλήκιο» (στρατιωτικό κάλυμμα της κεφαλής).
Η Ελλάδα δεν είναι ούτε γεωγραφία ούτε Ιστορία αλλοτριωμένη σε ιδεολόγημα. Είναι στάση ζωής και νόημα ζωής σαρκωμένα και τα δύο στη γλώσσα. Οσο υπήρχαν Ελληνες, πρώτη ανάγκη είχαν: «Ελευθερία και γλώσσα» (Σολωμός). Ελευθερία είναι η κατακτημένη ετερότητα, η ανάγκη να είσαι ο εαυτός σου, να αυτοκαθορίζεσαι, όχι να σε διαφεντεύουν άλλοι. Και η γλώσσα σαρκώνει την ετερότητα, καθιστά τον αυτοκαθορισμό κοινή, κοινωνούμενη πράξη.
Ο ανελλήνιστος πολιτικός αρχηγός δεν ξέρει να ξεχωρίσει το «πηλίκον» από το «πηλήκιο». Πώς να εμπιστευθούμε ότι καταλαβαίνει πού βρίσκονται τα γλωσσικά σύνορα της ελληνικής ετερότητας: ποια η διαφορά (βιωματικού φορτίου αιώνων) ανάμεσα στην «κοινωνία» και στη «societas», στη «δημοκρατία» και στη «respublica», στον «λόγο» και στη «ratio», στην «αλήθεια» και στη «veritas», στο «πρόσωπο» και στην «persona», στον «νόμο» και στη «lex». Και αν στις διαφορές αυτές δεν έχει ριζωμένα παιδικά βιώματα πατρίδας, τι θα υπερασπίσει σαν πρωθυπουργός; Το ακαθάριστο εθνικό προϊόν και την κατά κεφαλήν καταναλωτική ευχέρεια; Αλλά τότε ας δικτυωθεί καλύτερα η οικογένειά του να τον κάνει πρωθυπουργό σε κράτος με γλώσσα (και συνείδηση) δίχως ετερότητα - σε κανένα Βέλγιο ή Λουξεμβούργο.
Οι επερχόμενες εκλογές, στις 4 Οκτωβρίου 2009, θυμίζουν κάτι από τις αποφράδες εκείνες του Νοεμβρίου 1920, τότε που οι Ελληνες, ασυλλόγιστα και φανατισμένα, όδευαν προς τη συμφορά. Σαν οσμή και τώρα στην ατμόσφαιρα η ανατριχίλα από το κακό που συνοδεύει πάντα την αλογία και την τυφλότητα. Και μάλιστα χωρίς να υπάρχει σήμερα αμφιλεγόμενος ηγέτης, δίλημμα για τον λαό. Μια παράδοση στόχων αλήθειας και ποιότητας ζωής τρεισήμισι χιλιάδων χρόνων παραδίνεται (από αμηχανία, αγανάκτηση ή απερισκεψία) στα χέρια ενός ανθρώπου που δεν ξέρει να ξεχωρίσει το «πηλίκον» από το «πηλήκιο».
Δεν φταίει που είναι ανελλήνιστος ο μεθοδικά κατασκευασμένος «ηγέτης». Δεν είχε παιδικά βιώματα πατρίδας στην Ελλάδα ούτε γλώσσα μητρική τα ελληνικά. Το κρίμα και η ιστορική ευθύνη είναι των παραιτημένων από τη σκέψη και την κρίση τους ψηφοφόρων. Ο ίδιος απέδειξε απροσχημάτιστα πόσο έτοιμος είναι να απεμπολήσει κοιτίδες της ελληνικής πρότασης πολιτισμού, όταν προπαγάνδιζε, δίχως αιδώ ή λύπη, την εξωφρενική πλεκτάνη του Σχεδίου Ανάν για την Κύπρο. ΄Η, πριν από λίγες μέρες, με τις δηλώσεις του εκπροσώπου του για το Σκοπιανό.
Στην προεκλογική του εκστρατεία μιλάει μόνο για λεφτά, πώς θα μπουκώσει τον Ελλαδίτη της παρακμής με ψευδαισθητική ευζωία. Ούτε λέξη για τις τουρκικές έμπρακτες (καθημερινής βίας) απαιτήσεις κυριαρχίας στο Αιγαίο, για τα πολιτικά καμώματα του «κομμουνιστή» (αλλά νατοϊκής ποδηγέτησης) προέδρου της Κύπρου να νεκραναστήσει, μαζί με τον Ταλάτ, την εκτρωματική πανουργία του Ανάν. Ούτε σχολίασε ποτέ (όπως και κανένας Ελλαδίτης πολιτικός) τον προγραμματικό αφελληνισμό της παιδείας και των θεσμών στην Κύπρο από το καθεστώς Χριστόφια.
Το ορθολογικό συμπέρασμα είναι αδυσώπητο: Η ελληνικότητα της Κύπρου, η ελληνικότητα του ονόματος Μακεδονία αφήνουν παγερά αδιάφορο τον αυριανό πρωθυπουργό της Ελλάδας. Τι φυσικότερο να τον αφήνει αδιάφορο και η ελληνικότητα του Αιγαίου, της Θράκης, του Καστελλόριζου, της Λήμνου, της Μυτιλήνης. Με ανελλήνιστη ηγεσία, βουβή και άλαλη για τα εθνικά θέματα, ο ορθολογισμός μεταγγίζει τον φόβο της σαφέστατα επαπειλούμενης συμφοράς. Γι' αυτό και οι επερχόμενες εκλογές θυμίζουν κάτι από τις αποφράδες εκείνες του 1920, έχουν μια πρόγευση φόβου προσφυγιάς, ξεριζωμού, ίσως αίματος. Τα σημάδια της πολιτικής «σταδιοδρομίας», ώς τώρα, του γλωσσικά ανελλήνιστου μάλλον βεβαιώνουν ότι, αν γίνει πρωθυπουργός, η «λύση» του Κυπριακού, του Σκοπιανού, της μοιρασιάς του Αιγαίου θα επιβληθεί μέσα σε εβδομάδες ή ελάχιστους μήνες. Ομως Θρακιώτες, Καστελλοριζιοί, Μυτιληνιοί, μέσα στο περίπου 40% των Ελλαδιτών ψηφοφόρων, χοροπηδάνε, με πράσινες σημαιούλες, κάτω από το μπαλκόνι του ξενότροπου κομματάρχη διαδηλώνοντας την ίδια εκείνη επιλογή του 1920: «Μικράν Ελλάδα», συρρικνωμένη, και ούτε λόγος για «έντιμον» - σήμερα τη θέλουμε «πάροχον καταναλωτικής ευχέρειας».
Εναλλακτική λύση; Μα είναι φανερό πως δεν υπάρχει, ο ανελλήνιστος δεν έχει αντίπαλο. Η «Νέα Δημοκρατία» έχει τελειώσει πολιτικά, ήταν είκοσι χρόνια ανύπαρκτη ως αντιπολίτευση και πέντε χρόνια ανύπαρκτη ως κυβέρνηση. Σίγουρα δεν μπερδεύει το «πηλίκον» με το «πηλήκιο», αλλά έχει πια αποδείξει, επί είκοσι έξι χρόνια, ότι είναι το ίδιο ή και πιο θεαματικά ανελλήνιστη: στα μπλα-μπλα που με στόμφο εκφέρει και στα αυτοκτονικής ατολμίας διαχειριστικά της ενεργήματα. Δεν πιστεύει αυτό το κόμμα σε τίποτα, το μόνο που ήθελε, και προσπάθησε υστερικά, ήταν να γίνει ΠΑΣΟΚ. Και δεν τα κατάφερε. Αποδείχτηκε, εκτός από εξωφρενικά ανίκανη, και ανήκεστα φαύλη.
Μένει ακόμα μία εβδομάδα ώς τις εκλογές. Η πορεία της χώρας είναι προδιαγεγραμμένη, όσοι οσφραίνονται τα επερχόμενα νιώθουν ανήμποροι να αναχαιτίσουν την αλογία. Για την εξαφάνιση των «εθνικών» θεμάτων και της άμυνας από την προεκλογική ατζέντα θα μπορούσε να έχει υπάρξει κάποια παρήγορη παρέμβαση (συμβολική αντίσταση συλλογικής αξιοπρέπειας) της Ακαδημίας Αθηνών, της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Εχει μάλλον χαθεί η επίγνωση ότι μπροστάρηδες στην κοινωνία δεν μπορεί να είναι μόνο οι ανυπόληπτοι επαγγελματίες της εξουσιαστικής μονομανίας και ιδιοτέλειας.
Τουλάχιστον, στην εβδομάδα που απομένει, ας μπορούσε να εμφανιστεί ένας τίμιος και ανυστερόβουλος «εκλογολόγος» από αυτούς που σπουδάζουν την σε βάρος μας πανουργία των εκλογικών νόμων, να μας συμβουλέψει: Ποια είναι η αποτελεσματικότερη οδός για να αποτραπεί η αυτοδυναμία του ανελλήνιστου: Η αποχή; Η υπερψήφιση εξωκοινοβουλευτικών κομματιδίων «της πλάκας»; Το λευκό; Το άκυρο;
Στη δεκαετία του 1950 ή '60, αν ένας πολιτικός μιλούσε για «μηδέν στο πηλήκιο» θα είχε τελειώσει αυθημερόν την καριέρα του μέσα στον γενικό καγχασμό. Η γλωσσική ευαισθησία ήταν τέτοια, που επέτρεπε στο χιούμορ του Μποστ να λειτουργεί καθολικά στην ελληνική κοινωνία και να σπάζει κόκαλα. Σήμερα, μια σατυρική ιδιοφυΐα με τη γλώσσα του Μποστ δεν θα προκαλούσε ούτε μειδίαμα. Μέσα σε πενήντα χρόνια οι Ελληνες ξεριζώθηκαν μεθοδικά από τη συνέχεια της γλώσσας τους, από την κοινή σάρκα και κοινωνούμενη πράξη του αυτοκαθορισμού τους, της ετερότητάς τους.
Αυτή η απώλεια φαίνεται πως πρέπει να μετρηθεί και με εδαφική συρρίκνωση. Το ιστορικό τέλος ιστορικών λαών πάντοτε εντοπίζεται και χαρτογραφημένο.
Ο ανελλήνιστος πολιτικός αρχηγός δεν ξέρει να ξεχωρίσει το «πηλίκον» από το «πηλήκιο». Πώς να εμπιστευθούμε ότι καταλαβαίνει πού βρίσκονται τα γλωσσικά σύνορα της ελληνικής ετερότητας: ποια η διαφορά (βιωματικού φορτίου αιώνων) ανάμεσα στην «κοινωνία» και στη «societas», στη «δημοκρατία» και στη «respublica», στον «λόγο» και στη «ratio», στην «αλήθεια» και στη «veritas», στο «πρόσωπο» και στην «persona», στον «νόμο» και στη «lex». Και αν στις διαφορές αυτές δεν έχει ριζωμένα παιδικά βιώματα πατρίδας, τι θα υπερασπίσει σαν πρωθυπουργός; Το ακαθάριστο εθνικό προϊόν και την κατά κεφαλήν καταναλωτική ευχέρεια; Αλλά τότε ας δικτυωθεί καλύτερα η οικογένειά του να τον κάνει πρωθυπουργό σε κράτος με γλώσσα (και συνείδηση) δίχως ετερότητα - σε κανένα Βέλγιο ή Λουξεμβούργο.
Οι επερχόμενες εκλογές, στις 4 Οκτωβρίου 2009, θυμίζουν κάτι από τις αποφράδες εκείνες του Νοεμβρίου 1920, τότε που οι Ελληνες, ασυλλόγιστα και φανατισμένα, όδευαν προς τη συμφορά. Σαν οσμή και τώρα στην ατμόσφαιρα η ανατριχίλα από το κακό που συνοδεύει πάντα την αλογία και την τυφλότητα. Και μάλιστα χωρίς να υπάρχει σήμερα αμφιλεγόμενος ηγέτης, δίλημμα για τον λαό. Μια παράδοση στόχων αλήθειας και ποιότητας ζωής τρεισήμισι χιλιάδων χρόνων παραδίνεται (από αμηχανία, αγανάκτηση ή απερισκεψία) στα χέρια ενός ανθρώπου που δεν ξέρει να ξεχωρίσει το «πηλίκον» από το «πηλήκιο».
Δεν φταίει που είναι ανελλήνιστος ο μεθοδικά κατασκευασμένος «ηγέτης». Δεν είχε παιδικά βιώματα πατρίδας στην Ελλάδα ούτε γλώσσα μητρική τα ελληνικά. Το κρίμα και η ιστορική ευθύνη είναι των παραιτημένων από τη σκέψη και την κρίση τους ψηφοφόρων. Ο ίδιος απέδειξε απροσχημάτιστα πόσο έτοιμος είναι να απεμπολήσει κοιτίδες της ελληνικής πρότασης πολιτισμού, όταν προπαγάνδιζε, δίχως αιδώ ή λύπη, την εξωφρενική πλεκτάνη του Σχεδίου Ανάν για την Κύπρο. ΄Η, πριν από λίγες μέρες, με τις δηλώσεις του εκπροσώπου του για το Σκοπιανό.
Στην προεκλογική του εκστρατεία μιλάει μόνο για λεφτά, πώς θα μπουκώσει τον Ελλαδίτη της παρακμής με ψευδαισθητική ευζωία. Ούτε λέξη για τις τουρκικές έμπρακτες (καθημερινής βίας) απαιτήσεις κυριαρχίας στο Αιγαίο, για τα πολιτικά καμώματα του «κομμουνιστή» (αλλά νατοϊκής ποδηγέτησης) προέδρου της Κύπρου να νεκραναστήσει, μαζί με τον Ταλάτ, την εκτρωματική πανουργία του Ανάν. Ούτε σχολίασε ποτέ (όπως και κανένας Ελλαδίτης πολιτικός) τον προγραμματικό αφελληνισμό της παιδείας και των θεσμών στην Κύπρο από το καθεστώς Χριστόφια.
Το ορθολογικό συμπέρασμα είναι αδυσώπητο: Η ελληνικότητα της Κύπρου, η ελληνικότητα του ονόματος Μακεδονία αφήνουν παγερά αδιάφορο τον αυριανό πρωθυπουργό της Ελλάδας. Τι φυσικότερο να τον αφήνει αδιάφορο και η ελληνικότητα του Αιγαίου, της Θράκης, του Καστελλόριζου, της Λήμνου, της Μυτιλήνης. Με ανελλήνιστη ηγεσία, βουβή και άλαλη για τα εθνικά θέματα, ο ορθολογισμός μεταγγίζει τον φόβο της σαφέστατα επαπειλούμενης συμφοράς. Γι' αυτό και οι επερχόμενες εκλογές θυμίζουν κάτι από τις αποφράδες εκείνες του 1920, έχουν μια πρόγευση φόβου προσφυγιάς, ξεριζωμού, ίσως αίματος. Τα σημάδια της πολιτικής «σταδιοδρομίας», ώς τώρα, του γλωσσικά ανελλήνιστου μάλλον βεβαιώνουν ότι, αν γίνει πρωθυπουργός, η «λύση» του Κυπριακού, του Σκοπιανού, της μοιρασιάς του Αιγαίου θα επιβληθεί μέσα σε εβδομάδες ή ελάχιστους μήνες. Ομως Θρακιώτες, Καστελλοριζιοί, Μυτιληνιοί, μέσα στο περίπου 40% των Ελλαδιτών ψηφοφόρων, χοροπηδάνε, με πράσινες σημαιούλες, κάτω από το μπαλκόνι του ξενότροπου κομματάρχη διαδηλώνοντας την ίδια εκείνη επιλογή του 1920: «Μικράν Ελλάδα», συρρικνωμένη, και ούτε λόγος για «έντιμον» - σήμερα τη θέλουμε «πάροχον καταναλωτικής ευχέρειας».
Εναλλακτική λύση; Μα είναι φανερό πως δεν υπάρχει, ο ανελλήνιστος δεν έχει αντίπαλο. Η «Νέα Δημοκρατία» έχει τελειώσει πολιτικά, ήταν είκοσι χρόνια ανύπαρκτη ως αντιπολίτευση και πέντε χρόνια ανύπαρκτη ως κυβέρνηση. Σίγουρα δεν μπερδεύει το «πηλίκον» με το «πηλήκιο», αλλά έχει πια αποδείξει, επί είκοσι έξι χρόνια, ότι είναι το ίδιο ή και πιο θεαματικά ανελλήνιστη: στα μπλα-μπλα που με στόμφο εκφέρει και στα αυτοκτονικής ατολμίας διαχειριστικά της ενεργήματα. Δεν πιστεύει αυτό το κόμμα σε τίποτα, το μόνο που ήθελε, και προσπάθησε υστερικά, ήταν να γίνει ΠΑΣΟΚ. Και δεν τα κατάφερε. Αποδείχτηκε, εκτός από εξωφρενικά ανίκανη, και ανήκεστα φαύλη.
Μένει ακόμα μία εβδομάδα ώς τις εκλογές. Η πορεία της χώρας είναι προδιαγεγραμμένη, όσοι οσφραίνονται τα επερχόμενα νιώθουν ανήμποροι να αναχαιτίσουν την αλογία. Για την εξαφάνιση των «εθνικών» θεμάτων και της άμυνας από την προεκλογική ατζέντα θα μπορούσε να έχει υπάρξει κάποια παρήγορη παρέμβαση (συμβολική αντίσταση συλλογικής αξιοπρέπειας) της Ακαδημίας Αθηνών, της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Εχει μάλλον χαθεί η επίγνωση ότι μπροστάρηδες στην κοινωνία δεν μπορεί να είναι μόνο οι ανυπόληπτοι επαγγελματίες της εξουσιαστικής μονομανίας και ιδιοτέλειας.
Τουλάχιστον, στην εβδομάδα που απομένει, ας μπορούσε να εμφανιστεί ένας τίμιος και ανυστερόβουλος «εκλογολόγος» από αυτούς που σπουδάζουν την σε βάρος μας πανουργία των εκλογικών νόμων, να μας συμβουλέψει: Ποια είναι η αποτελεσματικότερη οδός για να αποτραπεί η αυτοδυναμία του ανελλήνιστου: Η αποχή; Η υπερψήφιση εξωκοινοβουλευτικών κομματιδίων «της πλάκας»; Το λευκό; Το άκυρο;
Στη δεκαετία του 1950 ή '60, αν ένας πολιτικός μιλούσε για «μηδέν στο πηλήκιο» θα είχε τελειώσει αυθημερόν την καριέρα του μέσα στον γενικό καγχασμό. Η γλωσσική ευαισθησία ήταν τέτοια, που επέτρεπε στο χιούμορ του Μποστ να λειτουργεί καθολικά στην ελληνική κοινωνία και να σπάζει κόκαλα. Σήμερα, μια σατυρική ιδιοφυΐα με τη γλώσσα του Μποστ δεν θα προκαλούσε ούτε μειδίαμα. Μέσα σε πενήντα χρόνια οι Ελληνες ξεριζώθηκαν μεθοδικά από τη συνέχεια της γλώσσας τους, από την κοινή σάρκα και κοινωνούμενη πράξη του αυτοκαθορισμού τους, της ετερότητάς τους.
Αυτή η απώλεια φαίνεται πως πρέπει να μετρηθεί και με εδαφική συρρίκνωση. Το ιστορικό τέλος ιστορικών λαών πάντοτε εντοπίζεται και χαρτογραφημένο.