-Για σύρε, Δήμο μου πιστέ, στην ποθητή πηγή μου και φέρε μου κρύο νερό να πλύνω την πληγή μου.
Σταλαματιά το αίμα μου για σε πατρίδα χύνω, για να ’χεις δόξα και τιμή, να λάμπεις σαν το κρίνο
Παύλος Μελάς κι αν πέθανε τα παλικάρια ζούνε Θα φέρουνε τη λευτεριά στη χώρα που ποθούμε.
Εις τας 13 Οκτωβρίου του έτους 1904 εις την πάντοτε εις τους αιώνας των αιώνων ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ Μακεδονίαν άφησε την τελευταίαν του πνοήν αγωνιζόμενος ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ο μέγιστος των Ελλήνων Ηρώων του εικοστού αιώνος, ο Παύλος Μελάς. Το επιλήσμον κρατίδιον των γραικύλων και αυτό το έτος θα λησμονήσει την μνήμην Του και δευτερευόντως από ολίγους μόνον ξεχωριστούς θα τιμηθεί η θυσία Του. Απολύτως φυσιολογικόν, αφού δι’ όσα έχυσε το ΑΙΜΑ του ο πράγματι ΑΝΘΟΣ του Ελληνισμού εκείνης της εποχής, οι Μακεδονομάχοι, σήμερον όχι μόνον δεν δίδει σημασίαν το θλιβερόν κατεστημένον, αλλά αντιθέτως τα έχει ευχαρίστως προσχωρήσει εις τους Σκοπιανούς, χωρίς να ακουσθή καν ο κρότος μιας σφαίρας, χωρίς να χυθή καν ούτε μια ρανίς του «πολυτίμου» αίματος των «ειρηνιστών» του μεταπολέμου.
Αυτοί οι οποίοι έχουν δικαίωμα λόγου σήμερον εις την χώραν ασφαλώς και δεν πρόκειται να πουν λέξιν δια τον Παύλον Μελά και την θυσίαν του. Ας δούμε τι γράφει σχετικώς με τον «θάνατο του Παλληκαριού» ο Συναγωνιστής Χ.Π. πριν αρκετά χρόνια εις το περιοδικόν «Χρυσή Αυγή»:
«…Ο βραχύς χρονικά μα τόσο ευθύς για την ψυχή του Παύλου, δρόμος του καθήκοντος, τερματίζεται όμως έξαφνα στη Σιάτιστα, στις 13 Οκτωβρίου 1904, όταν Tουρκικό σώμα στρατού ειδοποιημένο απ’ τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο, κύκλωσε το σπίτι όπου βρισκόταν ο Παύλος με άλλους 4 συντρόφους του. Στην ανταλλαγή πυροβολισμών που ακολούθησε, ο Παύλος τραυματίστηκε θανάσιμα στην οσφυακή χώρα. Άφησε το Σταυρό του στη γυναίκα του και το Τουφέκι στο γιό του. “Να τους πεις ότι το καθήκον μου το έκαμα”, είπε στον υπαρχηγό και πιστό σύντροφό του και στις τρεις περιοδείες του στη Μακεδονία, Νικόλαο Πύρζα. Αυτός, μετά το θάνατο του Μελά μετέφερε ασφαλώς το δισάκι του Αρχηγού με τα έγγραφά του, το Σταυρό του, το όπλο και το φυσεκλίκι του.»
Ο θάνατος του Παύλου Μελά έγινε θρύλος και τραγούδι στο στόμα ενός ολόκληρου Λαού, του Λαού εκείνου που έφερε νικηφόρον την Γαλανόλευκον μέχρι έξω από την Άγκυρα.
Σήμερα 105 χρόνια μετά από την 13ην Οκτωβρίου του 1904 η κατοικία του Παύλου Μελά στην Κηφισιά είναι ένα χορταριασμένο, παρατημένο και ερειπωμένον σύνολον, ενώ την ιδίαν ώραν οι Σκοπιανοί χρησιμοποιούν, περιφρονώντας την Ελληνικήν Ιστορίαν, το όνομα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» και τιμούν ως εθνικούς των ήρωας τους κομιτατζήδες, εναντίον των οποίων επολέμησε ο Παύλος Μελάς. «Αυτή είναι η Ελλάδα του 2009», χώρα λησμονιάς, εθνικής αφασίας και απεριορίστου φιλοτομαρισμού.
“Σε κλαίει ο λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
Στον τόπο, που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου του Απρίλη τα πουλιά
Σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά,
Και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες,
Σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες
Πλατειά του ονείρου μας η γη και απόμακρη. Και γέρνεις Εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατειά τη δείχνεις, και τη φέρνεις Σαν πιο κοντά.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ”