Του Νίκου Χιδίρογλου
Ήταν διαφορετικά παλιά… Πολύ διαφορετικά. Εποχές αγώνων, ρομαντικών και ανιδιοτελών, όπου πέφταμε στη μάχη με μια πίστη σχεδόν θρησκευτική. Μικρές καμαρούλες, τίγκα στην κάπνα, που μύριζαν ιδρώτα και κόλλες. Γιατί η αφισοκόλληση ήταν το φετίχ, η απόλυτη μάχη και κάπου και η απόλυτη απόλαυση. Ειδικά αν συνοδευόταν και με κάποιες «εντάσεις». Νέοι ήμασταν. Η ΟΝΝΕΔ, ήταν το δεύτερό μας σπίτι.
Παρεούλα, φλερτάκια, σουβλάκια και πίστες, εκνευρισμένοι και ανήσυχοι γονείς που μας έψαχναν, συνέθεταν το τέλειο σκηνικό. Ξενύχτια και ύπνοι πάνω σε σκονισμένα γραφεία, κραιπάλη… Φανατιζόμασταν, ψάχναμε για εχθρούς, υπαρκτούς ή φανταστικούς, βλέπαμε στο πρόσωπο εκείνου που έσκισε την αφίσα μας ένα θανάσιμο εχθρό. Ονειρευόμασταν, τραγουδούσαμε Ρόμπερτ Ουίλιαμς, κάναμε εκδρομές και τρέχαμε στα φεστιβάλ. Σκαρφαλώνοντας κάγκελα… Νέα Σμύρνη, Νέα Φιλαδέλφεια. Τι μέρες, μέρες ανεπανάληπτες! Μπαρουτοκαπνιστήκαμε, κάναμε φίλους που κρατήσαμε για πάντα, κοινωνικοποιηθήκαμε.
Κοντά στους δικούς μας ανθρώπους
Είμαι δημοσιογράφος, κινούμαι σε περιβάλλον άκρως εχθρικό για τις ιδέες μου και τα βιώματά μου. Ούτε και εγώ ξέρω πως επιβίωσα. Συμπληγάδες… Κι όμως, δεν μετανιώνω ούτε μια στιγμή από τις παραπάνω. Ούτε μια. Η αξία τους εξάλλου, είναι ανεκτίμητη. Όταν μπαίνω σε συνεδριακούς χώρους, βλέπω πρόσωπα οικεία, που σπεύδουν με χαρά να με αγκαλιάσουν και να με ασπαστούν και αισθάνομαι πολύ καλά. Ανθρώπινα. Άσχετα αν εγώ δεν έπαψα να είμαι απέναντι σε κάθε εξουσία, ως οφείλω λόγω του δημοσιογραφικού λειτουργήματος που υπηρετώ, οι παλιές φιλίες παραμένουν, όπως και η υπεράσπιση των εθνικών ιδανικών. «Δικός μας»… Αυτή η έκφραση, μπορεί κατά κάποιους να περικλείει κάτι το αναχρονιστικό, μπορεί να είναι η αποθέωση του κομματισμού, κάτι που λειτούργησε ως τροχοπέδη στον εκσυγχρονισμό της χώρας, κάτι που ακούγεται πλέον ως το απόλυτο κακό (άσχετα αν κάποιοι σήμερα που ευαγγελίζονται την «πρόοδο», ρωτούν σε αιτήσεις για την κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα, δουλεύοντας τους πολίτες), όμως είναι βαθύτατα ανθρώπινη και δη μεσογειακή. Οικογενειακή θα έλεγα. Όλοι έχουν την ανάγκη να ανήκουν κάπου, να αισθάνονται ασφάλεια περιτριγυρισμένοι σε ένα χώρο από ανθρώπους με κοινές ιδέες, οράματα, αγωνίες και προσδοκίες για το μέλλον. Και στο κάτω-κάτω, οι δεξιοί ποτέ δεν διαχώρισαν τα καφενεία σε «πράσινα» και «γαλάζια», ποτέ δεν έστησαν κλαδικές, ποτέ δεν τοποθέτησαν πρασινοφρουρούς. Ήταν και είναι υπεράνω, «υπερβατικοί». Και αυτό το πλήρωσαν πολύ ακριβά…
Διέγνωσαν αλλά δεν πρόλαβαν
Δεν θα ξεχάσω το (σχεδόν συνωμοτικό) αντάμωμα της Ερατεινής, χρόνια μετά, το χειμώνα του 2003, όταν οι παλιοί είδαν που πήγαινε το πράγμα και που οδηγούσε (ο λόγος για τις παρεούλες) και φωνάξανε τον κόσμο σε μια ανεπίσημη συνάντηση. Το είχαν δει το έργο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ήθελαν να προλάβουν εξελίξεις. Μίλησαν, συμφώνησαν και αποχώρησαν. Δεν πρόλαβαν δυστυχώς, καθώς κάποιοι «δεν χάρηκαν» από την δραστηριοποίηση των παλιών. Τους χαλούσαν τα σχέδια για τη διαιώνιση των προνομίων μιας ελέω κληρονομικού δικαίου ελίτ και για την επικείμενη δημιουργία προσωπικών κυκλωμάτων. Ήρθαν λοιπόν σαν να μην τρέχει τίποτα και οι παρεούλες, ήρθαν και οι παρείσακτοι, ήρθαν και οι αλεξιπτωτιστές, ήρθαν και οι πρώην αριστεροί που πάνε παντού και κυρίως όπου υπάρχει χρήμα (αλλά προσφέρουν και άλλοθι «προοδευτικότητας» σε «φιλελεύθερους» που φοβούνται τη σκιά τους), ήρθαν όλοι όσοι δεν είχαν στηρίξει ποτέ την παράταξη στα πέτρινα χρόνια, αλλά αντίθετα «έγλυφαν» το καθεστώς Σημίτη και λοιδορούσαν τη ΝΔ.
Απαιτείται προσκλητήριο