Φτάνουμε λοιπόν λίγο πριν την εκλογή αρχηγού στη ΝΔ και καλούμαστε να αποφασίσουμε οι πολίτες ποιον θέλουμε. Εγώ δεν θα ψηφίσω, γιατί δεν είμαι μέλος και γιατί δεν επιθυμώ να είμαι. Σε όσους παρακολουθούν τις αναρτήσεις μου, συχνά πυκνά κινούμαι... «εκτός γραμμής», κάτι που οφείλει βέβαια να κάνει κάθε ελεύθερο πνεύμα.
Χωρίς να είμαι προκατειλημμένος απέναντι σε κανέναν από τους 2 βασικούς διεκδικητές της αρχηγίας, θα προσπαθήσω να πω γιατί, αν ήμουν μέλος, δεν θα ψήφισα κανέναν από τους δύο.
Σε συζητήσεις τελευταία, πολλοί θέτουν το δίλημμα, για το αν ψηφίζουμε για αρχηγό κόμματος ή για μελλοντικό πρωθυπουργό. Παρόμοιο δίλημμα τέθηκε προφανώς και στο παρελθόν, το 1984, όταν το εκλεκτορικό σώμα που αποτελείτο από τους βουλευτές και του ευρωβουλευτές του κόμματος, εξέλεξε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ως αρχηγό της ΝΔ, παρότι αρκετοί ψηφοφόροι του κόμματος έδειχναν περισσότερη συμπάθεια και προτίμηση στον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Η εξελίξεις δικαίωσαν την επιλογή Μητσοτάκη.
Η αντιπαλότητα του «Ψηλού» με τον Ανδρέα, η ρητορική του ικανότητα και το πολιτικό του εκτόπισμα, μαζί με την έντονη συμφιλιωτική πολιτική του, έφεραν το 1989 την ΝΔ στην 1η θέση δύο εκλογικών αναμετρήσεων και το 1990 στην Κυβέρνηση. Αντίθετα, ο βασικός του αντίπαλος τότε, ο Στεφανόπουλος, αποχώρησε από τη ΝΔ, έφτιαξε το δικό του κόμμα, στήριξε την Κυβέρνηση του 1990, και μετά έγινε «δεκανίκι» του ΠΑΣΟΚ ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, παραβιάζοντας το Σύνταγμα κατά τα κελεύσματα της Ε. Ε. και του ΝΑΤΟ και υπογράφοντας πράξεις νομοθετικού περιεχομένου κατά παράβασιν του.
Η σημερινή πραγματικότητα έχει πολλές ομοιότητες με την εκλογή του 1984. Η Ντόρα Μπακογιάννη έχει αποδείξει στην πορεία της ότι δεν συμφωνούσε πάντα με τον πατέρα της, χαράσσοντας μια δική της πορεία. Έχει αναμφίβολα την στήριξη των ΗΠΑ, έχει αρχηγικό προφίλ, μπορεί να τραβήξει ψηφοφόρους από άλλους χώρους, αλλά παράλληλα μπορεί και να διώξει ψηφοφόρους της ΝΔ.
Από την πλευρά του, ο Αντώνης Σαμαράς, ίδρυσε με την αποχώρησή του από την ΝΔ το δικό του κόμμα, έγινε κι αυτός δεκανίκι του ΠΑΣΟΚ κατά την εκλογή του Στεφανόπουλου, αλλά και ψηφίζοντας αρκετούς νόμους της τότε κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, όπως τον αντισυνταγματικό νόμο για την βασιλική περιουσία, και άλλους.
Δεν θα αναφερθώ στην πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, γιατί έχει κριθεί ιστορικά και επειδή ίσως κανείς μας δεν ξέρει τελικά όλη την αλήθεια. Η οποία ίσως και να κρύβεται στα όσα λέει ο στρατηγός Γρυλάκης, και τα οποία εξηγούν και την όχι και τόσο απρόσμενη στήριξη Έβερτ στην Ντόρα. Αλλά επειδή όλοι έχουν κι ένα παρελθόν, μην ξεχνάμε ότι ο Σαμαράς αποτελεί παιδί της παράταξης.
Και όταν το 2000 συμπαρατάχθηκε στο πλευρό του Κώστα Καραμανλή, πηγαίνοντας στην κεντρική ομιλία στο Πεδίον του Άρεως, το έκανε αγνά, πατριωτικά και νεοδημοκρατικά.
Πολλοί αμφιβάλουν αν έχει αρχηγικό προφίλ, αν έχει στήριξη των «κέντρων», αν όντως είναι κάτι νέο μιας και είναι τόσα χρόνια στην ενεργή πολιτική.
Και οι δύο πάντως ιδεολογικά για μένα, που είμαι Δεξιός, πάσχουν. Θα φέρω απλά παραδείγματα, που μπορεί κάποιος να τα χαρακτηρίσει ως και «γραφικά», αλλά για μένα μετρούν.
• Ως ΠΟΛ. ΑΝ. Ο Σαμαράς ψήφισε τον απαράδεκτο ηθικά και τελικά αντισυνταγματικό, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, Νόμο του ΠΑΣΟΚ για την λεγόμενη βασιλική περιουσία, ενώ όφειλε, ως πατριώτης να μη πέσει στην παγίδα αυτή. Η Ιστορία δεν διαγράφεται και δεν παραποιείται, κι ανεξάρτητα του τι πιστεύει ο καθένας μας για την Βασιλεία στην Ελλάδα, αυτό ήταν το νόμιμο Πολίτευμά μας για πάνω από 100 χρόνια. Η δήμευση περιουσίας γίνεται μόνο σε σταλινικά καθεστώτα, και σε καθεστώτα ΠΑΣΟΚ. Κατά την ψήφιση του Νομοσχεδίου η ΝΔ με αρχηγό τον Έβερτ είχε αποχωρήσει, θεωρώντας ότι ο νόμος εξυπηρετεί κομματικά συμφέροντα. Αντίθετα, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετώπισε το θέμα της βασιλικής περιουσίας αντικειμενικά, και οι σχέσεις της Ντόρας με την οικογένεια του τέως βασιλιά είναι φιλικές.
• Ως ΝΔ επί Μητσοτάκη, κάναμε όλοι πράξη την Εθνική Συμφιλίωση. Δεν ξέραμε τότε όμως, ότι όταν λέγαμε Εθνική Συμφιλίωση, θα εννοούσαμε ότι θα συγχωρέσουμε μόνο εμείς τους «απέναντι», και οι «απέναντι» θα συνεχίσουν να μας βρίζουν. «Γερμανοτσολιάδες», «Ταγματαλήτες» και άλλα πολλά αποτελούν ακόμη και σήμερα την φρασεολογία του ΚΚΕ, των κουκουλοφόρων και του ΣΥΡΙΖΑ, την στιγμή που Νεοδημοκράτες ούτε καν θυμούνται και ούτε μεταχειρίζονται τις λέξεις «Ληστοσυμμορίτες», «Κατσαπλιάδες», «Εαμοβούλγαροι σφαγείς». Η ΝΔ όφειλε, αν ήθελε να επιτύχει την «Εθνική Συμφιλίωση», να την επιτύχει και από τις δύο πλευρές, κι όχι να «αναγκάσει» τον κόσμο της να μην πηγαίνει στου Μακρυγιάννη, στον Γράμμο και στον Μελιγαλά, για να μην χαρακτηριστούν φασίστες, από αυτούς που μόλις πέρσι έστησαν μνημείο στις κορυφές του Γράμμου.
• Αναμφίβολα η Ντόρα εκπροσωπεί, στα μάτια του απλού λαϊκού ψηφοφόρου της ΝΔ, την εκπρόσωπο της Νέας Τάξης, που δεν έχει πρόβλημα να χαρακτηριστεί «συνωστισμός» η Καταστροφή της Σμύρνης. Από την άλλη, ο Σαμαράς δείχνει να έχει μια πιο πατριωτική πολιτική. Δήλωσε πρόσφατα ότι «όπως δεν χαρίζουμε την Κοινωνική ευαισθησία στην Αριστερά, έτσι δεν χαρίζουμε και την Πατρίδα στην άκρα Δεξιά». Αλλά αυτό δεν αποτελεί σιγουριά, γιατί κι ο Μητσοτάκης πήγε στου Μακρυγιάννη το 1984 και το 1985, και μετά κατάργησε τις εκδηλώσεις, λες και δεν είχαν ψυχή αυτοί που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα κι έπρεπε να πάψουμε να τους μνημονεύουμε έστω και με ένα μνημόσυνο.
• Από την άλλη, η ΝΔ του Καραμανλή φαινόταν να αντιπαθεί ο,τιδήποτε της θυμίζει ότι η παράταξη αυτή εκπροσωπεί την Δεξιά. Έχοντας μάθει από την πλύση εγκεφάλου ότι η λέξη «Δεξιά» είναι κάτι κακό, η ΝΔ εξομοίωσε το 2007 με νόμο, δίνοντας σύνταξη, τους αντάρτες του ΔΣΕ με τους στρατιώτες του τακτικού Ελληνικού Στρατού. Αυτούς που πολεμούσαν για την κατάλυση του Κράτους, με αυτούς που υπερασπίστηκαν το Κράτος. Κανένα μίσος δεν έχουμε γι’ αυτούς, πολέμησαν για να καταλύσουν το Κράτος γιατί έτσι πίστευαν ότι ήταν το σωστό, αλλά μέχρις εκεί. Δεν είναι δυνατόν να εξομοιώνουμε τον θύτη, με το θύμα.
• Χάρηκα που ο Καραμανλής και ο Παπούλιας πήγαν στην κηδεία του Φλωράκη, το ίδιο θα έκανα κι εγώ αν δεν δούλευα. Για να τιμήσω όχι φυσικά τον σφαγέα Καπετάν Γιώτη, αλλά τον πολιτικό άνδρα της Μεταπολίτευσης, ο οποίος συνέβαλε στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Με εξέπληξε βέβαια το ότι εκδόθηκε εγκύκλιος για μεσίστιες σημαίες στα Δημόσια Κτήρια, αλλά ας πάει και το παλιάμπελο. Αν ζούσα σε πολιτισμένο Κράτος, θα περίμενα όταν μια μέρα πεθάνει ο πρώην βασιλιάς, να κάνουν το ίδιο και να παραβρεθούν επίσης και ο Πρόεδρος και ο Πρωθυπουργός στην κηδεία του, σεβόμενοι τουλάχιστον ότι υπήρχε Αρχηγός του Κράτους. Αλλά δεν είμαι αιθεροβάμων.
• Με άλλα λόγια, θα ήθελα έναν αρχηγό που ναι μεν σέβεται τους αντιπάλους του, αλλά πάνω και πρώτα απ’ όλα, σέβεται τους δικούς του οπαδούς. Κι έναν πρωθυπουργό που σωστά ανακηρύσσει την Μακρόνησο και τον Αη Στράτη τόπους Ιστορικής μνήμης, αλλά που παράλληλα αναστηλώνει τα Ανάκτορα Τατοΐου και τα μετατρέπει σε Μουσείο. Έναν πρωθυπουργό που δεν θα φοβηθεί να παραστεί στις εκδηλώσεις του Γράμμου για την συντριβή του Ολοκληρωτισμού, με την ίδια άνεση που το κάνει σε εκδηλώσεις για την συντριβή του Φασισμού.
Με αυτά τα λίγα, απλοϊκά που σκέφτομαι, αισθάνομαι ότι βρίσκομαι μπροστά στην Σκύλα και την Χάρυβδη. Ότι αν ψήφιζα, θα έπρεπε να παλέψω μεταξύ του «με ποιον θα γίνουμε ξανά Κυβέρνηση» και του «ποιος με εκφράζει περισσότερο ιδεολογικά». Κι εδώ φαίνεται λοιπόν ότι ένα κόμμα που εκπροσωπεί τόσο μεγάλο μέρος του Λαού, δεν έχει άλλους άξιους ανθρώπους να προβάλλουν, να αναδειχθούν, και να διεκδικήσουν την αρχηγία.
Σε συζητήσεις τελευταία, πολλοί θέτουν το δίλημμα, για το αν ψηφίζουμε για αρχηγό κόμματος ή για μελλοντικό πρωθυπουργό. Παρόμοιο δίλημμα τέθηκε προφανώς και στο παρελθόν, το 1984, όταν το εκλεκτορικό σώμα που αποτελείτο από τους βουλευτές και του ευρωβουλευτές του κόμματος, εξέλεξε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ως αρχηγό της ΝΔ, παρότι αρκετοί ψηφοφόροι του κόμματος έδειχναν περισσότερη συμπάθεια και προτίμηση στον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Η εξελίξεις δικαίωσαν την επιλογή Μητσοτάκη.
Η αντιπαλότητα του «Ψηλού» με τον Ανδρέα, η ρητορική του ικανότητα και το πολιτικό του εκτόπισμα, μαζί με την έντονη συμφιλιωτική πολιτική του, έφεραν το 1989 την ΝΔ στην 1η θέση δύο εκλογικών αναμετρήσεων και το 1990 στην Κυβέρνηση. Αντίθετα, ο βασικός του αντίπαλος τότε, ο Στεφανόπουλος, αποχώρησε από τη ΝΔ, έφτιαξε το δικό του κόμμα, στήριξε την Κυβέρνηση του 1990, και μετά έγινε «δεκανίκι» του ΠΑΣΟΚ ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, παραβιάζοντας το Σύνταγμα κατά τα κελεύσματα της Ε. Ε. και του ΝΑΤΟ και υπογράφοντας πράξεις νομοθετικού περιεχομένου κατά παράβασιν του.
Η σημερινή πραγματικότητα έχει πολλές ομοιότητες με την εκλογή του 1984. Η Ντόρα Μπακογιάννη έχει αποδείξει στην πορεία της ότι δεν συμφωνούσε πάντα με τον πατέρα της, χαράσσοντας μια δική της πορεία. Έχει αναμφίβολα την στήριξη των ΗΠΑ, έχει αρχηγικό προφίλ, μπορεί να τραβήξει ψηφοφόρους από άλλους χώρους, αλλά παράλληλα μπορεί και να διώξει ψηφοφόρους της ΝΔ.
Από την πλευρά του, ο Αντώνης Σαμαράς, ίδρυσε με την αποχώρησή του από την ΝΔ το δικό του κόμμα, έγινε κι αυτός δεκανίκι του ΠΑΣΟΚ κατά την εκλογή του Στεφανόπουλου, αλλά και ψηφίζοντας αρκετούς νόμους της τότε κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, όπως τον αντισυνταγματικό νόμο για την βασιλική περιουσία, και άλλους.
Δεν θα αναφερθώ στην πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, γιατί έχει κριθεί ιστορικά και επειδή ίσως κανείς μας δεν ξέρει τελικά όλη την αλήθεια. Η οποία ίσως και να κρύβεται στα όσα λέει ο στρατηγός Γρυλάκης, και τα οποία εξηγούν και την όχι και τόσο απρόσμενη στήριξη Έβερτ στην Ντόρα. Αλλά επειδή όλοι έχουν κι ένα παρελθόν, μην ξεχνάμε ότι ο Σαμαράς αποτελεί παιδί της παράταξης.
Και όταν το 2000 συμπαρατάχθηκε στο πλευρό του Κώστα Καραμανλή, πηγαίνοντας στην κεντρική ομιλία στο Πεδίον του Άρεως, το έκανε αγνά, πατριωτικά και νεοδημοκρατικά.
Πολλοί αμφιβάλουν αν έχει αρχηγικό προφίλ, αν έχει στήριξη των «κέντρων», αν όντως είναι κάτι νέο μιας και είναι τόσα χρόνια στην ενεργή πολιτική.
Και οι δύο πάντως ιδεολογικά για μένα, που είμαι Δεξιός, πάσχουν. Θα φέρω απλά παραδείγματα, που μπορεί κάποιος να τα χαρακτηρίσει ως και «γραφικά», αλλά για μένα μετρούν.
• Ως ΠΟΛ. ΑΝ. Ο Σαμαράς ψήφισε τον απαράδεκτο ηθικά και τελικά αντισυνταγματικό, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, Νόμο του ΠΑΣΟΚ για την λεγόμενη βασιλική περιουσία, ενώ όφειλε, ως πατριώτης να μη πέσει στην παγίδα αυτή. Η Ιστορία δεν διαγράφεται και δεν παραποιείται, κι ανεξάρτητα του τι πιστεύει ο καθένας μας για την Βασιλεία στην Ελλάδα, αυτό ήταν το νόμιμο Πολίτευμά μας για πάνω από 100 χρόνια. Η δήμευση περιουσίας γίνεται μόνο σε σταλινικά καθεστώτα, και σε καθεστώτα ΠΑΣΟΚ. Κατά την ψήφιση του Νομοσχεδίου η ΝΔ με αρχηγό τον Έβερτ είχε αποχωρήσει, θεωρώντας ότι ο νόμος εξυπηρετεί κομματικά συμφέροντα. Αντίθετα, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετώπισε το θέμα της βασιλικής περιουσίας αντικειμενικά, και οι σχέσεις της Ντόρας με την οικογένεια του τέως βασιλιά είναι φιλικές.
• Ως ΝΔ επί Μητσοτάκη, κάναμε όλοι πράξη την Εθνική Συμφιλίωση. Δεν ξέραμε τότε όμως, ότι όταν λέγαμε Εθνική Συμφιλίωση, θα εννοούσαμε ότι θα συγχωρέσουμε μόνο εμείς τους «απέναντι», και οι «απέναντι» θα συνεχίσουν να μας βρίζουν. «Γερμανοτσολιάδες», «Ταγματαλήτες» και άλλα πολλά αποτελούν ακόμη και σήμερα την φρασεολογία του ΚΚΕ, των κουκουλοφόρων και του ΣΥΡΙΖΑ, την στιγμή που Νεοδημοκράτες ούτε καν θυμούνται και ούτε μεταχειρίζονται τις λέξεις «Ληστοσυμμορίτες», «Κατσαπλιάδες», «Εαμοβούλγαροι σφαγείς». Η ΝΔ όφειλε, αν ήθελε να επιτύχει την «Εθνική Συμφιλίωση», να την επιτύχει και από τις δύο πλευρές, κι όχι να «αναγκάσει» τον κόσμο της να μην πηγαίνει στου Μακρυγιάννη, στον Γράμμο και στον Μελιγαλά, για να μην χαρακτηριστούν φασίστες, από αυτούς που μόλις πέρσι έστησαν μνημείο στις κορυφές του Γράμμου.
• Αναμφίβολα η Ντόρα εκπροσωπεί, στα μάτια του απλού λαϊκού ψηφοφόρου της ΝΔ, την εκπρόσωπο της Νέας Τάξης, που δεν έχει πρόβλημα να χαρακτηριστεί «συνωστισμός» η Καταστροφή της Σμύρνης. Από την άλλη, ο Σαμαράς δείχνει να έχει μια πιο πατριωτική πολιτική. Δήλωσε πρόσφατα ότι «όπως δεν χαρίζουμε την Κοινωνική ευαισθησία στην Αριστερά, έτσι δεν χαρίζουμε και την Πατρίδα στην άκρα Δεξιά». Αλλά αυτό δεν αποτελεί σιγουριά, γιατί κι ο Μητσοτάκης πήγε στου Μακρυγιάννη το 1984 και το 1985, και μετά κατάργησε τις εκδηλώσεις, λες και δεν είχαν ψυχή αυτοί που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα κι έπρεπε να πάψουμε να τους μνημονεύουμε έστω και με ένα μνημόσυνο.
• Από την άλλη, η ΝΔ του Καραμανλή φαινόταν να αντιπαθεί ο,τιδήποτε της θυμίζει ότι η παράταξη αυτή εκπροσωπεί την Δεξιά. Έχοντας μάθει από την πλύση εγκεφάλου ότι η λέξη «Δεξιά» είναι κάτι κακό, η ΝΔ εξομοίωσε το 2007 με νόμο, δίνοντας σύνταξη, τους αντάρτες του ΔΣΕ με τους στρατιώτες του τακτικού Ελληνικού Στρατού. Αυτούς που πολεμούσαν για την κατάλυση του Κράτους, με αυτούς που υπερασπίστηκαν το Κράτος. Κανένα μίσος δεν έχουμε γι’ αυτούς, πολέμησαν για να καταλύσουν το Κράτος γιατί έτσι πίστευαν ότι ήταν το σωστό, αλλά μέχρις εκεί. Δεν είναι δυνατόν να εξομοιώνουμε τον θύτη, με το θύμα.
• Χάρηκα που ο Καραμανλής και ο Παπούλιας πήγαν στην κηδεία του Φλωράκη, το ίδιο θα έκανα κι εγώ αν δεν δούλευα. Για να τιμήσω όχι φυσικά τον σφαγέα Καπετάν Γιώτη, αλλά τον πολιτικό άνδρα της Μεταπολίτευσης, ο οποίος συνέβαλε στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Με εξέπληξε βέβαια το ότι εκδόθηκε εγκύκλιος για μεσίστιες σημαίες στα Δημόσια Κτήρια, αλλά ας πάει και το παλιάμπελο. Αν ζούσα σε πολιτισμένο Κράτος, θα περίμενα όταν μια μέρα πεθάνει ο πρώην βασιλιάς, να κάνουν το ίδιο και να παραβρεθούν επίσης και ο Πρόεδρος και ο Πρωθυπουργός στην κηδεία του, σεβόμενοι τουλάχιστον ότι υπήρχε Αρχηγός του Κράτους. Αλλά δεν είμαι αιθεροβάμων.
• Με άλλα λόγια, θα ήθελα έναν αρχηγό που ναι μεν σέβεται τους αντιπάλους του, αλλά πάνω και πρώτα απ’ όλα, σέβεται τους δικούς του οπαδούς. Κι έναν πρωθυπουργό που σωστά ανακηρύσσει την Μακρόνησο και τον Αη Στράτη τόπους Ιστορικής μνήμης, αλλά που παράλληλα αναστηλώνει τα Ανάκτορα Τατοΐου και τα μετατρέπει σε Μουσείο. Έναν πρωθυπουργό που δεν θα φοβηθεί να παραστεί στις εκδηλώσεις του Γράμμου για την συντριβή του Ολοκληρωτισμού, με την ίδια άνεση που το κάνει σε εκδηλώσεις για την συντριβή του Φασισμού.
Με αυτά τα λίγα, απλοϊκά που σκέφτομαι, αισθάνομαι ότι βρίσκομαι μπροστά στην Σκύλα και την Χάρυβδη. Ότι αν ψήφιζα, θα έπρεπε να παλέψω μεταξύ του «με ποιον θα γίνουμε ξανά Κυβέρνηση» και του «ποιος με εκφράζει περισσότερο ιδεολογικά». Κι εδώ φαίνεται λοιπόν ότι ένα κόμμα που εκπροσωπεί τόσο μεγάλο μέρος του Λαού, δεν έχει άλλους άξιους ανθρώπους να προβάλλουν, να αναδειχθούν, και να διεκδικήσουν την αρχηγία.