15 Νοεμβρίου 2009

Το απατηλό δόλωμα της «ενότητας»

Από ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ:
Tου Χρηστου Γιανναρα

Η πολιτική διαφωνία βουλευτή ή κομματικού στελέχους με τον πρόεδρο του κόμματος, η ρήξη και αποχώρηση από το κόμμα, μπορεί, ενδεχομένως, να είναι επονείδιστη «αποστασία», αλλά μπορεί να είναι και τίτλος τιμής: Πράξη πολιτικής ευθύνης και συνέπειας, γενναίας και θυσιαστικής εντιμότητας.

Κριτήριο αξιολογικής αποτίμησης μιας πολιτικής διαφωνίας και ρήξης είναι, κατά στοιχειώδη λογική, η ανιδιοτέλεια ή όχι των κινήτρων, φανερή στα αποτελέσματα. Μιλάμε για επονείδιστη αποστασία, όταν ο πολιτικός εγκαταλείπει το κόμμα του και την παράταξή του σε ώρα μάχης και προσχωρεί στον αντίπαλο για χάρη συγκεκριμένων ανταλλαγμάτων: Προσφέρεται λ.χ. να διευκολύνει παραβιάσεις του Συντάγματος («βασιλικά πραξικοπήματα» άλλοτε) ή διπλωματικές «λύσεις» προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής που προωθούνται από «ξένα κέντρα αποφάσεων». Και εισπράττει υπουργικό θώκο, παρ’ αξίαν προώθηση σε ηγετικές θέσεις, σκανδαλώδη προβολή από τα εμπορικά ΜΜΕ.

Οπωσδήποτε και χωρίς εξαίρεση, κάθε πολιτική διαφωνία, ρήξη και αποχώρηση είναι «αποστασία, προδοσία και ντροπή, μόνο σε οργανωμένα σχήματα ολοκληρωτικού χαρακτήρα (κατ’ επίφασιν κόμματα): Στις συντεχνίες συμφερόντων, ιδεολογικά «πολυσυλλεκτικές», δηλαδή πολιτικά ασπόνδυλες, με δίψα μόνο για εξουσία και χρήμα. ΄Η σε «σέχτες» ατόμων πολιτικής θρησκοληψίας, γαντζωμένων σε δόγματα, σε άλογες φανατισμένες εμμονές, με τυφλή στράτευση και πειθαρχία, προκειμένου να απωθηθεί ο φόβος της ενηλικίωσης, φόβος της ελευθερίας.

Τόσο στις συντεχνίες συμφερόντων όσο και στις σέχτες αυτευνουχισμού, η «αποστασία» κάποιου λειτουργεί ως απειλή: είναι ρωγμή ανασφάλειας για τους απομένοντες, θέτει ερωτήματα που δεν αντέχουν να τα απαντήσουν, γεννάει πανικό. Γι’ αυτό έχουν πανομοιότυπη γλώσσα και οργή ένας Κνίτης όταν μιλάει για τους «αποστάτες» του ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Μεϊμαράκης όταν μιλάει για τον κ. Σαμαρά.

Η έκταση της παγίδευσης των πολιτών σε συντεχνίες συμφερόντων ή σέχτες ψυχανωμαλίας (κατ’ επίφασιν κόμματα) μετράει την υπανάπτυξη της ελλαδικής κοινωνίας. Η παγίδευση γίνεται εντυπωσιακά εμφανέστερη στις περιπτώσεις εσωκομματικών κρίσεων και εκλογής αρχηγού. Τότε εκπλήσσει ο αριθμός των πολιτών που δέχονται να θεωρούνται οριστικά δεδομένοι οπαδοί, αμετακίνητα μαντρωμένοι στη λογική του ποιμνιοστάσιου: Κρίνουν οι οπαδοί και αξιολογούν τους υποψήφιους αρχηγούς όχι για τις πολιτικές τους ικανότητες, όχι για τα διανοητικά τους χαρίσματα, την ανθρώπινη ποιότητα, το ηγετικό τους τάλαντο. Ψηφίζουν οποιονδήποτε, υποτάσσονται σε οποιονδήποτε, αρκεί να τον πιστέψουν εγγυητή «ενότητας» της συντεχνίας ή της σέχτας.

Αλλά η εγγύηση της «ενότητας» είναι κάτι μάλλον νεφελώδες και απροσδιόριστο, εύκολη συνάρτηση ψυχολογικών κυρίως παραγόντων και όχι ορθολογικών σταθμίσεων. Γι’ αυτό βλέπουμε, για χάρη της «ενότητας», να προτιμούν οι οπαδοί ως αρχηγό το συμβολοποιημένο στο κόμμα τους όνομα κλώνου οικογένειας διαλάμψαντος το πάλαι ηγέτη (έστω και αν ο γόνος μειονεκτεί δραματικά) και όχι αναστήματα κύρους, χαρισματικής ευφυΐας και δημιουργικής πυγμής που θα μπορούσαν να αρχηγεύσουν. Το φαινόμενο της οικογενειοκρατίας στα κόμματα είναι από τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα παρακμιακού παλιμβαρβαρισμού, συλλογικής παλινδρόμησης στην αλογία ενστικτωδών επιλογών, φοβίας μήπως και διαλυθεί η αγέλη.

Αλλά το κλίμα αλογίας και φοβίας προσφέρεται κατεξοχήν προκειμένου να βουκοληθούν οι οπαδοί σε έντεχνα υπαγορευόμενες αποφάσεις. Οι «διαμορφωτές κοινής γνώμης» (Opinion Makers), οι ευφυείς διαφημιστές, τα έμπειρα στελέχη «ειδικών υπηρεσιών» σε πρεσβείες ισχυρών κρατών ξέρουν, πως αν κατορθώσουν να παγιδεύσουν τους οπαδούς ενός κόμματος στην αλογία φοβικών ενορμήσεων, μπορούν να πετύχουν ό,τι θέλουν: Μέσα σε ελάχιστα εικοσιτετράωρα, ο αυτονόητα και πασίδηλα καταλληλότερος για αρχηγός, ο συντριπτικά υπέρτερος σε ευφυΐα, κατάρτιση, πολιτική επιδεξιότητα, αρχίζει να ενοχλεί τους οπαδούς σαν οιηματίας, αλαζόνας στη συμπεριφορά, ενοχλητικά βιαστικός να αρχηγεύσει, ύποπτος για εξαρτήσεις από μεγαλεμπόρους της πληροφόρησης.

Ταχύτατα, από στόμα σε στόμα, η επιφύλαξη απλώνεται αδυσώπητη, οι ορθολογικές αντιστάσεις σαρώνονται. Ο οσοδήποτε μειονεκτικός αντίπαλος του ικανού, κραυγαλέα ανεπαρκής, άγλωσσος, κατ’ επανάληψη αποτυχημένος σε ό,τι ανέλαβε, αρχίζει να θεωρείται «καλή λύση». Γιατί; Είναι «εγγυητής της ενότητας», ξορκίζει την ανασφάλεια που γεννάει στην αγέλη ο ευφυής. Και η μεταστροφή της γνώμης των οπαδών υποχρεώνει τα κομματικά στελέχη, το ένα μετά το άλλο, σε δημόσιο αυτευνουχισμό της νοημοσύνης και αξιοπρέπειάς τους. Σπεύδουν να συνταχθούν με τον υποψήφιο που, πριν από εικοσιτετράωρα, όλοι, μα όλοι, θεωρούσαν ανύπαρκτο.

Η ευκολία με την οποία «ανεπαισθήτως» οι κομματικοί οπαδοί παγιδεύονται στην αλογία, είναι μάλλον το κρισιμότερο αυτή την ώρα πρόβλημα για την επιβίωση της όποιας (έστω και προσχηματικής) δημοκρατίας στην Ελλάδα, της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας του κρατικού μας σχήματος. Ολα δείχνουν (έχει σχεδόν εξαγγελθεί) ότι μέσα στον φετεινό χειμώνα «πρέπει» να κλείσουν όλα τα προβλήματα με τα οποία η Ελλάδα «δυσκολεύει» το ΝΑΤΟ: το Κυπριακό, το Σκοπιανό, των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, ίσως και των «μειονοτήτων». Με αυτό τον στόχο έχει κιόλας κατορθωθεί μέσα από απανωτές εκπλήξεις, να είναι σήμερα πρωθυπουργός της Ελλάδας ένας ένθερμος υποστηρικτής της Πλεκτάνης Ανάν. Και η πρόσφατη εκλογική του επιτυχία δεν άφησε περιθώρια να αντιδράσουν κομματικά του στελέχη για τον διορισμό προσώπου με την ίδια προκλητική συμπεριφορά στη θέση αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών.

Τώρα μαίνονται οι μεθοδεύσεις να παγιδευτούν στην αλογία ενστικτώδους πανικού και οι αντίπαλοι της κυβέρνησης οπαδοί, ώστε η δίνη της ακρισίας να φέρει στην αρχηγία και της αξιωματικής αντιπολίτευσης επίσης κορυφαίο προπαγανδιστή της Πλεκτάνης. Γραδάρει τις μεθοδεύσεις η σθεναρή υποστήριξη που προσφέρουν στην προκλητική υποψηφιότητα οι πειθαρχικότατα πάντοτε συντονισμένοι στις απόψεις του ΝΑΤΟ «προοδευτικοί» του ευρύτατου εθνομηδενιστικού φάσματος, από τη μαρξιστική Αριστερά ώς τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά. Και οι παραιτημένοι από τη λογική και την κρίση τους οπαδοί ούτε υποψιάζονται το παιχνίδι που παίζεται.

Δυστυχώς, ο αντίπαλος της Θεοδώρας Μητσοτάκη δεν είναι το ηγετικό ανάστημα που χρειάζεται η χώρα. Τουλάχιστον όμως, στη γλώσσα της μακρυγιαννικής ντομπροσύνης, μοιάζει να θέλει να είναι «απροσκύνητος».

Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ