καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Υale
(Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 6ης Δεκεμβρίου 2009 της εφημερίδας Το Βήμα)
Επειδή η αναζήτηση του τι ήταν η λεγόμενη «εξέγερση» του περασμένου Δεκεμβρίου είναι σύμφυτη με θεωρητικολογίες που έχουν μεγαλύτερη σχέση με τις επιθυμίες (ή και φαντασιώσεις) του κάθε σχολιαστή και λιγότερη με την πραγματικότητα, είναι ίσως πιο χρήσιμο να αντιστραφεί το ερώτημα: Τι δεν ήταν η «εξέγερση του Δεκέμβρη»;
(Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 6ης Δεκεμβρίου 2009 της εφημερίδας Το Βήμα)
Επειδή η αναζήτηση του τι ήταν η λεγόμενη «εξέγερση» του περασμένου Δεκεμβρίου είναι σύμφυτη με θεωρητικολογίες που έχουν μεγαλύτερη σχέση με τις επιθυμίες (ή και φαντασιώσεις) του κάθε σχολιαστή και λιγότερη με την πραγματικότητα, είναι ίσως πιο χρήσιμο να αντιστραφεί το ερώτημα: Τι δεν ήταν η «εξέγερση του Δεκέμβρη»;
Εδώ είναι απαραίτητη μια προκαταρκτική διευκρίνιση: ο λόγος που αποκαλούμε τα γεγονότα του περυσινού Δεκεμβρίου «εξέγερση» (και που ασχολούμαστε με αυτά) είναι επειδή ήταν βίαια. Αν οι διαμαρτυρίες για τον φόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ήταν ειρηνικές, αν περιορίζονταν στις ρουτινιάρικες και μίζερες καταλήψεις σχολείων και σε αποχές από μαθήματα, δεν θα είχαν προκαλέσει την διεθνή προσοχή και δεν θα γράφαμε γι’ αυτές σήμερα. Επομένως, όταν αναφερόμαστε στην «εξέγερση» και στους «εξεγερμένους», αναφερόμαστε πρωταρχικά στα γεγονότα και στα άτομα που συμμετείχαν στα βίαια επεισόδια.
Τι δεν ήταν, λοιπόν, η «εξέγερση του Δεκέμβρη»;
Δεν ήταν μια «εξέγερση» της νεολαίας. Το σοκ που προκάλεσε ο φόνος του μαθητή ήταν ισχυρό αλλά η συντριπτική πλειονότητα των νέων δεν συμμετείχε στις διαδηλώσεις ούτε άλλωστε ταυτίστηκε με τις καταστροφές και με την ιδεολογία των ομάδων που πρωτοστάτησαν σε αυτές, όπως προκύπτει από τις σχετικές δημοσκοπήσεις. Η συμμετοχή άλλων ομάδων του πληθυσμού ήταν ακόμη πιο περιορισμένη και οι εύκολες γενικεύσεις περί «ασφυξίας» και «οργής» των Ελλήνων ως αιτίων της «εξέγερσης» είναι το λιγότερο υπερβολικές.
Δεν ήταν μαζική. Η συμμετοχή στις διαδηλώσεις δεν φαίνεται να ξεπέρασε τις 8.000 ενώ τα άτομα που συμμετείχαν στις καταστροφές δεν ήταν παραπάνω από μερικές εκατοντάδες, δυσανάλογα μικρός αριθμός σε σχέση με το μέγεθος των καταστροφών και το επικοινωνιακό τους αποτέλεσμα. Η έκταση των καταστροφών γίνεται κατανοητή μόνο αν ληφθεί υπόψη η «κατάσταση παθητικής άμυνας» στην οποία η τότε κυβέρνηση έθεσε την Αστυνομία, η απόφασή της, δηλαδή, να παραδώσει την πόλη στους εχθρούς της (μία από τις αποφάσεις για τις οποίες, άλλωστε, τιμωρήθηκε στις εκλογές).
Δεν ήταν αυθόρμητη. Αν και η προσέλευση στις διαδηλώσεις πολλών νέων, ιδιαίτερα μαθητών, ήταν αυθόρμητη, ο σκληρός πυρήνας που πρωτοστάτησε στις καταστροφές κάθε άλλο παρά αυθόρμητα έδρασε. Γνωρίζουμε πως ο συντονισμός μέσω Διαδικτύου και κινητών έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην κλιμάκωση της βίας. Ταυτόχρονα η οργανωμένη βία λειτούργησε ως παράδειγμα για όσους είχαν πρωταρχικό τους κίνητρο το μπάχαλο και την καταστροφή.
Δεν εμπεριείχε ίχνος ρίσκου, αυτοθυσίας ή γενναιότητας. Η συμμετοχή στις καταστροφές ήταν ανέξοδη και εκ του ασφαλούς, μια κλασική περίπτωση «τζάμπα μαγκιάς» που ανθεί σε καθεστώς ανομίας.
Δεν ήταν αποτέλεσμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Αντίθετα απ’ ό,τι υποστήριξαν ξένοι κυρίως δημοσιογράφοι, τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης δεν είχαν φθάσει ακόμη στην Ελλάδα. Τώρα που έφθασαν με καθυστέρηση δεν φαίνεται, παραδόξως, να παράγουν εξεγέρσεις.
Δεν ήταν προοίμιο ενός διεθνούς κύματος εξεγέρσεων, όπως φαντασιώθηκαν ορισμένοι που είδαν στην επανάσταση το νέο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας. Κάποιες προσπάθειες μίμησης σε ορισμένες χώρες έπεσαν γρήγορα στο κενό. Η άποψη ότι η ελληνική εξαίρεση οφείλεται στο γεγονός πως η ελληνική νεολαία είναι η πιο δυστυχισμένη στον κόσμο (ναι, γράφτηκε κι αυτό!) είναι κάτι παραπάνω από ανόητη.
Δεν ήταν και τόσο πρωτόγνωρη. Η έκταση των καταστροφών ήταν πρωτοφανής και ο αριθμός των ατόμων που συμμετείχαν σε αυτές μεγαλύτερος απ’ ό,τι συνήθως, αλλά το μοντέλο κινητοποίησης παρέπεμπε στις χρόνιες και επαναλαμβανόμενες κινητοποιήσεις που ταλανίζουν την χώρα και που διακρίνονται από την ανεμπόδιστη δράση των διάφορων «αντιεξουσιαστικών» ομάδων, την σχετική συμπάθεια με την οποία αντιμετωπίζονται από μερίδα των ΜΜΕ, του πολιτικού κόσμου αλλά και των λεγόμενων «ενοχικών μεσηλίκων», την πάγια βεντέτα τους με την Αστυνομία και την εκμετάλλευση του πανεπιστημιακού ασύλου. Το μοντέλο αυτό έχει ως συμβολικό θεμέλιο την τοτεμική λειτουργία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973, που λειτουργεί ως ένα πρότυπο το οποίο η κάθε γενιά θα πρέπει να αναπαράγει αν θέλει να ενηλικιωθεί: κάθε γενιά και το Πολυτεχνείο της. Η Αννα Δαμιανίδη, η οποία συμμετείχε στην πραγματική εξέγερση του 1973, επεσήμανε τον παραλογισμό αυτόν: «Τρελαίνομαι όταν ακούω νέους να λένε πως είχαμε το προνόμιο της εξέγερσης. Θέλαμε να ζήσουμε, να χαρούμε τα νιάτα μας, τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις. Να ζούμε όπως εσείς οι νέοι τώρα».
Δεν αμφισβήτησε τις κυρίαρχες νεοελληνικές αξίες. Αντίθετα, υπήρξε μια γνήσια έκφρασή τους: της αδιαφορίας, αν όχι του μίσους, για την περιουσία των άλλων και την δημόσια ιδιοκτησία, της διεκδίκησης δικαιωμάτων δίχως υποχρεώσεις, της ταυτόχρονης απαίτησης για καλοπληρωμένες δουλειές και της αντίδρασης στις μεταρρυθμίσεις που θα τις παραγάγουν, της διαμαρτυρίας ενάντια στο κράτος αλλά και του ονείρου μιας κρατικοδίαιτης ζωής, της ημιμάθειας που εκφράζεται με έναν λόγο κούφιο, κοινότοπο και απόλυτο.
Δεν άφησε κάποιο ίχνος πίσω της. Οι εξεγέρσεις των μαύρων στις αμερικανικές πόλεις το 1968 ή των φοιτητών στο Παρίσι τον Μάη της ίδιας χρονιάς είχαν καταλυτικές συνέπειες. Η «εξέγερση» της Αθήνας δεν είχε καμία απολύτως πολιτική προέκταση, με εξαίρεση την εμφάνιση μιας νέας γενιάς τρομοκρατικών οργανώσεων και την σχεδόν καθημερινή πρακτική του προπηλακισμού πνευματικών ανθρώπων. Θα αποκτήσει ενδεχομένως ιστορική σημασία αν αποδειχθεί ότι κατάφερε να αφυπνίσει την κοινωνία και να την κάνει να αντιληφθεί το κόστος που ενέχει η συντήρηση και αναπαραγωγή μιας ξεπερασμένης κουλτούρας στον κόρφο της οποίας παράγονται φαινόμενα όπως η «εξέγερση του Δεκέμβρη».
Τι δεν ήταν, λοιπόν, η «εξέγερση του Δεκέμβρη»;
Δεν ήταν μια «εξέγερση» της νεολαίας. Το σοκ που προκάλεσε ο φόνος του μαθητή ήταν ισχυρό αλλά η συντριπτική πλειονότητα των νέων δεν συμμετείχε στις διαδηλώσεις ούτε άλλωστε ταυτίστηκε με τις καταστροφές και με την ιδεολογία των ομάδων που πρωτοστάτησαν σε αυτές, όπως προκύπτει από τις σχετικές δημοσκοπήσεις. Η συμμετοχή άλλων ομάδων του πληθυσμού ήταν ακόμη πιο περιορισμένη και οι εύκολες γενικεύσεις περί «ασφυξίας» και «οργής» των Ελλήνων ως αιτίων της «εξέγερσης» είναι το λιγότερο υπερβολικές.
Δεν ήταν μαζική. Η συμμετοχή στις διαδηλώσεις δεν φαίνεται να ξεπέρασε τις 8.000 ενώ τα άτομα που συμμετείχαν στις καταστροφές δεν ήταν παραπάνω από μερικές εκατοντάδες, δυσανάλογα μικρός αριθμός σε σχέση με το μέγεθος των καταστροφών και το επικοινωνιακό τους αποτέλεσμα. Η έκταση των καταστροφών γίνεται κατανοητή μόνο αν ληφθεί υπόψη η «κατάσταση παθητικής άμυνας» στην οποία η τότε κυβέρνηση έθεσε την Αστυνομία, η απόφασή της, δηλαδή, να παραδώσει την πόλη στους εχθρούς της (μία από τις αποφάσεις για τις οποίες, άλλωστε, τιμωρήθηκε στις εκλογές).
Δεν ήταν αυθόρμητη. Αν και η προσέλευση στις διαδηλώσεις πολλών νέων, ιδιαίτερα μαθητών, ήταν αυθόρμητη, ο σκληρός πυρήνας που πρωτοστάτησε στις καταστροφές κάθε άλλο παρά αυθόρμητα έδρασε. Γνωρίζουμε πως ο συντονισμός μέσω Διαδικτύου και κινητών έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην κλιμάκωση της βίας. Ταυτόχρονα η οργανωμένη βία λειτούργησε ως παράδειγμα για όσους είχαν πρωταρχικό τους κίνητρο το μπάχαλο και την καταστροφή.
Δεν εμπεριείχε ίχνος ρίσκου, αυτοθυσίας ή γενναιότητας. Η συμμετοχή στις καταστροφές ήταν ανέξοδη και εκ του ασφαλούς, μια κλασική περίπτωση «τζάμπα μαγκιάς» που ανθεί σε καθεστώς ανομίας.
Δεν ήταν αποτέλεσμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Αντίθετα απ’ ό,τι υποστήριξαν ξένοι κυρίως δημοσιογράφοι, τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης δεν είχαν φθάσει ακόμη στην Ελλάδα. Τώρα που έφθασαν με καθυστέρηση δεν φαίνεται, παραδόξως, να παράγουν εξεγέρσεις.
Δεν ήταν προοίμιο ενός διεθνούς κύματος εξεγέρσεων, όπως φαντασιώθηκαν ορισμένοι που είδαν στην επανάσταση το νέο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας. Κάποιες προσπάθειες μίμησης σε ορισμένες χώρες έπεσαν γρήγορα στο κενό. Η άποψη ότι η ελληνική εξαίρεση οφείλεται στο γεγονός πως η ελληνική νεολαία είναι η πιο δυστυχισμένη στον κόσμο (ναι, γράφτηκε κι αυτό!) είναι κάτι παραπάνω από ανόητη.
Δεν ήταν και τόσο πρωτόγνωρη. Η έκταση των καταστροφών ήταν πρωτοφανής και ο αριθμός των ατόμων που συμμετείχαν σε αυτές μεγαλύτερος απ’ ό,τι συνήθως, αλλά το μοντέλο κινητοποίησης παρέπεμπε στις χρόνιες και επαναλαμβανόμενες κινητοποιήσεις που ταλανίζουν την χώρα και που διακρίνονται από την ανεμπόδιστη δράση των διάφορων «αντιεξουσιαστικών» ομάδων, την σχετική συμπάθεια με την οποία αντιμετωπίζονται από μερίδα των ΜΜΕ, του πολιτικού κόσμου αλλά και των λεγόμενων «ενοχικών μεσηλίκων», την πάγια βεντέτα τους με την Αστυνομία και την εκμετάλλευση του πανεπιστημιακού ασύλου. Το μοντέλο αυτό έχει ως συμβολικό θεμέλιο την τοτεμική λειτουργία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973, που λειτουργεί ως ένα πρότυπο το οποίο η κάθε γενιά θα πρέπει να αναπαράγει αν θέλει να ενηλικιωθεί: κάθε γενιά και το Πολυτεχνείο της. Η Αννα Δαμιανίδη, η οποία συμμετείχε στην πραγματική εξέγερση του 1973, επεσήμανε τον παραλογισμό αυτόν: «Τρελαίνομαι όταν ακούω νέους να λένε πως είχαμε το προνόμιο της εξέγερσης. Θέλαμε να ζήσουμε, να χαρούμε τα νιάτα μας, τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις. Να ζούμε όπως εσείς οι νέοι τώρα».
Δεν αμφισβήτησε τις κυρίαρχες νεοελληνικές αξίες. Αντίθετα, υπήρξε μια γνήσια έκφρασή τους: της αδιαφορίας, αν όχι του μίσους, για την περιουσία των άλλων και την δημόσια ιδιοκτησία, της διεκδίκησης δικαιωμάτων δίχως υποχρεώσεις, της ταυτόχρονης απαίτησης για καλοπληρωμένες δουλειές και της αντίδρασης στις μεταρρυθμίσεις που θα τις παραγάγουν, της διαμαρτυρίας ενάντια στο κράτος αλλά και του ονείρου μιας κρατικοδίαιτης ζωής, της ημιμάθειας που εκφράζεται με έναν λόγο κούφιο, κοινότοπο και απόλυτο.
Δεν άφησε κάποιο ίχνος πίσω της. Οι εξεγέρσεις των μαύρων στις αμερικανικές πόλεις το 1968 ή των φοιτητών στο Παρίσι τον Μάη της ίδιας χρονιάς είχαν καταλυτικές συνέπειες. Η «εξέγερση» της Αθήνας δεν είχε καμία απολύτως πολιτική προέκταση, με εξαίρεση την εμφάνιση μιας νέας γενιάς τρομοκρατικών οργανώσεων και την σχεδόν καθημερινή πρακτική του προπηλακισμού πνευματικών ανθρώπων. Θα αποκτήσει ενδεχομένως ιστορική σημασία αν αποδειχθεί ότι κατάφερε να αφυπνίσει την κοινωνία και να την κάνει να αντιληφθεί το κόστος που ενέχει η συντήρηση και αναπαραγωγή μιας ξεπερασμένης κουλτούρας στον κόρφο της οποίας παράγονται φαινόμενα όπως η «εξέγερση του Δεκέμβρη».