05 Ιουλίου 2010

Ομιλία Σαμαρά στην εκδήλωση της Γραμματείας Μεταναστευτικής Πολιτικής της ΝΔ

Φίλες και φίλοι,

Το Μεταναστευτικό είναι ένα πρόβλημα, δεν είναι ένα πρόσχημα. Είναι ένα δύσκολο πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών. Δεν είναι ένα εύκολο πρόσχημα με το οποίο οι πολιτικοί άλλοτε επιδεικνύουν την «πολιτική τους ορθότητα» κι άλλοτε κερδοσκοπούν στις φοβίες της κοινωνίας.

Θα διατυπώσω, λοιπόν, σήμερα εδώ μπροστά σας επτά θέσεις για το Μεταναστευτικό. Όχι στρογγυλεμένες διατυπώσεις. Επτά πολιτικές θέσεις. Που, όπως θα δείτε, όλες έχουν στόχο. Όλες απαντούν σε αληθινά ερωτηματικά της σημερινής κοινωνίας.

* Θέση πρώτη: Δεν είναι ίδιο το μεταναστευτικό πρόβλημα σε όλες τις κοινωνίες και σε όλες τις εποχές.

-- Υπάρχουν κράτη που έχουν εθνικό κορμό, έχουν εθνική ομοιογένεια και κάποια στιγμή δέχονται περισσότερους ή λιγότερους μετανάστες. Τέτοια είναι όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.

-- Υπάρχουν και κράτη που δημιουργήθηκαν εξ αρχής ως ανάμιξη μεταναστών και εποίκων, με μικρό ή μειοψηφικό το τμήμα των γηγενών πληθυσμών. Τέτοια είναι πολλά υπερπόντια κράτη, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία.

-- Κι από τα κράτη με εθνικό κορμό, υπάρχουν εκείνα που απέκτησαν μεγάλες κοινότητες μεταναστών λόγω παλαιάς αποικιοκρατικής πολιτικής. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η Βρετανία, η Γαλλία και το Βέλγιο. Ενώ υπάρχουν και κράτη που απέκτησαν μετανάστες παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξαν αποικιοκρατίες. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η Γερμανία, η Αυστρία και η Σουηδία.

Σε όλες τις περιπτώσεις το κύριο πρόβλημα είναι, κάθε φορά, πώς ενσωματώνουν τους μετανάστες στην κοινωνία. Δηλαδή πώς τους ενσωματώνουν στην Οικονομία, στην Κοινωνία, στο Πολιτικό σύστημα. Πώς ενσωματώνουν την επόμενη γενιά στον εθνικό κορμό και την εθνική ταυτότητα. Πώς τους ενσωματώνουν, ακριβώς για να τους κάνουν σε μια ή δύο γενιές να νιώσουν ίδιοι και ίσοι. Ώστε να τους αντιμετωπίζει ως αναπόσπαστο τμήμα της κοινωνίας ο υπόλοιπος πληθυσμός.

Αν αποτύχει αυτή η ενσωμάτωση, δημιουργούνται τεράστια προβλήματα, που απειλούν την κοινωνία, την ευημερία, ακόμα και την εθνική υπόσταση και τη δημοκρατία.

Ενώ, λοιπόν, το πρόβλημα, το τελικό ερωτηματικό, είναι το ίδιο παντού – η ενσωμάτωση – ο τρόπος που τίθεται το πρόβλημα σε κάθε κοινωνία και ο τρόπος που λύνεται, είναι διαφορετικός.

Γι’ αυτό και υπάρχουν διαφορετικά μοντέλα μεταναστευτικής πολιτικής. Διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης. Όπως υπάρχει και πολύ πλούσια εμπειρία, θετική και αρνητική.

Δεν έχει νόημα να αντιγράφουμε άκριτα ό,τι γίνεται αλλού. Ή ό,τι έγινε κάποτε, κάπου αλλού. Πρέπει να εξετάζουμε αν η τυπολογία της χώρας της οποίας τη μεταναστευτική της πολιτική πάμε να μιμηθούμε, είναι παρόμοια με τη δική μας. Κι αν αυτό που πάμε να μιμηθούμε πέτυχε ή όχι…

Ακόμα, οι μεταναστευτικές πολιτικές διαφέρουν όχι μόνο από κοινωνία σε κοινωνία, αλλά κι από εποχή σε εποχή. Άλλη είναι η τάση σε περιόδους οικονομικής ανόδου, κι άλλη - εντελώς διαφορετική - σε περιόδους οικονομικής κρίσης και παρατεταμένης ανεργίας.

Η ευημερία «μοιράζεται» πολύ πιο εύκολα απ’ ότι η μιζέρια!

Και οι τοπικές κοινωνίες είναι πολύ ευκολότερο να υποδεχθούν και να απορροφήσουν μετανάστες σε περιόδους παρατεταμένης οικονομικής ανόδου, παρά σε περιόδους παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης.

Μη ξεχνάμε, άλλωστε, ότι τα μεγάλα φαινόμενα ρατσισμού εμφανίστηκαν σε διαφορετικές κοινωνίες σε περιόδους ύφεσης.

Ορίσαμε λοιπόν, το πρόβλημα: την ενσωμάτωση των μεταναστών.

Και ορίσαμε την πολυμορφία του από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή.

Αλλά είμαστε μόνο στην αρχή…

Δεύτερη θέση: Η ενσωμάτωση έχει τρείς βασικές πτυχές. Την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτιστική.

-- Η οικονομική αφορά το να αποκτήσουν οι μετανάστες δυνατότητα εργασίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν απ’ αυτήν. Να μπορούν να ζουν. Και να μπορούν να συντηρούν οικογένεια. Να έχουν τη, στοιχειώδη τουλάχιστον, προστασία των εργασιακών τους δικαιωμάτων, ασφαλιστικών κλπ.

-- Η κοινωνική ενσωμάτωση αφορά κυρίως τις ευκαιρίες να βελτιώσουν τη ζωή τους, να έλθουν σε συνάφεια με τον υπόλοιπο πληθυσμό, να δώσουν και να πάρουν, να αναμιχθούν με τους άλλους. Να βγουν από το γκέτο.

-- Και η πολιτιστική, αφορά την ενσωμάτωσή τους στην εγχώρια πολιτιστική ταυτότητα. Να μάθουν τη γλώσσα. Και να μάθουν τα παιδιά τους τη ντόπια γλώσσα ως μητρική. Να νιώσουν κομμάτι της τοπικής κοινωνίας και να προσχωρήσουν τα παιδιά τους στην εθνική ταυτότητα της νέας τους πατρίδας.

Μόνο αν τα παιδιά των μεταναστών κάνουν τη χώρα εγκατάστασής τους «νέα πατρίδα τους», και τη νιώσουν ως πατρίδα τους, θα τους αντιμετωπίσει τελικά και ο υπόλοιπος πληθυσμός ως κομμάτι της εθνικής κοινωνίας.

Αυτά όλα δεν συμβαίνουν αυτόματα. Αλλά εδώ μιλάμε για προϋποθέσεις ενσωμάτωσης. Ουσιώδεις προϋποθέσεις. Όχι για «αυτοματισμούς»...

Άλλες κοινωνίες είναι κλειστές. Άλλες λιγότερο κλειστές. Κι άλλες καθόλου. Αλλά παντού, αν μια κοινότητα μεταναστών βγει από το γκέτο, αναμιχθεί ομαλά με τον γηγενή πληθυσμό χωρίς παραβατικές συμπεριφορές και τα παιδιά των μεταναστών μάθουν γρήγορα και καλά την τοπική γλώσσα, αυτά όλα θα βοηθήσουν την ενσωμάτωσή τους.

Ο Αιδεσιμότατος Τζέσε Τζάκσον, παλαίμαχος αγωνιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τους μαύρους της Αμερικής, ο οποίος γαλουχήθηκε από νέος δίπλα στον αείμνηστο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, τόνιζε πάντα ότι πρέπει οι συμπατριώτες του να βγουν από τα γκέτο, να βγάλουν κι από το μυαλό τους τη νοοτροπία του γκέτο κι από κει και ύστερα να κάνουν τρία πράγματα: Να μορφωθούν, να μορφωθούν και – κυρίως - να μορφωθούν!

Άλλωστε και το ίδιο το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις ΗΠΑ αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ’60, υπό την ηγεσία τότε του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, με αιχμή τον από-διαχωρισμού, τη διαφυλετική ανάμιξη ( desegregation ) των παιδιών στα σχολεία.

Να φοιτούν όλα τα παιδιά στην ίδια τάξη, ως «παιδιά του ίδιου Θεού»!

Να έλθουν σε συνάφεια μεταξύ τους από μικρά, μέσα από τη γνώση και την Παιδεία.

Να αποκτήσουν την ίδια συλλογική ταυτότητα, ακριβώς για να κρίνουν το ένα το άλλο σύμφωνα με τα ατομικά τους χαρακτηριστικά όχι σύμφωνα με το χρώμα του προσώπου ή τη φυλετική καταγωγή γενικότερα. Να ζουν μαζί και να μεγαλώνουν μαζί, να αποκτήσουν «κοινή Παιδεία», για να δημιουργηθεί ένα «πέπλο φυλετικής άγνοιας» μεταξύ τους, ένα πέπλο «φυλετικής αχρωματοψίας» - να παραβλέπουν τις φυλετικές διαφορές μεταξύ τους - ένα veil of ignorance , όπως θα έλεγε στα νιάτα του και ο John Rawls .

Αυτή η παρατήρηση έχει τη σημασία της – και την επικαιρότητά της σήμερα – γιατί στο μεταξύ αναπτύχθηκαν άλλες αντιλήψεις, που θεωρούν πυρήνα της μεταναστευτικής πολιτικής όχι την ενσωμάτωση των ξένων, αλλά το διαχωρισμό τους!

Όχι την προσχώρησή τους στην συλλογική-εθνική ταυτότητα της κοινωνίας μέσα στην οποία εγκαταστάθηκαν οι γονείς και μεγαλώνουν τα παιδιά, αλλά μέσα από την ανάπτυξη πολλών διαφορετικών ταυτοτήτων. Που οδηγούν τελικά σε διαχωρισμό.

Στο αντίθετο , δηλαδή απ’ αυτό που πρέσβευε και για το οποίο πάλευε ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και οι σύντροφοί του.

Τρίτη θέση: Εδώ αγγίζουμε και το πρόβλημα της πολύ-πολιτισμικότητας.

Αν πολύ-πολιτισμικότητα είναι η διατήρηση στοιχείων πολιτισμού από τις χώρες καταγωγής των μεταναστών, ασφαλώς κανείς δεν έχει αντίρρηση. Αν όμως σημαίνει ότι τα παιδιά τους θα αναπτύξουν συνείδηση κοινότητας διαφορετική από αυτήν την κοινωνίας στην οποία μεγαλώνουν εδώ υπάρχει πρόβλημα. Ή μάλλον υπάρχουν μια σειρά προβλήματα που οδηγούν σε άλλα, μεγαλύτερα προβλήματα:

-- Πρώτο πρόβλημα, η γκετοποίηση. Η διατήρηση, η αναπαραγωγή και η τόνωση της «διαφορετικότητας» καταργεί το «πέπλο της άγνοιας», εμποδίζει την ανάμιξη των διαφορετικών πληθυσμών, οδηγεί σε γκετοποίηση διαφόρων μεταναστευτικών ομάδων και αναπαράγει τα ρατσιστικά στερεότυπα μεταξύ τους. Η γκετοποίηση είναι το αντίθετο της ενσωμάτωσης. Και η ενσωμάτωση είναι πάντα το ζητούμενο. Άρα η γκετοποίηση είναι το μεγάλο εμπόδιο που πρέπει να αποφύγουμε, όχι ο... «στόχος» που πρέπει να επιδιώξουμε!

-- Δεύτερον πρόβλημα, ο οριζόντιος ρατσισμός: Από τη στιγμή που διαφορετικές μεταναστευτικές ομάδες κλείνονται σε χωριστά γκέτο, αναπαράγονται τα στερεότυπα μεταξύ τους, κι αρχίζουν οι τριβές και οι προστριβές ανάμεσά τους. Στις ΗΠΑ το φαινόμενο αυτό έδειξε το άσχημο πρόσωπό του με τις φυλετικές συγκρούσεις των μαύρων με τους «λατίνους», των ισπανόφωνων με τους ασιάτες, των εβραίων με τους μαύρους ή τους λατίνους κατά περίπτωση, των αμερικανοϊρλανδών με τους ιταλοαμερικάνους.

Όπου υπάρχουν, αναπαράγονται και αναπτύσσονται διαφορετικά γκέτο, εμφανίζονται διαφορετικές συμμορίες και διαφορετικές μαφίες. Οι συγκρούσεις ανάμεσά τους είναι συχνά η σκληρότερη μορφή ρατσισμού και η πιο δύσκολη να αντιμετωπιστεί. Γιατί πολύ συχνά είναι αδύνατο να διαχωριστούν οι θύτες από τα θύματα. Και πολύ συχνά οι θύτες είναι και θύματα. Και αντιστρόφως...

-- Τρίτο πρόβλημα, η αναπαραγωγή διαφορετικών ταυτοτήτων μέσα σε γκέτο, οδηγεί τελικά σε σύγκρουση με την πολιτιστική ταυτότητα της κοινωνίας. Για παράδειγμα, μια σύγχρονη φιλελεύθερη κοινωνία είναι δύσκολο να ανεχθεί τη μπούργκα ή το τσαντόρ! Ή την πολυγαμία...

Το γεγονός ότι κάποιες συμπεριφορές είναι βαθιά ριζωμένες στην παράδοση κάποιων πληθυσμών, δεν σημαίνει ότι μπορούν εύκολα να μεταφυτευθούν και να γίνουν ανεκτές σε άλλες κοινωνίες.

Όταν αναπαράγονται γκέτο μεταναστών, αυτές οι ασύμβατες παραδοσιακές συμπεριφορές είναι ευκολότερο να μεταφυτευθούν και πιθανότερο να μετατραπούν σε σημεία προστριβών με τις τοπικές κοινωνίες.

Σε πολλές φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν ήδη περάσει νόμοι που απαγορεύουν τέτοιες πρακτικές.

Το ίδιο ισχύει με άλλα παραδοσιακά έθιμα. Όπως για παράδειγμα, δεν μπορούν νεανικές συμμορίες σε μουσουλμανικά γκέτο ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων να «χαρακώνουν» τα πρόσωπα μουσουλμάνων κοριτσιών, που κυκλοφορούν χωρίς μαντήλα. Αυτό συνέβαινε κι είχε πάρει διαστάσεις μέχρι πριν λίγα χρόνια στη Γαλλία. Η κοινωνία το απέρριψε και η Πολιτεία το κατέστειλε με αυστηρότητα.

Όλα αυτά οδηγούν στο στέρεο συμπέρασμα, ότι οι μετανάστες που εγκαθίστανται σε μια χώρα πρέπει να σέβονται τις βασικές αρχές της χώρας αυτής. Μπορούν να φέρνουν μαζί τους και να περνούν στα παιδιά τους όποια έθιμα της παράδοσής τους είναι συμβατά με τον πολιτισμό της χώρας εγκατάστασής τους. Αλλά οφείλουν να αφήνουν απέξω, να αφήνουν πίσω τους, έθιμα και παραδόσεις, στοιχεία Πολιτισμού γενικότερα, που είναι ασύμβατα με τη χώρα εγκατάστασής τους και το δικό της Πολιτισμό.

Η ενσωμάτωση γίνεται πάντα με τους όρους της τοπικής κοινωνίας. Αλλιώς οδηγεί σε ρατσιστικά φαινόμενα.

Η ενσωμάτωση είναι το καλύτερο αντίδοτο του ρατσισμού. Το μόνο αντίδοτο το ρατσισμού.

Ό,τι εμποδίζει την ενσωμάτωση, ό,τι αναπαράγει τη «διαφορετικότητα» σε πείσμα της ενσωμάτωσης, δεν «εμπλουτίζει» την κοινωνία, πυροδοτεί, αργά ή γρήγορα ρατσιστικά φαινόμενα. Πολλές φορές και εκεί που δεν υπήρχαν...

Τέταρτη θέση: ο καλύτερος τρόπος να γίνει η ενσωμάτωση είναι ομαλά και σταδιακά:

-- Ομαλά που σημαίνει με τις λιγότερες αντιδράσεις του τοπικού πληθυσμού.

-- Και σταδιακά, που σημαίνει σε βάθος χρόνου. Σε βάθος μιας γενιάς στην καλύτερη περίπτωση. Ανάλογα με το πόσο κλειστή, ομοιογενής και συνδεμένη με την παράδοσή της είναι μια τοπική κοινωνία, κι ανάλογα με το πόσο αναπτυξιακή είναι η οικονομική φάση.

Υπάρχει κάθε φορά ένα μέγιστο μεταναστών που μπορεί να αφομοιώσει ομαλά μια τοπική κοινωνία. Αυτό καθορίζεται από την ίδια την εσωτερική της συνοχή, αλλά και από τις οικονομικές της δυνατότητες.

Γενικότερα μια μακροχρόνια περίοδος ανάπτυξης ανεβάζει την «απορροφητικότητα» μιας τοπικής κοινωνίας να δεχθεί ξένους. Όχι μόνο γιατί χρειάζεται τους ξένους, αλλά και διότι έχει ανάγκη να διαφοροποιήσει και την εσωτερική της συνοχή. Συνεπώς μπορεί ευκολότερα να τους αφομοιώσει, αφού αλλάζει και η ίδια.

Κι όσο πιο μεγάλη είναι η οικονομική ύφεση και η δυσπραγία, τόσο περισσότερο κλείνεται μια κοινωνία στον εαυτό της και τόσο δυσκολότερα αφομοιώνει ξένους.

Πάντα υπάρχει ανώτατο όριο ομαλής ενσωμάτωσης μεταναστών, αλλά αυτό μεγαλώνει σε περιόδους οικονομικής άνθισης και μειώνεται απότομα σε εποχές οικονομικής κρίσης. Όταν προσπαθούμε σε περίοδο κρίσης να εντάξουμε μαζικά μετανάστες σε μια κοινωνία, αυτό είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις και έξαρση του ρατσισμού.

Πέμπτη θέση: για τους παραπάνω λόγους, κάθε μεταναστευτική πολιτική φροντίζει να δημιουργεί δικλείδες ασφαλείας στην ενσωμάτωση των μεταναστών.

Ώστε να γίνει ομαλά και σταδιακά. Ώστε ο τοπικός πληθυσμός να μην αντιδράσει έντονα. Κι ώστε ο ρυθμός αφομοίωσης να είναι ευέλικτος, δηλαδή να μπορεί να αυξομειώνεται, ανάλογα με το αν έχουμε περίοδο οικονομικής ανάκαμψης ή περίοδο οικονομικής ύφεσης.

-- Το απώτερο ζητούμενο είναι να ενσωματωθούν οι μετανάστες που μπορεί να αντέξει μια κοινωνία.

-- Το ενδιάμεσο ζητούμενο είναι να μη δημιουργηθούν ανασφάλειες και ρατσιστικές αντιδράσεις.

Τα δύο αυτά μαζί οριοθετούν τους στόχους και τους περιορισμούς μιας ολοκληρωμένης μεταναστευτικής στρατηγικής.

Και οι ασφαλιστικές δικλείδες είναι κρίσιμες, επειδή ακριβώς εξασφαλίζουν και όλα αυτά τα «ζητούμενα»: Εξασφαλίζουν, δηλαδή, ενσωμάτωση με ομαλότητα, σταδιακή, με ευελιξία στους ρυθμούς της, άρα ενσωμάτωση χωρίς ρατσιστικές εκρήξεις...

Έκτη θέση - τώρα μπαίνουμε στην αποτίμηση της Ελληνικής περίπτωσης:

Η Ελλάδα έχει τα εξής ιδιότυπα χαρακτηριστικά:

-- Η Ελλάδα είναι κράτος με εθνικό κορμό, όπως το σύνολο των Ευρωπαϊκών κρατών, δεν είναι μεταναστευτικό κράτος.

-- Η Ελλάδα δεν είχε αποικιακή παράδοση, δεν έφερε μετανάστες από υπερπόντιες αποικίες, κι αυτό τη διακρίνει από τις περιπτώσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας.

-- Στην Ελλάδα οι μετανάστες μπήκαν μετά την κατάρρευση του καθεστώτων του υπαρκτού Σοσιαλισμού, και μπήκαν μαζικά και απότομα, μέσα σε μια δεκαπενταετία – εικοσαετία. Δεν μπήκαν σταδιακά, όπως συνέβη σε πολλές άλλες χώρες.

-- Στην Ελλάδα οι μετανάστες μπήκαν μαζικά και παράνομα. Κι αυτό διαφοροποιεί την περίπτωσή της Ελλάδας με όλες, σχεδόν, τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες, εκτός από ένα σύντομο διάστημα στα τέλη του 1989 και στις αρχές του 1990, διατηρήθηκε ο έλεγχος εισροής μεταναστών. Στην Ελλάδα τέτοιος έλεγχος δεν υπήρξε και δεν αποκαταστάθηκε ποτέ...

-- Τέλος, ακόμα κι άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, που υπέστησαν κι εκείνες κύματα λαθραίας εισόδου οικονομικών μεταναστών, κατάφεραν τουλάχιστον να τα ελέγξουν. Και στα σύνορα και μέσα στην ενδοχώρα τους.

Η Ελλάδα υπήρξε και παραμένει πύλη μαζικής εισόδου παράνομων μεταναστών τόσο από την Ανατολική Ευρώπη, στη δεκαετία του 90, όσο και από την Ασία στη δεκαετία του 2000. Και δεν έχει καταφέρει να ελέγξει το ρυθμό της εισροής τους, ούτε είναι και εύκολο, λόγω γεωγραφικών και πολιτικών ιδιαιτεροτήτων.

Σύμφωνα με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς η εισροή αυτή φτάνει το 25% του συνολικού εγχώριου πληθυσμού της Ελλάδας. Κι όλοι αυτοί μπήκαν σε λιγότερο από 20 χρόνια!

Για να κατανοήσουμε τι σημαίνει αυτό – και να το εξηγήσουμε στους ξένους φίλους μας – φανταστείτε τι θα συνέβαινε αν μέσα σε 15-20 χρόνια συνέρεαν παράνομα στις ΗΠΑ 75 εκατομμύρια παράνομοι μετανάστες ή στη Γερμανία 20 εκατομμύρια παράνομοι μετανάστες, ή στη Γαλλία και τη Βρετανία 15 με 17 εκατομμύρια.

Φανταστείτε, μάλιστα να συνέβαινε αυτό ενώ οι χώρες αυτές αποβιομηχανοποιούνταν, όπως έγινε στην Ελλάδα την ίδια περίοδο.

Φανταστείτε, ακόμα να νομιμοποιούνταν μαζικά όλοι αυτοί την ώρα που οι χώρες υποδοχής τους έμπαιναν στην πιο μεγάλη κρίση της πρόσφατης ιστορίας τους.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα.

* Έβδομη θέση: Η Ελλάδα έπρεπε επιτέλους να αποκτήσει μεταναστευτική πολιτική. Αλλά ο μεταναστευτικός νόμος της κυβέρνησης είναι λάθος μεταναστευτική πολιτική. Και μάλιστα είναι το χειρότερο λάθος, τη χειρότερη δυνατή στιγμή:

-- Είναι λάθος γιατί θα έπρεπε να έχει τις ισχυρότερες δικλείδες ασφαλείας σε σχέση με όλα τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη πύλη εισόδου παράνομων μεταναστών στην Ευρώπη και δεν κατάφερε να ελέγξει αυτή την παράνομη εισροή, που είτε δεν υπήρξε αλλού είτε οι άλλες χώρες κατάφεραν να την ελέγξουν...

Όμως αντί στην Ελλάδα να υιοθετήσουμε νομοθεσία με τις ισχυρότερες δικλείδες ασφαλείας, υιοθετήσαμε νομοθεσία χωρίς καθόλου δικλείδες ασφαλείας.

-- Κι είναι λάθος επίσης, επειδή το κάναμε τη χειρότερη δυνατή στιγμή. Όταν η χώρα εισέρχονταν σε μια περίοδο δραματικής ύφεσης μακράς διάρκειας.

Το ότι περνάμε τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της πρόσφατης ιστορίας μας δεν το αμφισβητεί κανείς.

Το ότι η κρίση αυτή οδηγεί σε μεγάλες κοινωνικές αναστατώσεις, το φοβούνται όλοι.

Το ότι μια τέτοια περίοδος είναι η χειρότερη δυνατή για να αφομοιώσει μια κοινωνία μετανάστες το καταλαβαίνουν όλοι.

Τελικά καλύτερα το καταλαβαίνουν κι οι ίδιοι οι μετανάστες, ο ρυθμός παράνομης εισροής των οποίων ήδη άρχισε να κάμπτεται, εξ αιτίας της κρίσης.

Το μόνο που μένει να δούμε είναι, αν όντως οι νομοθεσίες άλλων χωρών έχουν δικλείδες ασφαλείας, που εμείς, όντας πύλη εισόδου θα έπρεπε να υιοθετήσουμε με το παραπάνω. Φοβάμαι ότι, κι εμείς κάναμε το αντίθετο: καταργήσαμε κάθε δικλείδα ασφαλείας.

Η Γερμανική περίπτωση...

Για παράδειγμα, η Γερμανική νομοθεσία του 1999, επί Σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, επέτρεψε στα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται σε γερμανικό έδαφος να παίρνουν αυτόματα τη γερμανική ιθαγένεια. Κι αυτό χρησιμοποίησε ως «υπόδειγμα» η σημερινή κυβέρνηση. Μόνο που δεν διάβασε το σύνολο του Γερμανικού Νόμου. Μόνο την πρώτη σελίδα του...

-- Διότι η αυτόματη ιθαγένεια ισχύει στη Γερμανία για τα παιδιά που γεννιούνται μετά την ψήφισή του, όχι αναδρομικά. Εδώ ισχύει αναδρομικά.

-- Επίσης, η αυτόματη ιθαγένεια ισχύει στη Γερμανία για τα παιδιά των μεταναστών που όχι μόνο βρίσκονται νόμιμα στη χώρα, αλλά έχουν κλείσει αρκετά χρόνια μόνιμης παραμονής. Δεν αρκεί η νομιμότητα. Απαιτείται και διάστημα μονιμότητας. Όσα παιδιά γεννιούνται και οι γονείς τους δεν έχουν κλείσει τρία χρόνια μόνιμης ή εφτά χρόνια νόμιμης παραμονής, δεν παίρνουν τη γερμανική ιθαγένεια. Απλά μπαίνουν στην – πολύ λιγότερο αυτόματη - διαδικασία της πολιτογράφησης όπως κι όλα τα άλλα παιδιά που δεν γεννήθηκαν στο γερμανικό έδαφος.

Εδώ όσα παιδιά γεννιούνται από ένα νόμιμο γονέα παίρνουν την ιθαγένεια. Ακόμα κι αν ο γονιός τους νομιμοποιήθηκε την προηγούμενη μέρα!

Κι από τη στιγμή που παίρνει το παιδί ιθαγένεια ανοίγει ο δρόμος για να πολιτογραφηθεί πιο εύκολα και ο γονιός. Ο οποίος δεν είναι πια απλώς «νόμιμος». Γίνεται και πολίτης με πολιτικά δικαιώματα!

Εδώ η ιθαγένεια των παιδιών θα «συμπαρασύρει» και την πολιτογράφηση των γονιών. Κι από την ώρα που πολιτογραφούνται γονείς και παιδιά μπορούν να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες μέλη της Ευρώπης. Πράγμα που θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα ανάμεσα στην Ελλάδα και στους εταίρους της.

Άλλωστε η ευρωπαϊκή Συμφωνία Δουβλίνο ΙΙ του 2003 εμποδίζει μετανάστες που πήραν άδεια παραμονής στην Ελλάδα να εγκατασταθούν σε άλλη κοινοτική χώρα του Ευρωπαϊκού βορά. Τώρα, όμως οι μετανάστες που νομιμοποιήθηκαν στην Ελλάδα θα μπορούν να ταξιδεύουν και να εγκαθίστανται όπου θέλουν, γιατί θα είναι πια «Ευρωπαίοι πολίτες» μέσα από την πολιτογράφησή τους στην Ελλάδα. Κι έτσι η μαζική χορήγηση ιθαγένειας στα παιδιά που γεννιούνται εδώ, θα διευκολύνει την πολιτογράφησή τους και την παράκαμψη των εμποδίων που θέτει το Δουβλίνο ΙΙ και την εγκατάστασή τους σε άλλα κράτη της Ευρώπης.

Για να το πω απλά: αν εφαρμόζαμε στην Ελλάδα ατόφιο το γερμανικό νόμο του 1999, δεν θα έπαιρνε ιθαγένεια κανένα από τα παιδιά που γεννήθηκε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.

Κι επίσης ο Γερμανικός νόμος δεν προβλέπει τα δικαιώματα ψήφου στις αυτό-διοικητικές εκλογές για νόμιμους μη πολιτογραφημένους μετανάστες έξω-ευρωπαϊκών χωρών. Πράγμα που επίσης δεν προβλέπεται στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχουν πολίτες «πολλών ταχυτήτων»: άλλοι που ψηφίζουν σε όλες και άλλοι σε κάποιες εκλογές, άλλοι που μπορούν να εκλέγονται κι άλλοι που μόνο ψηφίζουν αλλά δεν εκλέγονται...

Όταν εισάγουμε διαχωρισμό στα πολιτικά δικαιώματα, νοθεύουμε τη δημοκρατία. Η δημοκρατία των διαχωρισμών δεν είναι δημοκρατία.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η Ελλάδα που είναι πύλη εισόδου και θα έπρεπε να υιοθετήσει τις πιο αυστηρές δικλείδες ασφαλείας στη μεταναστευτική πολιτική της, κατάργησε κάθε δικλείδα ασφαλείας: Άνοιξε το δρόμο για την πολιτογράφηση των πάντων μέσω της ιθαγένειας των παιδιών.

Ενώ τα προηγούμενα χρόνια άνοιξε το δρόμο για τη νομιμοποίηση των πάντων.

Κι αυτό όχι μόνο είναι αντίθετο με τη λογική των ευρωπαίων εταίρων μας, αλλά είναι πιθανό να προκαλέσει πολύ σοβαρές προστριβές μαζί τους.

Η δική μας πρόταση...

Γι’ αυτό και είμαστε υποχρεωμένοι αυτό το Νόμο να τον αλλάξουμε όταν θα αναλάβει η Νέα Δημοκρατία τη διακυβέρνηση της χώρας. Και δεσμευόμαστε από τώρα γι’ αυτό.

Τα παιδιά νόμιμων μεταναστών που γεννιούνται εδώ, θα παίρνουν το δικαίωμα της ιθαγένειας όταν ενηλικιωθούν.

Αλλά για να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα θα πρέπει, πρώτον, να διαλέξουν ανάμεσα στην ελληνική και την ιθαγένεια της χώρας καταγωγής των γονιών τους.

Και δεύτερον, θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει τα χρόνια της 9χρονης εκπαίδευσης που είναι υποχρεωτική για όλα τα ελληνόπουλα.

Έτσι θα γίνεται η εξίσωση μέσα από την Παιδεία, θα γίνεται ομαλά και σταδιακά, και θα γίνεται με ελεύθερη επιλογή και προσπάθεια των παιδιών, όχι με αυτοματισμούς εκ γενετής.

Με το που γεννιούνται τα παιδιά θα παίρνουν το δικαίωμα. Αλλά θα το ασκούν στην ενηλικίωσή τους. Με ελάχιστες προϋποθέσεις. Αλλά χωρίς η ιθαγένειά τους να «συμπαρασύρει» την πολιτογράφηση των γονιών τους από την αρχή. Γιατί η ιθαγένειά τους θα κερδίζεται οριστικά 18 χρόνια αργότερα.

Αυτή η νομοθετική ρύθμιση βοηθά τους μετανάστες που θέλουν να ριζώσουν εδώ, και τους διαχωρίζει απ’ όσους έρχονται εδώ ως ενδιάμεσο σταθμό – transit - για να πάνε αλλού. Αυτό το διαχωρισμό τον θέλουν πάνω απ’ όλα οι ίδιοι οι μετανάστες που έχουν κάνει σπίτι τους την Ελλάδα και θέλουν τα παιδιά τους να κάνουν πατρίδα τους την Ελλάδα. Κι επί πλέον με αυτή τη ρύθμιση η Ελλάδα δεν γίνεται μαγνήτης μεταναστών.

Όπως είδατε δεν αναφέρθηκα καθόλου στη συζήτηση αν υιοθετούμε «δίκαιο αίματος» ή «δίκαιο εδάφους» σε ό,τι αφορά την ιθαγένεια. Προφανώς υιοθετούμε ένα μείγμα και των δύο, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες με εθνικό κορμό.

Αλλά η μεταναστευτική νομοθεσία δεν είναι ζήτημα φιλοσοφίας δικαίου. Είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικό και κοινωνικό. Κι αυτές τις διαστάσεις του προσπάθησα να θίξω και να δείξω με τα επτά σημεία που πρόταξα.

Κι εμείς οι πολιτικοί δεν πρέπει να συζητάμε για τις ειδικές πτυχές ενός προβλήματος ως ειδικοί. Δεν πρέπει να συζητάμε ως νομικοί για τη νομική διάσταση, ή ως οικονομολόγοι για την οικονομική διάσταση.

Πρέπει πρωτίστως να μιλάμε ως Πολιτικοί για την πολιτική διάσταση, που συμπυκνώνει όλες τις υπόλοιπες.

Κι ως εκπρόσωποι ενός λαού, όχι ενός «πληθυσμού».

Ως ηγέτες μιας χώρας, όχι ενός γεωγραφικού «χώρου».

Ως εκπρόσωποι ενός λαού και μιας χώρας που δεν είναι μόνο αριθμοί και ΑΕΠ.

Είναι και απόθεμα παράδοσης και Πολιτισμού.

Κι αίτημα προάσπισης εθνικού συμφέροντος και συνέχειας.

Από αυτή την οπτική λοιπόν, η Ελλάδα δεν έχει πλέγματα και συμπλέγματα φυλετικής καθαρότητας. Είναι – και υπήρξε πάντα - ιστορική κοινότητα Παιδείας και Πολιτισμού.

Ενσωματώνει όσους ξένους μπορεί να αντέξει ομαλά, μέσα από τη σταδιακή τους ένταξη στην Παιδεία και τον Πολιτισμό της.

Αλλά δεν ενσωματώνει τους πάντες.

Και δεν τους ενσωματώνει αυτόματα και μαζικά. Γιατί αυτό δεν θα ήταν πια «ενσωμάτωση», αλλά διάλυση της κοινωνικής συνοχής.

-- Όσοι πραγματικά βλέπουν τον κίνδυνο του ρατσισμού, όσοι πραγματικά θέλουν να αντισταθούν στο ρατσισμό, κατανοούν απόλυτα τη σημασία της ομαλής και σταδιακής ενσωμάτωσης μέσα από την Παιδεία και τον Πολιτισμό.

-- Όσοι θέλουν μαζική πολιτογράφηση των πάντων με «αυτοματισμούς» και χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες, δεν θέλουν ενσωμάτωση. Απλά προσελκύουν ακόμα περισσότερους παράνομους μετανάστες. Και πυροδοτούν εντάσεις και διαλυτικά φαινόμενα μέσα στην Ελληνική κοινωνία.

Γι’ αυτό και πρέπει να απαλλαγούμε απ’ αυτή τη νομοθεσία το συντομότερο δυνατό.

Κι αυτό θα κάνουμε.

Σας ευχαριστώ