Το υψηλό ποσοστό αποχής των εκλογέων στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές (40% περίπου των εγγεγραμμένων) καταδηλοί την αποκαρδίωση του λαού από τα δύο μεγάλα κόμματα, οι υποψήφιοι περιφερειάρχες και δήμαρχοι των οποίων δεν κατόρθωσαν να υπερβούν το 64% των ψηφισάντων. Αυτό σημαίνει ότι και τα δύο κόμματα εξουσίας δεν συγκέντρωσαν το ποσοστό που άλλοτε συγκέντρωνε μόνο το ένα τούτων (το πρώτο) σε βουλευτικές ή δημοτικές εκλογές.
Ωστόσο, πολλοί Έλληνες επικρίνουν αυτούς που έδωσαν από κυβερνητικό κόμμα το 34% των ψήφων, δηλαδή το 20% των εγγεγραμμένων εκλογέων. Και τούτο, διότι λογικώς θα έπρεπε να το έχουν ψηφίσει ολιγότεροι, εφ’ όσον μας έφερε στη σημερινή οικονομική εξαθλίωση, δια της περικοπής μισθών και συντάξεων και της υπερφορολογήσεως όλων των τάξεων. Και μάλιστα, χωρίς ουσιαστικό περιορισμό των δαπανών των κυβερνώντων και διακοπή όλων των περιττών εξόδων τους. Μόνο για τις κάλπες (τι έγιναν, αλήθεια, αυτές των προηγουμένων εκλογών;) δαπανήθηκαν 1.280.000 ευρώ, όπως έγραψε εβδομαδιαία εφημερίδα και δεν διαψεύσθηκε.
Ο πολίτης που δεν ενδιαφέρεται και δεν συμμετέχει στα κοινά δεν είναι απλώς φιλήσυχος, αλλά άχρηστος, κατά την πάγια αντίληψη των αρχαίων προγόνων μας (Θουκυδίδης). Εξ άλλου ο απολιτικός εκλογέας είναι και εναντίον των συμφερόντων και των καθηκόντων του. Κατά δε τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Τσάτσο είναι και ανάπηρος ηθικά και πνευματικά. Η παράλειψη ασκήσεως του εκλογικού δικαιώματος και η εικονική άσκηση του εκ προθέσεως δι’ ακύρου ψηφοδελτίου, δεν συμβάλλουν στην επιλογή των καλυτέρων υποψηφίων, ούτε τιμωρούν, ούτε διδάσκουν τους επίορκους ή αδιάφορους πολιτικούς.
Αντιθέτως τους διευκολύνουν να ελίσσονται με μεγαλύτερη ευκολία μεταξύ ολιγοτέρων εκλογέων και να αθετούν ευχερώς τις υποσχέσεις τους, χωρίς τον κίνδυνο της τιμωρίας τους, δια καταψηφίσεώς τους από τους περισσότερο ευαισθητοποιημένους πολίτες. Επομένως χρέος όλων των εκλογέων είναι να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα μεθαύριο στον β’ γύρο και να διδάξουν τους πολιτικούς και τους άθλιους προπαγανδιστές, ότι πρέπει να σέβονται περισσότερα τόσον αυτούς, όσον και τα συμφέροντα της πατρίδας.
Καλύτερη πολιτική είναι η ειλικρίνεια. Αλλά πολλοί πολιτικοί την υποτιμούν. Και όταν δεν ψεύδονται ασυστόλως, προσπαθούν συχνά να συγκαλύψουν την αλήθεια. Έτσι όμως επιτυγχάνουν την ανυποληψία τους στις συνειδήσεις των σκεπτομένων πολιτών, ακόμα και όταν οι τελευταίοι από ευγένεια ή άλλους λόγους υποδύονται τους πειθομένους, αν και είναι βέβαιο πως εμπαίζονται. Το αποτέλεσμα είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης προς τους ψευδομένους και η πλήρης ανασφάλεια για το τι είναι δυνατό να πουν και να πράξουν.
Ο κ. πρωθυπουργός προεκλογικώς μας απείλησε ότι θα καταφύγει σε νέες εκλογές, αν το εκλογικό αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό για το κυβερνών κόμμα. Ο εκβιασμός των εκλογέων ήταν πρωτοφανής. Δεν υπάρχει προηγούμενο στην πολιτική ιστορία ομοίας απειλής. Εν τούτοις, μετά τις εκλογές, το ότι μόλις το 20% του συνόλου των εγγεγραμμένων εκλογέων ψήφισαν τους κυβερνητικούς υποψηφίους, θεωρήθηκε ως ικανοποιητικό από τον κ. Παπανδρέου, δηλώσαντα ότι, κατόπιν τούτου, δεν θα γίνουν νέες εκλογές.
Επομένως η άνω πρωθυπουργική απειλή ήταν μια καθαρή «μπλόφα», για να συσπειρωθούν οι οπαδοί του κυβερνώντος κόμματος, όπως παραδέχθηκαν ραδιοφωνικώς και στελέχη του. Έγινε δε, σε περίοδο σοβαροτάτης οικονομικής κρίσεως και με περιφρόνηση του κινδύνου αποσταθεροποιήσεως της χώρας, σε περίπτωση πραγματοποιήσεως της απειλής αυτής, προδήλως υπό τα κράτος του πανικού, εκ της πιθανολογουμένης ήττας μεγαλυτέρας εκτάσεως. Αλλά και με πλήρη ανευθυνότητα, για τις συνέπειές της. Σπουδαιοτέρα τούτων ήταν η άμεση εκτίναξη των επιτοκίων στα υψηλότερα επίπεδα, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η χώρα. Γιατί αναγκάσθηκε να δανεισθεί μέρος των χρημάτων που είχαν προϋπολογισθεί (300 εκατ. ευρώ), με αυξημένο επιτόκιο, εν σχέσει με εκείνο που ίσχυε προ της ανωτέρω επιλογής.
Έτσι, στη ζημία της χώρας εκ των urbi et orbi δηλώσεων του κ. Παπανδρέου, προ των βουλευτικών εκλογών, περί του ότι η οικονομία της χώρας είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, με έλλειμμα μεγαλύτερο του εμφανιζομένου, προστέθηκε και αυτή εκ της απειλής του περί νέων βουλευτικών εκλογών, αν δεν ήταν ικανοποιητικό το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών. Και το ερώτημα είναι: Επιτρέπεται ένας πολιτικός να ζημιώνει τη χώρα του με τις δηλώσεις του, χωρίς καμία άμεση συνέπεια;
Ο πολίτης που δεν ενδιαφέρεται και δεν συμμετέχει στα κοινά δεν είναι απλώς φιλήσυχος, αλλά άχρηστος, κατά την πάγια αντίληψη των αρχαίων προγόνων μας (Θουκυδίδης). Εξ άλλου ο απολιτικός εκλογέας είναι και εναντίον των συμφερόντων και των καθηκόντων του. Κατά δε τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Τσάτσο είναι και ανάπηρος ηθικά και πνευματικά. Η παράλειψη ασκήσεως του εκλογικού δικαιώματος και η εικονική άσκηση του εκ προθέσεως δι’ ακύρου ψηφοδελτίου, δεν συμβάλλουν στην επιλογή των καλυτέρων υποψηφίων, ούτε τιμωρούν, ούτε διδάσκουν τους επίορκους ή αδιάφορους πολιτικούς.
Αντιθέτως τους διευκολύνουν να ελίσσονται με μεγαλύτερη ευκολία μεταξύ ολιγοτέρων εκλογέων και να αθετούν ευχερώς τις υποσχέσεις τους, χωρίς τον κίνδυνο της τιμωρίας τους, δια καταψηφίσεώς τους από τους περισσότερο ευαισθητοποιημένους πολίτες. Επομένως χρέος όλων των εκλογέων είναι να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα μεθαύριο στον β’ γύρο και να διδάξουν τους πολιτικούς και τους άθλιους προπαγανδιστές, ότι πρέπει να σέβονται περισσότερα τόσον αυτούς, όσον και τα συμφέροντα της πατρίδας.
Καλύτερη πολιτική είναι η ειλικρίνεια. Αλλά πολλοί πολιτικοί την υποτιμούν. Και όταν δεν ψεύδονται ασυστόλως, προσπαθούν συχνά να συγκαλύψουν την αλήθεια. Έτσι όμως επιτυγχάνουν την ανυποληψία τους στις συνειδήσεις των σκεπτομένων πολιτών, ακόμα και όταν οι τελευταίοι από ευγένεια ή άλλους λόγους υποδύονται τους πειθομένους, αν και είναι βέβαιο πως εμπαίζονται. Το αποτέλεσμα είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης προς τους ψευδομένους και η πλήρης ανασφάλεια για το τι είναι δυνατό να πουν και να πράξουν.
Ο κ. πρωθυπουργός προεκλογικώς μας απείλησε ότι θα καταφύγει σε νέες εκλογές, αν το εκλογικό αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό για το κυβερνών κόμμα. Ο εκβιασμός των εκλογέων ήταν πρωτοφανής. Δεν υπάρχει προηγούμενο στην πολιτική ιστορία ομοίας απειλής. Εν τούτοις, μετά τις εκλογές, το ότι μόλις το 20% του συνόλου των εγγεγραμμένων εκλογέων ψήφισαν τους κυβερνητικούς υποψηφίους, θεωρήθηκε ως ικανοποιητικό από τον κ. Παπανδρέου, δηλώσαντα ότι, κατόπιν τούτου, δεν θα γίνουν νέες εκλογές.
Επομένως η άνω πρωθυπουργική απειλή ήταν μια καθαρή «μπλόφα», για να συσπειρωθούν οι οπαδοί του κυβερνώντος κόμματος, όπως παραδέχθηκαν ραδιοφωνικώς και στελέχη του. Έγινε δε, σε περίοδο σοβαροτάτης οικονομικής κρίσεως και με περιφρόνηση του κινδύνου αποσταθεροποιήσεως της χώρας, σε περίπτωση πραγματοποιήσεως της απειλής αυτής, προδήλως υπό τα κράτος του πανικού, εκ της πιθανολογουμένης ήττας μεγαλυτέρας εκτάσεως. Αλλά και με πλήρη ανευθυνότητα, για τις συνέπειές της. Σπουδαιοτέρα τούτων ήταν η άμεση εκτίναξη των επιτοκίων στα υψηλότερα επίπεδα, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η χώρα. Γιατί αναγκάσθηκε να δανεισθεί μέρος των χρημάτων που είχαν προϋπολογισθεί (300 εκατ. ευρώ), με αυξημένο επιτόκιο, εν σχέσει με εκείνο που ίσχυε προ της ανωτέρω επιλογής.
Έτσι, στη ζημία της χώρας εκ των urbi et orbi δηλώσεων του κ. Παπανδρέου, προ των βουλευτικών εκλογών, περί του ότι η οικονομία της χώρας είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, με έλλειμμα μεγαλύτερο του εμφανιζομένου, προστέθηκε και αυτή εκ της απειλής του περί νέων βουλευτικών εκλογών, αν δεν ήταν ικανοποιητικό το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών. Και το ερώτημα είναι: Επιτρέπεται ένας πολιτικός να ζημιώνει τη χώρα του με τις δηλώσεις του, χωρίς καμία άμεση συνέπεια;