Όσο είναι βέβαιο, ότι η έννοια της συναίνεσης ακούγεται εύηχα στα αυτιά των πολιτών, άλλο τόσο είναι βέβαιο ότι δυστυχώς παραμένει κενό γράμμα σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής.
Και είναι λογικό αφού τα κόμματα παγκοσμίως, στην προσπάθεια τους να κατακτήσουν την κυβερνητική εξουσία, προσπαθούν να εκφράσουν πειστικότερα την κοινωνία και επιλέγουν τακτικές που εκτιμούν ότι μπορούν να αποτελέσουν διακριτές εναλλακτικές επιλογές για τους πολίτες.
Ως εκ τούτου, όταν οι κυβερνήσεις μιλάνε για συναίνεση, συνήθως εννοούν μια διαδικασία όπου αυτές μόνες αποφασίζουν και οι υπόλοιποι συμφωνούν, οι δε αντιπολιτεύσεις, ως μια ουσιαστική παύση διακυβέρνησης έως ότου κυβερνήσουν οι ίδιες.
Η αρχή δε αυτή, δεν ισχύει μόνο στην Ελλάδα, ούτε μόνο σε φυσιολογικές συνθήκες. Ισχύει με διάφορες αποχρώσεις, παντού στον κόσμο.
Στην Ιρλανδία, για παράδειγμα που η ένταξη στο μηχανισμό στήριξης είναι περίπου βέβαιη, η αντιπολίτευση έθεσε θέμα παραίτησης της κυβέρνησης αρνούμενη κάθε συναίνεση.
Στην Πορτογαλία, όπου επίσης η οικονομική κρίση είναι αντιστοίχων διαστάσεων, η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία για τον προϋπολογισμό κάνοντας λόγο για μηδενική ανοχή.
Στις δημοκρατίες, οι Κυβερνήσεις κυβερνούν και οι αντιπολιτεύσεις ελέγχουν. Αν οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να κυβερνήσουν, τότε καταθέτουν την εντολή και είτε σχηματίζονται κυβερνήσεις συνεργασίας –με συγκεκριμένο πρόγραμμα και ατζέντα, είτε προκηρύσσονται εκλογές και αποφασίζουν οι πολίτες για το ποιος και πως θέλουν να τους κυβερνήσει.
Το ζήτημα συνεπώς και για την Ελλάδα, δεν είναι, «η συναίνεση» γενικώς και αορίστως. Αυτό είναι παντελώς ανέφικτο αφού κανένας δεν μπορεί να δώσει λευκή επιταγή σε κανένα.
Το πραγματικό ζήτημα ήταν και παραμένει η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων για τα αυτονόητα.
Είναι να υπάρξει συγκεκριμένη ατζέντα προβλημάτων και να επιδιωχθεί δεσμευτικά, για σήμερα και το μέλλον, ένας ελάχιστος κοινός παρανομαστής μέτρων και πολιτικών.
Είναι να συναποφασισθεί ένα νέο πλαίσιο κανόνων για τη λειτουργία της κοινωνίας που θα κινείται περά και πάνω από τις μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Είναι, να γίνουν βήματα από όλους, για να τοποθετηθούν τα κρίσιμα ζητήματα που όλοι γνωρίζουν ότι πρέπει να λυθούν, στο απυρόβλητο.
Είναι δηλαδή να προσδιοριστεί επ ακριβώς το πολιτικό της περιεχόμενο και να επιδιωχθεί καθολικά η υλοποίηση του.
Σε τελική ανάλυση, γι αυτό ορίζεται η πολιτική ως «η τέχνη του εφικτού».
Η αρχή δε αυτή, δεν ισχύει μόνο στην Ελλάδα, ούτε μόνο σε φυσιολογικές συνθήκες. Ισχύει με διάφορες αποχρώσεις, παντού στον κόσμο.
Στην Ιρλανδία, για παράδειγμα που η ένταξη στο μηχανισμό στήριξης είναι περίπου βέβαιη, η αντιπολίτευση έθεσε θέμα παραίτησης της κυβέρνησης αρνούμενη κάθε συναίνεση.
Στην Πορτογαλία, όπου επίσης η οικονομική κρίση είναι αντιστοίχων διαστάσεων, η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία για τον προϋπολογισμό κάνοντας λόγο για μηδενική ανοχή.
Στις δημοκρατίες, οι Κυβερνήσεις κυβερνούν και οι αντιπολιτεύσεις ελέγχουν. Αν οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να κυβερνήσουν, τότε καταθέτουν την εντολή και είτε σχηματίζονται κυβερνήσεις συνεργασίας –με συγκεκριμένο πρόγραμμα και ατζέντα, είτε προκηρύσσονται εκλογές και αποφασίζουν οι πολίτες για το ποιος και πως θέλουν να τους κυβερνήσει.
Το ζήτημα συνεπώς και για την Ελλάδα, δεν είναι, «η συναίνεση» γενικώς και αορίστως. Αυτό είναι παντελώς ανέφικτο αφού κανένας δεν μπορεί να δώσει λευκή επιταγή σε κανένα.
Το πραγματικό ζήτημα ήταν και παραμένει η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων για τα αυτονόητα.
Είναι να υπάρξει συγκεκριμένη ατζέντα προβλημάτων και να επιδιωχθεί δεσμευτικά, για σήμερα και το μέλλον, ένας ελάχιστος κοινός παρανομαστής μέτρων και πολιτικών.
Είναι να συναποφασισθεί ένα νέο πλαίσιο κανόνων για τη λειτουργία της κοινωνίας που θα κινείται περά και πάνω από τις μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Είναι, να γίνουν βήματα από όλους, για να τοποθετηθούν τα κρίσιμα ζητήματα που όλοι γνωρίζουν ότι πρέπει να λυθούν, στο απυρόβλητο.
Είναι δηλαδή να προσδιοριστεί επ ακριβώς το πολιτικό της περιεχόμενο και να επιδιωχθεί καθολικά η υλοποίηση του.
Σε τελική ανάλυση, γι αυτό ορίζεται η πολιτική ως «η τέχνη του εφικτού».