22 Ιανουαρίου 2011

Επιλεκτική ποιοτική μετανάστευση

Η αρχή της επιλεκτικής ποιοτικής μετανάστευσης αφορά στην καθιέρωση συγκεκριμένων κριτηρίων, όσον αφορά στα άτομα που ανήκουν σε μεταναστευτικές ομάδες, για την εξέταση του αιτήματος εισδοχής των τελευταίων στην επικράτεια ενός κράτους. Τα κριτήρια αυτά είναι δυνατόν να αφορούν στους εξής παράγοντες:

α. ποσόστωση με βάση τον αριθμό

β. ποσόστωση με βάση την αρχή της πολιτισμικής συνάφειας

γ. ποσόστωση με βάση τα ποιοτικά προσόντα των μεταναστών

Η ποσόστωση με βάση τον αριθμό αφορά στην καθιέρωση ενός ανώτατου κλειστού αριθμού, ενός μέγιστου ορίου εισδοχής μεταναστών.[1] Θεμελιώδης έννοια μίας συγκροτημένης μεταναστευτικής πολιτικής είναι η θέσπιση και επιμελημένη τήρηση ενός επαρκώς προσδιορισμένου ορίου όσον αφορά στο μέγεθος του μεταναστευτικού αποθέματος, ενός, δηλαδή, αρίστου αριθμού μεταναστών.[2] Η έννοια αυτή, ο άριστος αριθμός μεταναστών, αναφέρεται σε έναν αριθμητικό δείκτη, ο οποίος προσδιορίζεται ως λειτουργικός για ένα κοινωνικό σύνολο, ώστε να αποκομίζεται το μέγιστο δυνατό οικονομικό όφελος τόσο για τους γηγενείς όσο και για τους επήλυδες μετανάστες. Ο αριθμός αυτός είναι εξ ορισμού μικρός, καθώς υφίσταται αρνητικός συσχετισμός ανάμεσα στην αύξηση του αριθμού των μεταναστών και στο οικονομικό όφελος τόσο για τους γηγενείς όσο και για τους αλλοδαπούς μετανάστες. Η ποσόστωση με βάση τον αριθμό είναι δυνατόν να συνδέεται με τις δύο άλλες κατηγορίες ποσοστώσεων.

Η ποσόστωση με βάση την αρχή της πολιτισμικής συνάφειας αποτελεί βασική παράμετρο της επιλεκτικής ποιοτικής μετανάστευσης. Ο όρος αφορά στην θεσμοθετημένη προτίμηση σε μετανάστες από κράτη με συγγενές προς την χώρα υποδοχής πολιτιστικό πλαίσιο (host culture), κατάσταση, η οποία θα διευκολύνει την ενσωμάτωση των μεταναστών στην κοινωνία υποδοχής.[3] Η συγκεκριμένη ποσόστωση ίσχυε κατ’ εξοχήν στις Ηνωμένες Πολιτείες τα έτη 1924-1965 και θεωρείται ότι συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στην πολιτική σταθερότητα του κράτους αυτού,[4] καθώς την περίοδο αυτή δεν είχαν παρατηρηθεί εθνοτικές ταραχές και αμφισβήτηση της εθνικής ταυτότητας, όπως συνέβη μετά το 1965.[5]

Η ποσόστωση πολιτισμικής συνάφειας ισχύει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο στα εξής κράτη:

1. στην Γερμανία, όπου ισχύει προνομιακό καθεστώς για τους μετανάστες γερμανικής καταγωγής από την πρώην ΕΣΣΔ

2. στην Δανία, όπου προτιμώνται οι πολίτες των λεγομένων νορδικών χωρών (Νορβηγία, Σουηδία, Φιλανδία, χώρες της Βαλτικής),

3. στην Ιταλία, όπου προτιμώνται οι πολίτες της Αλβανίας και των κρατών της πρώην Γιουγκοσλαυίας,

4. στην Ισπανία, όπου προτιμώνται οι ισπανόφωνοι πολίτες κρατών της Λατινικής Αμερικής. Η Ισπανία έχει υιοθετήσει σε επίσημο νομοθετικό επίπεδο την αρχή της ποσόστωσης βάσει της πολιτισμικής συνάφειας, καθώς το 38% του μεταναστευτικού της πληθυσμού προέρχεται από την Λατινική Αμερική, ενώ μόλις το 20% από την βόρεια και την υποσαχάρια Αφρική, περιοχές, με τις οποίες, μάλιστα, παρουσιάζει γεωγραφική εγγύτητα.[6] Οι αλλοδαποί, οι οποίοι προέρχονται από χώρες με ιδιαίτερους ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με την Ισπανία,[7] αντιμετωπίζονται κατά τρόπο ευνοϊκό, καθώς είναι δυνατόν να αποκτήσουν την ισπανική υπηκοότητα, έπειτα από μόνιμη και νόμιμη διαμονή στην χώρα για χρονικό διάστημα μόλις δύο (2) ετών σε σύγκριση με τα δέκα (10) έτη που απαιτούνται για τους μετανάστες των λοιπών κατηγοριών.

5. στην Πορτογαλία, όπου προτιμώνται οι πολίτες κρατών με επίσημη γλώσσα την πορτογαλική, όπως η Βραζιλία,

6. στην Γαλλία, όπου προτιμώνται οι γαλλόφωνοι του εξωτερικού (λ.χ. οι γαλλόφωνοι του Καναδά) και οι πρώην υπήκοοι των υπερπόντιων και αποικιακών εδαφών,

7. στην Ολλανδία, όπου προτιμώνται οι πρώην υπήκοοι των ολλανδικών υπερπόντιων περιοχών και οι πολίτες κρατών δυτικού προσανατολισμού, τα οποία δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση,[8]

8. στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου προτιμώνται οι πρώην υπήκοοι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.

Η ποσόστωση με βάση τα ποιοτικά προσόντα των μεταναστών αφορά στην προτίμηση μεταναστών, οι οποίοι διαθέτουν μία σειρά ποιοτικών ατομικών χαρακτηριστικών, τα οποία σχετίζονται με το ποσό του κοινωνικού κεφαλαίου εκάστου μετανάστη. Στοιχεία αυτού του είδους κατά φθίνουσα σειρά αξιολογικής σημασίας είναι δυνατόν να είναι τα εξής:

α. το μορφωτικό επίπεδο

β. η δυνατότητα κοινωνικής προσαρμογής στο κυρίαρχο εθνικό κοινωνικό και πολιτιστικό πρότυπο

γ. η εργασιακή εμπειρία και επαγγελματική κατάρτιση

δ. η γλωσσομάθεια, η γνώση της γλώσσας της χώρας υποδοχής

ε. η ηλικία

στ. οι επαφές με παράγοντες της αγοράς εργασίας

Η ποσόστωση αυτού του τύπου εφαρμόστηκε εκτεταμένα ως θεσμοθετημένη διοικητική πρακτική και ως αρχή στον Καναδά. Στον Καναδά, συγκεκριμένα, οι αλλοδαποί μετανάστες, οι οποίοι υποβάλλουν αίτηση μόνιμης διαμονής αξιολογούνται επί τη βάσει μίας ποσοτικής εκατοστιαίας κλίμακας. Οι επιμέρους παράγοντες, οι οποίοι αξιολογούνται με διαφορετικό ποσοστό, είναι οι εξής: η μόρφωση (25 βαθμοί), η γλωσσομάθεια (24 βαθμοί), η εργασιακή εμπειρία (21 βαθμοί), η ηλικία (10 βαθμοί), οι επαφές με παράγοντες της αγοράς εργασίας προς εύρεση εργασίας (10 βαθμοί) και η δυνατότητα κοινωνικής προσαρμογής (10 βαθμοί).[9] Σήμερα η αρχή της επιλεκτικής ποιοτικής μετανάστευσης εφαρμόζεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε πολυάριθμα κράτη της Ευρώπης. Στην Γαλλία, όπου αντίστοιχες νομοθετικές τροποποιήσεις εισήχθησαν το 2006 και το 2007, η ανωτέρω αρχή αποκαλείται επιλεγμένη μετανάστευση (immigration choisie).[10]

Η επικράτηση της επιλεκτικής ποιοτικής μετανάστευσης ως πολιτικής και διοικητικής πρακτικής τα τελευταία έτη στις ευρωπαϊκές χώρες κατ’ ουσίαν αναιρεί την σταθερά προβαλλόμενη θέση, σύμφωνα με την οποία η μετανάστευση ως γενικό φαινόμενο συνδέεται με την παροχή προσφοράς εργασίας για τομείς, όπου υπήρχε ζήτηση εργατικών χειρών και κενό προσφοράς εκ μέρους των πολιτών που ανήκουν στον αυτόχθονα πληθυσμό. Η καθιέρωση της κρατικά ελεγχόμενης πρακτικής της επιλεκτικής ποιοτικής μετανάστευσης αντανακλούσε την δυσπιστία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων προς την αρχή της οικονομίας της αγοράς και της διαμόρφωσης της διακίνησης του εργατικού δυναμικού αποκλειστικά με στενά οικονομικούς όρους.[11] Αντιθέτως μία συγκροτημένη μεταναστευτική πολιτική οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν της πολλαπλούς παράγοντες και ποικίλα επίπεδα, όπως τις οικονομικές ανάγκες ενός κράτους, την κοινωνική συνοχή και την διατήρηση των ιδεολογικών και πολιτιστικών αξιών ενός κράτους και ενός λαού.

[1] Βλ. O. Flores, ‘The Political Economy of Immigration Quotas’, Atlantic Economic Journal 25:1 (3/1997), 50-59∙ C.G. Schulze, ‘Capital Controls in Direct Democracies’, στο H.J. Vosgerau (ed.), European Integration in the World Economy, New York: Springer Verlag, 1992,.

[2] Βλ. Θ. Λιανός & Π. Παπακωνσταντίνου, Σύγχρονη μετανάστευση στην Ελλάδα: Οικονομική διερεύνηση, Αθήνα: ΚΕΠΕ, 2003, 45-6.

[3] Για μία οξυδερκή επισκόπηση της τακτικής αυτής βλ. Ch. Joppke, Selecting by Origin: Ethnic Migration in the Liberal State, Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 2005. Ένα κράτος είναι δυνατόν να ασκεί ευμενέστερη πολιτική έναντι ορισμένων κατηγοριών αλλοδαπών, με τους οποίους διατηρεί ιδιαίτερους ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς, σε σχέση με τους υπόλοιπους αλλοδαπούς. Βλ. λ.χ. Γ. Κατρούγκαλος, ‘Τα κοινωνικά δικαιώματα των παράνομων αλλοδαπών’, στο Γ. Αμίτσης & Γ. Λαζαρίδη (επιμ.), Νομικές και κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της μετανάστευσης στην Ελλάδα, Αθήνα: Παπαζήσης, 2001, 79.

[4] Η τακτική αναλύεται στο έργο της αμερικανικής κοινωνιολογικής Σχολής του Σικάγο, όπου υποστηρίζεται ότι μεγαλύτερη πολιτισμική συνάφεια παρουσιάζει μία εθνοτική ομάδα μεταναστών με τον πολιτισμό της χώρας υποδοχής, τόσο συντομότερη είναι η περίοδος ενσωμάτωσής της στην κοινωνία. Βλ. W.L. Warner & L. Srole, The Social Systems of American Ethnic Groups, New Haven: Yale University Press, 1945, 288-292. Πβ. επίσης τις συναφείς θέσεις του Robert Park, Race and Culture, Glencoe, IL: The Free Press, 1950, 353.

[5] Βλ. Λ.Μ. Μουσούρου, Μετανάστευση και μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, Αθήνα: Gutenberg, 1991, 131-2∙ G. Borjas, ‘The Economics of Immigration’, Journal of Economic Literature XXXII (12/1994), 1669.

[6] Βλ. B. López-García, ‘El Islam y la integración de la immigración social’, Cuadernos de Trabajo Social 15 (2002), 129-43.

[7] Ως χώρες τέτοιου τύπου νοούνται στην ισπανική νομοθεσία τα κράτη της Λατινικής Αμερικής, οι Φιλιππίνες, η Γουινέα-Μπισάου, η Ανδόρρα και η Πορτογαλία.

[8] Ως κράτη με δυτικό προσανατολισμό, τα οποία δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, νοούνται κατά την ολλανδική νομοθεσία η Ελβετία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η Ιαπωνία.

[9] Ο ενδιαφερόμενος να αποκτήσει άδεια μόνιμης διαμονής αλλοδαπός οφείλει επίσης να πληροί μία σειρά συγκεκριμένων προϋποθέσεων, οι οποίες αφορούν στο ποινικό μητρώο, την οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική ασφάλιση και την υγεία. Για το καναδικό αυτό σύστημα αξιολόγησης (point-system) βλ. την Αίτηση για Μόνιμη Διαμονή (Application for Permanent Residence) στην ιστοσελίδα http://www.cic.gc.ca/english/immigrate/skilled/application-regular.asp.

[10] Βλ. M. Schain, The Politics of Immigration in France, Britain, and the United States: A Comparative Study, New York: Palgrave Macmillan, 2008.

[11] Βλ. C. Caldwell, , Reflections on the Revolution in Europe, ό.π., 46.

*Το κείμενο προέρχεται από το υπό έκδοση βιβλίο του Ιωάννη Κωτούλα Μετανάστευση και Κυρίαρχη Εθνική Κουλτούρα, εκδ. Παπαζήσης

http://citizengr.wordpress.com/2011/01/21/4925/