Στα 6 του χρόνια ορφάνεψε από μητέρα, στα 7 από σπίτι, στα 8 από πατέρα και στα 11 του από πατρίδα. Ο Μανώλης Τρυπαηδώνης όμως δεν ορφάνεψε ποτέ από ελπίδα και υπομονή. Αυτή την σταθερή αξία βλέπει για 18 χρόνια τώρα η Άννα στον πατέρα της. Η αγάπη που ο ίδιος στερήθηκε αλλά τόσο απλόχερα έδωσε στις δύο κόρες του στάθηκε πηγή έμπνευσης για την Άννα για να γράψει την μικρή - μεγάλη σε συναισθήματα - ιστορία του, που μπήκε σε Ανθολογία της Μελβούρνης.
Ο Μανώλης γεννήθηκε στην Τένεδο και ήταν το τρίτο παιδί του Γιώργου και της Άννας Τρυπαηδώνη αλλά το μόνο εν ζωή μιας και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του πέθαναν πριν ακόμα ο ίδιος γεννηθεί. "Ήμουν διαβολάκι" μου λέει o ίδιος στο "Νέο Κόσμο", καθώς θυμάται, τις σκανδαλιές του στην Τένεδο.
Η ζωή "έκοψε την τράπουλα" για τον Μανώλη στις αρχές του 1970 και ήταν ανελέητη. Σε ηλικία μόλις έξι χρόνων ο Μανώλης χάνει την μάνα του από καρκίνο του μαστού. Ο πατέρας του χτυπημένος από τον χαμό της Άννας που αγαπούσε με πάθος, χάνει κάθε δύναμη να φροντίσει το νεαρό παιδί.
Ένα χρόνο μετά το θάνατο της μητέρας του ο Μανώλης μπαίνει στο Ορφανοτροφείο Πριγκήπου.
"Ένοιωσα εγκαταλελειμμένος. Ήξερα ότι την μάνα μου δεν θα την ξαναδώ, την είδα να κατεβαίνει στον λάκκο. Αυτή η θύμηση θα μείνει πάντα χαραγμένη μέσα μου. Θάνατος, το απόλυτο τέλος. Τότε πια στο ορφανοτροφείο έπαψε και το 'διαβολάκι'. Έγινα παπαδοπαίδι με μεγάλη αδυναμία στο λιβάνι που το έβαζα με το κιλό στο θυμιατό. 'Μανώλη με φλόμωσες' μου φώναζε κάτω από τα μουστάκια του ο παπάς. Όντως πνιγόταν ο άμοιρος αλλά εγώ έστω και παπαδοπαίδι έκανα τις ζαβολιές μου".
"Όσο και αν ακούγεται παράξενο, μου άρεσε στο Ορφανοτροφείο. Ένοιωθα προστασία εκεί. Το ρόπαλο του Οδυσσέα, του φύλακα μας φόβιζε όλους, όχι πως το χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος αλλά και μόνο που το κουβαλούσε ήταν αρκετό. Θυμάμαι τη λάντζα που έκανα στην κουζίνα. Εκεί έμαθα να μαγειρεύω. Θυμάμαι τα νερόβραστα φαγητά τη Σαρακοστή του Πάσχα. Όλα χωρίς λάδι για 40 μέρες και όταν ερχόταν το Πάσχα ήταν πραγματικά Πάσχα. Θυμάμαι τον Γιάννη και τον Θανάση τον Βασίλα, τους φίλους μου που μέχρι τώρα ψάχνω να βρω. Το Γιάννη και τον Παναγιώτη τον Κοτάμπεη. Θυμάμαι τον αγώνα που έδιναν οι δάσκαλοί μας να μην 'τουρκέψουμε' έτσι μας έλεγαν και εμείς δεν καταλαβαίναμε τι εννοούσαν".
- Στην Τένεδο πήγες πάλι από τότε που έφυγες για το ορφανοτροφείο;
- Το καλοκαίρι του 1977 ήρθα στην Αυστραλία με πρόσκληση ενός θείου μου. Αυτός ο θείος ο Νίκος μου στάθηκε σαν πατέρας. Όλη η οικογένεια της μάνας μου είχε πλέον μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Πήγα μία ακόμα φορά στην Τένεδο πριν γίνω 18 χρόνων. Πρέπει να περιμένω έως τα 50 μου για να ξαναπάω. Εκεί θεωρούμαι λιποτάκτης του τουρκικού στρατού σήμερα. Μετά τα 50 μου δεν μπορούν να με πειράξουν. Θα περιμένω. Και ελπίζω ότι μία μέρα θα μπορέσω να δείξω στα παιδιά μου, που μεγάλωσα, που έτρεξα, που είναι οι ρίζες μου, τότε που όλα ήταν όπως ίσως θα έπρεπε πάντα, να ήταν".
ΑΠΕ
Η ζωή "έκοψε την τράπουλα" για τον Μανώλη στις αρχές του 1970 και ήταν ανελέητη. Σε ηλικία μόλις έξι χρόνων ο Μανώλης χάνει την μάνα του από καρκίνο του μαστού. Ο πατέρας του χτυπημένος από τον χαμό της Άννας που αγαπούσε με πάθος, χάνει κάθε δύναμη να φροντίσει το νεαρό παιδί.
Ένα χρόνο μετά το θάνατο της μητέρας του ο Μανώλης μπαίνει στο Ορφανοτροφείο Πριγκήπου.
"Ένοιωσα εγκαταλελειμμένος. Ήξερα ότι την μάνα μου δεν θα την ξαναδώ, την είδα να κατεβαίνει στον λάκκο. Αυτή η θύμηση θα μείνει πάντα χαραγμένη μέσα μου. Θάνατος, το απόλυτο τέλος. Τότε πια στο ορφανοτροφείο έπαψε και το 'διαβολάκι'. Έγινα παπαδοπαίδι με μεγάλη αδυναμία στο λιβάνι που το έβαζα με το κιλό στο θυμιατό. 'Μανώλη με φλόμωσες' μου φώναζε κάτω από τα μουστάκια του ο παπάς. Όντως πνιγόταν ο άμοιρος αλλά εγώ έστω και παπαδοπαίδι έκανα τις ζαβολιές μου".
"Όσο και αν ακούγεται παράξενο, μου άρεσε στο Ορφανοτροφείο. Ένοιωθα προστασία εκεί. Το ρόπαλο του Οδυσσέα, του φύλακα μας φόβιζε όλους, όχι πως το χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος αλλά και μόνο που το κουβαλούσε ήταν αρκετό. Θυμάμαι τη λάντζα που έκανα στην κουζίνα. Εκεί έμαθα να μαγειρεύω. Θυμάμαι τα νερόβραστα φαγητά τη Σαρακοστή του Πάσχα. Όλα χωρίς λάδι για 40 μέρες και όταν ερχόταν το Πάσχα ήταν πραγματικά Πάσχα. Θυμάμαι τον Γιάννη και τον Θανάση τον Βασίλα, τους φίλους μου που μέχρι τώρα ψάχνω να βρω. Το Γιάννη και τον Παναγιώτη τον Κοτάμπεη. Θυμάμαι τον αγώνα που έδιναν οι δάσκαλοί μας να μην 'τουρκέψουμε' έτσι μας έλεγαν και εμείς δεν καταλαβαίναμε τι εννοούσαν".
- Στην Τένεδο πήγες πάλι από τότε που έφυγες για το ορφανοτροφείο;
- Το καλοκαίρι του 1977 ήρθα στην Αυστραλία με πρόσκληση ενός θείου μου. Αυτός ο θείος ο Νίκος μου στάθηκε σαν πατέρας. Όλη η οικογένεια της μάνας μου είχε πλέον μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Πήγα μία ακόμα φορά στην Τένεδο πριν γίνω 18 χρόνων. Πρέπει να περιμένω έως τα 50 μου για να ξαναπάω. Εκεί θεωρούμαι λιποτάκτης του τουρκικού στρατού σήμερα. Μετά τα 50 μου δεν μπορούν να με πειράξουν. Θα περιμένω. Και ελπίζω ότι μία μέρα θα μπορέσω να δείξω στα παιδιά μου, που μεγάλωσα, που έτρεξα, που είναι οι ρίζες μου, τότε που όλα ήταν όπως ίσως θα έπρεπε πάντα, να ήταν".
ΑΠΕ