«Στην πιο κρίσιμη καμπή για την ελληνική οικονομία, η φορολογική πολιτική θα έπρεπε να αποτελεί βασικό πολιτικό εργαλείο για τη Δημοσιονομική Σταθερότητα και Ανάπτυξη.
Ωστόσο, η ηγεσία του Υπ. Οικονομικών, παρουσίασε προς διαβούλευση, μετά από τόσους μήνες ετοιμασίας, όχι ένα ολοκληρωμένο σχέδιο νόμου, αλλά ένα προσχέδιο με πολλά σημεία στα οποία υπάρχουν γενικές αναφορές προθέσεων και όχι συγκεκριμένες διατάξεις επί των οποίων μπορούν να τοποθετηθούν οι ενδιαφερόμενοι.
Το Προσχέδιο έχει σοβαρά μειονεκτήματα διότι :
- Δεν αποτελεί ένα αυτοτελές φορολογικό νομοσχέδιο, αλλά μια συρραφή διατάξεων σε συνέχεια προηγούμενων που προστίθενται περιοδικά στα 9 μέχρι σήμερα νομοσχέδια που έχει φέρει η κυβέρνηση με φορολογικές διατάξεις. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι από το υπό διαβούλευση Προσχέδιο του Νέου Φορολογικού Νόμου αφαιρέθηκαν ήδη 4 διατάξεις του, όπως αυτή περί αυτοφώρου, σαν αποτέλεσμα, όχι διαλόγου, αλλά πολιτικών ισορροπιών.
- Οι όποιες θετικές ιδέες περιέχει, ακυρώνονται από τον τρόπο που εξειδικεύονται ή από τη γενικότητά τους.
- Δεν προβλέπει συστηματική και μεθοδευμένη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
- Δεν διευκολύνει την ανάπτυξη και δεν βοηθά την επιχειρηματικότητα, μειώνοντας τη φορολογική γραφειοκρατία.
Υπάρχουν και θετικές διατάξεις οι οποίες, όμως, δεν εφαρμόζονται σωστά. Όπως, για παράδειγμα, η μείωση της φορολογίας των διανεμόμενων κερδών επιχειρήσεων, που -με βάση το προσχέδιο αυτό- θα εφαρμόζεται μόνο για τους ξένους επενδυτές, ενώ θα έπρεπε να ισχύει και για τους Έλληνες. Θέση η οποία υποστηρίζεται σταθερά από τη Νέα Δημοκρατία και τον Πρόεδρό της Αντώνη Σαμαρά.
Με βάση τα παραπάνω η επισήμανση της Ν.Δ. για απουσία, από την πλευρά της κυβέρνησης, σοβαρής και με σαφή αναπτυξιακό προσανατολισμό Φορολογικής Πολιτικής δικαιώνεται πλήρως.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Ειδικότερα γίνονται φανερά και με το Προσχέδιο αυτό :
- Η αδυναμία της κυβέρνησης να εφαρμόσει πρόσφατα ψηφισμένες διατάξεις, όπως λόγου χάρη οι συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων με όριο τις 3.000 € και οι συναλλαγές των καταναλωτών με όριο τα 1.500 €, για τις οποίες δεν εκδόθηκαν ποτέ οι αναγκαίες αποφάσεις για την εφαρμογή τους, με αποτέλεσμα να προκαλείται τεράστιο πρόβλημα στη λειτουργία της αγοράς,
- Η πρωτοφανής αύξηση των εμμέσων φόρων (συντελεστής ΦΠΑ στο 23%, δηλαδή το ¼ περίπου κάθε συναλλαγής είναι φόρος), που ευνοεί τη συνεννόηση μεταξύ καταναλωτή και επιχείρησης για τη μη έκδοση παραστατικών.
- Η διατήρηση υψηλής φορολογίας στις επιχειρήσεις, όπου το ύψος της φορολογίας στα διανεμόμενα κέρδη σε Έλληνες κατοίκους παραμένει και ξεπερνάει σε πολλές περιπτώσεις το 40%, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κίνητρα φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής..
- Η έλλειψη συστηματικής εργασίας για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και η υποκατάστασή της με αποσπασματικές, «επικοινωνιακές» ή και σπασμωδικές πρακτικές, όπως αυτή της περαίωσης ή η δημιουργία –αρχικά Γενικού Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και μετέπειτα Εισαγγελέα -θεσμού που ουσιαστικά υφίσταται και ήδη λειτουργεί σε επίπεδο ΣΔΟΕ από το 1997, δεν χτυπά στη ρίζα της τη φοροδιαφυγή και καλλιεργεί προσδοκίες για νέα μελλοντική ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση.
- Η καλλιέργεια κλίματος συγκάλυψης, αφού μεθοδεύεται με προκλητικό και αδιαφανή τρόπο η διαγραφή των 24 δις €, παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις για το αντίθετο.
- Η αδιαφάνεια στις διαδικασίες και κριτήρια επιλογής του Ελεγκτικού Μηχανισμού του Υπουργείου Οικονομικών (με μεθοδεύσεις όπως η Εύφημος Μνεία).
- Οι παλινωδίες και αντιφάσεις στη φορολογική πολιτική, όταν επαναφέρει με μεγάλη καθυστέρηση αναγκαίες διατάξεις - που η ίδια η κυβέρνηση - κατήργησε και που επιμόνως όλο αυτό το διάστημα πρότεινε η Ν.Δ., όπως η τμηματική καταβολή του ΦΠΑ και η ύπαρξη χαμηλού φορολογικού συντελεστή στις εταιρείες.
- Η ανευθυνότητα στο νομοθετικό έργο, με αύξηση από 1,5 τοις χιλιοίς σε 2 τοις χιλιοίς του φόρου χρηματιστηριακών συναλλαγών επί της αξίας πώλησης εισηγμένων μετοχών από 1 Ιανουαρίου 2011 όπως αναφέρεται χωρίς να είναι δυνατή πρακτικά, η αναδρομική είσπραξη του φόρου .
- Η συνέχιση της φορολογικής αυθαιρεσίας στην επιχειρηματικότητα με την ενσωμάτωση στο προσχέδιο νόμου διατάξεων (αρθ. 10, παρ.13) - για τον τρόπο υπολογισμού των φορολογικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων, πράγμα που δημιουργεί μια ιδιότυπη «φορολογική ομηρία» και επιφέρει μια νέα φορολογική αφαίμαξη, αντίθετη σε κάθε έννοια δικαιοσύνης και αντικειμενικότητας.
- Η επιβάρυνση της προσφυγής στα δικαστήρια (αύξηση ποσοστού προβεβαίωσης από 25% στο 50%), όταν δεν διασφαλίζεται στην πράξη από γρήγορη εκδίκαση αν δεν επιτύχει η νομοθετική αλλαγή που πρόσφατα θεσμοθετήθηκε, δυσχεραίνει τη διαδικασία προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια.
- Η ακύρωση στην πράξη του επιτυχημένου στο εξωτερικό θεσμού της φορολογικής διαιτησίας όταν αυτή δεν είναι υποχρεωτική για το Δημόσιο, όταν τη ζητήσει ο φορολογούμενος και συνυπάρχει με τη διαδικασία διοικητικής επίλυσης.
- Με την ανοχή που επιδεικνύει απέναντι στο Παρεμπόριο, ενθαρρύνει την παραοικονομία, βλάπτει τη νόμιμη επιχειρηματικότητα και δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό.
- Οι υπερβολές στην επιβολή κυρώσεων, παραβιάζει θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις, όπως αυτή που αφορά στην αναλογικότητα των ποινών (Αρθ.25, παρ.1 Σύνταγμα της Ελλάδος), δημιουργώντας ποινικό δίκαιο δυο ταχυτήτων, ενώ εξακολουθεί η μη επιβολή ποινικών κυρώσεων σε περιπτώσεις αποδεδειγμένης φοροδιαφυγής (εκτός εικονικών και πλαστών στοιχείων) όταν ο φορολογούμενος συμβιβάζεται με τις φορολογικές αρχές.
Η Δημοσιονομική Εξυγίανση, η Ανάκαμψη και η έξοδος από το τούνελ της κρίσης, περνάει υποχρεωτικά από την Ανάπτυξη.
Αντί, της υπέρογκης φορολόγησης των επιχειρήσεων και της συρρίκνωσης του εισοδήματος των εργαζομένων και των συνταξιούχων, είναι ανάγκη να ληφθούν μέτρα που θα στηρίζουν τις επιχειρήσεις, θα μειώνουν τη φορολογία, θα περιορίζουν τη γραφειοκρατία και θα ενισχύουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αιχμάλωτη των επιλογών της και των δεσμεύσεων που ανέλαβε, δεν συνειδητοποιεί ότι όσο θα λειτουργεί με τρόπο αποσπασματικό, χωρίς αναπτυξιακή προοπτική και με επικίνδυνους πειραματισμούς, η μάχη κατά της φοροδιαφυγής και η επιδιωκόμενη αύξηση των εσόδων θα παραμένουν άπιαστα όνειρα».