ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΙΣ
Χρήστου Παπασωτηρίου του Ιωάννου,
Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, κατοίκου Αθηνών, οδός Ευβοίας 36 Β΄.
ΖΗΤΗΜΑ: Επί του τιθεμένου εις δημοσίαν διαβούλευσιν ζητήματος του σχεδίου Νόμου διά την ‘καταπολέμησιν ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου’, υποβάλλομε δημοσίως την παρούσαν γνωμοδότησιν, συνταχθείσαν συμφώνως προς τον Κώδικα Περί Δικηγόρων.
Με το προτεινόμενον σχέδιον νόμου σκοπείται κατ’ ουσίαν η εξασφάλισις του γενικού πλαισίου ρυθμίσεως της καταπολεμήσεως ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων φυλετικών διακρίσεων (ρατσισμού) και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου, κατά την κοινοτική απόφαση – πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 28ης -11-2008, ώστε να εξασφαλισθή μεγαλυτέρα προσέγγισις του ποινικού δικαίου των κρατών-μελών εν σχέσει προς την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση των εκδηλώσεων ρατσισμού και της ξενοφοβίας, καθώς και των εγκλημάτων που τελούνται με τέτοια κίνητρα. Μεταξύ των άλλων διά της διαβουλεύσεως προβάλλεται ως ‘πρωταρχική υποχρέωσις του κράτους’ η ισότιμος προστασία όλων των ατόμων, ανεξαρτήτως των ιδιαιτέρων φυσικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους, συμπεριλαμβανομένου και του ‘γενετησίου προσανατολισμού’.
Ο προτεινόμενος νόμος φέρεται νομικώς ερειδόμενος τόσο στην ως άνω κοινοτική απόφαση, όσο και στην από 7 Μαρτίου 1966 Διεθνή Σύμβαση «περί καταργήσεως πάσης μορφής φυλετικών διακρίσεων», η οποία εκυρώθη με το Ν.Δ. 494/1970 και οι επιταγές της οποίας είχαν υλοποιηθεί με τον καταργούμενο Ν. 927/1979.
ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η διεθνής Σύμβασις της 7ης Μαρτίου 1966 περί καταργήσεως πάσης μορφής φυλετικών διακρίσεων», η οποία και συνιστά την φερομένην ως βάσιν του προτεινομένου νόμου, βάσει του προοιμίου της διαβουλεύσεως του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κυρωθείσα διά του Νομοθετικού Διατάγματος υπ’ αριθ. 494 της 3ης Απριλίου 1970 (ΦΕΚ 77 Α΄) ορίζει εις τας παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 επί λέξει τα εξής:
«1. Εν τη παρούση Συμβάσει, ο όρος φυλετική διάκρισις υπονοεί πάσαν διάκρισιν, εξαίρεσιν, παρεμπόδισιν ή προτίμησιν βασιζομένην επί της φυλής, του χρώματος, της καταγωγής ή της εθνικής ή εθνολογικής προελεύσεως με τον σκοπόν ή το αποτέλεσμα εκμηδενίσεως ή διακινδυνεύσεως της αναγνωρίσεως, απολαύσεως ή ασκήσεως υπό όρους ισότητος, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών εις τον πολιτικόν, οικονομικόν, κοινωνικόν, μορφωτικόν ή οιονδήποτε άλλον τομέα του δημοσίου βίου.
2. Η παρούσα Σύμβασις δεν έχει εφαρμογήν προκειμένου περί διακρίσεων, εξαιρέσεων, παρεμποδίσεων ή προτιμήσεων γενομένων υπό Κράτους – Μέλους συμμετέχοντος εις την παρούσαν Σύμβασιν μεταξύ των υπηκόων και μη υπηκόων αυτού».
Εξ άλλου συμφώνως τω άρθρω 1 της κοινοτικής Αποφάσεως – Πλαισίου υπ’ αριθ. 2008/913/ΔΕΥ/ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 28ης-11-2008, ήτις συνιστά εσωτερικόν δίκαιον, και υπό τον άκρως χαρακτηριστικόν τίτλον «εγκλήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας» ορίζονται τα εν λόγω εγκλήματα και προβλέπονται τα ακόλουθα: «Κάθε κράτος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να εξασφαλίσει ότι τιμωρούνται οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις:
α΄) η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας, που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής,
β΄) η τέλεση πράξεως που αναφέρεται στο στοιχείο α΄) με δημόσια διάδοση ή διανομή φυλλαδίων, εικόνων ή άλλου υλικού,
γ΄) η δημοσία επιδοκιμασία, η άρνηση, ή η χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας όσον αφορά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, όπως ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανό να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδος ή μέλους μιας τέτοιας ομάδος,
δ΄) η δημοσία επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητος των εγκλημάτων, τα οποία ορίζονται στο άρθρο 6 του καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου που προσαρτάται στην συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945, η οποία στρέφεται κατά ομάδος προσώπων ή μέλους τέτοιας ομάδος που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανό να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδος ή μέλους μιας τέτοιας ομάδος».
Επίσης, συμφώνως προς το άρθρον 1 παρ. 3 του εν ισχύϊ Συντάγματος ορίζεται ότι: «Άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουν εκ του λαού και υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους, ασκούνται δε καθ’ όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα».
Ακόμη, βάσει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «οι γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, ως και αι διεθνείς συμβάσεις από της επικυρώσεως αυτών δια Νόμου και της κατά τους όρους εκάστης τούτων θέσεως αυτών εν ισχύϊ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου, υπερισχύουν δε πάσης αντιθέτου διατάξεως Νόμου. Η εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων έναντι των αλλοδαπών τελεί πάντοτε υπό τον όρον της αμοιβαιότητος».
Συμφώνως δε προς το άρθρο 9 παρ. 2 της ΕΣΔΑ αναφέρεται ότι: «2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του Νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής και την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων».
ΕΠΕΙΔΗ στο προτεινόμενο υπό του Υπουργείου Δικαιοσύνης νομοσχέδιο εντοπίζονται κρίσιμες παρεκβάσεις από το πλαίσιο ρυθμίσεως της ανωτέρω νομοθεσίας (Συντάγματος, της Διεθνούς Συμβάσεως για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, της Κοινοτικής Αποφάσεως και της Ε.Σ.Δ.Α.), οι οποίες συνοψίζονται στις εξής παρατηρήσεις:
1) Σε ό, τι αφορά το άρθρο 2 του προτεινομένου νομοσχεδίου και οι δύο ορισμοί είναι ατυχείς και άστοχοι εν σχέσει προς τον σκοπό του νομοθετήματος.
Ο μεν όρος «θρησκεία» είναι ελλιπέστατος και παρεκκλίνει σαφώς από τον δυνάμει του άρθρου 13 Σ. παρ. 2 προσδιορισμό της εννοίας της και των προϋποθέσεων της νομιμότητος περί την άσκησιν της συναφούς λατρείας, εις τρόπον ώστε να μη προσβάλληται η δημοσία τάξις και τα εν Ελλάδι κρατούντα χρηστά ήθη.
Η έννοια δε της ανεξιθρησκίας ισχύει μόνον ως προς τις γνωστές θρησκείες. Γνωστό παράδειγμα τρόπου λατρείας αντιβαίνοντος στα εν Ελλάδι κρατούντα χρηστά ήθη και προσβάλλοντος την δημοσίαν τάξιν συνιστά η κατά τα τελευταία έτη παρατηρουμένη εκδήλωσις λατρείας μουσουλμάνων πακιστανικής καταγωγής, επιδιδομένων δημοσία σε αυτομαστιγώματα με αιχμηρές λάμες και αυτοτραυματισμούς υπό τα όμματα των διερχομένων πολιτών, μικρών παιδιών κλπ. Η περίπτωσις αύτη, εφ’ όσον απηγορεύετο από την αστυνομία, ουδόλως θα παρεβίαζε τα θρησκευτικά δικαιώματα κανενός, αφού θα αποσκοπούσε ακριβώς στην προάσπιση της υγείας των αυτομαστιγωμένων, της δημοσίας τάξεως, της ηθικής και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των Ελλήνων πολιτών, δικαιουμένων να μη γίνωνται μάρτυρες τέτοιων αποκρουστικών θεαμάτων και μάλιστα εκόντες – άκοντες.
Επιπροσθέτως βάσει του άρθρου 1 παρ. 3 του Συντάγματος η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία υπάρχουν και ασκούνται μόνον υπέρ του Λαού, ήτοι των εχόντων την ελληνικήν ιθαγένειαν, ως και υπέρ του Έθνους, οι δε Έλληνες βουλευτές και η ελληνική κυβέρνηση υπέχουν υποχρέωση θεσπίσεως νόμων, οι οποίοι αποσκοπούν εις την διασφάλισιν αμιγώς των συμφερόντων του λαού και του Έθνους. Δεν εκπροσωπούν κανένα άλλον ει μη τους εν Ελλάδι και απανταχού Έλληνες.
Ο δε όρος «εχθροπάθεια» του άρθρου 2 του νομοσχεδίου είναι παντελώς αδόκιμος και δεν τυγχάνει απλώς ανύπαρκτος στην ελληνική γλώσσα, αλλά δεν αποτελεί ούτε καν μετάφραση κάποιου ξένου όρου και γι’ αυτό δεν δύναται να προσδιορίσει καμμία απολύτως έννοια. Οι έννοιες, τις οποίες προφανώς επιχειρεί να προσδιορίσει ο νομοθέτης, είναι η καλλιέργεια του φυλετικού μίσους και η μισαλλοδοξία.
2) Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του προτεινομένου νόμου περιορίζει το πεδίο προστασίας της Συμβάσεως περί απαγορεύσεως των φυλετικών διακρίσεων, καθ’ όσον αναγορεύει αλυσιτελώς την δικαστική εξουσία σε αποκλειστικό κριτή της συνδρομής των εγκλημάτων της γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητος και των εγκλημάτων πολέμου. Και τούτο, διότι τα μεν ελληνικά Δικαστήρια στερούνται πλήρως πάσης αρμοδιότητος επί τοιούτων εγκλημάτων, στο δε Διεθνές Ποινικόν Δικαστήριον, το οποίο δύναται να κρίνει επί της τελέσεως των συγκεκριμένων εγκλημάτων (γενοκτονίας, πολέμου και κατά της ανθρωπότητος) δεν έχουν πρόσβαση οι απλοί πολίται, αλλά μόνον τα κράτη και η διαδικασία χωρεί μόνον κατόπιν διακρατικών προσφυγών, ήτοι προσφυγής ενός κράτους εναντίον άλλου. Τοιουτοτρόπως διά του νομοσχεδίου υπονομεύεται η υπό οργάνων της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας τόσον του ελληνικού κράτους, όσο και διεθνώς, αναγνώρισις πολλών εγκλημάτων αυτού του είδους, οία το έγκλημα της γενοκτονίας εις βάρος των Ελλήνων του Πόντου και της Ιωνίας από τον τουρκικό όχλο και το επίσημο τουρκικό κράτος. Το εν λόγω έγκλημα έχει αναγνωρισθή επισήμως τόσον υπό της Βουλής των Ελλήνων εν έτει 1994, όσον και υπό της Βουλής της Σουηδίας και της ομοσπονδιακής Βουλής της Νοτίου Αυστραλίας, εις τρόπον ώστε παρέλκει η εκ νέου αναγνώρισίς του από κανένα άλλο εθνικό ή διεθνές όργανο ή Δικαστήριο και η συνακόλουθος θέσις εν αμφιβόλω του εν λόγω διεθνούς εγκλήματος. Η δε τοιαύτη αναφορά, σαφώς υπονομεύουσα επικινδύνως τας εν λόγω επισήμους αναγνωρίσεις, πρέπει οπωσδήποτε να αντικατασταθή υπό της εξής διατάξεως:
«Εγκλήματα γενοκτονίας είναι πρωτίστως τα αναγνωριζόμενα από την Βουλή των Ελλήνων».
3) Το άρθρον 5 του νομοσχεδίου απαιτούντος την εν Ελλάδι φυσικήν παρουσίαν του δράστου τού διά μέσου του διαδικτύου διαπράττοντος τας πράξεις της αρνήσεως, εγκωμιασμού ή εκμηδενίσεως των γενοκτονιών, των εγκλημάτων πολέμου κλπ. περιορίζει ανεπιτρέπτως το ισχύον πεδίον νομικής προστασίας, καθ’ όσον παραγνωρίζει και αγνοεί πλήρως τας διατάξεις των άρθρων 5 και επόμενα του Ποινικού Κώδικος και ιδία των άρθρων 6 και 7, εφαρμοζομένων επί πράξεων τελεσθεισών από ημεδαπούς και αλλοδαπούς ακόμη και στο εξωτερικό ευρισκομένους. Γι’ αυτό το προτεινόμενο άρθρο 5 του νομοσχεδίου δεν πρέπει να τεθεί εν ισχύϊ, καθώς τα περί της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων ρυθμίζονται από τις κοινές διατάξεις του Ποινικού Κώδικος.
4) Εξ άλλου, στα άρθρα 4 και 5 του νομοσχεδίου επιχειρείται διεύρυνση του πεδίου προστασίας των εθνικών μειονοτήτων ή εθνοτικών ομάδων με την προσθήκη και του κριτηρίου του γενετησίου προσανατολισμού. Πρόκειται όμως για ένα άκρως αλυσιτελές και άστοχο κριτήριο, παντελώς άσχετο με το αντικείμενο προστασίας τόσο της διεθνούς Συμβάσεως για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, όσο και της ανωτέρω κοινοτικής αποφάσεως πλαισίου. Τα εν λόγω νομικά δεσμευτικά κείμενα προστατεύουν αποκλειστικώς και μόνο τα άτομα, τα οποία ανήκουν σε εθνικές μειονότητες ή εθνοτικές ομάδες και τα οποία αυτοπροσδιορίζονται βάσει της φυλής, της γλώσσης και της θρησκείας των. Ο γενετήσιος προσανατολισμός αφορά στο κάθε άτομο μεμονωμένως, αποτελεί στοιχείο της προσωπικής και ιδιωτικής του ζωής και επ’ ουδενί δύναται να προσδιορίσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα κάποιας εθνικής μειονότητος ή εθνοτικής ομάδος. Επομένως δεν δύναται να αποτελέσει κριτήριο προσβολής κανενός ατομικού δικαιώματος εις βάρος ενός ατόμου ανήκοντος σε κάποια μειονότητα ή εθνοτική ομάδα.
Ακριβώς επειδή είναι πρακτικώς αδύνατον να προσδιορισθή μία μειονότητα ή εθνοτική ομάδα επί τη βάσει ενός κριτηρίου, πουθενά στα ως άνω νομικά κείμενα δεν αναφέρεται ο γενετήσιος προσανατολισμός ή οι ερωτικές ιδιαιτερότητες ως αιτία της ρατσιστικής βίας ή των φυλετικών διακρίσεων.
Αντιθέτως, ρητώς στην ως άνω απόφαση – πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αναφέρεται πως κατεξοχήν κριτήριο για την ύπαρξη φυλετικών διακρίσεων εις βάρος κάποιας εθνοτικής ομάδος είναι η θρησκεία, η οποία κατά την σχετική νομική διατύπωση χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την ρατσιστική επίθεση εις βάρος των μελών μιας μειονότητος.
5) Σημαντική και κραυγαλέα παράλειψη του προτεινομένου νόμου είναι η απουσία και της παραμικράς ακόμη μνείας στα συστηματικά και οργανωμένα εγκλήματα πολέμου, κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονιών εις βάρος των Ελλήνων της Κύπρου, του Πόντου, της Κωνσταντινουπόλεως και της Ιωνίας τόσο από το επίσημο τουρκικό κράτος όσο και από τον σκοπίμως υποκινηθέντα τουρκικό λαό.
Εξ ίσου παραλείπεται από το προτεινόμενο νομοσχέδιο η ακόμη και σήμερα συνεχιζομένη αδίστακτη διάπραξη του εγκλήματος του φυλετικού διαχωρισμού εις βάρος των Ελλήνων της Κύπρου, μολονότι οι εξουσίες του ελληνικού κράτους ήτοι η εκτελεστική και η νομοθετική λειτουργία, υπάρχουν και ασκούνται κατά το άρθρο 1 παρ. 3 του Σ. υπέρ σύμπαντος του Έθνους, δηλαδή και υπέρ των Κυπρίων Ελλήνων, υπέρ των οποίων όφειλε να νομοθετεί η Βουλή των Ελλήνων δια του προτεινομένου νόμου.
Ωσαύτως, αποσιωπάται στο νομοσχέδιο η συνεχιζόμενη γενοκτονία εις βάρος των Ελλήνων κρυπτοχριστιανών που διαβιούν σήμερα στον Πόντο και η σκληρότητα της επί σειράν δεκαετιών καταπιέσεως, την οποίαν υφίστανται, εις τρόπον ώστε να στερούνται πλήρως πάσης δυνατότητος ασκήσεως των θρησκευτικών τους καθηκόντων και έχουν γλωσσικώς τραυματισθεί εις τοσούτον βαθμόν, ώστε η μεν νέα γενεά να αγνοεί πλήρως την ελληνικήν, οι δε γεροντότεροι να μη μπορούν να εκφρασθούν στην μητρική τους γλώσσα.
Εξ άλλου, η γενοκτονία την οποίαν υπέστησαν οι Έλληνες της πάλαι Βασιλευούσης και κοιτίδος της Ορθοδοξίας δεν έχει γνωρίσει ιστορικό προηγούμενο παγκοσμίως. Η Κωνσταντινούπολις, η οποία εν έτει 1940 ήταν η Πόλις με τους περισσοτέρους Έλληνες ανά τον κόσμο (με πληθυσμό περίπου 450.000 Έλληνες, όταν η Αθήνα είχε μόλις 180.000), αφελληνίσθηκε πλέον εντελώς με συστηματικά εγκλήματα γενοκτονίας από τις επίσημες τουρκικές αρχές με την άμεση συνδρομή του τουρκικού λαού.
Στον αντίποδα αυτών των διαπραχθέντων, αλλά και συνεχιζομένων εγκλημάτων των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων, στην Τουρκία λειτουργεί και σαν πολιτικός οργανισμός η υποθαλπτομένη υπό του τουρκικού κράτους ρατσιστική εγκληματική οργάνωση «γκρίζοι λύκοι», η οποία μάλιστα μετέχει και των εκλογών και εκπροσωπείται στα επίσημα αποφασιστικά όργανα του κράτους.
Επίσης παραλείπονται από το ως άνω νομοσχέδιο οι περιπτώσεις συστηματικών φυλετικών διακρίσεων, γενοκτονιών και εγκλημάτων φυλετικού διαχωρισμού εις βάρος των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως και του ψευδωνύμου κρατιδίου των Σκοπίων, τόσο κατά την περίοδο των κομμουνιστικών καθεστώτων της Αλβανίας, της Σοβιετικής Ενώσεως και της Γιουγκοσλαβίας, όσο και σήμερα.
Η παράλειψη των ανωτέρω συνεχιζομένων ρατσιστικών εγκλημάτων εις βάρος των Ελλήνων από το προτεινόμενο νομοσχέδιο συντελείται κατά παράβαση του άρθρου 1 παρ. 3 του Συντάγματος και ενώ οι Έλληνες βουλευτές οφείλουν να νομοθετούν αποκλειστικώς και μόνον υπέρ του Έθνους.
Και ταύτα, καίτοι κατ’ εξουσιοδότησιν της κοινοτικής αποφάσεως πλαισίου αφίεται στην διακριτικήν ευχέρειαν εκάστου κράτους μέλους να εισαγάγη αυτήν στην εσωτερικήν νομοθεσίαν επί τη βάσει των ιστορικών δεδομένων και εθνικών μειονοτήτων εκάστου Έθνους, εκ των μετεχόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ως εκ τούτου και ένεκα της διασποράς και διαβιώσεως Ελλήνων σε όλες τις χώρες του κόσμου πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις στον προτεινόμενο Νόμο, οι οποίες να προστατεύουν τους απανταχού Έλληνες, από επιθέσεις ρατσιστικού χαρακτήρος και προκειμένου να μη επαναληφθούν τα εγκλήματα φυλετικών διακρίσεων, πολέμου κλπ. εις βάρος των Ελλήνων.
6) Σε ό, τι αφορά την ξενοφοβία, λεκτέα τα ακόλουθα:
Η ύπαρξις ενός τέτοιου αρνητικού συναισθήματος δύναται να καλλιεργείται ασφαλώς από την ακατάπαυστη βαρυτάτη παραβατική συμπεριφορά ορισμένων ξένων μεταναστών, κυρίως Ασιατών, Αφρικανών και ανατολικοευρωπαίων, επιδιδομένων στο λαθρεμπόριο, το παρεμπόριο, την φοροδιαφυγή, την εμπορία ναρκωτικών, την πορνεία και εκμετάλλευση πορνών, την εκτέλεση ‘συμβολαίων’ δολοφονιών, τους βιασμούς ακόμη και υπερηλίκων γυναικών, τις ληστείες. Η πρωτοφανής αυτή κατάστασις μετέβαλε βιαίως και χωρίς αμφιβολία το πάλαι ισχύον καθεστώς ευνομίας εις την πατρίδα μας.
Η δεδομένη αυτή εγκληματικότης συνιστά αδιαμφισβήτητο γεγονός, το οποίο όμως υποθάλπεται από την παράνομη ανοχή των διωκτικών Αρχών, οι οποίες κατά παράβαση καθήκοντος δεν φροντίζουν για την παραδειγματική σύλληψη και τιμωρία των παρανομούντων και δη στις πλέον κεντρικές περιοχές του κράτους, όπως οι πλατείες Συντάγματος και Ομονοίας, η περιοχή της οδού Πατησίων και σε απόσταση 500 μέτρων από τα Δικαστήρια Πρωτοδικών της πρωτευούσης, έξωθεν του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Συμβουλίου Επικρατείας.
Σημειώνεται ότι σε προηγμένες κοινωνίες δυτικού τύπου η απόλυτος τήρησις και εφαρμογή του νόμου εις βάρος των παρανομούντων, ανεξαρτήτως της φυλής, στην οποία ανήκουν, αποτρέπει δραστικά την ψυχολογική καλλιέργεια της ξενοφοβίας και κατά συνέπειαν αποτελεί βασικήν προϋπόθεσιν διά την αντιμετώπισιν και του φαινομένου του ρατσισμού, αφού ο ρατσισμός σε τέτοιες ευνομούμενες κοινωνίες παρίσταται εντελώς αδικαιολόγητος και κινούμενος μόνον επί τη βάσει του φυλετικού μίσους και της μισαλλοδοξίας.
Επομένως, αν υφίσταται σήμερα ξενοφοβία μεταξύ των Ελλήνων, οι οποίοι αντιμετώπισαν ανθρωπιστικώς και εμερίμνησαν επιδεικνύοντες απόλυτη αλληλεγγύη προς τους ενδεείς και τάλαινας αλλοδαπούς συνανθρώπους και δη παραχωρούντες τροφήν, στέγην και εργασίαν, οφείλεται στην, κατά τα κοινώς γνωστά, εκτεταμένην βαρείαν παραβατικότητα ορισμένων αλλοδαπών λαθρομεταναστών, πλείστοι των οποίων επιδίδονται σε αυτόφωρες παράνομες πράξεις, φανερά, υπό τα όμματα πάντων, αλλά πρωτίστως οφείλεται στην κατά παράβασιν υπηρεσιακού καθήκοντος παράλειψιν και απροσδόκητον αδιαφορίαν των διωκτικών Αρχών ως προς την πάταξιν του οργανωμένου εγκλήματος.
Τέλος, δεν νοείται φυλετική διάκρισις, όταν οι διακρίσεις, οι εξαιρέσεις, οι παρεμποδίσεις ή οι προτιμήσεις υπέρ των Ελλήνων γίνωνται υπό του ελληνικού κράτους εν σχέσει με τα δικαιώματα, τα οποία αναγνωρίζονται μόνον εις αυτούς, οία η ελευθέρα κίνησις εν τη Χώρα, η παιδεία, η σύναψη συμβάσεων εργασίας με το κράτος, η λήψις παροχών, η εισαγωγή στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας κλπ. δεδομένης της παραγράφου 2 του άρθρου 1 της Συμβάσεως για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, οριζούσης ότι «2. Η παρούσα Σύμβασις δεν έχει εφαρμογήν προκειμένου περί διακρίσεων, εξαιρέσεων, παρεμποδίσεων ή προτιμήσεων γενομένων υπό Κράτους – Μέλους συμμετέχοντος εις την παρούσαν Σύμβασιν μεταξύ των υπηκόων και μη υπηκόων αυτού».
Εν όψει των ανωτέρω και επί του προτεινομένου σχεδίου Νόμου έχω την γνώμην:
α΄) ότι οι βουλευταί της Βουλής των Ελλήνων και η κυβέρνησις οφείλουν κατ’ άρθρον 1 παρ. 3 του Συντάγματος να θεσπίζουν νόμους, οι οποίοι διασφαλίζουν αποκλειστικώς και μόνον το συμφέρον των απανταχού Ελλήνων,
β΄) ότι πρέπει να προβλεφθούν στον προτεινόμενο Νόμο και να αναγνωρισθούν αναλυτικώς από το ελληνικό κοινοβούλιο όλες οι περιπτώσεις γενοκτονιών, φυλετικού διαχωρισμού και φυλετικών διακρίσεων εις βάρος προσώπων ανηκόντων στο Ελληνικό Έθνος,
γ΄) η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του νομοσχεδίου πρέπει να αντικατασταθή υπό της εξής διατάξεως: «Εγκλήματα γενοκτονίας είναι πρωτίστως τα αναγνωριζόμενα από την Βουλή των Ελλήνων»,
δ΄) ότι το προτεινόμενο άρθρο 5 του νομοσχεδίου πρέπει να απαλειφθεί ολοσχερώς,
ε΄) ότι διά του προτεινομένου νόμου πρέπει να προβλέπεται η επιβολή βαρυτάτων ποινικών και πειθαρχικών συνεπειών εις βάρος των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων που παραλείπουν την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους περί την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος, εις τρόπον ώστε από την παράλειψή τους αυτή να μπορεί να αναπτυχθεί το συναίσθημα της ξενοφοβίας στην ελληνική κοινωνία,
στ΄) ότι πρέπει να απαλειφθεί ως άστοχη πάσα αναφορά στον ‘γενετήσιο προσανατολισμό’ ως κριτήριο φυλετικών διακρίσεων,
ζ΄) ότι στον προτεινόμενο Νόμο πρέπει να προστεθεί άρθρο με τίτλο: ‘Τιμωρία εγκλημάτων πολέμου, φυλετικών διακρίσεων, φυλετικού διαχωρισμού εις βάρος του Έθνους’ και με το εξής περιεχόμενο: «Στην Ελλάδα τιμωρούνται οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες στην Ελλάδα ή εις οιανδήποτε άλλη χώρα πράξεις:
Ο προτεινόμενος νόμος φέρεται νομικώς ερειδόμενος τόσο στην ως άνω κοινοτική απόφαση, όσο και στην από 7 Μαρτίου 1966 Διεθνή Σύμβαση «περί καταργήσεως πάσης μορφής φυλετικών διακρίσεων», η οποία εκυρώθη με το Ν.Δ. 494/1970 και οι επιταγές της οποίας είχαν υλοποιηθεί με τον καταργούμενο Ν. 927/1979.
ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η διεθνής Σύμβασις της 7ης Μαρτίου 1966 περί καταργήσεως πάσης μορφής φυλετικών διακρίσεων», η οποία και συνιστά την φερομένην ως βάσιν του προτεινομένου νόμου, βάσει του προοιμίου της διαβουλεύσεως του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κυρωθείσα διά του Νομοθετικού Διατάγματος υπ’ αριθ. 494 της 3ης Απριλίου 1970 (ΦΕΚ 77 Α΄) ορίζει εις τας παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 επί λέξει τα εξής:
«1. Εν τη παρούση Συμβάσει, ο όρος φυλετική διάκρισις υπονοεί πάσαν διάκρισιν, εξαίρεσιν, παρεμπόδισιν ή προτίμησιν βασιζομένην επί της φυλής, του χρώματος, της καταγωγής ή της εθνικής ή εθνολογικής προελεύσεως με τον σκοπόν ή το αποτέλεσμα εκμηδενίσεως ή διακινδυνεύσεως της αναγνωρίσεως, απολαύσεως ή ασκήσεως υπό όρους ισότητος, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών εις τον πολιτικόν, οικονομικόν, κοινωνικόν, μορφωτικόν ή οιονδήποτε άλλον τομέα του δημοσίου βίου.
2. Η παρούσα Σύμβασις δεν έχει εφαρμογήν προκειμένου περί διακρίσεων, εξαιρέσεων, παρεμποδίσεων ή προτιμήσεων γενομένων υπό Κράτους – Μέλους συμμετέχοντος εις την παρούσαν Σύμβασιν μεταξύ των υπηκόων και μη υπηκόων αυτού».
Εξ άλλου συμφώνως τω άρθρω 1 της κοινοτικής Αποφάσεως – Πλαισίου υπ’ αριθ. 2008/913/ΔΕΥ/ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 28ης-11-2008, ήτις συνιστά εσωτερικόν δίκαιον, και υπό τον άκρως χαρακτηριστικόν τίτλον «εγκλήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας» ορίζονται τα εν λόγω εγκλήματα και προβλέπονται τα ακόλουθα: «Κάθε κράτος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να εξασφαλίσει ότι τιμωρούνται οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις:
α΄) η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας, που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής,
β΄) η τέλεση πράξεως που αναφέρεται στο στοιχείο α΄) με δημόσια διάδοση ή διανομή φυλλαδίων, εικόνων ή άλλου υλικού,
γ΄) η δημοσία επιδοκιμασία, η άρνηση, ή η χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας όσον αφορά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, όπως ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανό να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδος ή μέλους μιας τέτοιας ομάδος,
δ΄) η δημοσία επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητος των εγκλημάτων, τα οποία ορίζονται στο άρθρο 6 του καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου που προσαρτάται στην συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945, η οποία στρέφεται κατά ομάδος προσώπων ή μέλους τέτοιας ομάδος που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανό να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδος ή μέλους μιας τέτοιας ομάδος».
Επίσης, συμφώνως προς το άρθρον 1 παρ. 3 του εν ισχύϊ Συντάγματος ορίζεται ότι: «Άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουν εκ του λαού και υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους, ασκούνται δε καθ’ όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα».
Ακόμη, βάσει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «οι γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, ως και αι διεθνείς συμβάσεις από της επικυρώσεως αυτών δια Νόμου και της κατά τους όρους εκάστης τούτων θέσεως αυτών εν ισχύϊ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου, υπερισχύουν δε πάσης αντιθέτου διατάξεως Νόμου. Η εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων έναντι των αλλοδαπών τελεί πάντοτε υπό τον όρον της αμοιβαιότητος».
Συμφώνως δε προς το άρθρο 9 παρ. 2 της ΕΣΔΑ αναφέρεται ότι: «2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του Νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής και την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων».
ΕΠΕΙΔΗ στο προτεινόμενο υπό του Υπουργείου Δικαιοσύνης νομοσχέδιο εντοπίζονται κρίσιμες παρεκβάσεις από το πλαίσιο ρυθμίσεως της ανωτέρω νομοθεσίας (Συντάγματος, της Διεθνούς Συμβάσεως για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, της Κοινοτικής Αποφάσεως και της Ε.Σ.Δ.Α.), οι οποίες συνοψίζονται στις εξής παρατηρήσεις:
1) Σε ό, τι αφορά το άρθρο 2 του προτεινομένου νομοσχεδίου και οι δύο ορισμοί είναι ατυχείς και άστοχοι εν σχέσει προς τον σκοπό του νομοθετήματος.
Ο μεν όρος «θρησκεία» είναι ελλιπέστατος και παρεκκλίνει σαφώς από τον δυνάμει του άρθρου 13 Σ. παρ. 2 προσδιορισμό της εννοίας της και των προϋποθέσεων της νομιμότητος περί την άσκησιν της συναφούς λατρείας, εις τρόπον ώστε να μη προσβάλληται η δημοσία τάξις και τα εν Ελλάδι κρατούντα χρηστά ήθη.
Η έννοια δε της ανεξιθρησκίας ισχύει μόνον ως προς τις γνωστές θρησκείες. Γνωστό παράδειγμα τρόπου λατρείας αντιβαίνοντος στα εν Ελλάδι κρατούντα χρηστά ήθη και προσβάλλοντος την δημοσίαν τάξιν συνιστά η κατά τα τελευταία έτη παρατηρουμένη εκδήλωσις λατρείας μουσουλμάνων πακιστανικής καταγωγής, επιδιδομένων δημοσία σε αυτομαστιγώματα με αιχμηρές λάμες και αυτοτραυματισμούς υπό τα όμματα των διερχομένων πολιτών, μικρών παιδιών κλπ. Η περίπτωσις αύτη, εφ’ όσον απηγορεύετο από την αστυνομία, ουδόλως θα παρεβίαζε τα θρησκευτικά δικαιώματα κανενός, αφού θα αποσκοπούσε ακριβώς στην προάσπιση της υγείας των αυτομαστιγωμένων, της δημοσίας τάξεως, της ηθικής και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των Ελλήνων πολιτών, δικαιουμένων να μη γίνωνται μάρτυρες τέτοιων αποκρουστικών θεαμάτων και μάλιστα εκόντες – άκοντες.
Επιπροσθέτως βάσει του άρθρου 1 παρ. 3 του Συντάγματος η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία υπάρχουν και ασκούνται μόνον υπέρ του Λαού, ήτοι των εχόντων την ελληνικήν ιθαγένειαν, ως και υπέρ του Έθνους, οι δε Έλληνες βουλευτές και η ελληνική κυβέρνηση υπέχουν υποχρέωση θεσπίσεως νόμων, οι οποίοι αποσκοπούν εις την διασφάλισιν αμιγώς των συμφερόντων του λαού και του Έθνους. Δεν εκπροσωπούν κανένα άλλον ει μη τους εν Ελλάδι και απανταχού Έλληνες.
Ο δε όρος «εχθροπάθεια» του άρθρου 2 του νομοσχεδίου είναι παντελώς αδόκιμος και δεν τυγχάνει απλώς ανύπαρκτος στην ελληνική γλώσσα, αλλά δεν αποτελεί ούτε καν μετάφραση κάποιου ξένου όρου και γι’ αυτό δεν δύναται να προσδιορίσει καμμία απολύτως έννοια. Οι έννοιες, τις οποίες προφανώς επιχειρεί να προσδιορίσει ο νομοθέτης, είναι η καλλιέργεια του φυλετικού μίσους και η μισαλλοδοξία.
2) Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του προτεινομένου νόμου περιορίζει το πεδίο προστασίας της Συμβάσεως περί απαγορεύσεως των φυλετικών διακρίσεων, καθ’ όσον αναγορεύει αλυσιτελώς την δικαστική εξουσία σε αποκλειστικό κριτή της συνδρομής των εγκλημάτων της γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητος και των εγκλημάτων πολέμου. Και τούτο, διότι τα μεν ελληνικά Δικαστήρια στερούνται πλήρως πάσης αρμοδιότητος επί τοιούτων εγκλημάτων, στο δε Διεθνές Ποινικόν Δικαστήριον, το οποίο δύναται να κρίνει επί της τελέσεως των συγκεκριμένων εγκλημάτων (γενοκτονίας, πολέμου και κατά της ανθρωπότητος) δεν έχουν πρόσβαση οι απλοί πολίται, αλλά μόνον τα κράτη και η διαδικασία χωρεί μόνον κατόπιν διακρατικών προσφυγών, ήτοι προσφυγής ενός κράτους εναντίον άλλου. Τοιουτοτρόπως διά του νομοσχεδίου υπονομεύεται η υπό οργάνων της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας τόσον του ελληνικού κράτους, όσο και διεθνώς, αναγνώρισις πολλών εγκλημάτων αυτού του είδους, οία το έγκλημα της γενοκτονίας εις βάρος των Ελλήνων του Πόντου και της Ιωνίας από τον τουρκικό όχλο και το επίσημο τουρκικό κράτος. Το εν λόγω έγκλημα έχει αναγνωρισθή επισήμως τόσον υπό της Βουλής των Ελλήνων εν έτει 1994, όσον και υπό της Βουλής της Σουηδίας και της ομοσπονδιακής Βουλής της Νοτίου Αυστραλίας, εις τρόπον ώστε παρέλκει η εκ νέου αναγνώρισίς του από κανένα άλλο εθνικό ή διεθνές όργανο ή Δικαστήριο και η συνακόλουθος θέσις εν αμφιβόλω του εν λόγω διεθνούς εγκλήματος. Η δε τοιαύτη αναφορά, σαφώς υπονομεύουσα επικινδύνως τας εν λόγω επισήμους αναγνωρίσεις, πρέπει οπωσδήποτε να αντικατασταθή υπό της εξής διατάξεως:
«Εγκλήματα γενοκτονίας είναι πρωτίστως τα αναγνωριζόμενα από την Βουλή των Ελλήνων».
3) Το άρθρον 5 του νομοσχεδίου απαιτούντος την εν Ελλάδι φυσικήν παρουσίαν του δράστου τού διά μέσου του διαδικτύου διαπράττοντος τας πράξεις της αρνήσεως, εγκωμιασμού ή εκμηδενίσεως των γενοκτονιών, των εγκλημάτων πολέμου κλπ. περιορίζει ανεπιτρέπτως το ισχύον πεδίον νομικής προστασίας, καθ’ όσον παραγνωρίζει και αγνοεί πλήρως τας διατάξεις των άρθρων 5 και επόμενα του Ποινικού Κώδικος και ιδία των άρθρων 6 και 7, εφαρμοζομένων επί πράξεων τελεσθεισών από ημεδαπούς και αλλοδαπούς ακόμη και στο εξωτερικό ευρισκομένους. Γι’ αυτό το προτεινόμενο άρθρο 5 του νομοσχεδίου δεν πρέπει να τεθεί εν ισχύϊ, καθώς τα περί της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων ρυθμίζονται από τις κοινές διατάξεις του Ποινικού Κώδικος.
4) Εξ άλλου, στα άρθρα 4 και 5 του νομοσχεδίου επιχειρείται διεύρυνση του πεδίου προστασίας των εθνικών μειονοτήτων ή εθνοτικών ομάδων με την προσθήκη και του κριτηρίου του γενετησίου προσανατολισμού. Πρόκειται όμως για ένα άκρως αλυσιτελές και άστοχο κριτήριο, παντελώς άσχετο με το αντικείμενο προστασίας τόσο της διεθνούς Συμβάσεως για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, όσο και της ανωτέρω κοινοτικής αποφάσεως πλαισίου. Τα εν λόγω νομικά δεσμευτικά κείμενα προστατεύουν αποκλειστικώς και μόνο τα άτομα, τα οποία ανήκουν σε εθνικές μειονότητες ή εθνοτικές ομάδες και τα οποία αυτοπροσδιορίζονται βάσει της φυλής, της γλώσσης και της θρησκείας των. Ο γενετήσιος προσανατολισμός αφορά στο κάθε άτομο μεμονωμένως, αποτελεί στοιχείο της προσωπικής και ιδιωτικής του ζωής και επ’ ουδενί δύναται να προσδιορίσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα κάποιας εθνικής μειονότητος ή εθνοτικής ομάδος. Επομένως δεν δύναται να αποτελέσει κριτήριο προσβολής κανενός ατομικού δικαιώματος εις βάρος ενός ατόμου ανήκοντος σε κάποια μειονότητα ή εθνοτική ομάδα.
Ακριβώς επειδή είναι πρακτικώς αδύνατον να προσδιορισθή μία μειονότητα ή εθνοτική ομάδα επί τη βάσει ενός κριτηρίου, πουθενά στα ως άνω νομικά κείμενα δεν αναφέρεται ο γενετήσιος προσανατολισμός ή οι ερωτικές ιδιαιτερότητες ως αιτία της ρατσιστικής βίας ή των φυλετικών διακρίσεων.
Αντιθέτως, ρητώς στην ως άνω απόφαση – πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αναφέρεται πως κατεξοχήν κριτήριο για την ύπαρξη φυλετικών διακρίσεων εις βάρος κάποιας εθνοτικής ομάδος είναι η θρησκεία, η οποία κατά την σχετική νομική διατύπωση χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την ρατσιστική επίθεση εις βάρος των μελών μιας μειονότητος.
5) Σημαντική και κραυγαλέα παράλειψη του προτεινομένου νόμου είναι η απουσία και της παραμικράς ακόμη μνείας στα συστηματικά και οργανωμένα εγκλήματα πολέμου, κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονιών εις βάρος των Ελλήνων της Κύπρου, του Πόντου, της Κωνσταντινουπόλεως και της Ιωνίας τόσο από το επίσημο τουρκικό κράτος όσο και από τον σκοπίμως υποκινηθέντα τουρκικό λαό.
Εξ ίσου παραλείπεται από το προτεινόμενο νομοσχέδιο η ακόμη και σήμερα συνεχιζομένη αδίστακτη διάπραξη του εγκλήματος του φυλετικού διαχωρισμού εις βάρος των Ελλήνων της Κύπρου, μολονότι οι εξουσίες του ελληνικού κράτους ήτοι η εκτελεστική και η νομοθετική λειτουργία, υπάρχουν και ασκούνται κατά το άρθρο 1 παρ. 3 του Σ. υπέρ σύμπαντος του Έθνους, δηλαδή και υπέρ των Κυπρίων Ελλήνων, υπέρ των οποίων όφειλε να νομοθετεί η Βουλή των Ελλήνων δια του προτεινομένου νόμου.
Ωσαύτως, αποσιωπάται στο νομοσχέδιο η συνεχιζόμενη γενοκτονία εις βάρος των Ελλήνων κρυπτοχριστιανών που διαβιούν σήμερα στον Πόντο και η σκληρότητα της επί σειράν δεκαετιών καταπιέσεως, την οποίαν υφίστανται, εις τρόπον ώστε να στερούνται πλήρως πάσης δυνατότητος ασκήσεως των θρησκευτικών τους καθηκόντων και έχουν γλωσσικώς τραυματισθεί εις τοσούτον βαθμόν, ώστε η μεν νέα γενεά να αγνοεί πλήρως την ελληνικήν, οι δε γεροντότεροι να μη μπορούν να εκφρασθούν στην μητρική τους γλώσσα.
Εξ άλλου, η γενοκτονία την οποίαν υπέστησαν οι Έλληνες της πάλαι Βασιλευούσης και κοιτίδος της Ορθοδοξίας δεν έχει γνωρίσει ιστορικό προηγούμενο παγκοσμίως. Η Κωνσταντινούπολις, η οποία εν έτει 1940 ήταν η Πόλις με τους περισσοτέρους Έλληνες ανά τον κόσμο (με πληθυσμό περίπου 450.000 Έλληνες, όταν η Αθήνα είχε μόλις 180.000), αφελληνίσθηκε πλέον εντελώς με συστηματικά εγκλήματα γενοκτονίας από τις επίσημες τουρκικές αρχές με την άμεση συνδρομή του τουρκικού λαού.
Στον αντίποδα αυτών των διαπραχθέντων, αλλά και συνεχιζομένων εγκλημάτων των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων, στην Τουρκία λειτουργεί και σαν πολιτικός οργανισμός η υποθαλπτομένη υπό του τουρκικού κράτους ρατσιστική εγκληματική οργάνωση «γκρίζοι λύκοι», η οποία μάλιστα μετέχει και των εκλογών και εκπροσωπείται στα επίσημα αποφασιστικά όργανα του κράτους.
Επίσης παραλείπονται από το ως άνω νομοσχέδιο οι περιπτώσεις συστηματικών φυλετικών διακρίσεων, γενοκτονιών και εγκλημάτων φυλετικού διαχωρισμού εις βάρος των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως και του ψευδωνύμου κρατιδίου των Σκοπίων, τόσο κατά την περίοδο των κομμουνιστικών καθεστώτων της Αλβανίας, της Σοβιετικής Ενώσεως και της Γιουγκοσλαβίας, όσο και σήμερα.
Η παράλειψη των ανωτέρω συνεχιζομένων ρατσιστικών εγκλημάτων εις βάρος των Ελλήνων από το προτεινόμενο νομοσχέδιο συντελείται κατά παράβαση του άρθρου 1 παρ. 3 του Συντάγματος και ενώ οι Έλληνες βουλευτές οφείλουν να νομοθετούν αποκλειστικώς και μόνον υπέρ του Έθνους.
Και ταύτα, καίτοι κατ’ εξουσιοδότησιν της κοινοτικής αποφάσεως πλαισίου αφίεται στην διακριτικήν ευχέρειαν εκάστου κράτους μέλους να εισαγάγη αυτήν στην εσωτερικήν νομοθεσίαν επί τη βάσει των ιστορικών δεδομένων και εθνικών μειονοτήτων εκάστου Έθνους, εκ των μετεχόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ως εκ τούτου και ένεκα της διασποράς και διαβιώσεως Ελλήνων σε όλες τις χώρες του κόσμου πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις στον προτεινόμενο Νόμο, οι οποίες να προστατεύουν τους απανταχού Έλληνες, από επιθέσεις ρατσιστικού χαρακτήρος και προκειμένου να μη επαναληφθούν τα εγκλήματα φυλετικών διακρίσεων, πολέμου κλπ. εις βάρος των Ελλήνων.
6) Σε ό, τι αφορά την ξενοφοβία, λεκτέα τα ακόλουθα:
Η ύπαρξις ενός τέτοιου αρνητικού συναισθήματος δύναται να καλλιεργείται ασφαλώς από την ακατάπαυστη βαρυτάτη παραβατική συμπεριφορά ορισμένων ξένων μεταναστών, κυρίως Ασιατών, Αφρικανών και ανατολικοευρωπαίων, επιδιδομένων στο λαθρεμπόριο, το παρεμπόριο, την φοροδιαφυγή, την εμπορία ναρκωτικών, την πορνεία και εκμετάλλευση πορνών, την εκτέλεση ‘συμβολαίων’ δολοφονιών, τους βιασμούς ακόμη και υπερηλίκων γυναικών, τις ληστείες. Η πρωτοφανής αυτή κατάστασις μετέβαλε βιαίως και χωρίς αμφιβολία το πάλαι ισχύον καθεστώς ευνομίας εις την πατρίδα μας.
Η δεδομένη αυτή εγκληματικότης συνιστά αδιαμφισβήτητο γεγονός, το οποίο όμως υποθάλπεται από την παράνομη ανοχή των διωκτικών Αρχών, οι οποίες κατά παράβαση καθήκοντος δεν φροντίζουν για την παραδειγματική σύλληψη και τιμωρία των παρανομούντων και δη στις πλέον κεντρικές περιοχές του κράτους, όπως οι πλατείες Συντάγματος και Ομονοίας, η περιοχή της οδού Πατησίων και σε απόσταση 500 μέτρων από τα Δικαστήρια Πρωτοδικών της πρωτευούσης, έξωθεν του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Συμβουλίου Επικρατείας.
Σημειώνεται ότι σε προηγμένες κοινωνίες δυτικού τύπου η απόλυτος τήρησις και εφαρμογή του νόμου εις βάρος των παρανομούντων, ανεξαρτήτως της φυλής, στην οποία ανήκουν, αποτρέπει δραστικά την ψυχολογική καλλιέργεια της ξενοφοβίας και κατά συνέπειαν αποτελεί βασικήν προϋπόθεσιν διά την αντιμετώπισιν και του φαινομένου του ρατσισμού, αφού ο ρατσισμός σε τέτοιες ευνομούμενες κοινωνίες παρίσταται εντελώς αδικαιολόγητος και κινούμενος μόνον επί τη βάσει του φυλετικού μίσους και της μισαλλοδοξίας.
Επομένως, αν υφίσταται σήμερα ξενοφοβία μεταξύ των Ελλήνων, οι οποίοι αντιμετώπισαν ανθρωπιστικώς και εμερίμνησαν επιδεικνύοντες απόλυτη αλληλεγγύη προς τους ενδεείς και τάλαινας αλλοδαπούς συνανθρώπους και δη παραχωρούντες τροφήν, στέγην και εργασίαν, οφείλεται στην, κατά τα κοινώς γνωστά, εκτεταμένην βαρείαν παραβατικότητα ορισμένων αλλοδαπών λαθρομεταναστών, πλείστοι των οποίων επιδίδονται σε αυτόφωρες παράνομες πράξεις, φανερά, υπό τα όμματα πάντων, αλλά πρωτίστως οφείλεται στην κατά παράβασιν υπηρεσιακού καθήκοντος παράλειψιν και απροσδόκητον αδιαφορίαν των διωκτικών Αρχών ως προς την πάταξιν του οργανωμένου εγκλήματος.
Τέλος, δεν νοείται φυλετική διάκρισις, όταν οι διακρίσεις, οι εξαιρέσεις, οι παρεμποδίσεις ή οι προτιμήσεις υπέρ των Ελλήνων γίνωνται υπό του ελληνικού κράτους εν σχέσει με τα δικαιώματα, τα οποία αναγνωρίζονται μόνον εις αυτούς, οία η ελευθέρα κίνησις εν τη Χώρα, η παιδεία, η σύναψη συμβάσεων εργασίας με το κράτος, η λήψις παροχών, η εισαγωγή στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας κλπ. δεδομένης της παραγράφου 2 του άρθρου 1 της Συμβάσεως για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, οριζούσης ότι «2. Η παρούσα Σύμβασις δεν έχει εφαρμογήν προκειμένου περί διακρίσεων, εξαιρέσεων, παρεμποδίσεων ή προτιμήσεων γενομένων υπό Κράτους – Μέλους συμμετέχοντος εις την παρούσαν Σύμβασιν μεταξύ των υπηκόων και μη υπηκόων αυτού».
Εν όψει των ανωτέρω και επί του προτεινομένου σχεδίου Νόμου έχω την γνώμην:
α΄) ότι οι βουλευταί της Βουλής των Ελλήνων και η κυβέρνησις οφείλουν κατ’ άρθρον 1 παρ. 3 του Συντάγματος να θεσπίζουν νόμους, οι οποίοι διασφαλίζουν αποκλειστικώς και μόνον το συμφέρον των απανταχού Ελλήνων,
β΄) ότι πρέπει να προβλεφθούν στον προτεινόμενο Νόμο και να αναγνωρισθούν αναλυτικώς από το ελληνικό κοινοβούλιο όλες οι περιπτώσεις γενοκτονιών, φυλετικού διαχωρισμού και φυλετικών διακρίσεων εις βάρος προσώπων ανηκόντων στο Ελληνικό Έθνος,
γ΄) η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του νομοσχεδίου πρέπει να αντικατασταθή υπό της εξής διατάξεως: «Εγκλήματα γενοκτονίας είναι πρωτίστως τα αναγνωριζόμενα από την Βουλή των Ελλήνων»,
δ΄) ότι το προτεινόμενο άρθρο 5 του νομοσχεδίου πρέπει να απαλειφθεί ολοσχερώς,
ε΄) ότι διά του προτεινομένου νόμου πρέπει να προβλέπεται η επιβολή βαρυτάτων ποινικών και πειθαρχικών συνεπειών εις βάρος των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων που παραλείπουν την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους περί την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος, εις τρόπον ώστε από την παράλειψή τους αυτή να μπορεί να αναπτυχθεί το συναίσθημα της ξενοφοβίας στην ελληνική κοινωνία,
στ΄) ότι πρέπει να απαλειφθεί ως άστοχη πάσα αναφορά στον ‘γενετήσιο προσανατολισμό’ ως κριτήριο φυλετικών διακρίσεων,
ζ΄) ότι στον προτεινόμενο Νόμο πρέπει να προστεθεί άρθρο με τίτλο: ‘Τιμωρία εγκλημάτων πολέμου, φυλετικών διακρίσεων, φυλετικού διαχωρισμού εις βάρος του Έθνους’ και με το εξής περιεχόμενο: «Στην Ελλάδα τιμωρούνται οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες στην Ελλάδα ή εις οιανδήποτε άλλη χώρα πράξεις:
- α΄) η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται κατά των Ελλήνων και λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής των καταγωγής,
- β΄) η τέλεση πράξεως που αναφέρεται στο στοιχείο α΄) με δημόσια διάδοση ή διανομή φυλλαδίων, εικόνων ή άλλου υλικού,
- γ΄) η δημοσία επιδοκιμασία, η άρνηση, ή η χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας όσον αφορά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, όπως ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας Ελλήνων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής των καταγωγής, όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανό να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδος ή μέλους μιας τέτοιας ομάδος Ελλήνων,
- δ΄) η δημοσία επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητος των εγκλημάτων, τα οποία ορίζονται στο άρθρο 6 του καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου που προσαρτάται στην συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945, η οποία στρέφεται κατά ομάδος προσώπων ή μέλους τέτοιας ομάδος Ελλήνων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής των καταγωγής, όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανό να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδος ή μέλους μιας τέτοιας ομάδος».
Αθήναι 3 Μαρτίου 2011
Ο ΓνωμοδοτώνΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΠΑΡ’ ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ