«Ήταν σωστό να βοηθηθεί η Ελλάδα στην αιχμή της κρίσης, προκειμένου να αποτραπεί η εξάπλωσή της. Μόλις όμως οι άλλες χώρες βρεθούν εκτός κινδύνου, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί. Αυτό μπορεί να γίνει με ‘κούρεμα’ του χρέους ή με επιμήκυνση του χρόνου λήξης των ομολόγων, αλλά η αναδιάρθρωση του χρέους είναι αναπόφευκτη, κι ας κάνει κανείς όποιους υπολογισμούς θέλει», λέει ο κ. Ίσινγκ σε συνέντευξή του στο περιοδικό Spiegel (Σπίγκελ, τευχ.12/21.03.11) που κυκλοφορεί σήμερα.
Ο ίδιος προκρίνει τη λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής γιατί θεωρεί ότι «θα έχει πιο ανώδυνη έκβαση» και σημειώνει πως οι τράπεζες δεν θα πρέπει να παραιτηθούν των απαιτήσεών τους, θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω, αλλά αργότερα».
Ο κ. Ίσινγκ απορρίπτει ως ανέφικτη την έξοδο της Ελλάδας από την ΟΝΕ. «Τέτοιες συζητήσεις είναι περιττές και παραβλέπουν την πραγματικότητα. Για να διώξετε μια χώρα, χρειάζεστε αλλαγή των συνθηκών, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ομοφωνία. Καμία «υποψήφια» δεν θα συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο. Είναι σπατάλη χρόνου να ασχολείται κανείς με τέτοιες σκέψεις». Παράλληλα ο κ. Ίσινγκ θεωρεί την εκούσια έξοδο μιας χώρας από την ΟΝΕ «πολιτική και οικονομική αυτοκτονία».
Ο Ίσσινγκ εμφανίζεται αντίθετος στην πρόταση αγοράς ομολόγων αδύναμων κρατών. «Αυτός είναι ο εντελώς λάθος τρόπος. Η αγορά ομολόγων θα δεσμεύσει πάρα πολλά χρήματα, συνεπάγεται μικρή ανακούφιση και δύσκολα συμβιβάζεται με την αρχή της δημοκρατίας του συντάγματός μας. Το σημαντικότερο δικαίωμα του Κοινοβουλίου είναι να αποφασίζει για τα κρατικά δημοσιονομικά μεγέθη. Αυτό το δικαίωμα υποσκάπτεται, αν οι ουσιαστικές αποφάσεις λαμβάνονται σε δημοκρατικά μη επαρκώς νομιμοποιημένους ευρωπαϊκούς θεσμούς».
Κατά τον Ίσσινγκ δεν κρίνεται αναγκαία η προσφυγή της Ισπανίας στο μηχανισμό διάσωσης, ενώ και η Πορτογαλία έχει κατά τη γνώμη του μια ευκαιρία να τα καταφέρει μόνη της.
Τάσσεται υπέρ της συνυπευθυνότητας κρατών και επενδυτών λέγοντας ότι «πρέπει να ξεκαθαριστεί στους επενδυτές πως θα φέρουν και αυτοί ευθύνη, όταν μια χώρα δεν θα μπορεί πλέον να εξυπηρετεί το χρέος της». Κατά τον κ. Ίσινγκ «η δέσμευση των ιδιωτών επενδυτών θα πρέπει να γίνεται αυτόματα και σύμφωνα με προκαθορισμένους κανόνες». Επικρίνει δε τη σχετική πρόταση της γερμανικής κυβέρνησης σημειώνοντας ότι δεν διατυπώθηκε με σαφήνεια σχετικά με τη μελλοντική ισχύ της, με αποτέλεσμα οι επενδυτές να ‘ξεφορτωθούν’ μαζικά ελληνικά και πορτογαλικά κρατικά ομόλογα.
Για το σύμφωνο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας ο Ίσσινγκ παρατηρεί πως «είναι απόρροια της αναγνώρισης ότι η επιτυχία μιας νομισματικής ένωσης εξαρτάται από κάθε επιμέρους κράτος-μέλος. Δεν είναι ανάγκη να έχουν όλα τα κράτη της Ευρωζώνης τον ίδιο βηματισμό, αλλά θα πρέπει τουλάχιστον να κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Εκτιμά δε ότι οι αποφάσεις της ΕΕ για το πακέτο διάσωσης του ευρώ είναι «ανεπαρκείς», εφόσον δεν έχει επιλυθεί το βασικό πρόβλημα της δημιουργίας πολιτικής ένωσης δίπλα στη νομισματική.
Ο κ. Ίσινγκ απορρίπτει ως ανέφικτη την έξοδο της Ελλάδας από την ΟΝΕ. «Τέτοιες συζητήσεις είναι περιττές και παραβλέπουν την πραγματικότητα. Για να διώξετε μια χώρα, χρειάζεστε αλλαγή των συνθηκών, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ομοφωνία. Καμία «υποψήφια» δεν θα συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο. Είναι σπατάλη χρόνου να ασχολείται κανείς με τέτοιες σκέψεις». Παράλληλα ο κ. Ίσινγκ θεωρεί την εκούσια έξοδο μιας χώρας από την ΟΝΕ «πολιτική και οικονομική αυτοκτονία».
Ο Ίσσινγκ εμφανίζεται αντίθετος στην πρόταση αγοράς ομολόγων αδύναμων κρατών. «Αυτός είναι ο εντελώς λάθος τρόπος. Η αγορά ομολόγων θα δεσμεύσει πάρα πολλά χρήματα, συνεπάγεται μικρή ανακούφιση και δύσκολα συμβιβάζεται με την αρχή της δημοκρατίας του συντάγματός μας. Το σημαντικότερο δικαίωμα του Κοινοβουλίου είναι να αποφασίζει για τα κρατικά δημοσιονομικά μεγέθη. Αυτό το δικαίωμα υποσκάπτεται, αν οι ουσιαστικές αποφάσεις λαμβάνονται σε δημοκρατικά μη επαρκώς νομιμοποιημένους ευρωπαϊκούς θεσμούς».
Κατά τον Ίσσινγκ δεν κρίνεται αναγκαία η προσφυγή της Ισπανίας στο μηχανισμό διάσωσης, ενώ και η Πορτογαλία έχει κατά τη γνώμη του μια ευκαιρία να τα καταφέρει μόνη της.
Τάσσεται υπέρ της συνυπευθυνότητας κρατών και επενδυτών λέγοντας ότι «πρέπει να ξεκαθαριστεί στους επενδυτές πως θα φέρουν και αυτοί ευθύνη, όταν μια χώρα δεν θα μπορεί πλέον να εξυπηρετεί το χρέος της». Κατά τον κ. Ίσινγκ «η δέσμευση των ιδιωτών επενδυτών θα πρέπει να γίνεται αυτόματα και σύμφωνα με προκαθορισμένους κανόνες». Επικρίνει δε τη σχετική πρόταση της γερμανικής κυβέρνησης σημειώνοντας ότι δεν διατυπώθηκε με σαφήνεια σχετικά με τη μελλοντική ισχύ της, με αποτέλεσμα οι επενδυτές να ‘ξεφορτωθούν’ μαζικά ελληνικά και πορτογαλικά κρατικά ομόλογα.
Για το σύμφωνο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας ο Ίσσινγκ παρατηρεί πως «είναι απόρροια της αναγνώρισης ότι η επιτυχία μιας νομισματικής ένωσης εξαρτάται από κάθε επιμέρους κράτος-μέλος. Δεν είναι ανάγκη να έχουν όλα τα κράτη της Ευρωζώνης τον ίδιο βηματισμό, αλλά θα πρέπει τουλάχιστον να κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Εκτιμά δε ότι οι αποφάσεις της ΕΕ για το πακέτο διάσωσης του ευρώ είναι «ανεπαρκείς», εφόσον δεν έχει επιλυθεί το βασικό πρόβλημα της δημιουργίας πολιτικής ένωσης δίπλα στη νομισματική.