Με την έναρξη της παρουσίασης των ελληνικών θέσεων συνεχίστηκε την Πέμπτη 24 Μαρτίου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης η διαδικασία εξέτασης της προσφυγής της ΠΓΔΜ κατά της Ελλάδας για παραβίαση της ενδιάμεσης συμφωνίας.
Την εισαγωγή έκανε η Νομική Σύμβουλος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών κ. Τελαλιάν, η οποία παρουσίασε το περίγραμμα της ελληνικής επιχειρηματολογίας, εστιάζοντας στην αντίκρουση των επιχειρημάτων της ΠΓΔΜ, και θέτοντας το πολιτικό υπόβαθρο της υπό εκδίκαση διαφοράς.
Την εισαγωγή έκανε η Νομική Σύμβουλος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών κ. Τελαλιάν, η οποία παρουσίασε το περίγραμμα της ελληνικής επιχειρηματολογίας, εστιάζοντας στην αντίκρουση των επιχειρημάτων της ΠΓΔΜ, και θέτοντας το πολιτικό υπόβαθρο της υπό εκδίκαση διαφοράς.
Η κ. Τελαλιάν υπογράμμισε την βαρύτητα της διαφοράς περί την ονομασία και το ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρό της, καθώς και τη συνάφεια και το αλληλένδετο αυτής με την εκδικαζόμενη υπόθεση, κυρίως δε με το Άρθρο 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Επιχειρηματολογώντας σχετικά, παρέπεμψε στην παραβατική συμπεριφορά των Σκοπίων, όπως αυτή εκδηλώνεται με επαναλαμβανόμενες ενέργειες αλυτρωτισμού, προπαγάνδας και χρήσης ελληνικών εθνικών συμβόλων. Επίσης την σταθερή εμμονή των Σκοπίων στην επιβολή της διπλής ονομασίας, συμπεριφορά η οποία παραβιάζει κατάφωρα το πνεύμα και το γράμμα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Πάντα ταύτα δε, σε αντίθεση με την σταθερή ελληνική στάση παροχής διαρκούς στήριξης στο νεοπαγές κράτος, τόσο με πολιτικά όσο και οικονομικά μέσα. Υπογράμμισε, επίσης, ότι, δια της προσφυγής της ΠΓΔΜ, το Δικαστήριο καλείται, κατ’ ουσίαν, να αποφανθεί επί αποφάσεως Οργάνου (του ΝΑΤΟ), το οποίο δεν συμμετέχει εν προκειμένω και την οποία δεν είναι σε θέση να μεταβάλει. Τέλος, τόνισε ότι η παρούσα διαφορά συνιστά προσπάθεια της ΠΓΔΜ να επιβάλει δια της τεθλασμένης τετελεσμένα γεγονότα και έμμεση καθιέρωση της ονομασίας της προτίμησής τους.
Στη συνέχεια, ο εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβέρνησης, Πρέσβης επί τιμή Γεώργιος Σαββαίδης, παρουσίασε τη φύση και τον ειδικό χαρακτήρα της Συμμαχίας, τον μηχανισμό λειτουργίας της, καθώς και τη διαδικασία διαβουλεύσεων, απαραίτητη για την τελική λήψη αποφάσεων, με τον κανόνα της ομοφωνίας, ιδίως δε όσον αφορά στην είσοδο νέων κρατών-μελών. Υπογράμμισε ότι η Ελλάδα σεβάσθηκε απόλυτα τους όρους και κανόνες με τους οποίους λειτουργεί η Συμμαχία και στην προκειμένη περίπτωση και συνεργάσθηκε ως όφειλε με το σύνολο των Συμμάχων της, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της Συνόδου του Βουκουρεστίου και κατ’ αυτήν.
Η απόφαση του Βουκουρεστίου δεν ήταν αποτέλεσμα ελληνικής αρνησικυρίας, αλλά ελήφθη με βάση τη συλλογικότητα που χαρακτηρίζει όλες τις νατοϊκές αποφάσεις ανεξαίρετα, δεν επιτρέπει δε, υπό αυτή την έννοια, τον περιορισμό της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς σε stricto sensu ερμηνεία του Άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Τέλος, η απόφαση αναβολής της πρόσκλησης εισδοχής της ΠΓΔΜ δεν είναι αποτέλεσμα ενεργειών της Ελλάδος, αλλά είναι αποτέλεσμα συλλογικής διαπίστωσης ελλείμματος κριτηρίων καλής γειτονίας, που αποτελεί βασική παράμετρο για την εισδοχή νέων μελών σε ένα κατ’ εξοχήν στρατιωτικό Οργανισμό.
Προς θεμελίωση της ελληνικής επιχειρηματολογίας, παρατέθηκαν κατά τρόπο εξαντλητικό όλα τα σημαντικά δημόσια κείμενα διακηρύξεων και ανακοινωθέντων της Συμμαχίας των τελευταίων ετών, από τα οποία προκύπτει αβίαστα η πιστή εφαρμογή των ανωτέρω βασικών αρχών λειτουργίας της Συμμαχίας.
Στην συνέχεια μίλησαν οι νομικοί σύμβουλοι, καθηγητές Georges Abi-Saab, Michael Reisman και Alain Pellet ως ακολούθως:
Ο καθηγητής Georges Abi-Saab ανέλυσε την Ενδιάμεση Συμφωνία, σε συνδυασμό με τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή συνήφθη, τους στόχους τους οποίους επιδιώχθηκε να υπηρετήσει και το αλληλένδετο του περιεχομένου των επιμέρους άρθρων της, με σκοπό να αποδείξει τον συναλλαγματικό χαρακτήρα αυτής, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την ερμηνεία της ΠΓΔΜ σχετικά με το Άρθρο 11, το οποίο η τελευταία απομονώνει και θεωρεί ότι είναι αυστηρά ετεροβαρούς, σε βάρος της Ελλάδος, χαρακτήρα.
Ο καθηγητής Michael Reisman ανέπτυξε, διεξοδικά, το ζήτημα της έλλειψης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου στην συγκεκριμένη υπόθεση. Στο επιχείρημα των αντιδίκων γιατί η Ελλάδα δεν άσκησε χωριστή ένσταση δικαιοδοσίας, απάντησε ότι επρόκειτο για απόφαση στρατηγικής, ώστε να εξασφαλισθεί ότι το δικαστήριο θα εξετάσει το ζήτημα αυτό σε συνδυασμό με όλα τα ουσιαστικά στοιχεία της υπόθεσης στην παρούσα δίκη. Η σχετική επιχειρηματολογία του εστιάσθηκε στο ότι η ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά έχει σχέση, τόσο άμεση όσο και έμμεση, με την επίλυση του κεντρικού ζητήματος της ονομασίας, το οποίο ρητά εξαιρείται, με βάση το Άρθρο 5 παρα 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, από την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Κατέληξε δε ότι, σε περίπτωση που το δικαστήριο θα εδέχετο να δικάσει την συγκεκριμένη διαφορά, στην ουσία δέχεται και την δικαιοδοσία του επί του προαναφερομένου εξαιρουμένου ζητήματος και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα υπονόμευε αυτό τούτο το περιεχόμενο και τους στόχους της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και θα προκαταλάμβανε ακόμη και το αποτέλεσμα των υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα των ΗΕ. Τέλος, επικεντρώθηκε στο γράμμα της απόφασης 817 του ΣΑ και στην αναφορά στην υποχρέωση του αντίδικου να χρησιμοποιεί αποκλειστικά την προσωρινή ονομασία για όλους τους σκοπούς εντός των διεθνών οργανισμών, υποχρέωση που παραβιάζεται κατάφωρα και συστηματικά από την ΠΓΔΜ.
Τόνισε δε ότι η υποχρέωση αυτή να χρησιμοποιούν την προσωρινή ονομασία είναι συνεχής και δεσμεύει την ΠΓΔΜ διότι πηγάζει από υποχρεωτική απόφαση του ΣΑ, κατά το άρθρο 25 του Χάρτη, έχει δε λάβει και την νομικά δεσμευτική μορφή με την ενσωμάτωσή της στην Ενδιάμεση Συμφωνία.
Ο καθηγητής Alain Pellet παρουσίασε το πρώτο μέρος της παρέμβασής του, δηλ. το μη παραδεκτό της παρούσας προσφυγής και τις επιπτώσεις της επί της διαπραγματευτικής διαδικασίας υπό την αιγίδα των ΗΕ. Πιο συγκεκριμένα, επιχειρηματολόγησε ότι οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου επί της συγκεκριμένης διαφοράς θα στερείται πρακτικού αποτελέσματος, διότι, ούτως ή άλλως, δεν θα μπορούσε να έχει νομικές επιπτώσεις και να μεταβάλει την νομική θέση της αίτησης της ΠΓΔΜ όσον αφορά στην ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Γενικότερα, η προσπάθεια που κατέβαλε σήμερα η χώρα μας είχε ως στόχο να αντικρούσει την σκοπιανή επιχειρηματολογία ότι ενώπιον του Δικαστηρίου έχει αχθεί μία σχετικά απλή υπόθεση ερμηνείας και παραβίασης ενός Άρθρου της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, σε πλήρη αποκοπή από τις υπόλοιπες διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, και κυρίως του Άρθρου 5 αυτής, που αφορά στην υποχρέωση πολιτικής διαπραγμάτευσης για την επίλυση της διαφοράς γύρω από το όνομα, την εμπλοκή της Συμμαχίας στην υπόθεση μέσω της απόφασης του Βουκουρεστίου και εντεύθεν, καθώς και από το εν γένει πολιτικό πλαίσιο αυτής της διαφοράς που έχει επιπτώσεις τόσο για την χώρα μας όσο για την σταθερότητα και την ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής.
Η παρουσίαση των ελληνικών θέσεων θα συνεχισθεί και κατά την αυριανή (πρωινή και απογευματινή) συνεδρίαση, στο τέλος της οποίας και ολοκληρώνεται ο πρώτος γύρος της προφορικής διαδικασίας του δικαστηρίου.
Στη συνέχεια, ο εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβέρνησης, Πρέσβης επί τιμή Γεώργιος Σαββαίδης, παρουσίασε τη φύση και τον ειδικό χαρακτήρα της Συμμαχίας, τον μηχανισμό λειτουργίας της, καθώς και τη διαδικασία διαβουλεύσεων, απαραίτητη για την τελική λήψη αποφάσεων, με τον κανόνα της ομοφωνίας, ιδίως δε όσον αφορά στην είσοδο νέων κρατών-μελών. Υπογράμμισε ότι η Ελλάδα σεβάσθηκε απόλυτα τους όρους και κανόνες με τους οποίους λειτουργεί η Συμμαχία και στην προκειμένη περίπτωση και συνεργάσθηκε ως όφειλε με το σύνολο των Συμμάχων της, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της Συνόδου του Βουκουρεστίου και κατ’ αυτήν.
Η απόφαση του Βουκουρεστίου δεν ήταν αποτέλεσμα ελληνικής αρνησικυρίας, αλλά ελήφθη με βάση τη συλλογικότητα που χαρακτηρίζει όλες τις νατοϊκές αποφάσεις ανεξαίρετα, δεν επιτρέπει δε, υπό αυτή την έννοια, τον περιορισμό της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς σε stricto sensu ερμηνεία του Άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Τέλος, η απόφαση αναβολής της πρόσκλησης εισδοχής της ΠΓΔΜ δεν είναι αποτέλεσμα ενεργειών της Ελλάδος, αλλά είναι αποτέλεσμα συλλογικής διαπίστωσης ελλείμματος κριτηρίων καλής γειτονίας, που αποτελεί βασική παράμετρο για την εισδοχή νέων μελών σε ένα κατ’ εξοχήν στρατιωτικό Οργανισμό.
Προς θεμελίωση της ελληνικής επιχειρηματολογίας, παρατέθηκαν κατά τρόπο εξαντλητικό όλα τα σημαντικά δημόσια κείμενα διακηρύξεων και ανακοινωθέντων της Συμμαχίας των τελευταίων ετών, από τα οποία προκύπτει αβίαστα η πιστή εφαρμογή των ανωτέρω βασικών αρχών λειτουργίας της Συμμαχίας.
Στην συνέχεια μίλησαν οι νομικοί σύμβουλοι, καθηγητές Georges Abi-Saab, Michael Reisman και Alain Pellet ως ακολούθως:
Ο καθηγητής Georges Abi-Saab ανέλυσε την Ενδιάμεση Συμφωνία, σε συνδυασμό με τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή συνήφθη, τους στόχους τους οποίους επιδιώχθηκε να υπηρετήσει και το αλληλένδετο του περιεχομένου των επιμέρους άρθρων της, με σκοπό να αποδείξει τον συναλλαγματικό χαρακτήρα αυτής, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την ερμηνεία της ΠΓΔΜ σχετικά με το Άρθρο 11, το οποίο η τελευταία απομονώνει και θεωρεί ότι είναι αυστηρά ετεροβαρούς, σε βάρος της Ελλάδος, χαρακτήρα.
Ο καθηγητής Michael Reisman ανέπτυξε, διεξοδικά, το ζήτημα της έλλειψης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου στην συγκεκριμένη υπόθεση. Στο επιχείρημα των αντιδίκων γιατί η Ελλάδα δεν άσκησε χωριστή ένσταση δικαιοδοσίας, απάντησε ότι επρόκειτο για απόφαση στρατηγικής, ώστε να εξασφαλισθεί ότι το δικαστήριο θα εξετάσει το ζήτημα αυτό σε συνδυασμό με όλα τα ουσιαστικά στοιχεία της υπόθεσης στην παρούσα δίκη. Η σχετική επιχειρηματολογία του εστιάσθηκε στο ότι η ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά έχει σχέση, τόσο άμεση όσο και έμμεση, με την επίλυση του κεντρικού ζητήματος της ονομασίας, το οποίο ρητά εξαιρείται, με βάση το Άρθρο 5 παρα 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, από την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Κατέληξε δε ότι, σε περίπτωση που το δικαστήριο θα εδέχετο να δικάσει την συγκεκριμένη διαφορά, στην ουσία δέχεται και την δικαιοδοσία του επί του προαναφερομένου εξαιρουμένου ζητήματος και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα υπονόμευε αυτό τούτο το περιεχόμενο και τους στόχους της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και θα προκαταλάμβανε ακόμη και το αποτέλεσμα των υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα των ΗΕ. Τέλος, επικεντρώθηκε στο γράμμα της απόφασης 817 του ΣΑ και στην αναφορά στην υποχρέωση του αντίδικου να χρησιμοποιεί αποκλειστικά την προσωρινή ονομασία για όλους τους σκοπούς εντός των διεθνών οργανισμών, υποχρέωση που παραβιάζεται κατάφωρα και συστηματικά από την ΠΓΔΜ.
Τόνισε δε ότι η υποχρέωση αυτή να χρησιμοποιούν την προσωρινή ονομασία είναι συνεχής και δεσμεύει την ΠΓΔΜ διότι πηγάζει από υποχρεωτική απόφαση του ΣΑ, κατά το άρθρο 25 του Χάρτη, έχει δε λάβει και την νομικά δεσμευτική μορφή με την ενσωμάτωσή της στην Ενδιάμεση Συμφωνία.
Ο καθηγητής Alain Pellet παρουσίασε το πρώτο μέρος της παρέμβασής του, δηλ. το μη παραδεκτό της παρούσας προσφυγής και τις επιπτώσεις της επί της διαπραγματευτικής διαδικασίας υπό την αιγίδα των ΗΕ. Πιο συγκεκριμένα, επιχειρηματολόγησε ότι οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου επί της συγκεκριμένης διαφοράς θα στερείται πρακτικού αποτελέσματος, διότι, ούτως ή άλλως, δεν θα μπορούσε να έχει νομικές επιπτώσεις και να μεταβάλει την νομική θέση της αίτησης της ΠΓΔΜ όσον αφορά στην ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Γενικότερα, η προσπάθεια που κατέβαλε σήμερα η χώρα μας είχε ως στόχο να αντικρούσει την σκοπιανή επιχειρηματολογία ότι ενώπιον του Δικαστηρίου έχει αχθεί μία σχετικά απλή υπόθεση ερμηνείας και παραβίασης ενός Άρθρου της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, σε πλήρη αποκοπή από τις υπόλοιπες διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, και κυρίως του Άρθρου 5 αυτής, που αφορά στην υποχρέωση πολιτικής διαπραγμάτευσης για την επίλυση της διαφοράς γύρω από το όνομα, την εμπλοκή της Συμμαχίας στην υπόθεση μέσω της απόφασης του Βουκουρεστίου και εντεύθεν, καθώς και από το εν γένει πολιτικό πλαίσιο αυτής της διαφοράς που έχει επιπτώσεις τόσο για την χώρα μας όσο για την σταθερότητα και την ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής.
Η παρουσίαση των ελληνικών θέσεων θα συνεχισθεί και κατά την αυριανή (πρωινή και απογευματινή) συνεδρίαση, στο τέλος της οποίας και ολοκληρώνεται ο πρώτος γύρος της προφορικής διαδικασίας του δικαστηρίου.