Σήμερα πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία που τον τιμά, του βουλευτή Αʼ Θεσσαλονίκης Σταύρου Καλαφάτη συνάντηση των . Παρότι αρχική επιδίωξη του κυρίου Καλαφάτη ήταν να ακούσει την κομματική βάση να εκφράζει τον προβληματισμό της για την επικαιρότητα, να εντοπίζει τα φλέγοντα ζητήματα και να προτείνει λύσεις η συζήτηση επικεντρώθηκε σε ζητήματα οργανωτικής φύσεως που από κάποιους ερμηνεύθηκαν ως παρέκκλιση από τον στόχο.
Κι όμως, θεωρώντας το κάθε κόμμα και δη μία μεγάλη παράταξη εξουσίας όπως είναι η Νέα Δημοκρατία, καθρέφτη της κοινωνίας, σήμερα έχουν, νομίζω, εξαχθεί σημαντικά συμπεράσματα.
Εκ πρώτης η ίδια η σύνθεση των παρόντων. Η συντριπτική πλειοψηφία (αρκετά) άνω των 45 και ορισμένοι νέοι κάτω των 30. Μία σκληροπυρηνική αλλά γερασμένη βάση με περιορισμένη εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες στις οποίες προσπαθεί να διεισδύσει το κόμμα, η οποία νιώθει αδικημένη, και μία νεολαία απαραίτητη για την επιβίωση και επέκταση κάθε οργανισμού η οποία ωστόσο συστηματικά απέχει. Και μία γενιά χωρίς εκπροσώπηση.
Αυτή δυστυχώς, είναι η εικόνα και της κοινωνίας μας. Μια γενιά, αυτή των γονιών μας, που βιώνει την βίαιη διάψευση των προσδοκιών της μεταπολίτευσης και αδυνατεί να προσαρμοστεί γιατί θα πρέπει να αρνηθεί τον εαυτό της και βλέπει τα αδιέξοδα και τις στρεβλώσεις που δημιούργησε και για χρόνια συντήρησε να οδηγούν σε αδιέξοδο τα παιδιά της, στην ανεργία. Μία γενιά που έμαθε να ζει με δανεικά και ναι, να εξαργυρώνει τους πολιτικούς της αγώνες με εξυπηρετήσεις και θέσεις στο υπερδιογκωμένο Δημόσιο. Αυτή η γενιά των σημερινών τριαντάρηδων θα μείνει πιθανότατα στην ιστορία, όχι μόνο της Ελλάδας, ως η χαμένη γενιά. Η γενιά που στην πιο παραγωγική της ηλικία, προσωπικά επαγγελματικά κοινωνικά πολιτικά, βρέθηκε στο μεταίχμιο μιάς εποχής και αναλώθηκε από τον επιβεβλημένο εξορθολογισμό του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης. Είναι η γενιά που αποτυγχάνει να βρει εργασία και στον επόμενο κύκλο οικονομικής άνθισης όσο αργά ή γρήγορα αυτός έρθει, θα παραγκωνιστεί συντριπτικά από τη δική μου γενιά· τη γενιά που δεν έχει μπει ακόμη στην αγορά εργασίας και λόγω της συγκυρίας θα καθυστερήσει αυτή την είσοδό της και στο μεσοδιάστημα θα καταρτιστεί αρτιότερα, και χωρίς να έχει την αυταπάτη της «μιας θέσης στο Δημόσιο» και δυστυχώς χωρίς καμιά ιδιαίτερη εμπιστοσύνη προς το πολιτικό σύστημα συνολικά.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Μεταπολεμικά είμαστε η πρώτη γενιά που θα ζήσουμε, ή τουλάχιστον θα ξεκινήσουμε τη ζωή μας με δυσμενέστερους όρους απʼ ότι οι γονείς μας έστω και σε επίπεδο προσδοκιών. Αυτό κάνει τους νέους σήμερα πολιτικοποιημένους αλλά υπό τελείως διαφορετικούς όρους, δεν θα βασίσουν τις ελπίδες τους σε ένα σύστημα εξουσίας που κατέρρευσε υπό το βάρος των παθογενειών του ουσιαστικά στις πλάτες τους, αλλά στις δικές τους δυνάμεις. Αλλά με μία υποσημείωση, όχι γιατί δεν πιστεύουν στις συλλογικότητες και τη δημοκρατία αλλά γιατί δεν έχουν πειστεί ότι το πολιτικό μας σύστημα έχει όντως απορρίψει, κι όχι απλώς παροδικά απεκδυθεί, τον κακό του εαυτό.
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε τη χαμένη γενιά. Αν δεν υπάρξει άμεση έξοδος από την κρίση και μέριμνα για την αποκατάστασή της, αυτή η γενιά των τριανταπεντάρηδων κινδυνεύει να μην καταξιωθεί ποτέ εργασιακά, κοινωνικά πολιτικά και να αποτελέσει καταλύτη δυσάρεστων εξελίξεων και οξείας κοινωνικής κρίσης, σε μία προσπάθεια επιβεβαίωσης της ύπαρξής της.
Δεύτερον τα χρόνια σύνδρομα της Δεξιάς και του μέχρι πρότινος υπαρκτού μεσοαστικού κόσμου. Σύνδρομα ενοχής από την εποχή του Εμφυλίου, η Δικτατορία και βέβαια η μεταπολιτευτική σοσιαλιστική επέλαση του 1981, η σύντομη (και άδοξη) δεξιά παρένθεση ʽ90-ʼ93 που ακολουθήθηκε από τη θριαμβευτική επάνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την οικονομική ευφορία της δημιουργικής λογιστικής. Και σε αυτή την εικοσαετία ο μέσος δεξιός Νεοδημοκράτης παραμέρισε της επιμέρους ιδεολογικές του διαφορές συστρατεύτηκε και μόχθησε για την κατάληψη της εξουσίας για την εξουσία, αγώνας που δικαιώθηκε τελικά το 2004, προσδοκώντας την αποκατάστασή του στο πολιτικό κοινωνικό και προσωπικό πεδίο την τιμωρία των πολιτικών του αντιπάλων-πρωτίστως για το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου- και κατέληξε να φύγει και πάλι λοιδορούμενος φορτωμένος επικοινωνιακά όχι μόνο τις δικές του αμαρτίες αλλά και αυτές των προηγούμενων.
Επιπροσθέτως το ʽθολόʼ, περισσότερο επικοινωνιακό παρά πολιτικό, εφεύρημα του μεσαίου χώρου λειτούργησε θετικά στην πορεία προς την εξουσία επιβάλλοντας κατʼ ανάγκην μια αποϊδεολογικοποίηση και στρογγύλεμα , και αντίστοιχου βεληνεκούς στελέχη, προκειμένου να χωρέσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι, και εξίσου καταστροφικά κατά την απώλεια της εξουσίας αποτελέσματα, ενώ ταυτόχρονα οι καιροί απαιτούσαν ξεκάθαρη πολιτική πρόταση.
Λαμβάνοντας υπʼ όψιν και την παραδοσιακή αδυναμία της Δεξιάς στην Ελλάδα κι αλλού να καταγράψει την ιστορική της μνήμη και να διδαχθεί από αυτή πόσο μάλλον να αποκρυσταλλώσει και να κοινωνήσει την πολιτική της πρόταση γίνεται αντιληπτή η ιδεολογική σύγχυση του μέσου Νεοδημοκράτη, του στελέχους και του ψηφοφόρου όχι της ηγεσίας του κόμματος.
Κι αυτό διότι αυτή τη στιγμή, η ηγεσία και τα στελέχη πρώτης γραμμής ασκούνται επιμελώς στην παραγωγή πολιτικής: ο Πρόεδρος, οι Βουλευτές, οι Τομεάρχες, ο Πολιτικός Σχεδιασμός. Αλλά η πρόταση αυτή δεν φτάνει στη βάση για μια σειρά από λόγους. Πρώτα το –δικαιολογημένο ή αδικαιολόγητο-εχθρικό κλίμα στα ΜΜΕ, πρόβλημα που προσπαθούμε να λύσουμε με τη χρήση του διαδικτύου, το οποίο δεν είναι οικείο στην βάση του κόμματος. Δεύτερον, διότι αυτού του είδους η διαδικασία, της πολιτικής παίδευσης δεν μας είναι οικεία! Και τρίτον και κατά την προσωπική μου άποψη σημαντικότερο διότι δίνουμε τόσο βάρος στις νέες τεχνολογίες και την αδιαμφισβήτητη δυναμική τους που παραγνωρίζουμε βασικά εργαλεία 'πολιτικής προπαγάνδας' για την ενημέρωση της βάσης, τα οποία είναι οι ομιλίες και τα σεμινάρια, οι εκδόσεις του κόμματος, όπως το περιοδικό ʽΕπιλογέςʼ του Πολιτικού Σχεδιασμού το οποίο δεν γνωρίζει σχεδόν κανείς, φτάνει μόνο, τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη, στον Πρόεδρο και το Διευθυντή της Διοικούσας. Και βέβαια, πάντα σε επίπεδο Θεσσαλονίκης , η παντελής αδράνεια του στενά κομματικού Ιδρύματος Καραμανλή, αρμόδιου βάσει του καταστατικού για την παραγωγή και προαγωγή πολιτικής, και του φίλα προσκείμενου Ινστιτούτου Δημοκρατίας, του οποίου η δραστηριότητα είναι ανύπαρκτη τον τελευταίο έναν περίπου χρόνο!
Με απλά λόγια, κινδυνεύουμε να υπερεπενδύουμε στους νέους που δυστυχώς δεν έχουμε ακόμη πείσει, και να υποβαθμίζουμε τα στελέχη που έχουν προσφέρει χρόνια αλλά λειτουργούν και ανταποκρίνονται σε πιο παραδοσιακές μορφές διάδρασης, και για αυτό αξιολογείται οπωσδήποτε θετικά η πρωτοφανής, για τα δικά μας χρονικά, κίνηση του βουλευτή Σταύρου Καλαφάτη να αφουγκραστεί τη βάση του κόμματος και να επιχειρήσει έναν απροσχημάτιστο και ουσιαστικό διάλογο.
Το σίγουρο πάντως είναι το εξής: διανύουμε καιρούς εξαιρετικά ενδιαφέροντες και εξόχως πολιτικοποιημένους και ο κόσμος ανεξαρτήτως ηλικίας έχει ανάγκη να ακούσει και να πιστέψει μια σαφή, συνεκτική και εμπεριστατωμένη πολιτική πρόταση διακυβέρνησης. Τώρα, το ποια είναι τα πρόσφορα μέσα για την προσέγγιση κάθε ηλικιακής ομάδας και πώς θα γεφυρωθεί το μεταξύ τους χάσμα μένει να αποδειχθεί. Πρώτα όμως, ο κόσμος αυτός αναμένει από μια ιστορική όσο και ζωντανή παράταξη εξουσίας που έχει τριβή και επαφή με την πραγματικότητα και δεν γεννήθηκε και δεν συντηρείται σε αποστειρωμένα περιβάλλοντα, και αυτή η παράταξη είναι η Νέα Δημοκρατία, να αποδείξει ότι έχει διδαχθεί από τα λάθη της και είναι έτοιμη όποτε της ζητηθεί να εφαρμόσει ένα αξιόπιστο και βιώσιμο πρόγραμμα διακυβέρνησης. Να εμπνεύσει την Ελπίδα!
(οι παραπάνω απόψεις αποτελούν αποκλειστικά και μόνο προσωπική γνώμη του συγγραφέα)
Αλέξανδρος Κ. Γεωργιάδης
Φοιτητής Οικονομικών Επιστημών Πα.Μακ.,
Μέλος ΔΣ ΔΗΜΤΕ Ιπποδρομίου
Αναρτήθηκε από Διοικούσα Επιτροπή Ν. Θεσσαλονίκης
Εκ πρώτης η ίδια η σύνθεση των παρόντων. Η συντριπτική πλειοψηφία (αρκετά) άνω των 45 και ορισμένοι νέοι κάτω των 30. Μία σκληροπυρηνική αλλά γερασμένη βάση με περιορισμένη εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες στις οποίες προσπαθεί να διεισδύσει το κόμμα, η οποία νιώθει αδικημένη, και μία νεολαία απαραίτητη για την επιβίωση και επέκταση κάθε οργανισμού η οποία ωστόσο συστηματικά απέχει. Και μία γενιά χωρίς εκπροσώπηση.
Αυτή δυστυχώς, είναι η εικόνα και της κοινωνίας μας. Μια γενιά, αυτή των γονιών μας, που βιώνει την βίαιη διάψευση των προσδοκιών της μεταπολίτευσης και αδυνατεί να προσαρμοστεί γιατί θα πρέπει να αρνηθεί τον εαυτό της και βλέπει τα αδιέξοδα και τις στρεβλώσεις που δημιούργησε και για χρόνια συντήρησε να οδηγούν σε αδιέξοδο τα παιδιά της, στην ανεργία. Μία γενιά που έμαθε να ζει με δανεικά και ναι, να εξαργυρώνει τους πολιτικούς της αγώνες με εξυπηρετήσεις και θέσεις στο υπερδιογκωμένο Δημόσιο. Αυτή η γενιά των σημερινών τριαντάρηδων θα μείνει πιθανότατα στην ιστορία, όχι μόνο της Ελλάδας, ως η χαμένη γενιά. Η γενιά που στην πιο παραγωγική της ηλικία, προσωπικά επαγγελματικά κοινωνικά πολιτικά, βρέθηκε στο μεταίχμιο μιάς εποχής και αναλώθηκε από τον επιβεβλημένο εξορθολογισμό του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης. Είναι η γενιά που αποτυγχάνει να βρει εργασία και στον επόμενο κύκλο οικονομικής άνθισης όσο αργά ή γρήγορα αυτός έρθει, θα παραγκωνιστεί συντριπτικά από τη δική μου γενιά· τη γενιά που δεν έχει μπει ακόμη στην αγορά εργασίας και λόγω της συγκυρίας θα καθυστερήσει αυτή την είσοδό της και στο μεσοδιάστημα θα καταρτιστεί αρτιότερα, και χωρίς να έχει την αυταπάτη της «μιας θέσης στο Δημόσιο» και δυστυχώς χωρίς καμιά ιδιαίτερη εμπιστοσύνη προς το πολιτικό σύστημα συνολικά.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Μεταπολεμικά είμαστε η πρώτη γενιά που θα ζήσουμε, ή τουλάχιστον θα ξεκινήσουμε τη ζωή μας με δυσμενέστερους όρους απʼ ότι οι γονείς μας έστω και σε επίπεδο προσδοκιών. Αυτό κάνει τους νέους σήμερα πολιτικοποιημένους αλλά υπό τελείως διαφορετικούς όρους, δεν θα βασίσουν τις ελπίδες τους σε ένα σύστημα εξουσίας που κατέρρευσε υπό το βάρος των παθογενειών του ουσιαστικά στις πλάτες τους, αλλά στις δικές τους δυνάμεις. Αλλά με μία υποσημείωση, όχι γιατί δεν πιστεύουν στις συλλογικότητες και τη δημοκρατία αλλά γιατί δεν έχουν πειστεί ότι το πολιτικό μας σύστημα έχει όντως απορρίψει, κι όχι απλώς παροδικά απεκδυθεί, τον κακό του εαυτό.
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε τη χαμένη γενιά. Αν δεν υπάρξει άμεση έξοδος από την κρίση και μέριμνα για την αποκατάστασή της, αυτή η γενιά των τριανταπεντάρηδων κινδυνεύει να μην καταξιωθεί ποτέ εργασιακά, κοινωνικά πολιτικά και να αποτελέσει καταλύτη δυσάρεστων εξελίξεων και οξείας κοινωνικής κρίσης, σε μία προσπάθεια επιβεβαίωσης της ύπαρξής της.
Δεύτερον τα χρόνια σύνδρομα της Δεξιάς και του μέχρι πρότινος υπαρκτού μεσοαστικού κόσμου. Σύνδρομα ενοχής από την εποχή του Εμφυλίου, η Δικτατορία και βέβαια η μεταπολιτευτική σοσιαλιστική επέλαση του 1981, η σύντομη (και άδοξη) δεξιά παρένθεση ʽ90-ʼ93 που ακολουθήθηκε από τη θριαμβευτική επάνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την οικονομική ευφορία της δημιουργικής λογιστικής. Και σε αυτή την εικοσαετία ο μέσος δεξιός Νεοδημοκράτης παραμέρισε της επιμέρους ιδεολογικές του διαφορές συστρατεύτηκε και μόχθησε για την κατάληψη της εξουσίας για την εξουσία, αγώνας που δικαιώθηκε τελικά το 2004, προσδοκώντας την αποκατάστασή του στο πολιτικό κοινωνικό και προσωπικό πεδίο την τιμωρία των πολιτικών του αντιπάλων-πρωτίστως για το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου- και κατέληξε να φύγει και πάλι λοιδορούμενος φορτωμένος επικοινωνιακά όχι μόνο τις δικές του αμαρτίες αλλά και αυτές των προηγούμενων.
Επιπροσθέτως το ʽθολόʼ, περισσότερο επικοινωνιακό παρά πολιτικό, εφεύρημα του μεσαίου χώρου λειτούργησε θετικά στην πορεία προς την εξουσία επιβάλλοντας κατʼ ανάγκην μια αποϊδεολογικοποίηση και στρογγύλεμα , και αντίστοιχου βεληνεκούς στελέχη, προκειμένου να χωρέσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι, και εξίσου καταστροφικά κατά την απώλεια της εξουσίας αποτελέσματα, ενώ ταυτόχρονα οι καιροί απαιτούσαν ξεκάθαρη πολιτική πρόταση.
Λαμβάνοντας υπʼ όψιν και την παραδοσιακή αδυναμία της Δεξιάς στην Ελλάδα κι αλλού να καταγράψει την ιστορική της μνήμη και να διδαχθεί από αυτή πόσο μάλλον να αποκρυσταλλώσει και να κοινωνήσει την πολιτική της πρόταση γίνεται αντιληπτή η ιδεολογική σύγχυση του μέσου Νεοδημοκράτη, του στελέχους και του ψηφοφόρου όχι της ηγεσίας του κόμματος.
Κι αυτό διότι αυτή τη στιγμή, η ηγεσία και τα στελέχη πρώτης γραμμής ασκούνται επιμελώς στην παραγωγή πολιτικής: ο Πρόεδρος, οι Βουλευτές, οι Τομεάρχες, ο Πολιτικός Σχεδιασμός. Αλλά η πρόταση αυτή δεν φτάνει στη βάση για μια σειρά από λόγους. Πρώτα το –δικαιολογημένο ή αδικαιολόγητο-εχθρικό κλίμα στα ΜΜΕ, πρόβλημα που προσπαθούμε να λύσουμε με τη χρήση του διαδικτύου, το οποίο δεν είναι οικείο στην βάση του κόμματος. Δεύτερον, διότι αυτού του είδους η διαδικασία, της πολιτικής παίδευσης δεν μας είναι οικεία! Και τρίτον και κατά την προσωπική μου άποψη σημαντικότερο διότι δίνουμε τόσο βάρος στις νέες τεχνολογίες και την αδιαμφισβήτητη δυναμική τους που παραγνωρίζουμε βασικά εργαλεία 'πολιτικής προπαγάνδας' για την ενημέρωση της βάσης, τα οποία είναι οι ομιλίες και τα σεμινάρια, οι εκδόσεις του κόμματος, όπως το περιοδικό ʽΕπιλογέςʼ του Πολιτικού Σχεδιασμού το οποίο δεν γνωρίζει σχεδόν κανείς, φτάνει μόνο, τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη, στον Πρόεδρο και το Διευθυντή της Διοικούσας. Και βέβαια, πάντα σε επίπεδο Θεσσαλονίκης , η παντελής αδράνεια του στενά κομματικού Ιδρύματος Καραμανλή, αρμόδιου βάσει του καταστατικού για την παραγωγή και προαγωγή πολιτικής, και του φίλα προσκείμενου Ινστιτούτου Δημοκρατίας, του οποίου η δραστηριότητα είναι ανύπαρκτη τον τελευταίο έναν περίπου χρόνο!
Με απλά λόγια, κινδυνεύουμε να υπερεπενδύουμε στους νέους που δυστυχώς δεν έχουμε ακόμη πείσει, και να υποβαθμίζουμε τα στελέχη που έχουν προσφέρει χρόνια αλλά λειτουργούν και ανταποκρίνονται σε πιο παραδοσιακές μορφές διάδρασης, και για αυτό αξιολογείται οπωσδήποτε θετικά η πρωτοφανής, για τα δικά μας χρονικά, κίνηση του βουλευτή Σταύρου Καλαφάτη να αφουγκραστεί τη βάση του κόμματος και να επιχειρήσει έναν απροσχημάτιστο και ουσιαστικό διάλογο.
Το σίγουρο πάντως είναι το εξής: διανύουμε καιρούς εξαιρετικά ενδιαφέροντες και εξόχως πολιτικοποιημένους και ο κόσμος ανεξαρτήτως ηλικίας έχει ανάγκη να ακούσει και να πιστέψει μια σαφή, συνεκτική και εμπεριστατωμένη πολιτική πρόταση διακυβέρνησης. Τώρα, το ποια είναι τα πρόσφορα μέσα για την προσέγγιση κάθε ηλικιακής ομάδας και πώς θα γεφυρωθεί το μεταξύ τους χάσμα μένει να αποδειχθεί. Πρώτα όμως, ο κόσμος αυτός αναμένει από μια ιστορική όσο και ζωντανή παράταξη εξουσίας που έχει τριβή και επαφή με την πραγματικότητα και δεν γεννήθηκε και δεν συντηρείται σε αποστειρωμένα περιβάλλοντα, και αυτή η παράταξη είναι η Νέα Δημοκρατία, να αποδείξει ότι έχει διδαχθεί από τα λάθη της και είναι έτοιμη όποτε της ζητηθεί να εφαρμόσει ένα αξιόπιστο και βιώσιμο πρόγραμμα διακυβέρνησης. Να εμπνεύσει την Ελπίδα!
(οι παραπάνω απόψεις αποτελούν αποκλειστικά και μόνο προσωπική γνώμη του συγγραφέα)
Αλέξανδρος Κ. Γεωργιάδης
Φοιτητής Οικονομικών Επιστημών Πα.Μακ.,
Μέλος ΔΣ ΔΗΜΤΕ Ιπποδρομίου
Αναρτήθηκε από Διοικούσα Επιτροπή Ν. Θεσσαλονίκης