Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) απέρριψε την προσφυγή 80 Τουρκοκυπρίων ότι παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία δεν τους επέτρεψε να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις βουλευτικές εκλογές του 2006, επειδή διέμεναν μόνιμα στα κατεχόμενα.
Την απόφαση δημοσιεύει σήμερα η εφημερίδα "Αλήθεια" σε ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Τάκη Αγαθοκλέους.
Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης, η νομοθεσία που θεσπίστηκε από την Κυπριακή κυβέρνηση το 2006, με βάσει την οποία για να ασκούν τα εκλογικά τους δικαιώματα οι Τουρκοκύπριοι πρέπει να διαμένουν στις ελεύθερες περιοχές, δεν συνιστά διάκριση εις βάρος τους.
Η σημαντική αυτή απόφαση έχει προϊστορία. Στις βουλευτικές εκλογές του 2001 δεν επετράπη στον τουρκοκύπριο Ιμπαρχήμ Αζίζ, που διέμενε στις ελεύθερες περιοχές, να ασκήσει τα εκλογικά του δικαιώματα, με αποτέλεσμα αυτός να προσφύγει ατομικά στο ΕΔΑΔ. Ο κ. Αζίζ δικαιώθηκε, με αποτέλεσμα το 2006 να τροποποιηθεί η νομοθεσία , ώστε οι Τουρκοκύπριοι που έχουν συνήθη διαμονή στις ελεύθερες περιοχές να ασκούν τα εκλογικά τους δικαιώματα.
Στις βουλευτικές εκλογές του 2006. μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, 80 Τουρκοκύπριοι, που διέμεναν μόνιμα στα κατεχόμενα, είχαν αποταθεί στον υπουργό Εσωτερικών για εγγραφή στον ξεχωριστό τουρκικό εκλογικό κατάλογο, που προβλέπει το Σύνταγμα για την τουρκική κοινότητα, προκειμένου να μπορούν να ψηφίσουν και / ή θέσουν υποψηφιότητα στις εν λόγω εκλογές.
Ισχυρίστηκαν ότι ο νόμος του 2006, που διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης παρέχει τα πιο πάνω δικαιώματα σε Τουρκοκύπριους, μόνο όταν πληρούν το κριτήριο της συνήθους διαμονής σε ελεύθερο έδαφος της Δημοκρατίας, ήταν αντίθετος με το Σύνταγμα. Το αίτημά τους αυτό απορρίφθηκε από τον υπουργό Εσωτερικών και ως εκ τούτου προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο επίσης απέρριψε την προσφυγή. Ακολούθως οι 80 Τουρκοκύπριοι, με επικεφαλής τον γνωστό πολιτικό και οικονομικό παράγοντα Αλί Ερέλ, προσέφυγαν στο ΕΔΑΔ. Πρόσφατα το ΕΔΑΔ εξέδωσε την απόφασή του, η οποία ήταν αρνητική για τους εν λόγω Τουρκοκύπριους.
Το ΕΔΑΔ στην απόφαση του παρατήρησε ότι δεδομένου ότι οι αιτούντες, βασιζόμενοι στα άρθρα 62 και 63 του Συντάγματος, είχαν αποταθεί στον υπουργό Εσωτερικών και ακολούθως στο Ανώτατο Δικαστήριο για εγγραφή στον ξεχωριστό εκλογικό κατάλογο της τουρκικής κοινότητας, η επιδίωξή τους ήταν να ψηφίσουν και να αναδείξουν υπό την ιδιότητα μελών της τουρκικής κοινότητας, βουλευτές της δικής τους κοινότητας. Συνεπώς το ΕΔΑΔ έκρινε ότι ο πυρήνας του παραπόνου των αιτούντων ήταν η άρνηση εγγραφής τους στον εν λόγω εκλογικό κατάλογο.
Το ΕΔΑΔ επεσήμανε πρώτα ότι δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 η ερμηνεία ότι επιβάλλεται στα κράτη μέλη να έχουν χωριστούς καταλόγους και να διεξάγουν χωριστές εκλογές. Έκρινε ότι παρόλο, που το κυπριακό Σύνταγμα προβλέπει χωριστούς εκλογικούς καταλόγους της ελληνικής και τουρκικής κοινότητας, η απόρριψη του αιτήματος για εφαρμογή των συνταγματικών προνοιών δεν ήταν παράλογη ή αυθαίρετη "υπό τις περιστάσεις". Για τις "περιστάσεις" που λήφθηκαν υπόψη το ΕΔΑΔ παρέπεμψε σε προηγούμενη απόφαση στην ατομική προσφυγή Αζίζ v Κύπρου, ημ. 22.6.2004, όπου εξέτασε το εκλογικό σύστημα της Κύπρου υπό το πρίσμα της έκρυθμης κατάστασης, και στην απόφαση που έκδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο (30.4.2007) απορρίπτοντας την προσφυγή των αιτητών στη δεδομένη περίπτωση, δηλαδή ότι: "Από της αποχώρησης της τουρκικής κοινότητας από τα όργανα του κράτους και της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί στην Κύπρο, οι συνταγματικές διατάξεις που απαιτούν χωριστές εκλογές έχουν καταστεί μη εφαρμόσιμες".
Το ΕΔΑΔ προχώρησε ακολούθως και εξέτασε και την περίπτωση που ενδεχομένως το παράπονο να αφορούσε την αδυναμία γενικά, άσκησης από τους αιτούντες, των δικαιωμάτων του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε βουλευτικές εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το ΕΔΑΔ υπενθύμισε κατ' αρχήν ότι η Δημοκρατία υιοθέτησε το νόμο 2(1)2006 για συμμόρφωση με την πιο πάνω απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Αζίζ, όπου η παραβίαση του άρθρου 3 αφορούσε αδυναμία συμμετοχής σε βουλευτικές εκλογές μέλους της τουρκικής κοινότητας που διέμενε στις ελεύθερες περιοχές, σε αντίθεση με τους αιτητές στην παρούσα υπόθεση που διέμεναν στα κατεχόμενα.
Στην απόφασή του το ΕΔΑΔ αναφέρει ότι δυνάμει του πιο πάνω νόμου όλοι οι Κύπριοι που ανήκουν στην τουρκική κοινότητα και έχουν συνήθη διαμονή στις ελεύθερες περιοχές μπορούν να εγγραφούν σε συμπληρωματικό εκλογικό κατάλογο που ενσωματώνεται στον κύριο εκλογικό κατάλογο των μελών της ελληνικής κοινότητας, και δύνανται να ψηφίζουν και να θέτουν υποψηφιότητα μεταξύ άλλων σε βουλευτικές εκλογές. Τονίζει ότι ως αποτέλεσμα εκείνου του νόμου κατέστη δυνατό να συμμετάσχει στις βουλευτικές εκλογές του 2006 ένας σημαντικός αριθμός Τουρκοκυπρίων και επισημαίνει ότι ο λόγος για τον οποίο οι 80 αιτούντες στην παρούσα περίπτωση δεν μπόρεσαν να ασκήσουν τα εκλογικά τους δικαιώματα και να συμμετάσχουν στις βουλευτικές εκλογές του 2006 ήταν ότι δεν ικανοποιούσαν τα κριτήριο διαμονής του νόμου, αφού είχαν τη μόνιμη διαμονή τους στην "Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου".
Σε σχέση με το κριτήριο της διαμονής για άσκηση εκλογικών δικαιωμάτων το οποίο δεν ικανοποιείτο από τους αιτούντες ώστε να ψηφίσουν σε βουλευτικές εκλογές, το ΕΔΑΔ παράπεμψε σε νομολογία του, σύμφωνα με την οποία, "περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν, που συνίστανται σε ικανοποίηση κριτηρίων διαμονής, ή της διάρκειας διαμονής στη χώρα διεξαγωγής των εκλογών για ανάδειξη του νομοθετικού σώματος, δεν συνιστούν ως θέμα αρχής αυθαίρετο περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγειν, ώστε να καθιστούν τον περιορισμό ασυμβίβαστο προς το άρθρο 3."
Για το δικαίωμα του εκλέγεσθαι το ΕΔΑΔ υπενθύμισε ότι σύμφωνα με τη νομολογία του, "είναι δυνατό να τεθούν ακόμα πιο αυστηρές απαιτήσεις για την υποβολή υποψηφιοτήτων, και ότι τα κράτη έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στην υιοθέτηση κανόνων σ' αυτό το θέμα".
Το ΕΔΑΔ σημείωσε επίσης ότι με τη de facto διαίρεση της Κύπρου μπορεί να θεωρηθεί ότι "αποκόπηκε ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των αιτούντων και της κυπριακής δικαιοδοσίας".
Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης, η νομοθεσία που θεσπίστηκε από την Κυπριακή κυβέρνηση το 2006, με βάσει την οποία για να ασκούν τα εκλογικά τους δικαιώματα οι Τουρκοκύπριοι πρέπει να διαμένουν στις ελεύθερες περιοχές, δεν συνιστά διάκριση εις βάρος τους.
Η σημαντική αυτή απόφαση έχει προϊστορία. Στις βουλευτικές εκλογές του 2001 δεν επετράπη στον τουρκοκύπριο Ιμπαρχήμ Αζίζ, που διέμενε στις ελεύθερες περιοχές, να ασκήσει τα εκλογικά του δικαιώματα, με αποτέλεσμα αυτός να προσφύγει ατομικά στο ΕΔΑΔ. Ο κ. Αζίζ δικαιώθηκε, με αποτέλεσμα το 2006 να τροποποιηθεί η νομοθεσία , ώστε οι Τουρκοκύπριοι που έχουν συνήθη διαμονή στις ελεύθερες περιοχές να ασκούν τα εκλογικά τους δικαιώματα.
Στις βουλευτικές εκλογές του 2006. μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, 80 Τουρκοκύπριοι, που διέμεναν μόνιμα στα κατεχόμενα, είχαν αποταθεί στον υπουργό Εσωτερικών για εγγραφή στον ξεχωριστό τουρκικό εκλογικό κατάλογο, που προβλέπει το Σύνταγμα για την τουρκική κοινότητα, προκειμένου να μπορούν να ψηφίσουν και / ή θέσουν υποψηφιότητα στις εν λόγω εκλογές.
Ισχυρίστηκαν ότι ο νόμος του 2006, που διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης παρέχει τα πιο πάνω δικαιώματα σε Τουρκοκύπριους, μόνο όταν πληρούν το κριτήριο της συνήθους διαμονής σε ελεύθερο έδαφος της Δημοκρατίας, ήταν αντίθετος με το Σύνταγμα. Το αίτημά τους αυτό απορρίφθηκε από τον υπουργό Εσωτερικών και ως εκ τούτου προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο επίσης απέρριψε την προσφυγή. Ακολούθως οι 80 Τουρκοκύπριοι, με επικεφαλής τον γνωστό πολιτικό και οικονομικό παράγοντα Αλί Ερέλ, προσέφυγαν στο ΕΔΑΔ. Πρόσφατα το ΕΔΑΔ εξέδωσε την απόφασή του, η οποία ήταν αρνητική για τους εν λόγω Τουρκοκύπριους.
Το ΕΔΑΔ στην απόφαση του παρατήρησε ότι δεδομένου ότι οι αιτούντες, βασιζόμενοι στα άρθρα 62 και 63 του Συντάγματος, είχαν αποταθεί στον υπουργό Εσωτερικών και ακολούθως στο Ανώτατο Δικαστήριο για εγγραφή στον ξεχωριστό εκλογικό κατάλογο της τουρκικής κοινότητας, η επιδίωξή τους ήταν να ψηφίσουν και να αναδείξουν υπό την ιδιότητα μελών της τουρκικής κοινότητας, βουλευτές της δικής τους κοινότητας. Συνεπώς το ΕΔΑΔ έκρινε ότι ο πυρήνας του παραπόνου των αιτούντων ήταν η άρνηση εγγραφής τους στον εν λόγω εκλογικό κατάλογο.
Το ΕΔΑΔ επεσήμανε πρώτα ότι δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 η ερμηνεία ότι επιβάλλεται στα κράτη μέλη να έχουν χωριστούς καταλόγους και να διεξάγουν χωριστές εκλογές. Έκρινε ότι παρόλο, που το κυπριακό Σύνταγμα προβλέπει χωριστούς εκλογικούς καταλόγους της ελληνικής και τουρκικής κοινότητας, η απόρριψη του αιτήματος για εφαρμογή των συνταγματικών προνοιών δεν ήταν παράλογη ή αυθαίρετη "υπό τις περιστάσεις". Για τις "περιστάσεις" που λήφθηκαν υπόψη το ΕΔΑΔ παρέπεμψε σε προηγούμενη απόφαση στην ατομική προσφυγή Αζίζ v Κύπρου, ημ. 22.6.2004, όπου εξέτασε το εκλογικό σύστημα της Κύπρου υπό το πρίσμα της έκρυθμης κατάστασης, και στην απόφαση που έκδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο (30.4.2007) απορρίπτοντας την προσφυγή των αιτητών στη δεδομένη περίπτωση, δηλαδή ότι: "Από της αποχώρησης της τουρκικής κοινότητας από τα όργανα του κράτους και της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί στην Κύπρο, οι συνταγματικές διατάξεις που απαιτούν χωριστές εκλογές έχουν καταστεί μη εφαρμόσιμες".
Το ΕΔΑΔ προχώρησε ακολούθως και εξέτασε και την περίπτωση που ενδεχομένως το παράπονο να αφορούσε την αδυναμία γενικά, άσκησης από τους αιτούντες, των δικαιωμάτων του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε βουλευτικές εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το ΕΔΑΔ υπενθύμισε κατ' αρχήν ότι η Δημοκρατία υιοθέτησε το νόμο 2(1)2006 για συμμόρφωση με την πιο πάνω απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Αζίζ, όπου η παραβίαση του άρθρου 3 αφορούσε αδυναμία συμμετοχής σε βουλευτικές εκλογές μέλους της τουρκικής κοινότητας που διέμενε στις ελεύθερες περιοχές, σε αντίθεση με τους αιτητές στην παρούσα υπόθεση που διέμεναν στα κατεχόμενα.
Στην απόφασή του το ΕΔΑΔ αναφέρει ότι δυνάμει του πιο πάνω νόμου όλοι οι Κύπριοι που ανήκουν στην τουρκική κοινότητα και έχουν συνήθη διαμονή στις ελεύθερες περιοχές μπορούν να εγγραφούν σε συμπληρωματικό εκλογικό κατάλογο που ενσωματώνεται στον κύριο εκλογικό κατάλογο των μελών της ελληνικής κοινότητας, και δύνανται να ψηφίζουν και να θέτουν υποψηφιότητα μεταξύ άλλων σε βουλευτικές εκλογές. Τονίζει ότι ως αποτέλεσμα εκείνου του νόμου κατέστη δυνατό να συμμετάσχει στις βουλευτικές εκλογές του 2006 ένας σημαντικός αριθμός Τουρκοκυπρίων και επισημαίνει ότι ο λόγος για τον οποίο οι 80 αιτούντες στην παρούσα περίπτωση δεν μπόρεσαν να ασκήσουν τα εκλογικά τους δικαιώματα και να συμμετάσχουν στις βουλευτικές εκλογές του 2006 ήταν ότι δεν ικανοποιούσαν τα κριτήριο διαμονής του νόμου, αφού είχαν τη μόνιμη διαμονή τους στην "Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου".
Σε σχέση με το κριτήριο της διαμονής για άσκηση εκλογικών δικαιωμάτων το οποίο δεν ικανοποιείτο από τους αιτούντες ώστε να ψηφίσουν σε βουλευτικές εκλογές, το ΕΔΑΔ παράπεμψε σε νομολογία του, σύμφωνα με την οποία, "περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν, που συνίστανται σε ικανοποίηση κριτηρίων διαμονής, ή της διάρκειας διαμονής στη χώρα διεξαγωγής των εκλογών για ανάδειξη του νομοθετικού σώματος, δεν συνιστούν ως θέμα αρχής αυθαίρετο περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγειν, ώστε να καθιστούν τον περιορισμό ασυμβίβαστο προς το άρθρο 3."
Για το δικαίωμα του εκλέγεσθαι το ΕΔΑΔ υπενθύμισε ότι σύμφωνα με τη νομολογία του, "είναι δυνατό να τεθούν ακόμα πιο αυστηρές απαιτήσεις για την υποβολή υποψηφιοτήτων, και ότι τα κράτη έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στην υιοθέτηση κανόνων σ' αυτό το θέμα".
Το ΕΔΑΔ σημείωσε επίσης ότι με τη de facto διαίρεση της Κύπρου μπορεί να θεωρηθεί ότι "αποκόπηκε ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των αιτούντων και της κυπριακής δικαιοδοσίας".