Με αποκλεισμό του λιμανιού στην Ηγουμενίτσα την Τρίτη, 3 Μαΐου, στις 17.00, κλιμακώνουν τις κινητοποιήσεις τους, φορείς και κάτοικοι της πρωτεύουσας της Θεσπρωτίας, ζητώντας από την κυβέρνηση να λάβει άμεσα μέτρα για τη διευθέτηση του ζητήματος των παρανόμων μεταναστών, που έχουν κατακλύσει την περιοχή τους.
Η συγκεκριμένη μέρα και ώρα επελέγησαν για τη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο λιμάνι, καθώς η κίνηση σε φορτηγά προς την Ιταλία θα είναι ιδιαίτερα αυξημένη.
Στην ανακοίνωση, που υπογράφει ο δήμαρχος Ηγουμενίτσας, Γεώργιος Κάτσινος γίνεται λόγος για «το πρόβλημα από την παρουσία των παράνομων μεταναστών στην πόλη μας, ακυρώνει κάθε προσπάθεια για την ανάπτυξη του τόπου. Τα προσδοκώμενα οφέλη από τη λειτουργία των μεγάλων έργων, Εγνατία Οδός και Λιμάνι, έχουν καταργηθεί στην πράξη».
Όπως διευκρίνισε ο δήμαρχος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, «η κατάσταση αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη του τόπου, γιατί η πρώτη εικόνα που έχει ο τουρίστας στο λιμάνι, είναι αποτρεπτική. Απέναντι ακριβώς από το αγκυροβόλιο των πλοίων, που έρχονται από την Ιταλία, στο Λαδοχώρι, βρίσκεται ο καταυλισμός των μεταναστών, παραπήγματα από ξύλα και νάιλον κάτω από τα δένδρα. Οι ίδιοι, κατά ομάδες κυκλοφορούν εξαθλιωμένοι γύρω από το λιμάνι. Ο επισκέπτης νιώθει ανασφάλεια και αυτό επιβεβαιώνεται από τα τηλέφωνα που δεχόμαστε καθημερινά στον δήμο. Πολλοί τουρίστες, που θέλουν να επισκεφθούν τον τόπο μας, ρωτούν πριν έρθουν πόσο ασφαλείς είναι στην Ηγουμενίτσα».
Ο κ. Κάτσινος έκανε λόγο και για τις προσπάθειες του δήμου, προκειμένου να ανακουφίσει λίγο τη δυστυχία των μεταναστών. Ήδη, στην Ηγουμενίτσα βρίσκονται στελέχη της ανθρωπιστικής οργάνωσης "Γιατροί του Κόσμου". Έχουν στήσει δύο τροχόσπιτα κάτω από τη γέφυρα της Εγνατίας. Τις επόμενες ημέρες θα φθάσει στην περιοχή και κλιμάκιο του Ερυθρού Σταυρού για τη διανομή συσσιτίου.
Ο δήμος έχει προτείνει να συγκεντρώσει, προσωρινά, έως το καλοκαίρι, σε σκηνές έξω από την πόλη όλους τους μετανάστες, ώστε «να είναι ελεγχόμενοι και να μην δημιουργούν προβλήματα». Ωστόσο, αντέδρασαν οι κάτοικοι, θεωρώντας ότι αυτό το δεδομένο θα προσέλκυε ακόμη περισσότερους.
Ο δήμαρχος Ηγουμενίτσας, ωστόσο, είναι κατηγορηματικός: «Το αρμόδιο υπουργείο, η κυβέρνηση, η πολιτεία πρέπει να δώσουν λύσεις γιατί το ζήτημα ξεφεύγει από τα όρια ενός δήμου, είναι πρόβλημα πανελλαδικό, πανευρωπαϊκό. Εμείς κάναμε ότι ήταν δυνατόν. Πρέπει άμεσα να δοθεί λύση».
«Οι γονείς μας, αλλά και εμείς οι ίδιοι υπήρξαμε μετανάστες», επισημαίνουν αρμόδιοι παράγοντες του Δήμο, απορρίπτοντας ότι τα κίνητρα της κινητοποίησης τους έχουν ξενοφοβικό χαρακτήρα. "Η πρότασή μας στο υπουργό Προστασίας του Πολίτη είναι να γίνουν κέντρα υποδοχής, όχι βέβαια εδώ κοντά, κάπου προς την κεντρική Ελλάδα. Να είναι κέντρα, που θα πληρούν όλες τις συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης. Παράλληλα με αυτό να γίνει και εθελοντική επαναπροώθηση μεταναστών στις χώρες τους. Πιστεύουμε ότι αν σβήσει η ελπίδα να φύγουν στην Ευρώπη θα θελήσουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους».
Η εικόνα, εξάλλου, στους δρόμους της Ηγουμενίτσας είναι ενδεικτική. Μετανάστες ψάχνουν για οτιδήποτε βρώσιμο μέσα στους κάδους απορριμμάτων. «Στο Λαδοχώρι έχουν μοιράσει τους κάδους», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ηλίας Λώλης, πρόεδρος της κοινότητας και εξηγεί: «Σε άλλους πηγαίνουν οι Μαροκινοί, σε άλλους οι Αφγανοί. Το χωριό τούς βοηθά όσο μπορεί. Από την άλλη, όμως, δεν αντέχει. Ο φόβος ότι η πείνα και η δυστυχία τους θα τους οδηγήσουν σε άσχημες καταστάσεις έχει ως αποτέλεσμα να μην κυκλοφορούν το βράδυ γυναίκες και παιδιά».
Όπως σημειώνει ο πρόεδρος, στα εστιατόρια και τις ταβέρνες της πόλης ζητιανεύουν ένα κομμάτι ψωμί, ή ένα πιάτο φαγητό, και το βρίσκουν. Το πρόβλημα δημιουργείται, όταν μαζεύονται κατά ομάδες και το απαιτούν όλοι μαζί από τους εστιάτορες, με αποτέλεσμα τις ορισμένες φορές να δημιουργούνται μικροεπεισόδια».
Στη γέφυρα της Εγνατίας, όπου βρίσκονται μέρα και νύχτα οι "Γιατροί του Κόσμου", πολλοί μετανάστες φτάνουν με λοιμώξεις του αναπνευστικού, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που ζητούν ψυχολογική υποστήριξη από κοινωνικούς λειτουργούς. Η ελπίδα να φύγουν στην Ιταλία μέρα με τη μέρα εξανεμίζεται και έρχεται το αδιέξοδο.
Ο Ζαφουάν είναι 28 χρονών από την Αλγερία. Ήρθε στην Ελλάδα πριν από τρία χρόνια. Τους τελευταίους πέντε μήνες βρίσκεται στην Ηγουμενίτσα εγκλωβισμένος στην ελπίδα να φύγει για την Ιταλία και από εκεί στη Γαλλία αναζητώντας τον πατέρα του.
Έξω από τη μάντρα του λιμανιού υπάρχει μία βρύση από όπου παίρνουν νερό για τον καταυλισμό και πλένουν υποτυπωδώς τα ρούχα τους. Εκεί, κάποια πρωινά βρίσκουν και τα ρούχα ή το φαγητό που τους αφήνουν κάτοικοι της Ηγουμενίτσας.
Η μάχη για τη «μεγάλη φυγή» προς την Ιταλία δίνεται κάθε Κυριακή και Τρίτη, τότε δηλαδή που η κίνηση των φορτηγών στο λιμάνι είναι ιδιαίτερα αυξημένη. Τη νύχτα επικρατεί πανδαιμόνιο γύρω από τη ζώνη ασφαλείας του λιμανιού. Πολλοί σκαρφαλώνουν πάνω στη γέφυρα της Εγνατίας για να σαλτάρουν στα διερχόμενα φορτηγά, άλλοι μηχανεύονται τρόπους για να μπουν κάτω από τις νταλίκες και η σύγκρουση με τους άνδρες της αστυνομίας, που προσπαθούν να απωθήσουν τον κόσμο, είναι αναπόφευκτη.
Ο αστυνομικός διευθυντής Ηγουμενίτσας ταξίαρχος Β. Μίαρης λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι απελπισμένοι μετανάστες καθημερινά προσπαθούν να παραβιάσουν τη ζώνη ασφαλείας του λιμανιού και κόβουν τα συρματοπλέγματα με κόφτες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας, ο αριθμός τους καθημερινά αυξομειώνεται. Είναι περίπου 800 άνδρες, στην πλειονότητά τους Αφγανοί και Ιρακινοί από 18 έως 45 χρόνων.
Στην ανακοίνωση, που υπογράφει ο δήμαρχος Ηγουμενίτσας, Γεώργιος Κάτσινος γίνεται λόγος για «το πρόβλημα από την παρουσία των παράνομων μεταναστών στην πόλη μας, ακυρώνει κάθε προσπάθεια για την ανάπτυξη του τόπου. Τα προσδοκώμενα οφέλη από τη λειτουργία των μεγάλων έργων, Εγνατία Οδός και Λιμάνι, έχουν καταργηθεί στην πράξη».
Όπως διευκρίνισε ο δήμαρχος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, «η κατάσταση αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη του τόπου, γιατί η πρώτη εικόνα που έχει ο τουρίστας στο λιμάνι, είναι αποτρεπτική. Απέναντι ακριβώς από το αγκυροβόλιο των πλοίων, που έρχονται από την Ιταλία, στο Λαδοχώρι, βρίσκεται ο καταυλισμός των μεταναστών, παραπήγματα από ξύλα και νάιλον κάτω από τα δένδρα. Οι ίδιοι, κατά ομάδες κυκλοφορούν εξαθλιωμένοι γύρω από το λιμάνι. Ο επισκέπτης νιώθει ανασφάλεια και αυτό επιβεβαιώνεται από τα τηλέφωνα που δεχόμαστε καθημερινά στον δήμο. Πολλοί τουρίστες, που θέλουν να επισκεφθούν τον τόπο μας, ρωτούν πριν έρθουν πόσο ασφαλείς είναι στην Ηγουμενίτσα».
Ο κ. Κάτσινος έκανε λόγο και για τις προσπάθειες του δήμου, προκειμένου να ανακουφίσει λίγο τη δυστυχία των μεταναστών. Ήδη, στην Ηγουμενίτσα βρίσκονται στελέχη της ανθρωπιστικής οργάνωσης "Γιατροί του Κόσμου". Έχουν στήσει δύο τροχόσπιτα κάτω από τη γέφυρα της Εγνατίας. Τις επόμενες ημέρες θα φθάσει στην περιοχή και κλιμάκιο του Ερυθρού Σταυρού για τη διανομή συσσιτίου.
Ο δήμος έχει προτείνει να συγκεντρώσει, προσωρινά, έως το καλοκαίρι, σε σκηνές έξω από την πόλη όλους τους μετανάστες, ώστε «να είναι ελεγχόμενοι και να μην δημιουργούν προβλήματα». Ωστόσο, αντέδρασαν οι κάτοικοι, θεωρώντας ότι αυτό το δεδομένο θα προσέλκυε ακόμη περισσότερους.
Ο δήμαρχος Ηγουμενίτσας, ωστόσο, είναι κατηγορηματικός: «Το αρμόδιο υπουργείο, η κυβέρνηση, η πολιτεία πρέπει να δώσουν λύσεις γιατί το ζήτημα ξεφεύγει από τα όρια ενός δήμου, είναι πρόβλημα πανελλαδικό, πανευρωπαϊκό. Εμείς κάναμε ότι ήταν δυνατόν. Πρέπει άμεσα να δοθεί λύση».
«Οι γονείς μας, αλλά και εμείς οι ίδιοι υπήρξαμε μετανάστες», επισημαίνουν αρμόδιοι παράγοντες του Δήμο, απορρίπτοντας ότι τα κίνητρα της κινητοποίησης τους έχουν ξενοφοβικό χαρακτήρα. "Η πρότασή μας στο υπουργό Προστασίας του Πολίτη είναι να γίνουν κέντρα υποδοχής, όχι βέβαια εδώ κοντά, κάπου προς την κεντρική Ελλάδα. Να είναι κέντρα, που θα πληρούν όλες τις συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης. Παράλληλα με αυτό να γίνει και εθελοντική επαναπροώθηση μεταναστών στις χώρες τους. Πιστεύουμε ότι αν σβήσει η ελπίδα να φύγουν στην Ευρώπη θα θελήσουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους».
Η εικόνα, εξάλλου, στους δρόμους της Ηγουμενίτσας είναι ενδεικτική. Μετανάστες ψάχνουν για οτιδήποτε βρώσιμο μέσα στους κάδους απορριμμάτων. «Στο Λαδοχώρι έχουν μοιράσει τους κάδους», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ηλίας Λώλης, πρόεδρος της κοινότητας και εξηγεί: «Σε άλλους πηγαίνουν οι Μαροκινοί, σε άλλους οι Αφγανοί. Το χωριό τούς βοηθά όσο μπορεί. Από την άλλη, όμως, δεν αντέχει. Ο φόβος ότι η πείνα και η δυστυχία τους θα τους οδηγήσουν σε άσχημες καταστάσεις έχει ως αποτέλεσμα να μην κυκλοφορούν το βράδυ γυναίκες και παιδιά».
Όπως σημειώνει ο πρόεδρος, στα εστιατόρια και τις ταβέρνες της πόλης ζητιανεύουν ένα κομμάτι ψωμί, ή ένα πιάτο φαγητό, και το βρίσκουν. Το πρόβλημα δημιουργείται, όταν μαζεύονται κατά ομάδες και το απαιτούν όλοι μαζί από τους εστιάτορες, με αποτέλεσμα τις ορισμένες φορές να δημιουργούνται μικροεπεισόδια».
Στη γέφυρα της Εγνατίας, όπου βρίσκονται μέρα και νύχτα οι "Γιατροί του Κόσμου", πολλοί μετανάστες φτάνουν με λοιμώξεις του αναπνευστικού, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που ζητούν ψυχολογική υποστήριξη από κοινωνικούς λειτουργούς. Η ελπίδα να φύγουν στην Ιταλία μέρα με τη μέρα εξανεμίζεται και έρχεται το αδιέξοδο.
Ο Ζαφουάν είναι 28 χρονών από την Αλγερία. Ήρθε στην Ελλάδα πριν από τρία χρόνια. Τους τελευταίους πέντε μήνες βρίσκεται στην Ηγουμενίτσα εγκλωβισμένος στην ελπίδα να φύγει για την Ιταλία και από εκεί στη Γαλλία αναζητώντας τον πατέρα του.
Έξω από τη μάντρα του λιμανιού υπάρχει μία βρύση από όπου παίρνουν νερό για τον καταυλισμό και πλένουν υποτυπωδώς τα ρούχα τους. Εκεί, κάποια πρωινά βρίσκουν και τα ρούχα ή το φαγητό που τους αφήνουν κάτοικοι της Ηγουμενίτσας.
Η μάχη για τη «μεγάλη φυγή» προς την Ιταλία δίνεται κάθε Κυριακή και Τρίτη, τότε δηλαδή που η κίνηση των φορτηγών στο λιμάνι είναι ιδιαίτερα αυξημένη. Τη νύχτα επικρατεί πανδαιμόνιο γύρω από τη ζώνη ασφαλείας του λιμανιού. Πολλοί σκαρφαλώνουν πάνω στη γέφυρα της Εγνατίας για να σαλτάρουν στα διερχόμενα φορτηγά, άλλοι μηχανεύονται τρόπους για να μπουν κάτω από τις νταλίκες και η σύγκρουση με τους άνδρες της αστυνομίας, που προσπαθούν να απωθήσουν τον κόσμο, είναι αναπόφευκτη.
Ο αστυνομικός διευθυντής Ηγουμενίτσας ταξίαρχος Β. Μίαρης λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι απελπισμένοι μετανάστες καθημερινά προσπαθούν να παραβιάσουν τη ζώνη ασφαλείας του λιμανιού και κόβουν τα συρματοπλέγματα με κόφτες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας, ο αριθμός τους καθημερινά αυξομειώνεται. Είναι περίπου 800 άνδρες, στην πλειονότητά τους Αφγανοί και Ιρακινοί από 18 έως 45 χρόνων.