Πάσχα, Πασχαλιά, Ανάσταση, το ξεφάντωμα της ψυχής και της φύσης σε μία Λαμπρή γιορτή για τη λύτρωση, την αναγέννηση, την γονιμότητα. Η «πανήγυρις, πανηγύρεων», σύμφωνα με τους ύμνους, τιμάται στην κορύφωση της άνοιξης, με τη φύση ν’ ανανεώνεται και τον άνθρωπο να αρνείται και να ανατρέπει το θάνατο, από τους αρχαίους μύθους του Άδωνη και της Περσεφόνης μέχρι τον Αναστάντα Χριστό.
«Ιστορικά το Πάσχα συμβολίζει την έξοδο από το σκοτάδι στο Φως», επισημαίνει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ η διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αικατερίνη Καμηλάκη, και προσθέτει: «Μία μετάβαση, η οποία απαιτεί μακρά σωματική και ψυχική - πνευματική προετοιμασία. Για τη Χριστιανοσύνη ξεκινά με τη νηστεία της Σαρακοστής και συνεχίζεται με το λαό να συμπάσχει στο μαρτύριο του Θεανθρώπου».
Ο εορτασμός, λέει η κ. Καμηλάκη, αρχίζει την Ανάσταση, συνεχίζεται όλη την «ασπροβδομάδα» και ολοκληρώνεται με την ανάληψη του Κυρίου. «Η όλη περίοδος, διανθίζεται με πλούσια λατρευτικά έθιμα, αλλά και άλλα προχριστιανικά, εξαγνιστικά και αποτρεπτικά του κακού τα οποία εντάχθηκαν στην θρησκεία. Αυτά είναι τα κόκκινα αυγά (γονιμοποίηση φύσης), επισκέψεις με όργανα στους τάφους και προσφορές στους νεκρούς, τελετουργικοί χοροί του Αγίου Γεωργίου και άλλα», επισημαίνει.
Ο συμβολισμός του Πάσχα στη σημερινή εποχή, ταυτίζεται με τη μεγάλη έξοδο του πληθυσμού από τα αστικά κέντρα προς τη φύση. Τα αγριολούλουδα και το ανοιξιάτικο αεράκι, συμπληρώνουν το φόντο της μεγάλης γιορτής με τον οβελία, τα ολοκόκκινα αυγά και το άφθονο κρασί.
Ωστόσο, στην παλιά Αθήνα η εικόνα ήταν τελείως διαφορετική, θυμάται η κ. Καμηλάκη. «Το Πάσχα οι νοικοκυραίοι από τα Μεσόγεια κατέφθαναν στην πόλη με μουσικά όργανα να χαιρετήσουν τον "καλό κόσμο" σπίτι- σπίτι. Κατέληγαν στο Θησείο, όπου έψηναν αρνιά και κοκορέτσια και ξεφάντωναν μέχρι το πρωί, με τη συμμετοχή των Αθηναίων. Ο χορός είχε επικεφαλής των ιερέα και οι άλλοι ακολουθούσαν κατά ηλικία τραγουδώντας», λέει και συνεχίζει: «Τότε γιόρταζαν όλη τη νέα εβδομάδα και κανένας νοικοκύρης δεν έμπαινε στο κτήμα του. Βεβαίως εξεταζόταν και η ωμοπλάτη από το σφάγιο, βάση του αρχαιοελληνικού εθίμου της ωμοπλατοσκοπίας για τα μαντέματα. Οι Αρματολοί και οι Κλέφτες δεν επιχειρούσαν καμιά επίθεση, αν δεν συμβουλεύονταν τη σπάλα του ψημένου αρνιού».
Αργότερα στην μεταπολεμική Αθήνα, όταν το άστυ ήταν στην περιοχή της Κυψέλης και στο Κολωνάκι, οι βοσκοί από τα ορεινά, δηλαδή το Γαλάτσι και τον Υμηττό, κατέβαιναν με το κοπάδι των αρνιών στην πόλη.
Ο Μιχάλης Βλασιάδης μαθητής στις αρχές του ΄60 στην Κυψέλη, λέει: «Θυμάμαι τους τσοπάνους να κατεβαίνουν από τα Τουρκοβούνια και να σφάζουν τα αρνιά στην αγορά της Φωκίωνος για να τα πουλήσουν. Από τη Μεγάλη Δευτέρα νηστεύαμε όλοι και η ζωή περιστρεφόταν γύρω από την εκκλησία και τις προετοιμασίες για τη γιορτή. Στην εκκλησία πηγαίναμε από νωρίτερα στους χαιρετισμούς και συμμετείχαμε βοηθώντας τον ιερέα τις βραδιές με τις ακολουθίες». Προσθέτει, ακόμη, ότι «όλοι θυμόμαστε την "κουραστική" ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης. Οι κοπέλες κρατούσαν και σύνοψη, εμείς τ’ αγόρια κάναμε προμήθειες σε βεγγαλικά και κροτίδες για τη βραδιά της Ανάστασης, μας άρεσε να τρομάζουμε τις γυναίκες. Οι μητέρες ανανέωναν το σπίτι και πηγαινοέρχονταν στο φούρνο της γειτονιάς με τις λαμαρίνες για να ψήσουν τα κουλούρια και τα τσουρέκια».
Τη Μεγάλη Τετάρτη στα συστατικά του ευχέλαιου αποδίδονται θεραπευτικές ιδιότητες και από το αλεύρι οι νοικοκυρές «ανάπιαναν» τη ζύμη για το ψωμί και την κουλούρα της Λαμπρής.
Την Μεγάλη Πέμπτη ή Κοκκινοπέφτη είναι τα δώδεκα ευαγγέλια και από το πρωί οι γυναίκες βάφουν τα αβγά, παλιότερα με μπακάμι, με ριζάρι, φύλλα από κρεμμύδια κλπ. Τα κεντούσαν ή τα ζωγράφιζαν με φύλλα, λειωμένο κερί ή άλλα υλικά. Σήμερα βάφονται με μπογιές από το εμπόριο και ξύδι.
«Το βάψιμο του αβγού, προχριστιανικό σύμβολο της ζωής», επισημαίνει η κ. Καμηλάκη, «ενισχυμένο με το κόκκινο χρώμα από το αίμα του Χριστού είναι απαραίτητο για το Πάσχα. Μόνο όσοι πενθούν από πρόσφατο θάνατο οικείου προσώπου δεν βάφουν αβγά. Αλλά και σ' αυτούς θα φέρουν οι συγγενείς και οι φίλοι κι από αυτά θα αφήσουν και στον τάφο του αγαπημένου τους νεκρού».
Τη Μεγάλη Παρασκευή είναι η αποκαθήλωση και η ακολουθία του επιταφίου, του οποίου το στόλισμα κάνουν τα κορίτσια της ενορίας με άνθη εποχής. Παλιότερα τα παιδιά κρατώντας το σταυρό πήγαιναν στα σπίτια και έλεγαν το μοιρολόι της Παναγίας.
«Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα. Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται». Αυτή την ημέρα δεν μαγειρεύουν ούτε σκουπίζουν. Τρώνε πρόχειρα και πηγαίνουν το βράδυ στον επιτάφιο.
Στην ακολουθία και περιφορά του επιταφίου, η πομπή σχηματίζεται από τα εξαπτέρυγα και το σταυρό μπροστά, τον επιτάφιο τους ιερείς και τους πιστούς με αναμμένες λαμπάδες από πίσω. Κατά τη διάρκεια της προσκύνησης, οι πιστοί, αφού ασπαστούν τον επιτάφιο περνούν από κάτω «για να τους πιάνει η χάρη». Στα κεριά και στα λουλούδια του επιταφίου αποδίδεται θαυματουργός δύναμη και παρόλο που η διανομή τους γίνεται από τον παπά, υπάρχει η αντίληψη ότι πρέπει να τα κλέψουν για να έχουν περισσότερη ενέργεια. Τα κεριά που καίνε πάνω από τον επιτάφιο τα μοιράζονται κυρίως, όσοι έχουν στην οικογένεια ναυτικό για φυλαχτό.
Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, οι πιστοί στολίζουν το ναό με κλαδιά δάφνης με κορδέλες και δεντρολίβανο. Ο ιερέας λέγοντας το «Ανάστα ο Θεός» σκορπά δαφνόφυλλα, ενώ οι πιστοί χτυπούν τα πόδια τους στο στασίδι, τις καμπάνες, πυροβολούν και γενικά θορυβούν, για να διώξουν τον θάνατο.
Στην τελετή της Ανάστασης τα μεσάνυχτα, όταν ο ιερέας ψάλλει το «δεύτε λάβετε φως!» τρέχουν οι νέοι, να ανάψουν τη λαμπάδα τους, πρώτοι για γούρι και τα κορίτσια από κάποιον άντρα για να παντρευτούν. Οι λαμπάδες της Ανάστασης, δώρο του νονού προς τα βαφτιστήρια ή του αρραβωνιαστικού προς την μνηστή, ήταν λευκού χρώματος στολισμένη με λουλούδια και κορδέλες, με το συμβολισμό της πηγής του φωτός. Επίσης, όταν ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη», η ατμόσφαιρα δονείται από καμπανοκρουσίες, πυροβολισμούς και πυροτεχνήματα. Η Ανάσταση του Χριστού είναι σύνθημα αγάπης που εκδηλώνεται με τον αμοιβαίο ασπασμό των εκκλησιαζόμενων.
Με τη φλόγα της λαμπάδας «σταυρώνουν» πρώτα το ανώφλι της εξώπορτας του σπιτιού και ανανεώνουν το φως του καντηλιού.
Κατά τη Δεύτερη Ανάσταση (το απομεσήμερο της Κυριακής) παλιότερα ακολουθούσαν τελετουργικοί χοροί στους οποίους πρωτοχόρευε ο ιερέας και ακολουθούν κατά σειρά οι υπόλοιποι. Αλλού ο χορός συνοδευόταν από αγωνίσματα (πήδημα, τρέξιμο, λιθάρι, πάλη με βραβεία και επισκέψεις σε νεκροταφεία, όπου στους τάφους άφηναν κόκκινα αβγά.
Άμεσα συνδεδεμένη με το Πάσχα και την άνοιξη, είναι η γιορτή του Αγίου Γεωργίου, που όταν προηγείται της Αναστάσεως, τότε γιορτάζεται τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα.
Ανοιξιάτικο σύνορο του χρόνου, ο Άη Γιώργης πέρα από προστάτης των αγροτικών πληθυσμών, θεωρείται προστάτης της καθαρότητας του πόσιμου νερού. Έτσι σε πολλά σημεία του ελληνικού χώρου την ημέρα τ' Άη Γιωργιού γίνεται πανηγύρι με αθλητικούς αγώνες, δρόμου, πάλης, ιπποδρομίες και χορούς.
Το «ασπροβδόμαδο» παλιότερα συνεχιζόταν ο εορτασμός με χορούς σε εξωκκλήσια, στους χώρους των νεκροταφείων, με λιτανευτικές περιφορές εικόνων στα όρια των οικισμών και αλλού.
Στα Μέγαρα την Τρίτη της Διακαινησίμου χορεύουν τον χορό της Τράτας, ενώ στην Κάρυστο την Πέμπτη της Διακαινησίμου χορεύεται, μέχρι και σήμερα, ο αρχέγονος χορός του κυρ - Βοριά, χορός λατρευτικός για τον εξευμενισμό του Βοριά που στην περιοχή πνέει έντονα. Την Παρασκευή, της Ζωοδόχου Πηγής συνηθίζεται πανηγύρι στην εξοχή, όπου συχνά υπάρχει και αγίασμα θαυματουργό. Η παρουσία αγιασμάτων, γνωστή από την αρχαιότητα με άλλη μορφή, έχει σχέση με τη σημασία του νερού ως εξαγνιστικού και θεραπευτικού στοιχείου.
Ο εορτασμός, λέει η κ. Καμηλάκη, αρχίζει την Ανάσταση, συνεχίζεται όλη την «ασπροβδομάδα» και ολοκληρώνεται με την ανάληψη του Κυρίου. «Η όλη περίοδος, διανθίζεται με πλούσια λατρευτικά έθιμα, αλλά και άλλα προχριστιανικά, εξαγνιστικά και αποτρεπτικά του κακού τα οποία εντάχθηκαν στην θρησκεία. Αυτά είναι τα κόκκινα αυγά (γονιμοποίηση φύσης), επισκέψεις με όργανα στους τάφους και προσφορές στους νεκρούς, τελετουργικοί χοροί του Αγίου Γεωργίου και άλλα», επισημαίνει.
Ο συμβολισμός του Πάσχα στη σημερινή εποχή, ταυτίζεται με τη μεγάλη έξοδο του πληθυσμού από τα αστικά κέντρα προς τη φύση. Τα αγριολούλουδα και το ανοιξιάτικο αεράκι, συμπληρώνουν το φόντο της μεγάλης γιορτής με τον οβελία, τα ολοκόκκινα αυγά και το άφθονο κρασί.
Ωστόσο, στην παλιά Αθήνα η εικόνα ήταν τελείως διαφορετική, θυμάται η κ. Καμηλάκη. «Το Πάσχα οι νοικοκυραίοι από τα Μεσόγεια κατέφθαναν στην πόλη με μουσικά όργανα να χαιρετήσουν τον "καλό κόσμο" σπίτι- σπίτι. Κατέληγαν στο Θησείο, όπου έψηναν αρνιά και κοκορέτσια και ξεφάντωναν μέχρι το πρωί, με τη συμμετοχή των Αθηναίων. Ο χορός είχε επικεφαλής των ιερέα και οι άλλοι ακολουθούσαν κατά ηλικία τραγουδώντας», λέει και συνεχίζει: «Τότε γιόρταζαν όλη τη νέα εβδομάδα και κανένας νοικοκύρης δεν έμπαινε στο κτήμα του. Βεβαίως εξεταζόταν και η ωμοπλάτη από το σφάγιο, βάση του αρχαιοελληνικού εθίμου της ωμοπλατοσκοπίας για τα μαντέματα. Οι Αρματολοί και οι Κλέφτες δεν επιχειρούσαν καμιά επίθεση, αν δεν συμβουλεύονταν τη σπάλα του ψημένου αρνιού».
Αργότερα στην μεταπολεμική Αθήνα, όταν το άστυ ήταν στην περιοχή της Κυψέλης και στο Κολωνάκι, οι βοσκοί από τα ορεινά, δηλαδή το Γαλάτσι και τον Υμηττό, κατέβαιναν με το κοπάδι των αρνιών στην πόλη.
Ο Μιχάλης Βλασιάδης μαθητής στις αρχές του ΄60 στην Κυψέλη, λέει: «Θυμάμαι τους τσοπάνους να κατεβαίνουν από τα Τουρκοβούνια και να σφάζουν τα αρνιά στην αγορά της Φωκίωνος για να τα πουλήσουν. Από τη Μεγάλη Δευτέρα νηστεύαμε όλοι και η ζωή περιστρεφόταν γύρω από την εκκλησία και τις προετοιμασίες για τη γιορτή. Στην εκκλησία πηγαίναμε από νωρίτερα στους χαιρετισμούς και συμμετείχαμε βοηθώντας τον ιερέα τις βραδιές με τις ακολουθίες». Προσθέτει, ακόμη, ότι «όλοι θυμόμαστε την "κουραστική" ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης. Οι κοπέλες κρατούσαν και σύνοψη, εμείς τ’ αγόρια κάναμε προμήθειες σε βεγγαλικά και κροτίδες για τη βραδιά της Ανάστασης, μας άρεσε να τρομάζουμε τις γυναίκες. Οι μητέρες ανανέωναν το σπίτι και πηγαινοέρχονταν στο φούρνο της γειτονιάς με τις λαμαρίνες για να ψήσουν τα κουλούρια και τα τσουρέκια».
Τη Μεγάλη Τετάρτη στα συστατικά του ευχέλαιου αποδίδονται θεραπευτικές ιδιότητες και από το αλεύρι οι νοικοκυρές «ανάπιαναν» τη ζύμη για το ψωμί και την κουλούρα της Λαμπρής.
Την Μεγάλη Πέμπτη ή Κοκκινοπέφτη είναι τα δώδεκα ευαγγέλια και από το πρωί οι γυναίκες βάφουν τα αβγά, παλιότερα με μπακάμι, με ριζάρι, φύλλα από κρεμμύδια κλπ. Τα κεντούσαν ή τα ζωγράφιζαν με φύλλα, λειωμένο κερί ή άλλα υλικά. Σήμερα βάφονται με μπογιές από το εμπόριο και ξύδι.
«Το βάψιμο του αβγού, προχριστιανικό σύμβολο της ζωής», επισημαίνει η κ. Καμηλάκη, «ενισχυμένο με το κόκκινο χρώμα από το αίμα του Χριστού είναι απαραίτητο για το Πάσχα. Μόνο όσοι πενθούν από πρόσφατο θάνατο οικείου προσώπου δεν βάφουν αβγά. Αλλά και σ' αυτούς θα φέρουν οι συγγενείς και οι φίλοι κι από αυτά θα αφήσουν και στον τάφο του αγαπημένου τους νεκρού».
Τη Μεγάλη Παρασκευή είναι η αποκαθήλωση και η ακολουθία του επιταφίου, του οποίου το στόλισμα κάνουν τα κορίτσια της ενορίας με άνθη εποχής. Παλιότερα τα παιδιά κρατώντας το σταυρό πήγαιναν στα σπίτια και έλεγαν το μοιρολόι της Παναγίας.
«Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα. Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται». Αυτή την ημέρα δεν μαγειρεύουν ούτε σκουπίζουν. Τρώνε πρόχειρα και πηγαίνουν το βράδυ στον επιτάφιο.
Στην ακολουθία και περιφορά του επιταφίου, η πομπή σχηματίζεται από τα εξαπτέρυγα και το σταυρό μπροστά, τον επιτάφιο τους ιερείς και τους πιστούς με αναμμένες λαμπάδες από πίσω. Κατά τη διάρκεια της προσκύνησης, οι πιστοί, αφού ασπαστούν τον επιτάφιο περνούν από κάτω «για να τους πιάνει η χάρη». Στα κεριά και στα λουλούδια του επιταφίου αποδίδεται θαυματουργός δύναμη και παρόλο που η διανομή τους γίνεται από τον παπά, υπάρχει η αντίληψη ότι πρέπει να τα κλέψουν για να έχουν περισσότερη ενέργεια. Τα κεριά που καίνε πάνω από τον επιτάφιο τα μοιράζονται κυρίως, όσοι έχουν στην οικογένεια ναυτικό για φυλαχτό.
Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, οι πιστοί στολίζουν το ναό με κλαδιά δάφνης με κορδέλες και δεντρολίβανο. Ο ιερέας λέγοντας το «Ανάστα ο Θεός» σκορπά δαφνόφυλλα, ενώ οι πιστοί χτυπούν τα πόδια τους στο στασίδι, τις καμπάνες, πυροβολούν και γενικά θορυβούν, για να διώξουν τον θάνατο.
Στην τελετή της Ανάστασης τα μεσάνυχτα, όταν ο ιερέας ψάλλει το «δεύτε λάβετε φως!» τρέχουν οι νέοι, να ανάψουν τη λαμπάδα τους, πρώτοι για γούρι και τα κορίτσια από κάποιον άντρα για να παντρευτούν. Οι λαμπάδες της Ανάστασης, δώρο του νονού προς τα βαφτιστήρια ή του αρραβωνιαστικού προς την μνηστή, ήταν λευκού χρώματος στολισμένη με λουλούδια και κορδέλες, με το συμβολισμό της πηγής του φωτός. Επίσης, όταν ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη», η ατμόσφαιρα δονείται από καμπανοκρουσίες, πυροβολισμούς και πυροτεχνήματα. Η Ανάσταση του Χριστού είναι σύνθημα αγάπης που εκδηλώνεται με τον αμοιβαίο ασπασμό των εκκλησιαζόμενων.
Με τη φλόγα της λαμπάδας «σταυρώνουν» πρώτα το ανώφλι της εξώπορτας του σπιτιού και ανανεώνουν το φως του καντηλιού.
Κατά τη Δεύτερη Ανάσταση (το απομεσήμερο της Κυριακής) παλιότερα ακολουθούσαν τελετουργικοί χοροί στους οποίους πρωτοχόρευε ο ιερέας και ακολουθούν κατά σειρά οι υπόλοιποι. Αλλού ο χορός συνοδευόταν από αγωνίσματα (πήδημα, τρέξιμο, λιθάρι, πάλη με βραβεία και επισκέψεις σε νεκροταφεία, όπου στους τάφους άφηναν κόκκινα αβγά.
Άμεσα συνδεδεμένη με το Πάσχα και την άνοιξη, είναι η γιορτή του Αγίου Γεωργίου, που όταν προηγείται της Αναστάσεως, τότε γιορτάζεται τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα.
Ανοιξιάτικο σύνορο του χρόνου, ο Άη Γιώργης πέρα από προστάτης των αγροτικών πληθυσμών, θεωρείται προστάτης της καθαρότητας του πόσιμου νερού. Έτσι σε πολλά σημεία του ελληνικού χώρου την ημέρα τ' Άη Γιωργιού γίνεται πανηγύρι με αθλητικούς αγώνες, δρόμου, πάλης, ιπποδρομίες και χορούς.
Το «ασπροβδόμαδο» παλιότερα συνεχιζόταν ο εορτασμός με χορούς σε εξωκκλήσια, στους χώρους των νεκροταφείων, με λιτανευτικές περιφορές εικόνων στα όρια των οικισμών και αλλού.
Στα Μέγαρα την Τρίτη της Διακαινησίμου χορεύουν τον χορό της Τράτας, ενώ στην Κάρυστο την Πέμπτη της Διακαινησίμου χορεύεται, μέχρι και σήμερα, ο αρχέγονος χορός του κυρ - Βοριά, χορός λατρευτικός για τον εξευμενισμό του Βοριά που στην περιοχή πνέει έντονα. Την Παρασκευή, της Ζωοδόχου Πηγής συνηθίζεται πανηγύρι στην εξοχή, όπου συχνά υπάρχει και αγίασμα θαυματουργό. Η παρουσία αγιασμάτων, γνωστή από την αρχαιότητα με άλλη μορφή, έχει σχέση με τη σημασία του νερού ως εξαγνιστικού και θεραπευτικού στοιχείου.