Η φύση αναγεννιέται από τις στάχτες της και αναλαμβάνει δράση μετά από καταστροφικές πυρκαγιές, καλύπτοντας γρήγορα το καμένο έδαφος.
Απόδειξη, για ακόμη μια φορά της δύναμής της, αποτελεί έκταση 5.632 στρεμμάτων στην επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης που είχε καεί τον Αύγουστο του 2007 και μελετήθηκε, δύο χρόνια μετά, στο πλαίσιο της μεταπτυχιακής διατριβής της, από την δασοπόνο Ελένη Αβραμίδου με επιβλέποντα καθηγητή τον Βασίλη Παπαναστάση, ομότιμο καθηγητή του Εργαστηρίου Λιβαδικής Οικολογίας της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Απόδειξη, για ακόμη μια φορά της δύναμής της, αποτελεί έκταση 5.632 στρεμμάτων στην επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης που είχε καεί τον Αύγουστο του 2007 και μελετήθηκε, δύο χρόνια μετά, στο πλαίσιο της μεταπτυχιακής διατριβής της, από την δασοπόνο Ελένη Αβραμίδου με επιβλέποντα καθηγητή τον Βασίλη Παπαναστάση, ομότιμο καθηγητή του Εργαστηρίου Λιβαδικής Οικολογίας της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Τα αποτελέσματα της διατριβής παρουσιάστηκαν στο 6ο διεθνές συνέδριο της European Society for Soil Conservation (ESSC), με θέμα τις “Καινοτόμες Στρατηγικές και Πολιτικές για τη Συντήρηση των Εδαφών” που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη.
Η περιοχή έρευνας αποτελείται από ένα μωσαϊκό τύπων βλάστησης, που περιλαμβάνει εγκαταλειμμένους αγρούς, ποολίβαδα και θαμνώνες διαφορετικής πυκνότητας. Οι εγκαταλειμμένοι αγροί είναι ιδιωτικές εκτάσεις, οι οποίες έπαψαν να καλλιεργούνται γεωργικά και χρησιμοποιούνται πλέον ως κοινόχρηστοι βοσκότοποι. Τα ποολίβαδα, οι αραιοί και οι πυκνοί θαμνώνες αποτελούν κοινόχρηστες δημόσιες εκτάσεις, οι οποίες βόσκονται επίσης κοινόχρηστα.
«Διαπίστωσα στην μελέτη μου ότι η ίδια η φύση αποκατέστησε σιγά- σιγά την καμένη έκταση όπου υπήρχαν κυρίως πουρνάρια, παρά το γεγονός ότι πήγαιναν ζώα για βόσκηση, κάτι που απαγορεύεται για 10 χρόνια μετά από πυρκαγιά» εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ.Αβραμίδου.
Στην έρευνα που διήρκεσε από τον Μάιο του 2009 έως τον Νοέμβριο του 2010, πραγματοποιήθηκαν εργασίες, τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στο Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας. Όπως προέκυψε, δύο χρόνια μετά την πυρκαγιά, η κάλυψη της ξυλώδους βλάστησης έφτασε το 76% της άκαυτης επιφάνειας εξαιτίας της έντονης παραβλάστησης του πουρναριού. Παράλληλα, αυξήθηκαν τα ψυχανθή, η παραγωγή υπέργειας ποώδους βιομάζας όπως και η φυτοποικιλότητα σε σχέση με την άκαυτη περιοχή χωρίς όμως να υπάρξουν στατιστικά σημαντικές διαφορές.
Σύμφωνα με τη διατριβή, τα λιβάδια της περιοχής αξιοποιούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος με βόσκηση αιγών και δευτερευόντως προβάτων, ενώ υπάρχει και ένα μικρό ποσοστό βοοειδών που χρησιμοποιούν τα λιβάδια Γενικά, η κτηνοτροφία στη συγκεκριμένη περιοχή είναι από τις πιο σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες και το ζωικό κεφάλαιο, κυρίως των αιγών, έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
«Η γνώση της εξέλιξης της βλάστησης μετά από μια πυρκαγιά είναι πρωταρχικής σημασίας για το σχεδιασμό μιας ορθολογικής και αειφορικής διαχείρισης των λιβαδικών οικοσυστημάτων» αναφέρει στη διατριβή της η κ.Αβραμίδου.
Στην περιοχή μελέτη της επικρατούν τα θαμνολίβαδα με κυρίαρχα ξυλώδη είδη το πουρνάρι (Quercus coccifera) και τη γκορτσιά (Pyrus amygdaliformis).
Το πουρνάρι, σημειώνει χαρακτηριστικά η κ.Αβραμίδου, είναι πολυτιμότατο λιβαδικό φυτό, γιατί προσφέρει θρεπτική βοσκήσιμη ύλη σε αγροτικά και θηραματικά ζώα και αντέχει στην έντονη βόσκηση. Λόγω των κοινωνικοοικονομικών αλλαγών τις τελευταίες δεκαετίες με κύριο χαρακτηριστικό τη μείωση της κτηνοτροφίας στον ορεινό και ημιορεινό χώρο, μεγάλες εκτάσεις πρινώνων δεν βόσκονται πλέον ή βόσκονται πολύ χαλαρά. Συνέπεια αυτής της εξέλιξης είναι η αύξηση του αριθμού των πυρκαγιών που συμβαίνουν σε αυτές τις εκτάσεις, αλλά και της καιόμενης έκτασης.
«Η παρούσα έρευνα αποτελεί συμβολή στη γνώση του τρόπου αποκατάστασης της βλάστησης μετά από πυρκαγιά σε πρινώνες, προκειμένου να διευκολυνθεί η διαχείριση και η προστασία τους» καταλήγει συμπερασματικά.
Η περιοχή έρευνας αποτελείται από ένα μωσαϊκό τύπων βλάστησης, που περιλαμβάνει εγκαταλειμμένους αγρούς, ποολίβαδα και θαμνώνες διαφορετικής πυκνότητας. Οι εγκαταλειμμένοι αγροί είναι ιδιωτικές εκτάσεις, οι οποίες έπαψαν να καλλιεργούνται γεωργικά και χρησιμοποιούνται πλέον ως κοινόχρηστοι βοσκότοποι. Τα ποολίβαδα, οι αραιοί και οι πυκνοί θαμνώνες αποτελούν κοινόχρηστες δημόσιες εκτάσεις, οι οποίες βόσκονται επίσης κοινόχρηστα.
«Διαπίστωσα στην μελέτη μου ότι η ίδια η φύση αποκατέστησε σιγά- σιγά την καμένη έκταση όπου υπήρχαν κυρίως πουρνάρια, παρά το γεγονός ότι πήγαιναν ζώα για βόσκηση, κάτι που απαγορεύεται για 10 χρόνια μετά από πυρκαγιά» εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ.Αβραμίδου.
Στην έρευνα που διήρκεσε από τον Μάιο του 2009 έως τον Νοέμβριο του 2010, πραγματοποιήθηκαν εργασίες, τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στο Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας. Όπως προέκυψε, δύο χρόνια μετά την πυρκαγιά, η κάλυψη της ξυλώδους βλάστησης έφτασε το 76% της άκαυτης επιφάνειας εξαιτίας της έντονης παραβλάστησης του πουρναριού. Παράλληλα, αυξήθηκαν τα ψυχανθή, η παραγωγή υπέργειας ποώδους βιομάζας όπως και η φυτοποικιλότητα σε σχέση με την άκαυτη περιοχή χωρίς όμως να υπάρξουν στατιστικά σημαντικές διαφορές.
Σύμφωνα με τη διατριβή, τα λιβάδια της περιοχής αξιοποιούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος με βόσκηση αιγών και δευτερευόντως προβάτων, ενώ υπάρχει και ένα μικρό ποσοστό βοοειδών που χρησιμοποιούν τα λιβάδια Γενικά, η κτηνοτροφία στη συγκεκριμένη περιοχή είναι από τις πιο σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες και το ζωικό κεφάλαιο, κυρίως των αιγών, έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
«Η γνώση της εξέλιξης της βλάστησης μετά από μια πυρκαγιά είναι πρωταρχικής σημασίας για το σχεδιασμό μιας ορθολογικής και αειφορικής διαχείρισης των λιβαδικών οικοσυστημάτων» αναφέρει στη διατριβή της η κ.Αβραμίδου.
Στην περιοχή μελέτη της επικρατούν τα θαμνολίβαδα με κυρίαρχα ξυλώδη είδη το πουρνάρι (Quercus coccifera) και τη γκορτσιά (Pyrus amygdaliformis).
Το πουρνάρι, σημειώνει χαρακτηριστικά η κ.Αβραμίδου, είναι πολυτιμότατο λιβαδικό φυτό, γιατί προσφέρει θρεπτική βοσκήσιμη ύλη σε αγροτικά και θηραματικά ζώα και αντέχει στην έντονη βόσκηση. Λόγω των κοινωνικοοικονομικών αλλαγών τις τελευταίες δεκαετίες με κύριο χαρακτηριστικό τη μείωση της κτηνοτροφίας στον ορεινό και ημιορεινό χώρο, μεγάλες εκτάσεις πρινώνων δεν βόσκονται πλέον ή βόσκονται πολύ χαλαρά. Συνέπεια αυτής της εξέλιξης είναι η αύξηση του αριθμού των πυρκαγιών που συμβαίνουν σε αυτές τις εκτάσεις, αλλά και της καιόμενης έκτασης.
«Η παρούσα έρευνα αποτελεί συμβολή στη γνώση του τρόπου αποκατάστασης της βλάστησης μετά από πυρκαγιά σε πρινώνες, προκειμένου να διευκολυνθεί η διαχείριση και η προστασία τους» καταλήγει συμπερασματικά.