08 Ιουνίου 2011

Ένα λάφυρο που έγινε ... ραδιόφωνο: Ο κρατικός ραδιοφωνικός σταθμός της Καβάλας

Για περισσότερο από πενήντα χρόνια, τρεις άνθρωποι κρατούσαν συντροφιά με τις φωνές τους δεκάδες εκατοντάδες- ίσως και χιλιάδες- φανατικούς ακροατές του Κρατικού Ραδιοφωνικού Σταθμού Καβάλας. Τρεις άνθρωποι, για περίπου μισό αιώνα, συνέδεσαν τη φωνή τους με τις σημαντικότερες ραδιοφωνικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της πατρίδας μας, στα διοικητικά και γεωγραφικά όρια ενός νομού- και όχι μόνο.

Ο Θόδωρος Τανιός, η Φρόσω Ευθυμιάδου και η Τούλα Ρόκκου είναι οι τρεις άνθρωποι, που με την ακούραστη δουλειά τους, μα πάνω από όλα με την καθαρότητα και τη χροιά της φωνής τους, δημιούργησαν και "ανέστησαν" τον Κρατικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Καβάλας, τον πρώτο ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης.

Ήταν οι πρώτοι εκφωνητές του ραδιοφωνικού σταθμού, που εξέπεμψε το 1948. Ο Κρατικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Καβάλας ήταν ένας από τους πέντε σε ολόκληρη την Ελλάδα που εξέπεμπε σήμα εκείνη την εποχή και σύμφωνα με τους τρεις εκφωνητές του, ο μοναδικός στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.

Ιδρυτής και εμπνευστής του ραδιοφωνικού σταθμού ήταν ένας αξιωματικός, ο αντισυνταγματάρχης Ηλιόπουλος. Και μπορεί η ιδέα να ανήκε σε έναν αξιωματικό, η υλοποίησή της όμως ήταν έργο ενός πολίτη, που εκείνο τον καιρό υπηρετούσε τη θητεία του στο Τάγμα Διαβιβάσεων της VII Μεραρχίας Πεζικού. Ήταν ο Ιούλιος Ρόκκος (ο Τζούλιος για τους δικούς του ανθρώπους). Ήταν αυτός που μετέτρεψε έναν σταθμό ασυρμάτου (λάφυρο του ελληνοϊταλικού πολέμου) σε πομπό και έδωσε "φωνή" στον πρώτο ραδιοφωνικό σταθμό της Καβάλας. Ο Τζούλιο, όταν απολύθηκε, έμεινε στην Καβάλα και εργάστηκε, μέχρι τη συνταξιοδότησή του, στο σταθμό, που ο ίδιος δημιούργησε με πολύ μεράκι.

Από τα υπόγεια της VII Μεραρχίας…

Στα υπόγεια της VII Μεραρχίας Πεζικού, στην οδό Κωνσταντινίδη Ποιητού, στο υπέροχο νεοκλασικό κτίριο που σώζεται μέχρι σήμερα κοντά στο μεσαιωνικό υδραγωγείο (Καμάρες), απέναντι από το παλιό γυμνάσιο αρρένων (σημερινό 1ο Γυμνάσιο Καβάλας), φιλοξενήθηκε για περίπου έναν χρόνο (μέχρι και το 1950), ο νεοσύστατος σταθμός. Η Τούλα Βαρβαρίδου είναι πρώτη γυναίκα που κατέβηκε τα σκαλοπάτια του υπογείου της VII Μεραρχίας Πεζικού, προσφέροντας αρχικά εθελοντική εργασία και η οποία, στη συνέχεια, προσλήφθηκε ως εκφωνήτρια. Τύχη αγαθή έφερε τον Τζούλιο Ρόκκο και την Τούλα Βαρβαρίδου να γίνουν αχώριστο ζευγάρι στη ζωή και τη δουλειά, μέχρι το θάνατο του αγαπητού σε όλους Τζούλιο.

Πενήντα οχτώ χρόνια μετά, ζητήσαμε από τους πρωτεργάτες αυτής της προσπάθειας να "ξεδιπλώσουν" στο ΑΠΕ-ΜΠΕ αναμνήσεις εκείνης της περιόδου και να μοιραστούν στιγμές αυτής της προσπάθειας, που έμελλε να σημαδεύσει τη ζωή της πόλης. Έτσι, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Θόδωρου και της Νίτσας Τάνιου και θυμήθηκαν στιγμές γεμάτες δυσκολίες, αγωνία, αλλά και όμορφα συναισθήματα, τρυφερότητα, με πολλή αγάπη για το ραδιόφωνο.

Η Τούλα Ρόκκου θυμάται ακόμα τα πρώτα λόγια της μπροστά στο μικρόφωνο, το τρακ και την αγωνία και δεν θα ξεχάσει ποτέ τους δίσκους των 78 στροφών, που είχαν διάρκεια όσο ένα τραγούδι και κάθε φορά που παίζονταν έπρεπε να αλλάζει η βελόνα.

Η κ. Ρόκκου μαζί με τον μετέπειτα σύζυγό της Τζούλιο, αλλά και τη Φρόσω Ευθυμιάδου, ήταν οι άνθρωποι που σήκωσαν το μεγάλο βάρος της λειτουργίας του πρώτου σταθμού. Τα τεχνολογικά μέσα της εποχής ήταν ελάχιστα, σχεδόν ανύπαρκτα και, όπως λέει χαρακτηριστικά, "με τα ψέματα λειτούργησε ο σταθμός, αλλά λειτούργησε και με μεγάλη έκπληξη διαπιστώσαμε ότι, επειδή εξέπεμπε στα βραχέα, ακούγονταν μέχρι την Τουρκία!".

Όσον αφορά τους δίσκους, το μεγαλύτερο μέρος αυτών ήταν δωρεές των κατοίκων της Καβάλας, οι οποίοι "αγκάλιασαν" και αγάπησαν το σταθμό. Μέχρι και το 1950, ο "Στρατιωτικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Καβάλας", όπως ονομάζονταν τότε, εξέπεμπε μόνο δοκιμαστικά προγράμματα.

…στο ρετιρέ του αρχοντικού

Από τη δεκαετία του '50 ξεκινάει η χρυσή εποχή του ραδιοφώνου και στην Καβάλα. Ο σταθμός μεταφέρεται στο Μέγαρο Ραούλ επί της οδού Κομνηνών, στην "καρδιά" της παλαιότερης συνοικίας της πόλης, του Αγίου Ιωάννου. Ένα εντυπωσιακό αρχοντικό, ιδιαίτερα ψηλό για την εποχή του, που σώζεται μέχρι σήμερα, αλλά δυστυχώς είναι πνιγμένο μέσα σε πολυώροφες πολυκατοικίες και δεν μπορεί να αναδείξει τη χαμένη του αίγλη. Τότε, το αρχοντικό ήταν επιταγμένο από τον Ελληνικό Στρατό. Στο ισόγειο λειτουργούσαν οι υπηρεσίες του στρατού, στους επάνω ορόφους κατοικούσε ο εκάστοτε ταξίαρχος της VII Μεραρχίας Πεζικού και στον τελευταίο εγκαταστάθηκε ο σταθμός. Εν τω μεταξύ, η VII Μεραρχία Πεζικού διαλύεται και δίνει τη θέση της στη II Μεραρχία Πεζικού.

Η κ. Φρόσω Ευθυμιάδου, νεαρή κοπέλα τότε, με ιδιαίτερη φωνή, αποφασίζει να κάνει δεκτή την πρόταση ενός αξιωματικού, που την είχε ακούσει να παρουσιάζει το πρόγραμμα σε μια εκδήλωση του Λυκείου Ελληνίδων. Έτσι, από την VII Μεραρχία, όπου εργάζονταν, αποφάσισε να μην μεταταχθεί στη II Μεραρχία Πεζικού, αλλά να εργαστεί στο Στρατιωτικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Καβάλας.

Τον Ιούνιο του 1950, η κ. Ευθυμιάδου προσλαμβάνεται και γίνεται η δεύτερη εκφωνήτρια του σταθμού. Στις νέες του πλέον εγκαταστάσεις, ο σταθμός, με δυο εκφωνήτριες και έναν καθ' όλα άξιο τεχνικό, ζει μέρες δόξας.

Η κ. Ευθυμιάδου θυμάται ότι όλα τα προγράμματα ήταν ζωντανά. "Δεν υπήρχαν τα μέσα για ηχογραφήσεις πλην κάποιων ομιλιών σε ταινίες μαγνητοφώνου. Εκείνα τα χρόνια, το ραδιόφωνο φιλοξενούσε ορχήστρες από τοπικά συγκροτήματα, θεατρικές παραστάσεις, παιδικές εκπομπές με παιδιά που έρχονταν στο στούντιο, εκπομπές για τους μετανάστες και τους στρατιώτες. Όλα ήταν live (λάιβ), τίποτα ηχογραφημένο, τίποτα του 'ψυγείου', όπως συνηθίζουν να λένε όσοι ασχολούνται με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης", μας εξηγεί.

Από τον τρίτο όροφο του Μεγάρου Ραούλ πέρασαν όλοι οι μεγάλοι ηθοποιοί, που με την ευκαιρία του Φεστιβάλ Φιλίππων ερχόταν στην Καβάλα και παρουσίαζαν θεατρικά έργα στο ραδιόφωνο. Επίσης, γνωστοί τραγουδιστές και συνθέτες, όταν πραγματοποιούσαν επισκέψεις την Καβάλα, πήγαιναν και στο σταθμό για συνεντεύξεις, αλλά και για να συμμετάσχουν σε διάφορα ζωντανά προγράμματα.

Για την καλύτερη μόνωση του εκφωνητηρίου είχαν βάλει στρατιωτικές κουβέρτες στους τοίχους, που ήταν σκεπασμένες με ένα πράσινο πανί για να μη φαίνονται. Ήδη, ο σταθμός είχε αποκτήσει δυο νέα πικάπ και ένα μαγνητόφωνο, ενώ από το 1958 απέκτησε και έναν πομπό μεσαίας ισχύος 1KW.

Το μήνυμα του βασιλιά "ταξίδεψε" από την Καβάλα

Το Μάρτιο του 1959, έπειτα από μια οντισιόν, ο Θόδωρος Τανιός προσλαμβάνεται στο Ραδιοφωνικό Σταθμό και γίνεται ο πρώτος άντρας εκφωνητής, αυξάνοντας έτσι τον αριθμό του προσωπικού σε τέσσερα άτομα.

Ο κ. Τανιός θυμάται τη ζωντανή αναμετάδοση των παρελάσεων στην κεντρική οδό Ομονοίας της Καβάλας, που ακούγονταν και στο χώρο της παρέλασης, όπως επίσης και την αναμετάδοση όλων των εθνικών και θρησκευτικών γιορτών. Πριν από κάθε μετάδοση, το Τάγμα Διαβιβάσεων του Στρατού έπρεπε να τραβάει γραμμή από το χώρο της αναμετάδοσης μέχρι και το ραδιοφωνικό σταθμό. Αργότερα, ο Στρατός νοίκιαζε ένα καλώδιο από τον ΟΤΕ, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της ζωντανής αναμετάδοσης. Μαγνητοφωνημένες έπαιζαν μόνο οι ομιλίες των διαφόρων πολιτικών προσώπων ή κάποια μηνύματα.

Η πιο χαρακτηριστική εικόνα είναι αυτή της έλευσης του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου στην Καβάλα, όταν έκανε το κίνημα κατά των συνταγματαρχών. Ένα αξιωματικός έλαβε εντολή να τον αναμένει στο παλιό αεροδρόμιο του Αμυγδαλεώνα, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Καβάλα. Εκεί, μόλις κατέβηκε ο τέως βασιλιάς από το αεροπλάνο, του έδωσε μια μαγνητοταινία με ηχογραφημένο το μήνυμά του.

Ο Θόδωρος Τανιός θυμάται ότι, ολόκληρο το βράδυ, μαζί με τον Τζούλιο Ρόκκο έγραψαν επτά νέα αντίγραφα με το μήνυμα του τέως βασιλιά και με αεροπλάνο τύπου ΕΠΑΡ, οι μαγνητοταινίες στάλθηκαν σε όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της βόρειας Ελλάδας.

Το 1958, ο σταθμός αλλάζει πάλι γραφεία που έμελλε να είναι και τα οριστικά, αφού εκεί βρίσκεται μέχρι σήμερα- στη συνοικία της Αγίας Παρασκευής, στις παρυφές της πόλης, στο πρώην στρατόπεδο Καρακώστα. Ένα χρόνο νωρίτερα, το Μέγαρο Ραούλ αποδόθηκε στους ιδιοκτήτες του και αποχαρακτηρίστηκε από στρατιωτικό κτίριο, οπότε ο Ραδιοφωνικός Σταθμός έπρεπε να εγκαταλείψει τα αρχοντικό. Τότε, λίγο έλειψε με αφορμή αυτό το γεγονός να μην εκπέμψει ποτέ ξανά. Ο λόγος ήταν πως ο Στρατός αρνούνταν να διαθέσει χώρο για να στεγαστεί ο σταθμός.

Η μεσολάβηση του μακαριστού μητροπολίτη Φιλίππων Χρυσοστόμου και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών ήταν καθοριστική. Ο μακαριστός μητροπολίτης Φιλίππων, ένας φωτισμένος πνευματικός άντρας και ιεράρχης, διέθεσε στο σταθμό όποιο κτίριο της μητρόπολης ήταν ικανό για να καλύψει τις ανάγκες του. Όταν όμως διαπιστώθηκε πως κανένα δεν ήταν κατάλληλο, τότε άσκησε μεγάλες πιέσεις στο διοικητή της ΙΙ Μεραρχίας Πεζικού προκειμένου να παραχωρηθεί χώρος από το Στρατό. Όπως και έγινε, με τη διαφορά ότι τον πρώτο καιρό ο σταθμός φιλοξενούνταν στο εστιατόριο του στρατοπέδου Καρακώστα.

Ο μακαριστός μητροπολίτης Χρυσόστομος αγωνιούσε για τη τύχη του σταθμού, επειδή, όπως υποστήριζε, ήταν μια ελληνική φωνή που ακούγονταν μέχρι την Αβησσυνία της Αφρικής και αυτό αποδεικνύονταν από τα πολλά γράμματα που λάμβανε από Έλληνες που ζούσαν στα βάθη της Αφρικής.

Άλλο εκφωνητές, άλλο φορτοεκφορτωτές

Στα νέα γραφεία του, ο Στρατιωτικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Καβάλας, μέρα με τη μέρα αναπτύσσεται, κερδίζοντας συνέχεια ακροατές. Ήδη, από τα τέλη της δεκαετίας του '50 έχει και τα πρώτα του έσοδα από τα διαφημιστικά μηνύματα που ακούγονταν, ενώ σταδιακά το προσωπικό αυξάνεται.

Ο πρώτος δημοσιογράφος που προσλήφθηκε στο σταθμό με μοναδικό αντικείμενο τη σύνταξη των ειδήσεων ήταν ο Θόδωρος Ασβεστάς. Η εκφώνηση των ειδήσεων, όπως και η εκφώνηση του προγράμματος και όλων των εκπομπών, ήταν υπόθεση των… ειδικών. Παρόλα αυτά, για πολλά χρόνια οι τρεις εκφωνητές ήταν δηλωμένοι και πληρώνονταν ως φορτοεκφορτωτές, αφού ο Ελληνικός Στρατός δεν προέβλεπε θέσεις πολιτικού προσωπικού με την ειδικότητα των εκφωνητών.

Στο πέρασμα του χρόνου, ο σταθμός ακολουθούσε τις εξελίξεις της εποχής. Οι δίσκοι των 33 στροφών άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και προς μεγάλη ικανοποίηση όλων δεν κρατούσαν μόνο τρία λεπτά, όσο ένα τραγούδι δηλαδή, αλλά ένα ολόκληρο τέταρτο. Η Αμερικανική Υπηρεσία από τη Θεσσαλονίκη προμήθευε το σταθμό με δίσκους κλασσικής μουσικής, χορωδίες και τραγούδια αμερικάνικων μιούζικαλ.

Το 1978, ο σταθμός αριθμούσε μόλις οκτώ άτομα και το 1982, μαζί με τους εξωτερικούς συνεργάτες, ο αριθμός του προσωπικού αυξήθηκε στους 48.

Οι εκφωνητές του Στρατιωτικού Ραδιοφωνικού Σταθμού Καβάλας έζησαν όσο λίγοι, πρώτοι από όλους και από πολύ κοντά όλες τις πολιτικές μεταβολές του τόπου, οι οποίες, όπως ήταν αναμενόμενο, επηρέαζαν και τη λειτουργία του σταθμού διαμορφώνοντας ανάλογα το πρόγραμμα που εξέπεμπε.

Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που θυμούνται έντονα και οι τρεις ήταν στη διάρκεια της δικτατορίας. Εκτός από την απαγόρευση τραγουδιών συγκεκριμένων συνθετών, αλλά και την καθημερινή καταγραφή όλων των τραγουδιών που θα παίζονταν, υπήρχαν πάρα πολλές τραγελαφικές καταστάσεις, που φανέρωναν τον παραλογισμό εκείνης της εποχής και ιδιαίτερα της τότε ηγεσίας του Ελληνικού Στρατού. Εκείνο το σημείο στο οποίο συμφωνούν και οι τρεις είναι πως, αν ο σταθμός εντάσσονταν νωρίτερα στην ΕΡΤ, τότε θα είχε γρηγορότερη εξέλιξη.

Το Μάιο του 1986, η Τούλα Ρόκκου βγαίνει στη σύνταξη, ένα χρόνο αργότερα συνταξιοδοτείται η Φρόσω Ευθυμιάδου και λίγα χρόνια αργότερα, το 1993, ακολουθεί ο Θόδωρος Τανιός, ο οποίος τα τελευταία τρία χρόνια διετέλεσε και προϊστάμενος του σταθμού. Οι θέσεις των τριών εκφωνητών δεν καλύφθηκαν ποτέ.

Σε μια εποχή που δεν υπήρχε τηλεόραση και dvd, ίντερνετ και δορυφορική, που δεν υπήρχαν cd και mp3, οι μεστές και τόσο χαρακτηριστικές φωνές αυτών των τριών ανθρώπων κράτησαν συντροφιά σε χιλιάδες ακροατές και ακούγοντάς τες καθημερινά, τους έγιναν τόσο οικείες. Ήταν μια άλλη εποχή, η εποχή του ζωντανού και των ελάχιστων τεχνικών μέσω, όπου όλα στηρίζονταν στην όρεξη και το μεράκι. Στην αγάπη για το ραδιόφωνο. Ίσως γι' αυτό, εκείνη η εποχή περιβάλλεται μέχρι σήμερα ακόμα από μια αίσθηση μαγείας και γλυκιάς αναπόλησης...