14 Ιουνίου 2011

«Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΗΤΑΝ ΓΕΜΑΤΗ …ΚΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ»

ΤΟΥ ΑΚΗ ΓΕΡΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΝΔ

Οι συγκεντρώσεις των «αγανακτισμένων» ως κραυγή διαμαρτυρίας, από την αρχαιότητα, αποτελούν βασικό τρόπο έκφρασης μιας κοινωνίας.

Η ιστορία μέχρι σήμερα είναι γεμάτη από παρόμοιες εκδηλώσεις καταπιεσμένων, συχνά με τραγικά αποτελέσματα και εκτροπές από τον αρχικό στόχο και την επιθυμία του συγκεντρωθέντος πλήθους.

Σήμερα όμως, στην ηλεκτρονική εποχή, η τεχνολογική εξέλιξη κάνει τον κόσμο μια γειτονιά και τον ψίθυρο μια ισχυρή κραυγή. Από τις 15 Μαΐου και από την «πλατεία του ήλιου» της Μαδρίτης, ξεχύθηκαν οι συγκεντρώσεις των νέων στις πόλεις της Ευρώπης, εκτινάσσοντας εκρηκτικά υλικά συσσωρευμένης αγανάκτησης για «το μέλλον που μας κλέβουν» με πολιτικές σκληρής λιτότητας, την «υποβάθμιση της ποιότητας ζωής», τη «κατάπτωση και διαφθορά των πολιτικών συστημάτων». Αλλά και συνθήματα υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, με κυρίαρχο το «δεν πάει άλλο» και «τώρα μιλάμε εμείς».

Σε όλη την Ευρώπη οι πολίτες κατεβαίνουν πλέον στους δρόμους χωρίς επαγγελματίες κομματικούς διαμεσολαβητές ή άλλη κηδεμόνευση, διεκδικώντας, όπως φαίνεται από τα συνθήματα, το σχηματισμό μιας νέας πρότασης κοινωνικής οργάνωσης, της Κοινωνίας των Πολιτών.

Στην Ελλάδα «η πλατεία ήταν γεμάτη …κι όλα είναι συνειδητά».

Ο λόγος του ποιητή αθροίζει σε όλα τα προσδόκιμα «των νέων χωρίς αύριο» και το σημερινό κυβερνητικό αδιέξοδο μιας διοικούσας ελίτ που πραγματικά έχει αλυσοδέσει τη χώρα στην υφεσιακή κακοδαιμονία και τη διεθνή κερδοσκοπία:

· αποβάλλοντας τον ενεργό πληθυσμό από την παραγωγή και οδηγώντας τον στη φτώχεια ως πλεονάζον προσωπικό,

· στενεύοντας μέχρι θανάτου την επιχειρησιακή δραστηριότητα,

· οδηγώντας τους νέους στη ξενιτιά.

Το «γιατί!» αναπηδά από τους αγανακτισμένους πολίτες. «Περίσσεψε η κοροϊδία» και η «ψευτιά» της ψηφοαρπαγής, με το «λεφτά υπάρχουν».

Σύσσωμη η Πλατεία απαιτεί ή απόρριψη του μνημονίου ή επαναδιαπραγμάτευση. Όμως η κυβερνώσα ομάδα έχει συγκεκριμένο σχέδιο και δεσμεύσεις. Κι αυτός ο αυταρχισμός είναι που διαφοροποιεί τις ελληνικές συνάξεις από αυτές των άλλων Ευρωπαίων πολιτών.