«Μετά από έντονες πιέσεις ακραίων εθνικιστικών κύκλων, η αλβανική κυβέρνηση προχώρησε στην ψήφιση του περιβόητου νόμου, για την απογραφή πληθυσμού στην Αλβανία. Οι αλλαγές αυτές έχουν να κάνουν με τις κυρώσεις που θα επιβληθούν σε όσους Αλβανούς πολίτες δηλώσουν κατά την απογραφή “ψευδή στοιχεία”.
“Ψευδή στοιχεία” θα θεωρούνται, όσα δηλωθούν και δε συμφωνούν με τα στοιχεία που είναι καταχωρημένα στα παλαιά κατάστιχα των ληξιαρχείων, της περιόδου πριν το 1990. Στοιχεία που διαμορφώθηκαν αυθαίρετα από το τότε κομουνιστικό καθεστώς, το οποίο είχε αλλάξει αυθαίρετα και χωρίς τη θέλησή τους, την εθνικότητα σε χιλιάδες Βορειοηπειρώτες της Κορυτσάς, της Πρεμετής, της Χιμάρας κ.α.
Ο νέος νόμος που ψηφίστηκε πρόσφατα δίνει το δικαίωμα στην στατιστική υπηρεσία της Αλβανίας, INSTAT, που θα διεξάγει την απογραφή, να ζητήσει στοιχεία από τα ληξιαρχεία, ώστε να μπορεί να τα διασταυρώσει, με αυτά που θα δηλωθούν κατά την απογραφή.
Μάλιστα, προς εκφοβισμό των πολιτών, υπάρχουν δηλώσεις Αλβανών αξιωματούχων, ότι όποιος πολίτης δηλώσει κατά την απογραφή διαφορετική εθνικότητα και θρήσκευμα, απ’ ότι έχουν καταγράψει τα ληξιαρχεία, τότε θα υπάρχουν διώξεις, όπως απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων κ.α.
Ο νόμος που ψήφισε η αλβανική Βουλή, δεν επιδιώκει να διευθετήσει τα θέματα που αφορούν την απογραφή, αλλά να εκφοβίσει πρωτίστως τους πολίτες ελληνικής καταγωγής, ώστε να μην εκφράσουν ελεύθερα την εθνική και θρησκευτική τους ταυτότητα. Η απόφαση αυτή έρχεται να ενταχθεί στο γενικότερο κλίμα τρομοκρατίας που ασκείται εναντίον των Βορειοηπειρωτών.
Θύματα αυτής της απογραφής θα είναι οι χιλιάδες Αλβανοί πολίτες ελληνικής καταγωγής που ζούνε σε περιοχές που δεν αναγνωρίζονται ως μειονοτικές, όπως Κορυτσά, Πρεμετή, Λιούντζη, Χιμάρα, αρκετά χωριά στους νομούς Αγίων Σαράντα και Δελβίνου, (Μουρσί, Σωπίκι, Μουζίνα Πετσά, Σινίτσα) και πολλά άλλα χωριά της παραλίας και Αγίων Σαράντα οι κάτοικοι των οποίων έχουν στερηθεί την ελληνική εθνικότητα.
Ο Τομέας Βορειοηπειρωτών της Νέας Δημοκρατίας, καλεί την Ελληνική Κυβέρνηση να αντιδράσει άμεσα σε αυτή την πρωτοφανή απόφαση της αλβανικής Κυβερνήσεως, που ουσιαστικά καταργεί την προοπτική μιας ελεύθερης και σε δημοκρατικό κλίμα απογραφής πληθυσμού.
Η Αλβανία θα πρέπει να κατανοήσει πως δεν μπορεί να λέγεται δημοκρατική χώρα και να θέλει να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής οικογένειας, διατηρώντας και εφαρμόζοντας τις ίδιες πολιτικές καταπάτησης των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων, που εφάρμοζε το κομμουνιστικό καθεστώτος Χότζα»
Ο νέος νόμος που ψηφίστηκε πρόσφατα δίνει το δικαίωμα στην στατιστική υπηρεσία της Αλβανίας, INSTAT, που θα διεξάγει την απογραφή, να ζητήσει στοιχεία από τα ληξιαρχεία, ώστε να μπορεί να τα διασταυρώσει, με αυτά που θα δηλωθούν κατά την απογραφή.
Μάλιστα, προς εκφοβισμό των πολιτών, υπάρχουν δηλώσεις Αλβανών αξιωματούχων, ότι όποιος πολίτης δηλώσει κατά την απογραφή διαφορετική εθνικότητα και θρήσκευμα, απ’ ότι έχουν καταγράψει τα ληξιαρχεία, τότε θα υπάρχουν διώξεις, όπως απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων κ.α.
Ο νόμος που ψήφισε η αλβανική Βουλή, δεν επιδιώκει να διευθετήσει τα θέματα που αφορούν την απογραφή, αλλά να εκφοβίσει πρωτίστως τους πολίτες ελληνικής καταγωγής, ώστε να μην εκφράσουν ελεύθερα την εθνική και θρησκευτική τους ταυτότητα. Η απόφαση αυτή έρχεται να ενταχθεί στο γενικότερο κλίμα τρομοκρατίας που ασκείται εναντίον των Βορειοηπειρωτών.
Θύματα αυτής της απογραφής θα είναι οι χιλιάδες Αλβανοί πολίτες ελληνικής καταγωγής που ζούνε σε περιοχές που δεν αναγνωρίζονται ως μειονοτικές, όπως Κορυτσά, Πρεμετή, Λιούντζη, Χιμάρα, αρκετά χωριά στους νομούς Αγίων Σαράντα και Δελβίνου, (Μουρσί, Σωπίκι, Μουζίνα Πετσά, Σινίτσα) και πολλά άλλα χωριά της παραλίας και Αγίων Σαράντα οι κάτοικοι των οποίων έχουν στερηθεί την ελληνική εθνικότητα.
Ο Τομέας Βορειοηπειρωτών της Νέας Δημοκρατίας, καλεί την Ελληνική Κυβέρνηση να αντιδράσει άμεσα σε αυτή την πρωτοφανή απόφαση της αλβανικής Κυβερνήσεως, που ουσιαστικά καταργεί την προοπτική μιας ελεύθερης και σε δημοκρατικό κλίμα απογραφής πληθυσμού.
Η Αλβανία θα πρέπει να κατανοήσει πως δεν μπορεί να λέγεται δημοκρατική χώρα και να θέλει να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής οικογένειας, διατηρώντας και εφαρμόζοντας τις ίδιες πολιτικές καταπάτησης των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων, που εφάρμοζε το κομμουνιστικό καθεστώτος Χότζα»