14 Ιουλίου 2011

Βέλγιο: Επικριτικά σχόλια του βελγικού Τύπου για το ρόλο της Γερμανίας και της Ολλανδίας στο ζήτημα της ελληνικής κρίσης

Ιδιαίτερα επικριτικός για το ρόλο της Γερμανίας και της Ολλανδίας στο ζήτημα της κρίσης του ελληνικού χρέους είναι και σήμερα ο βελγικός Τύπος. Για πυρετώδεις διαβουλεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη σε τεχνικό επίπεδο προκειμένου να βρεθεί συμβιβαστική λύση για την υπέρβαση της ελληνικής κρίσης, κάνει λόγο η ολλανδόφωνη «De Tijd».

Κατά την εφημερίδα, δεδομένης της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και του άμεσου κινδύνου διάχυσης της κρίσης σε ολόκληρη την ευρωζώνη, το πλέον λογικό θα ήταν η Γερμανία να εγκαταλείψει την αξίωσή της για συμμετοχή των ιδιωτών ομολογιούχων στις προσπάθειες διάσωσης της Ελλάδας, ακολουθώντας τις σχετικές παραινέσεις της ΕΚΤ. Ωστόσο, προσθέτει, η προϋπόθεση αυτή είναι εκ των ων ουκ άνευ για τις κυβερνήσεις των πλουσιότερων χωρών (Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία και Αυστρία), στο βαθμό που έχουν αναλάβει σχετική δέσμευση απέναντι στα εθνικά τους κοινοβούλια και ως εκ τούτου τυχόν υπαναχώρησή τους θα έχει μεγάλο πολιτικό κόστος που δεν δείχνουν διατεθειμένες να αναλάβουν.

Λόγω του αρνητικού κλίματος, παρατηρεί η εφημερίδα, ο πρόεδρος της ΕΕ, Βαν Ρομπάι, καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης που θα αφήνει όλα τα μέρη ικανοποιημένα. Στο πλαίσιο αυτά, προσθέτει, θα μπορούσε να διασφαλιστεί η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και ταυτόχρονα να ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό του κινδύνου μετάδοσης της κρίσης σε άλλες χώρες. Κάτι τέτοιο, όμως, αποτελεί ένα ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα, το οποίο προϋποθέτει ότι όλα τα μέρη θα θελήσουν να βάλουν νερό στο κρασί τους, καταλήγει η εφημερίδα.

Με τη σειρά της, η επίσης ολλανδόφωνη «De Standaard», σε ανάλυση με τίτλο «Η ΕΕ μεταθέτει στο άδηλο μέλλον τη λύση των προβλημάτων», παρατηρεί ότι το χάσμα στους κόλπους της ΕΕ παραμένει αγεφύρωτο σε ό,τι αφορά την εύρεση λύσης για την υπέρβαση της ελληνικής κρίσης. Παράλληλα, η εφημερίδα ασκεί κριτική στη στάση της Γερμανίας, την οποία θεωρεί «αντιπαραγωγική». Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, η ολιγωρία και οι συνεχείς παλινωδίες των Ευρωπαίων ηγετών και ιδίως της Γερμανίας έχουν αποτελέσει τροχοπέδη στις προσπάθειες υπέρβασης της ελληνικής κρίσης, με αποτέλεσμα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να αποτελεί πλέον το μοναδικό στήριγμα για το ευρώ.

Με τη σειρά της όμως κι η ΕΚΤ, προσθέτει η αρθογράφος, έχει πλέον φτάσει στα όριά της στο βαθμό που έχει φορτωθεί με ένα σωρό «άχρηστους» τίτλους χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας και μοιραία νιώθει θύμα εκμετάλλευσης από την πλευρά των Γερμανών. Ιδιαίτερη μνεία κάνει η εφημερίδα στην πρόσφατη έκκληση που απηύθυνε ο Έλληνας πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου προς τους Ευρωπαίους ηγέτες να πορεύονται με βάση όχι τις εσωτερικές πολιτικές «κόκκινες γραμμές», αλλά με γνώμονα μια συντεταγμένη πολιτική για μια αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης. Σύμφωνα με την εφημερίδα, αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι εάν είχε συσταθεί νωρίτερα ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, είχε μειωθεί το επιτόκιο ελληνικού δανεισμού και είχε διασφαλιστεί η δυνατότητα επαναγοράς ελληνικού χρέους από τη δευτερογενή αγορά ομολόγων, τόσο η Ελλάδα όσο και οι υπόλοιπες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας δεν θα είχαν γνωρίσει τόσο ισχυρούς κλυδωνισμούς. Αντί όμως να υπάρξει μια τέτοια προσέγγιση, συνεχίζει η βελγική εφημερίδα, η Γερμανία όπως και η Ολλανδία προτίμησαν να επικεντρωθούν στο ζήτημα των όρων συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στο ελληνικό πακέτο διάσωσης, παραβλέποντας ότι εάν βάζεις το μαχαίρι το λαιμό στους επενδυτές, αυτό που θα κάνουν είναι να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους, οδηγώντας μια χώρα σε χρεοκοπία.

Ακόμη, προσθέτει, εάν κάνεις λόγο για μια «εθελοντική» συμμετοχή των ιδιωτών, θα αποφύγεις πιθανότατα τη χρεοκοπία. Ωστόσο, σημειώνει, σε μια τέτοια περίπτωση είναι εύλογο οι ιδιώτες να ζητούν κρατικές εγγυήσεις από την πλευρά τους, με αποτέλεσμα η πολυθρύλητη συμμετοχή ιδιωτών πιστωτών να μην αφορά εν τέλει παρά μόνον ένα μικρό ποσοστό του συνολικού ποσού της ελληνικής βοήθειας. Όλα αυτά ήταν γνωστά, σύμφωνα με την εφημερίδα, ήδη εδώ και αρκετούς μήνες, αλλά οι Ευρωπαίοι ηγέτες προτίμησαν να σπαταλήσουν πολύτιμο χρόνο, αναλώνοντας όλους τους τελευταίους μήνες σε μια ατέρμονη βυζαντινολογία περί των όρων συμμετοχής των ιδιωτών. Εξηγώντας την εμμονή της Γερμανίας στο ζήτημα της συμμετοχής των ιδιωτών ομολογιούχων, η εφημερίδα αναφέρει ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού χρέους σε ό,τι αφορά τη Γερμανία βρίσκεται στα χέρια όχι των τραπεζών, αλλά των κρατικών αρχών, γεγονός που καθιστά ευκολότερο για το γερμανικό Κοινοβούλιο να αξιώσει μια μεγαλύτερη συμμετοχή των τραπεζών στις ζημιές, καθώς το γερμανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν διατρέχει κίνδυνο κατάρρευσης. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει στη Γαλλία, προσθέτει η εφημερίδα, όπου το μεγαλύτερο χρέος βρίσκεται στα χέρια των τραπεζών, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται η γαλλική Βουλή να εγείρει μια παρόμοια αξίωση που θα μπορούσε να επιφέρει την κατάρρευση γαλλικών τραπεζών.

Καταλήγοντας, η εφημερίδα αναφέρει ότι η Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ δεν κάμπτεται από τις αντιρρήσεις του προέδρου της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Tρισέ, στο σχέδιο συμμετοχής των τραπεζών στο ελληνικό πακέτο διάσωσης. Και τούτο, επειδή γνωρίζει ότι οι Γερμανοί φορολογούμενοι πιο εύκολα θα δέχονταν να δοθούν γερμανικές ενέσεις κεφαλαίου προς την ΕΚΤ, προκειμένου να αναπληρωθούν οι ζημιές από το κούρεμα της αξίας των ελληνικών ομολόγων, παρά προς την Ελλάδα.